ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δ. Βίτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δ. Βίτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

ΤΑ ΦΥΤΩΡΙΑ ΑΘΕΩΝ !!!

Η «ΑΛΛΗΛΟΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ», Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

«Όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας εκλήθη να αναλάβει τη διακυβέρνηση της ρημαγμένης από την επανάσταση Ελλάδας, έθεσε ως βασική του προτεραιότητα την εκπαίδευση. Το μέγιστο ποσοστό των Ελλήνων τότε ήταν αναλφάβητο και ο νέος κυβερνήτης, δίχως καθόλου πόρους στη διάθεση του, προσπάθησε να εφαρμόσει ένα ευρύτατο πρόγραμμα που είχε στόχο να μάθει στα ελληνόπουλα τουλάχιστον να διαβάζουν. [«...Δια τα σχολεία χρειάζονται οικήματα, εγώ δε φθάσας ενταύθα εύρηκα μόνον καλύβας όπου εσκεπάζοντο πλήθος οικογενειών πειναλέων»].
Ίδρυσε αμέσως τέσσερα δημοτικά σχολεία (Ναύπλιο, Αθήνα, Ύδρα, Σύρο), ένα οικοτροφείο-ορφανοτροφείο στην Αίγινα, ενώ προσπάθησε να ξαναλειτουργήσει σχολεία που υπήρχαν πριν την επανάσταση και είχαν εγκαταλειφθεί λόγω του αγώνα [καταβάλλοντας σημαντικό ποσό από την προσωπική του περιουσία].
Η οικονομική συνταγή για την χρηματοδότηση του εγχειρήματος ήταν πολύ απλή: Το κράτος πλήρωνε ένα μικρό μισθό στον δάσκαλο, ενώ οι τοπικές κοινότητες έπρεπε να καλύπτουν τα έξοδα του σχολείου τους, αλλά και να εξασφαλίζουν δωρεάν στέγη και φαγητό για τον δάσκαλο. Στην πραγματικότητα, οι λίγοι εύποροι κάτοικοι κάθε κοινότητας, εκ περιτροπής τάιζαν τον δάσκαλο με το φαγητό που είχαν στο σπίτι τους.
[...]
Όμως χρόνο με τον χρόνο τα σχολεία αυξάνονταν και τα παιδιά μέσα σ’ αυτά πολλαπλασιάζονταν. Γι αυτό ο Καποδίστριας αλλά και οι Βαυαροί μετά απ’ αυτόν, υιοθέτησαν την περίφημη αλληλοδιδακτική μέθοδο.
Σύμφωνα μ’ αυτήν, οι μεγαλύτεροι και καλύτεροι μαθητές, οι πρωτόσχολοι, αναλάμβαναν ένα μέρος της εκπαίδευσης των μικρότερων μαθητών, υπό την καθοδήγηση του δασκάλου. Μ’ αυτό τον τρόπο, ένας δάσκαλος μπορούσε να λειτουργεί ένα ολόκληρο σχολείο με εκατοντάδες μαθητές, αφού στην πραγματικότητα χρησιμοποιούσε όσους βοηθούς χρειαζόταν.
Η αλληλοδιδακτική μέθοδος που ονομαζόταν μέθοδος Μπελ και Λάνκαστερ ή απλώς Λανκαστριανή, είχε ήδη εφαρμοστεί ευρύτατα στην Ευρώπη.
[...]
Ήταν επιστημονικά μελετημένη μέθοδος και διέθετε λεπτομερειακά εγχειρίδια για τον τρόπο που έπρεπε να εφαρμόζεται. Ήταν ένας αποτελεσματικός τρόπος να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα και αριθμητική. Μέχρι το 1840, λειτουργούσαν στη χώρα πάνω από 80 αλληλοδιδακτικά σχολεία.
Και τότε, ξέσπασε ένας φοβερός πόλεμος γι αυτό τον θεσμό που ήταν ευεργετικός για την αγράμματη φτωχολογιά. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αλλά και η Ιερά Σύνοδος της αυτοκέφαλης Ελληνικής εκκλησίας, καταδίκασαν με επίσημες εγκυκλίους τους την λειτουργία των αλληλοδιδακτικών σχολείων και κάλεσαν το ελληνικό κράτος να τα κλείσει. Σύμφωνα με την εκκλησία, η αλληλοδιδακτική μέθοδος ήταν εφεύρεση των δυτικών Λουθηροκαλβίνων, που είχε σκοπό να μετατρέψει τα ελληνικά σχολεία σε φυτώρια άθεων.
Ούτως ή άλλως η εκκλησία διαφωνούσε με την ανάπτυξη της τεχνολογικής εκπαίδευσης, προτάσσοντας μια χριστιανική εκπαίδευση που θα παρείχε πρωτίστως θεοκρατική γνώση. Πάντα έβλεπε με καχυποψία τα μαθηματικά, τη φυσική ή τη χημεία, θεωρώντας ότι εμπεριείχαν επικίνδυνες ιδέες για τον άνθρωπο.
Η διαφωνία της επίσημης εκκλησίας στην αλληλοδιδακτική μέθοδο, πήγαινε πολύ βαθύτερα, μέσα στον πυρήνα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Κατά την άποψη των παπάδων, πρωτεύουσα αποστολή του σχολείου δεν ήταν να διδάσκει γράμματα, αλλά πειθαρχία και υπακοή.
 Η γνώση σ’ ένα απείθαρχο και φιλελεύθερο μυαλό ήταν επικίνδυνο πράγμα. Δουλειά του δασκάλου ήταν πρώτα να βάλει τους μαθητές σ’ ένα συγκεκριμένο εθνικό, θρησκευτικό και ιδεολογικό καλούπι, ενώ η χορήγηση των γνώσεων που θα το υπηρετούσαν ακολουθούσε την διαμόρφωση του χαρακτήρα και των ιδεών του.
Αλλιώς το σχολείο θα παρήγαγε μορφωμένους άθεους και αναρχικούς, δηλαδή επικίνδυνους ανθρώπους. Οι πρωτόσχολοι βέβαια δε μπορούσαν να υπηρετήσουν αυτό το μοντέλο, οπότε η επίσημη εκκλησία προτιμούσε να αφήνει τα παιδιά αναλφάβητα, παρά να μαθαίνουν ‘’επικίνδυνα’’ γράμματα.
Όσο κι αν φαίνεται απίστευτη αυτή η άποψη, η εκκλησία σιγά-σιγά την επέβαλε. Η τεχνολογική εκπαίδευση πήγε πίσω, κυριάρχησε ο σχολαστικισμός και η θεοκρατία, ενώ τα αλληλοδιδακτικά σχολεία με γρήγορους ρυθμούς εγκαταλείφθηκαν. Στο μεταξύ αυξήθηκε και ο αριθμός των κανονικών δασκάλων, οπότε γύρω στο 1860 τα σχολεία αυτά έπαψαν να υπάρχουν».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΑΚΗΣ(1961- ) «ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ», ΠΑΤΑΚΗΣ 2014
.
[Φωτογραφιες:
- ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΛΛΗΛΟΔΙΔΑΚΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ
- ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
- ΟΔΗΓΟΣ & ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΑΛΛΗΛΟΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ]

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Η ΣΤΙΤΙΚΕΤΣΑ [ΔΥΣΚΟΙΛΙΟΤΗΤΑ] Του Κόντε Κλάπα !!!

Η ΣΤΙΤΙΚΕΤΣΑ [ΔΥΣΚΟΙΛΙΟΤΗΤΑ]
[Στη Ζάκυνθο επί Ενετών ο κόντε Ρικάρντο Νταβιτσέντσα γράφει μια «Ομιλία» και την «ανεβάζει» στο σαλόνι του, για να σατιρίσει την …δυσκοιλιότητα του φίλου του Κόντε Κλάπα]
.
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Στ’ Αρχοντικό του Κλάπα. Ο Κόντες, με τη νυχτικιά του και φαρδιά ρόμπα ντι κάμαρα, κάθεται στη σέκια[φορητό αποχωρητήριο-πολυθρόνα] του ακίνητος και βλοσυρός. Είναι φαλακρός και η περούκα δίπλα του, στον περουκοστάτη, είναι απαράλλαχτη μ’ εκείνη του πατέρα του, που εικονίζεται στο θεόρατο κάδρο πίσω του. 
Ο Ντοτόρος Μορτεβίας τού μετράει το πόλσο.[σφυγμό]

ΚΟΝΤΕΣ: Σορ Μορτεβία, βόηθα με!/ Κοντεύω να κρεπάρω [σκάσω].
Αν δε με γιάνεις γρήγορα,/ θε να βαρέσω σμπάρο…

ΓΙΑΤΡΟΣ: Μπράβο σου! Μα μ’ ούλο το ρισπέτο
 σα μαχαιρίες τα λόγια σου  με βάρεσαν στο πέτο
Είναι κουβέντες, Άρχοντα,/ ευτούνες που μου λες;
ΚΟΝΤΕΣ: Τι θες να κάμω; Τήραμε!/ Είμαι για να με κλαις!
 Κόκαλα το κορμάκι μου/ κατάντησε και πέτσα!

ΓΙΑΤΡΟΣ: Κόντε μου! Δε ματάγινε/ μιά τέτοια στιτικέτσα!
Δεν είν’ αρρώστια σέρια[σοβαρή]/ για τσου μικρούς/ανθρώπους,
τηνε γιατρεύουμε, μαθές,/ με χίλιους δύο τρόπους.../ 
Μα τσ’ αφεντιάς σου τ’ άντερα/ είν’ στίτικα ντί στέζα[δυσκοίλια περιοπής],
 έχουν πείσμα κοντέικο/ και μνέσκουν πάντα στέζα[τεντωμένα].

ΚΟΝΤΕΣ: Νιώθω μαστίτσα[συμπαγή] την κοιλιά/ σα μαρμαρένια ντάπια/
 Ματάνοιξε, Ντοτόρο μου, τα δόλια σου κιτάπια/ 
και βρες δελέγκου[αμέσως] μέσα κει/ του γλυτωμού σανίδα.
 Αλλιώς, Σορ Μορτεβία μου,/ “αντίο που σε είδα”![τετέλεσται].

ΓΙΑΤΡΟΣ: Ούλους τσου ματαδιάβασα!/ Αφ’ τον αντίκο·Τσέλσο
στους Διοσκουρίδη, Γαληνό, Βεζάλιο, Παρατσέλσο./Μα και τσου πούλιο κοντινούς:/ Εύστάκιο, Φαλλόπιο, τσου δύο Χάντερ, τον Χαρβέ...

ΚΟΝΤΕΣ: Μούπαν ριμέντιο[γιατροσόφι] ντόπιο…

ΓΙΑΤΡΟΣ: Μα εδώ ριτσέτες[συνταγές] Πάντοβας/ και βγήκαν οπορκερίες[άχρηστες]/ 
και θες να σε σαλβάρουνε[γλυτώσουνε]/ τση γειτονιάς οι γρήες;

ΚΟΝΤΕΣ: Ευτούνα τ’ άντερα, γιατρέ,/ είναι τσ’ απορπισίας!/ 
Να ματακούσω τη βροντή/ μιας αποπατησίας/
 και στην πλερώνω για χρυσή./Μίανε μόνε-μόνε![ίσα-ίσα]

ΓΙΑΤΡΟΣ: Κόντε μου, βρίσκουμαι και γώ/ σε μία ντισπερατσιόνε!/ 
Ούλα μου τα δοκίμασα /κι ούλα πήγανε στράφι!/ 
Ακόμα και μιαν όστια[χάπι] με σκόνη από χρυσάφι!/
 Βρύση τ’ όλιο ντί ρίτσινο,[καθαρτικό]/ φόρτε καλομελάνο[μονοχλωριούχος υδράργυρος,/ 
κλυστήρια[κλύσματα] με τη σέσουλα/ Τι άλλο να σου κάνω;/
 Η τέχνη μου φαλίρισε /μ’ ευτούνη την κοιλιά σου./ Άλλο δέ μνέσκει τώρα πια…

ΚΟΝΤΕΣ: …παρά να πας καλιά σου!/ 
Θα δοκιμάσω μοναχός/ ’να ντόπιο γιατροσόφι./ 
Οι γρήες ξέρουν τα πολλά!/ Κι ας λεν οι φιλοσόφοι!

ΓΙΑΤΡΟΣ: Ακομοντάτεβι[Όπως σας αρέσει] Σινιόρ!/ με γειές σου και χαρές σου.

ΚΟΝΤΕΣ: Έχεις και μούτρα να μιλείς/ μετά τσι συμφορές σου;

ΓΙΑΤΡΟΣ: Συμπάθιο! Μα τα μαγικά/ εγώ τάχω χεσμένα.

ΚΟΝΤΕΣ: Γιατί τσιρλάς ελεύτερα!/ Μα δε ρωτάς και μένα/
π’ άντίς πουργκάντε[καθαρτικό] μούδεσες/ στο κώλο μου φουστέκια[ασφυκτικά δεσμά]/ 
κι ούτε να κλάσω δεν μπορώ/ την ίδια μου τη σέκια!

ΓΙΑΤΡΟΣ: Και τι λογής, Σιορ Κόντε μου,/ είναι φτούνο το μάγιο;

ΚΟΝΤΕΣ: Ολημερνίς στη σέκια μου/ θα κάνω το σκαντάγιο,[βολιδοσκόπηση]/ 
μετρώντας και προσέχοντας/ κάθε γουργουρισία;

ΓΙΑΤΡΟΣ: Μα νύχτα-μέρα στο σκαμνί;/ Τούτο ’ναι βουρλισία./ 
Θα σου κατσιάσει το κορμί!/ Ο νους σου θα στουπίρει,[αποβλακωθεί]/ 
αν κάτσεις τρία μερόνυχτα/ σ’ αυτό το πατητήρι!

ΚΟΝΤΕΣ: Ας γένει το μιράκολο[θαύμα]/ κι ας κάτσω, δε με μέλει./
 Αγάλια- αγάλια γένεται/ κι η αγουρίδα μέλι!

ΓΙΑΤΡΟΣ: Κι από βοτάνια;

ΚΟΝΤΕΣ: Τίποτσι! Μονάχα να φορτσάρω[βάζω τα δυνατά μου]/ και ν’ ασπετάρω[περιμένω] το καλό!

ΓΙΑΤΡΟΣ: Κοσπέτο[μπράβο], μίο κάρο!/
Εμένα να με συμπαθάς,/ μα πρέπει να πηγαίνω/ 
τση γειτονιάς τσου αχαμνούς!/ Πιού τάρντι[αργότερα] ανεβαίνω/ 
στ’ αρχοντικό σου, για να δω/ τα ποία και τα πόσα/ αυγά στη σέκια εγέννησε/ η παινεμένη κλώσα!
(Φεύγει. Ο Κόντες μένει μονάχος. Ξάφνου το μούτρο τον λάμπει από χαρά.)
ΚΟΝΤΕΣ (μ’ ενθουσιασμό): Άκου την, γουργουρίζει! / Έλα μωρή, φινίριστο[τελείωσέ το]/ (το μούτρο του σκοτεινιάζει)/ Τ’άντερομπουρμπουλίσματα/ πάψανε το ντορό[χαβά] τσου,/ φόρσε[μάλλον] 
γατσούλια[γάτες] σκούζανε/ στη ρούγα. Το σταυρό τσου!!!
Σιπάριον
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981) «Ο ΚΟΝΤΕΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΙΑ 1975
Από Dionisis Vitsos

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

ΣΤΟ ΤΖΑΝΤΕ...ΤΣΗ ΤΥΡΙΝΗΣ...




«Την Κυριακή της Τυρινής οι Ζακυνθινοί δεν την βλέπανε σαν τη μεγαλύτερη γιορτή του νησιού (το προνόμιο αυτό το είχε ο γιορτασμός του Αγίου Διονύση), άλλα όλοι συμφωνούσανε πως ήτανε η πιο διασκεδαστική ημέρα του χρόνου. 

Θα έλεγε κανείς ότι ξέροντας πως από την αυριανή θ’ άρχιζε η ατέρμονη και βαρετή Μεγάλη Σαρακοστή με την τυραννική νηστεία της, οι Τζαντιώτες γυρεύανε να συνοψίσουνε, απόγιομα μέσα, τις περασμένες εμπειρίες τριών βδομάδων ξέφρενου γλεντιού.

Όλα τα μπαλκόνια των αρχοντικών της Πλατείας Ρούγας ήτανε στολισμένα με πολύχρωμα χαλιά, που φτάναν ως εκεί π’ αρχίζανε τα βόλτα. Βάγια, μυρτιές και κάθε λογής μυριστικά στολίζανε τις σιδεριές και τις τζελουζίες.
Σα σκοτείνιαζε λίγο, όλα αυτά τα παλατάκια φεγγοβολούσανε. 
Τόρτσες, φανάρια, δαυλοί και αμέτρητα βεγγαλικά φωτίζανε τον κάτωθες δρόμο.
Το σουλάτσο του κόρσου άρχιζε από τον Πλατύφορο, έφτανε στον 'Αη Παύλο και γύριζε πάλι πίσω. 
Ένα πλήθος από πρόχειρες «μποτέγες» εστήνουνταν κάτω από τις κολονάδες και πουλούσανε κάθε λογής ροζόλια, παντεσπάνι, παστέλι, μαντολάτο, σουμάδες και φριτούρες.

Στο πλάτωμα του Αη Παύλου και σ’ εκείνα των Αγίων Σαράντα, της Ανάληψης, του Γιοφυριού, καθώς και στον ίδιο τον Πλατύφορο, διάφορες συντροφιές («θίασοι» θα τους έπεφτε πολύ!) παίζανε τις περίφημες ζακυνθινές «Ομιλίες». 
Έβλεπες εκεί την Αρετούσα να ενθουσιάζεται με τον Έρωτόκριτο και από την πολλή συγκίνηση να ξεπετιέται από τη γυναικεία μάσκα της η άκρη του πιο αρειμάνιου μουστακιού. Τα ίδια πάθαινε παρακάτω και η καημένη η Σάρα στη «Θυσία του Αβραάμ». Κι άσε κείνον τον «Γάμο του Κοντογιαννάκη μετά της Άγγελικούλας Μπότση», που γι’ ανεξήγητους σε μας λόγους τόσο ενθουσίαζε τους Τζαντιώτες του καιρού εκείνου.
Άσχετα όμως από τους σταθμούς αυτούς, στην ίδια την Πλατεία Ρούγα διαβαίνανε το ένα πίσω από τ’ άλλο τα στολισμένα άρματα, που το καθένα τους παρίστανε κάποια ιστορική, οικογενειακή η άλλη διασκεδαστική σκηνή. 
Μερικά από αυτά κουβαλούσανε μουζικάντηδες και τραγουδιστάδες, που ψάλλανε ερωτικές καντάδες σε κάποιαν. . . ανύπαρκτη «καλή» τους, ενώ πάνω από τα κεφάλια τους κρεμότανε ένας φωτισμένος γλόμπος που παρίστανε το φεγγάρι.
Άλλοι πάλι, που το κάρο τους ήταν φορτωμένο με στάχυα μιμούνταν τους θεριστάδες. 
Έβλεπες ακόμα ένα κάρο γεμάτο μάσκαρες, με κεφάλια ζώων μαντηλοδεμένα και τον κτηνίατρο που τα κουράριζε.
Άλλα πού να παρακολουθήσεις όλα αυτά τα θεάματα ! 'Ο καθένας σταματούσε κι άκουγε ό,τι του γουστάριζε κι άφηνε τ’ άλλα για. . . του χρόνου.
Τελικά, κατά τις 6 το απόγιομα, κρεμούσανε από το καμπαναριό των 'Αγίων Πάντων ένα μάτσο σκόρδα κι άλλες πρασινάδες και η βαρύτερη της εκκλησιάς καμπάνα ειδοποιούσε τους πιστούς πως σε λίγες ώρες θ’ άρχιζε η Μεγάλη Σαρακοστή. 
Αυτό ήτανε και το σύνθημα για κάπου τρεις ώρες ξέφρενου γλεντιού.
Γύρω στις 9 το βράδυ ο ενθουσιασμός τού κοσμάκη έφτανε στο κατακόρυφο κι όλοι πια ετοιμάζονταν για το ηρωικό φινάλε της «σεμνής» αυτής γιορτής. 
Ενώ οι Άγιοι Πάντες νεκροσημαίνανε και μια μπάντα έπαιζε πένθιμα εμβατήρια, ξεκινούσε από την εκκλησία η κηδεία τού Καρνάβαλου: το Πόβερο Καρναβάλε.
Τις ταινίες του μαυροντυμένου φέρετρου (πού στο καπάκι του φάνταζε μία θεόρατη μάσκα) κρατούσανε τέσσερεις (υποθετικοί) μεγιστάνες. 
Πίσω ερχότανε ο βασιλιάς φορώντας την κορόνα του και μετά μια ολόκληρη κουστωδία από «μεγάλους άρχοντες», με φανάρια και λαμπάδες στο χέρι. 
Το μασκοφορεμένο πόπολο, που ακολουθούσε «άδον και ορχούμενον», φώναζε κάθε τόσο κάτι σπαρακτικά «πόβερο καρναβάλε! κλαίγοντας τάχατες το «φτωχό καρναβάλι, που πέθανε και το κηδεύανε. 
Αυτή η... πενθιμοκωμική περιφορά περνούσε από τους κυριότερους δρόμους της πολιτείας και κατάληγε στον Πλατύφορο, την κεντρική δηλαδή πλατεία, όπου ο κόσμος, πεθαμένος από τα γέλια και την κούραση της ατέλειωτης περαντζάδας, το έριχνε στα ροζόλια και τις ορτζάδες.
Αυτή όμως η παρένθεση δεν κρατούσε πολύ, γιατί γρήγορα φτάνανε τα μεσάνυχτα. 
Δώδεκα η ώρα ίν πούντο όλα τα καμπαναρία της Χώρας αρχίζανε να βαράνε πένθιμα, αναγγέλλοντας το σταμάτημα των Απόκρεω και την αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής. 
Ο κόσμος τότε με... κατεβασμένα αυτιά, γύριζε σπιτάκι του λυπημένος που τέλειωσε μια τέτοια ήμερα, άλλα και επειδή από αύριο ξεκινούσε ο μαραθώνιος της σαρανταήμερης νηστείας.
Γιατί η νηστεία τα χρόνια κείνα δεν ήτανε παίξε γέλασε για τους απλούς ανθρώπους το ν’ αρτυθείς νηστίσιμη ισοδυναμούσε με.. . προδοσία της Ορθοδοξίας και της φυσικής επέκτασής της, δηλαδή του ίδιου του Γένους.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ, ΑΝΤΑΤΖΙΟ ΚΑΙ ΦΟΥΓΚΑ, τ.2, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΙΑ

Dionisis Vitsos
ΔΕΣ ΑΚΟΜΗ:

ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΑ ΗΘΗ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΜΑΣ


Αλίευση - Παρουσίαση Viva.La.Revolucion

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΣΤΟ ΤΖΑΝΤΕ




Το κεί­με­νο που θα δια­βά­σει ο ανα­γνώ­στης, ανα­φέ­ρε­ται στα παλιά χρό­νια του Ζάντε και πε­ρι­γρά­φει τα ήθη και τα έθιμα του νη­σιού, τις βεγ­γέ­ρες που γί­νο­νταν, τις πο­λυ­τε­λείς βίλες των αρι­στο­κρα­τι­κών οι­κο­γε­νειών, τη ζωή τους και την ανε­με­λιά τους. Αρ­χί­ζει από το 1910 και τε­λειώ­νει το 1940. Μία τρια­κο­ντα­ε­τία γε­μά­τη ζωή με τις καλές και τις κακές στιγ­μές. Οι λο­γο­τε­χνι­κές σε­λί­δες δεν υστε­ρούν. Πά­μπολ­λοι λο­γο­τέ­χνες και μου­σουρ­γοί ανα­φέ­ρο­νται.

Ο συγ­γρα­φέ­ας των ανα­μνή­σε­ων όμως, δεν ανα­φέ­ρε­ται και στον λαό της Ζα­κύν­θου. Πως ζούσε, τι προ­βλή­μα­τα είχε και πως τα αντι­με­τώ­πι­ζε. Αξί­ζει όμως ν’ ασχο­λη­θού­με και με αυτό το θέμα σ’ ένα ξε­χω­ρι­στό κομ­μά­τι στο άμεσο μέλ­λον.

Το κεί­με­νο το έγρα­ψε ο συγ­γε­νής μου Ιρις Πο­λί­της και ήρθε στα χέρια μου από την αδελ­φή του και ξα­δέλ­φη μου Φρί­ντα Πο­λί­τη. Και οι δύο δεν βρί­σκο­νται εν ζωή σή­με­ρα. Ετσι απο­φά­σι­σα να δη­μο­σιευ­τούν οι ανα­μνή­σεις του Ι.Π. ώστε να μη χα­θούν οι πο­λύ­τι­μες ανα­φο­ρές στα ήθη και στα έθιμα μιας πε­ρα­σμέ­νης-ίσως όχι τόσο, επο­χής της Ζά­κυν­θος.

ΑΡΗΣ ΚΑΡ­ΡΕΡ
Η πόλι της Ζα­κύν­θου

Η πόλι της Ζα­κύν­θου είναι χτι­σμέ­νη στο Ανα­το­λι­κό πα­ρα­θα­λάσ­σιο μέρος του νη­σιού , αμ­φι­θε­α­τρι­κώς εν μέρει, επί των υπερ­κει­μέ­νων λόφων και κυ­ρί­ως στις ρίζες του βε­νε­τσιά­νι­κου κά­στρου. Το μά­κρος της πό­λε­ως είναι πλέον των δύο χι­λιο­μέ­τρων και σαν φόντο την πλαι­σιώ­νουν κα­τα­πρά­σι­νοι λόφοι. Με την χα­ραυ­γή, οι πρώ­τες αχτί­νες του ήλιου, που ση­κώ­νο­νται από τα βάθη της Πε­λο­πον­νή­σου, την χρυ­σώ­νου­νε ολό­κλη­ρη.

Στο υψη­λό­τε­ρο ση­μείο της πόλης, προς το κά­στρο, βρί­σκε­ται ο Πύρ­γος του Κα­μπα­να­ρί­ου της Πι­κρι­διώ­τισ­σας, σφρα­γί­δα και συ­μπλή­ρω­μα του γύ­ρω­θε ει­δυλ­λια­κού το­πί­ου. Η ρυ­μο­το­μία κα­θα­ρώς με­σαιω­νι­κή, έχει έντο­νο βε­νε­τσιά­νι­κο χρώμα. Από τις κε­ντρι­κές αρ­τη­ρί­ες ξε­κι­νά­νε τα γρα­φι­κά κα­ντού­νια, στα οποία γρά­φτη­καν ιστο­ρί­ες έρω­τος και βε­ντέ­τας, και αντη­χού­σαν πα­θη­τι­κές ζα­κυν­θι­νές σε­ρε­νά­δες.

Όλοι ανε­ξαι­ρέ­τως οι δρό­μοι πλα­κό­στρω­τοι, η φη­μι­σμέ­νη δε Πλα­τεία Ρούγα είχε μεριά κι άλλη κο­λώ­νες (στοές), εκεί δε ήτανε σχε­δόν όλα τα μέ­γα­ρα της τότε αρι­στο­κρα­τί­ας. Επί­σης κο­λώ­νες είχε και ο πα­ρα­λια­κός δρό­μος του Άμμου.Όταν θέ­λου­με να πούμε «εις το κέ­ντρο της πό­λε­ως» σαν να βρι­σκό­μα­στε σ’ ένα από τα άκρα αυτής λέμε: «τη μέσα μερία ή πλέον σύ­ντο­μα «μέ­σα­θε». Από το κέ­ντρων δε για να πούμε «προς τα άκρα», με­τα­χει­ρι­ζό­μα­στε την «όξω μερία» ή «όξωθε» και από τις συ­νοι­κί­ες προς την πλευ­ρά του φρου­ρί­ου λέμε «τσ’ απάνω με­ρί­ες». Στη πόλη οι ονο­μα­σί­ες των δρό­μων αν και είναι γραμ­μέ­νες τσι κα­ντου­νά­δες του σπι­τιό­νε, για τους πολ­λούς όμως είναι τε­λεί­ως άγνω­στες και αντίς αυτών με­τα­χει­ρί­ζο­νται τα ονό­μα­τα των συ­νοι­κιών που έχουν επι­βλη­θεί με την πά­ρο­δο των χρό­νων.

Οι κυ­ριό­τε­ρες συ­νοι­κί­ες που αρ­χί­ζουν από το ένα άκρο της πό­λε­ως είναι: Του Εσταυ­ρω­μέ­νου, τσι Αγίας Τρια­δός, του Ρε­πά­ρο­νε, του Μπάν­κου, του Πλα­τύ­φο­ρου, του Γε­φυ­ριού, των Μα­κε­λειό­νε, του Ντε­πό­ζι­του, τσι Πα­λιάς Βρύ­σης απ’ όπου ξε­κι­νά­ει η σαρ­τζά­δα (δρό­μος πλα­κό­στρω­τος) για το Φρού­ριο, τσ’ Αγίας Αννας, του Αγρα­πι­δά­κη, του Κε­ρα­μι­δά­κη, του Αγίου Αγνά­ντιου (Ιγνά­τιος), τσ’ Οβρια­κής (Γέτο), τσ’ Οδη­γή­τριας, τσ’ Ανά­λη­ψης, των Αγίων Σα­ρά­ντα, του Αγίου Λου­κός, Τσα­χου­χα­ρέϊ­κα, του Αγίου Παύ­λου, Κα­μί­νια, του Αγίου Βα­σί­λη, του Αγίου Λα­ζά­ρου, τ’ Αγιαν­νιού, το Κα­ντού­νι, τσι Φα­νε­ρω­μέ­νης, του Πόν­τζου (στοά), τσι Κου­τσου­πί­ας, του Αμμου, του Αγίου Διο­νυ­σί­ου, τα Τα­μπά­κι­κα, του Μα­κρύ­ου Κα­ντου­νιού (πα­λιό­τε­ρα ονο­μα­στό για τις ωραί­ες φά­ντρες του), του Αϊ Γιάν­νη του Γου­ζέ­λη, του Αγίου Αν­δρε­ός, του Νιο­χω­ριού, τσ’ Επι­σκο­πια­νής, Κα­μά­ρα, τ’ Αγίου Χα­ρα­λα­μπί­ου, τ’ Αϊ Γιώρ­γη του Πε­ντο­κά­μα­ρου, του Κή­πο­νε και τσ’ Αγίας Βαρ­βά­ρας.

Το κα­μά­ρι της Ζά­κυν­θος, δείγ­μα πο­λι­τι­σμού, απο­τε­λού­σε το με­γα­λό­πρε­πο θέ­α­τρο που βρι­σκό­ταν επί της πλα­τεί­ας Σο­λω­μού, στο οποίο ακού­στη­καν οι καλ­λί­τε­ροι ιτα­λι­κοί με­λο­δρα­μα­τι­κοί θί­α­σοι.

Τα δύο μο­να­δι­κά σε χώρο και πο­λυ­τέ­λεια κα­ζί­να του νη­σιού, απο­τε­λού­σαν το στο­λί­δι του Ζάντε στα οποία γρά­φτη­κε και η ιστο­ρία του φη­μι­σμέ­νου καρ­να­βα­λιού.

Οι Ζα­κυν­θι­νοί κυ­ρί­ως της πό­λε­ως έχου­νε στην ομι­λία τους το ελα­φρώς και ιδιά­ζον ερω­τη­μα­τι­κό που είναι αδύ­να­το να το μι­μη­θεί ένας ξένος παρά τις προ­σπά­θειες που κα­τα­βά­λουν οι ηθο­ποιοί στα έργα του Ξε­νό­που­λου. Η κου­βέ­ντα τους, ακόμα και η σο­βα­ρή, διαν­θί­ζε­ται μ’ ένα λεπτό χιού­μορ και είναι πάντα έτοι­μοι για ένα αστείο ή ένα πεί­ραγ­μα και γε­νι­κά ο χα­ρα­κτή­ρας τους είναι εύ­θυ­μος, γε­λα­στοί και ιδίως φι­λό­μου­σοι.
Εδώ η ποί­η­ση και η σά­τι­ρα ήτανε πα­ρά­δο­ση με επί κε­φα­λής τον Σο­λω­μό, τον Κάλβο, τον Φώ­σκο­λο και πάρα πολ­λούς άλ­λους αξιό­λο­γους πνευ­μα­τι­κούς αν­θρώ­πους. Αλλά και στη μου­σι­κή δεν υστέ­ρη­σε το νησί με πρώτο τον Παύλο Καρ­ρέρ(ης) και μια πλειά­δα άλλων αυ­το­δί­δα­κτων αφα­νών μου­σι­κών που άφη­σαν τα πα­θη­τι­κό­τε­ρα τρα­γού­δια για σε­ρε­νά­δες.
ΖΑ­ΚΥΝ­ΘΟΣ 1910-1940
Ανέκ­δο­τα – Μάν­τσιες

Δε­ξιώ­σεις, Χρι­στού­γεν­να, Καρ­να­βά­λι, Σα­ρα­κο­στή, Πάσχα, Βα­σι­λι­κός (Κυ­νή­γι)

1915-1940. Στη Ζά­κυν­θο την εποχή εκεί­νη, υπήρ­χε μια έντο­νη κο­σμι­κή κί­νη­ση. 

Πε­ρισ­σό­τε­ρα από 20 σπί­τια κατά το διά­στη­μα του χει­μώ­να, έδι­ναν επί­ση­μους χο­ρούς, τσά­για, χο­ρευ­τι­κές συ­γκε­ντρώ­σεις, βεγ­γέ­ρες για τζόγο κλπ. 
Από τα σπί­τια αυτά τα πιο αξιό­λο­γα ήτανε του Ρώμα, του για­τρού Ν. Μου­ζά­κη, του Γαί­τα-Μερ­κά­τη, της Νανάς Δημ. Λούν­τζη, της Αι­μι­λί­ας Πα­πα­λε­ο­νάρ­δου (το γένος Δα­μί­ρη), του Αλε­ξάν­δρου Αναστ. Λούν­τζη, του Ερ­μά­νου Αναστ. Λούν­τζη, του Αντω­νί­ου Κο­μού­του, του Τζώρ­τζη Λ. Καρ­ρέρ, του Φι­λίπ­που Λ. Καρ­ρέρ, του Διο­νυ­σί­ου Αντ. Μακρή, του Σπυρ. Συ­γού­ρου-Δε­σύ­λα, του Αναστ.Κόκλα, του Ιρη Γιαν­να­κού, του Κων­στα­ντί­νου Τυ­ρο­γα­λά, του Κέκου Δη­μά­κου, του Κων. Πο­λί­τη, του Ευ­στα­θί­ου Σπ. Αυ­γου­στί­νου, του Νι­κο­λά­ου Και­ρο­φύ­λα­κος, του Ιω­άν­νου Στρού­τζα, συμ­βο­λαιο­γρά­φου κλπ.

Στις συ­γκε­ντρώ­σεις αυτές επι­κρα­τού­σε εγκαρ­διό­τη­τα και συ­γκρα­τη­μέ­νη ευ­θυ­μία, όπου όμως πλε­ό­να­ζε η νε­ο­λαία, η ευ­θυ­μία γε­νι­κευό­τα­νε με έντο­νο πά­ντο­τε επτα­νη­σια­κό χα­ρα­χτή­ρα. Στους επί­ση­μους χο­ρούς ζή­λευε την πλήρη ορ­γά­νω­ση που ήτανε απο­τέ­λε­σμα μιας μα­κραί­ω­νης οι­κο­γε­νεια­κής πα­ρα­δό­σε­ως. Δεν εί­χα­νε τί­πο­τα το εξε­ζη­τη­μέ­νο ή το νε­ο­πλου­τι­στι­κό, σ’ αυ­τούς κυ­ριαρ­χού­σε η απλό­τη­τα και η αρ­χο­ντιά.

Το θέαμα δε που πα­ρου­σί­α­ζαν οι χοροί αυτοί, ιδίως σε με­ρι­κά προ­νο­μιού­χα σπί­τια όπως των Ρώμα, Λούν­τζη, Γαί­τα-Μερ­κά­τη, Καρ­ρέρ, και Και­ρο­φύ­λα­κος (Ιο­νι­κής Τρα­πέ­ζης), ήτανε αυ­τό­χρη­μα φα­ντα­σμα­γο­ρι­κό με τις ωραιό­τα­τες βρα­δι­νές τουα­λέ­τες και τα θαυ­μά­σια παλιά κο­σμή­μα­τα που φο­ρού­σαν αι κυ­ρί­ες και αι δε­σποι­νί­δες καλ­λο­νές αι πε­ρισ­σό­τε­ρες και τα φράκα και τα σμό­κιν των αν­δρών.

Τα σα­λό­νια, με την κομψή παλιά επί­πλω­σή τους καλ­λι­τε­χνι­κούς πο­λυ­ε­λαί­ους, τους ζω­γρα­φι­κούς πί­να­κες με προ­σω­πο­γρα­φί­ες προ­γό­νων κατά κα­νό­να – και με τους με­γά­λους βε­νε­τσιά­νι­κους κα­θρέ­φτες, πα­ρου­σί­α­ζαν μία ει­κό­να πε­ρα­σμέ­νων επο­χών. Κυ­ριαρ­χού­σαν πα­ντού το ασήμι, τα κρύ­σταλ­λα και τα παλιά Βε­νε­τσιά­νι­κα ή Εγ­γλέ­ζι­κα σερ­βί­τσια, δείγ­μα της πα­ρελ­θού­σης οι­κο­νο­μι­κής ευ­η­με­ρί­ας και οι­κο­γε­νεια­κής πα­ρα­δό­σε­ως.

Η «Κα­ντρί­λια» ήτανε το απο­κο­ρύ­φω­μα τσή βρα­διάς κατά την οποία τα ζευ­γά­ρια συ­να­γω­νί­ζο­ντο σε ομορ­φιά, σε χάρη και σε ευ­θυ­μία. 
Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από τους άν­δρες δι­ηύ­θυ­ναν το χορό, δύο όμως ήτανε οι πιο πε­ρι­ζή­τη­τοι, ο Νικ. Και­ρο­φύ­λαξ και ο Αντ. Κο­μού­τος (ονο­μα­στή η δε­ξιο­τε­χνία τους και το εξαι­ρε­τι­κό τους μπρίο). 
Η «Κα­ντρί­λια» τε­λεί­ω­νε κατά τα με­σά­νυ­χτα και αμέ­σως ανοι­γό­τα­νε η τρα­πε­ζα­ρία, όπου τους προ­σκε­κλη­μέ­νους πε­ρί­με­νε ένα πλου­σιό­τα­το μπου­φέ, με ό,τι ωραίο, ό,τι εκλε­κτό προ­σέ­φε­ρε ο τόπος και η δε­ξιο­τε­χνία της οι­κο­δέ­σποι­νας.

ΖΑ­ΚΥΝ­ΘΟΣ: Τότε που…ζού­σα­νε – Η «Κα­ντρί­λια»


**********


ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΜΕ «ΜΟΡΕΤΤΕΣ» ΚΑΙ «ΝΤΟΜΙΝΑ»

«Αυτή η λατρεία για ξεφάντωμα [στη Βενετία] δεν μπορούσε βέβαια να μην επηρεάσει και το Stato del mar: Τις αποικίες.
Έτσι εκατάντησε ακόμα χρόνια μετά την αποχώρηση των τελευταίων «Μαρκουλίνων»[Ενετοί στρατιώτες] οι Ζακυνθινοί να ζούνε 12 ολόκληρους μήνες περιμένοντας τις τρεις Κυριακές που είναι γι’ αυτούς οι πιο ευτυχισμένες ήμερες τού χρόνου: Γουρουνοκυριακή, των Απόκρεω και της Τυρινής!

Η μεγάλη ατραξιόν, το καινούργιο στοιχείο πού κάνει τις εβδομάδες αυτές τόσο διαφορετικές, είναι η παράδοξη ελευθερία τής Γυναίκας, από την αριστοκράτισσα ως την τελευταία φάντρα! 

Ελευθερία ανύπαρχτη τον ρέστο καιρό. 
Στο «σουρτάρι τού κομμού» τής πιο φτωχιάς Ζακυνθινιάς, σ’ ένα μπογαλάκι κρυμμένο κάτω από τα «προικιά», που με τόσο κόπο φαίνει ολοχρονικής, θα βρείτε την κλασσική «σκευή», το μαύρο μεταξωτό ντόμινο, ένα ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες, λουστρίνια σκαρπίνια και τη «μορέττα», τη μάσκα. 
'Όλες το ίδιο! Καμμιά τους δεν διαφέρει. Καμιά δεν είναι πλουσιώτερα ή χειρότερα ντυμένη. Έτσι η ανωνυμία είναι απόλυτη!
 Υπάρχουνε βέβαια οι «ειδικοί», εκείνοι που από μια κίνηση τού κεφαλιού, μια χειρονομία, ένα γέλιο πού κατά λάθος βγαίνει στον φυσικό του τόνο (γιατί όλες μιλάνε με ψεύτικη φωνή) είναι σε θέση να καταλάβουνε με ποιαν έχουν να κάνουν. Πόσοι όμως είναι αυτοί οι Σέρλοκ Χόλμς; 
Το ίδιο τους το ταλέντο, ύστερα, τους επιβάλλει την εχεμύθεια! Κάτι ας πούμε σαν επαγγελματικό μυστικό.
Το απόγευμα της Γουρουνοκυριακής το γλέντι στους δρόμους αρχίζει με τους «Δράκους». Παρέες δηλαδή από ασπροντυμένους μασκαράδες που τρέχουν απάνω-κάτω καμπανέλλες.
Υστερ’ από λίγο αρχίζουνε να κυκλοφορούνε οι πρώτες «μασκαράτες». Οργανωμένοι όμιλοι που παριστάνουνε ώρισμένα ιστορικά ή τοπικά γεγονότα. 
Άλλοι πού περνάνε στις διάφορες γειτονιές και παίζουνε τίς περίφημες «Ομιλίες». Λαϊκά θεατρικά εργάκια που έχουνε ένα εξαιρετικός ίστορικο-φιλολογικό ενδιαφέρον.
Από τίς 2-6 τ ’ απόγιομα χοροί σε δυό καζίνα —του Ρώμα και του Λομβάρδου— όπου όμως οι μάσκαρες μπαίνουνε με μπιλλιέτο. 
Γίνουνται και δυο μεγάλες «φέστες» με φράκο και μεγάλη επισημότητα. 
Αυτές κρατάνε ως τα χαράματα, ενώ οι καθημερινοί χοροί σταματάνε στις 6 το απόγευμα επειδή όλος ο κόσμος αυτήν την ώρα χύνεται στους δρόμους: στο Κόρσο! 
Δεξιά κι’ αριστερά στην πλατεία Ρούγα, όπου κυκλοφορούνε όλες αυτές οι χιλιάδες άνθρωποι, τα μαγαζιά μένουν ανοικτά ως τα μεσάνυχτα. 
Ανάμεσα στις κολόνες μπαίνουνε καρέκλες κι όλος αυτός ό κόσμος πίνει... λικέρ. Από έναν ανεξήγητο λόγο, ο Ζακυνθινός που ολοχρονικής ρουφάει τη βερντέα, το ψαθόχρωμο κρασάκι του, το Καρναβάλι πίνει λικέρ (αργότερα και ως τα σήμερα: μπύρα!). Θέλετε να μάθετε πώς τα λένε[αυτά τα λικέρ]; Μπέλα Ρόζα, διασμόρακο, φλουσκουνόρακο καί Μυστρά!

΄Οσην ώρα κάθουνται στις κολόνες, οι διάφορες μασκαράδες εξακολουθούνε να παρελαύνουνε. 
’Αν θέλετε να χορέψετε ακόμα (και φυσικά θέλετε —θα περιμένετε του χρόνου;) τότε πρέπει να πάτε στα λαϊκότερα κέντρα χορού: Τις «Καβαρκίνες» και τα «Βελλιόνια».
Πρόκειται για σάλες πού αντίθετα με τα δυο μεγάλα «Καζίνα» λειτουργούνε μονάχα τις ημέρες αυτές. 

Απαράλλαχτα όπως και στο παλιό βενετσιάνικο Ριντόνο, τόσο στις λέσχες, όσο και στις καβαρκίνες υπάρχουνε ιδιαίτερες αίθουσες για τζόγο. Μπορεϊς να παίζεις με τη μάσκα, ακριβώς όπως δεν είσαι υποχρεωμένος να βγάλεις το προστατευτικό αυτό κάλυμμα, αν πας στο θέατρο. Μιλάω για τις γυναίκες ή έστω για τους «ντομινοφόρους» που επιθυμούνε να κρατήσουνε την ανωνυμία τους.»
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981) :Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», Μάρτιος 1956

Απ' τα Σχόλια:


Vasilis Greek Τα ντόμινα, για να μην αναγνωριστούν, αποφεύγανε να μιλάνε. Θυμάμαι μια θεία φανατικιά στους μετασεισμικούς χορούς και το Θειάφι που μου επέταξε στο χορό της Τσουκνοπέφτης στο "Καζίνο" του Κόκκινου Βράχου, αντίς την είπα ... θεία. Η μακαρίτισσα η Νόννα μου σε κάτι καρναβάλια με ντόμινο είδε κι έπαθε να ξεφύγει από τις ορέξεις του ,,, αγαπημένου της αδρεφού ...


Gianneta Paschali Πόσο θα ήθελα να παρακολουθήσω το τζαντιωτικο καρναβάλι μέσα από τα μάτια της μυθιστορηματική ηρωίδας Διαμάντινας ΝταΒιντσεζα με ξεναγό το Διονύσιο Ρωμα!!!!!

Υπέροχη ανάρτηση!! Μας έβαλε σε διάθεση αποκριών!!!


Συντάκτης
Dionisis Vitsos Λίγο μεταφυσική η επιθυμία σας, όπως και να το κάνουμε. Κι εμείς αρκούμαστε στις εφικτές μαρτυρίες.


Annie Nounessi Έτσι ήτανε και τσου Κορφούς, μα οχι πια.


Nicola Chris όπως πάντα επίκαιρες και ενδιαφέρουσες αναρτήσεις.
Καβορκίνες και Βελλιόνια καθόλου τυχαία τα ονόματα αυτών των κέντρων χορού .
Το Cavalchina είναι ένα από τα πιο σημαντικά κοσμικά γεγονότα του καρναβαλιού της Βενετίας.Μεγάλος χορός που γίνεται στο Θέατρο La Fenice .Για την περίσταση το  θέατρο απελευθερώνεται από τις πολυθρόνες για να φιλοξενήσει την πίστα. Το μουσικό ρεπερτόριο αποτελείται από κλασική και παραδοσιακή μουσική που παίζεται αυστηρά ζωντανά

VEGLIONE αγρυπνία- που γίνεται σε ένα θέατρο ή σε μια μεγάλη αίθουσα, και κρατάει μέχρι τις πρώτες πρωινές με χορό και μουσική .
Χορευτική γιορτή .


Popi Karavia Kavouropoulou Πριν απο τους σεισμους μου ελεγε η μητερα μου ο καλυτερος χορος ηταν ο χορος του πρασινου 
Τον εκαναν οι χωρικοι με φαγητα και αρνια ψητα και πηγαινε πολυς κοσμος 
Στο ρωμιανικο καζινο εμπαιναν μονο οι αρχοντες και αν εβλεπαν στην πορτα καποιοιν με λασπωμενα παπουτσια τον εδιωχναν .
Οι κυριες φορουσαν τουαλετες και αυτη με τη μητερα της απεξω τις εβλεπαν 
Οταν ημουνα στο γυμνασιο παρ οτι δεν μας το επετρεπαν πηγαιναμε ντυμενες μασκαρουλες με ντομινο μαυρο 
Ερχοντουσαν και αγορια και αυτα μασκε .Για να γωριζομαστε το συνθημα ηταν το γυμνασιο καιγεται ετσι γνωρισα και τον αντρα μου χα χα χα


Vasilis Greek Νομαρχη Ελλαδίτη τον εμπάσανε οι υπηρεσίες του Καζίνου από την πλαϊνή γιατί εμφανιστηκε με ενδυμασία ... περιπάτου σε σουαρέ που οριζόταν το φράκο. 
Και είθε να μπάσουνε τσου τάγκαρους με τα λασπωμένα; 
Αγκαλά και οι χωριάτες οι δικοί μας είχανε πόληψη, Εκαθότουνα στην Καμάρα κι αλλάζανε τα τσαρούχια με πίλιο ντε σου ποδέματα. 
Κι αφήνανε τα ζωντανά στα Χάνια στα Παστρέικα και δώθε. 
Και οι εκ Βανάτου και της αυτής κατευθύνσεως στη Γαϊδουροταβέρνα,
 Όσοι θα μπαίνανε μέσαθες. Γιατί για τον Άμμο και την κουτζουπία τα ... ζωντανά είχανε ελευθεροκοινωνία. Τα γίδια πανηγυρικά εμπαίνανε τσι Τρινές για το όσο πιο φρέσκο γενότουνα ... ρυζόγαλο. Και μετά


Vasilis Greek και μετά εφιλιόντουσαν και ελέγανε να καβατζάρουμε το Πάσκα να έρθουμε και του χρόνου. Ίσα μ έδεκει.


****************************
kαι για το Σήμερα... απολαυστικά τα περιγράφει:

Καστρινος καστρινος:
18 Φεβρουαρίου

                 
              Αρχίζουν τα πάρτι.

Φλεβάρης.. κι οι αμυγδαλιές, νυφούλες ανθισμένες,
να φέρνουνε την Άνοιξη, απ΄τον Θεό πλασμένες.

Την εποχή Απόκρεων, θέλουν να μας θυμίσουν,
και για χορό με διάθεση, όλους να μας γεμίσουν.

Που όμως λιγοστεύουνε, και μας ζητούν ευθύνη,
όσες εδώ στον τόπο μας, έχουνε απομείνει.

Και δεν μας λένε ψέματα, αρχίζουνε τα πάρτι,
με μάσκες, και χορεύοντας, για να΄μπουμε στον Μάρτη.

Μα φαίνεται μειώθηκε, απ΄αυτά η συμμετοχή μας,
κάτι που αναμένετο, αυτή την εποχή μας.

Κάτι που δεν προσέχουμε, και μας το παίρνει ο χρόνος,
στο δέντρο τση παράδοσης, που σπάει ο κάθε κλώνος.

Πολλά στο δρόμο άλλαξαν, που φέρναμε από πάππου,
μα δεν τα διαφυλάτουμε, και τελειώνουν κάπου.

Σ΄ένα νησί που ακούγετε, κάθε καλό του.. χέστο,
χωματερές ολούθενες, με δίχως λίγο σέστο.

Και γίνονται προσπάθειες, να σηκωθεί κομμάτι,
μα γίναμε κακόγουστοι, μ΄αδιαφορία γεμάτοι.

Παρ΄όλα αυτά υπάρχουμε, και κάποιοι προσπαθούμε,
στο χρώμα και στο δρώμενο, με κόπο να σταθούμε.

Με μυρωδιές μας έρχεται, κι η τσικνοπέμπτη πάλι,
κι οφείλει να ξανάρθουνε, βραδιές με καρναβάλι.

Ελπίζω και να ζήσουμε, νύχτες μασκαρεμένες,
μα λείπουνε οι αίθουσες, με δαύτο τεριασμένες.

Κι οι μουσικές που παίζουνε, θέλουν τη προσοχή τσους,
αλλά αυτό το ξέρουνε, ο θέος και η ψυχή τσους.

Όμως η φύση ξάνοιξε, κι η Άνοιξη πλησιάζει,
αυτή που μένει ακλόνητη, και τρόπο δεν αλλάζει.

Η αμυγδαλιές παράδειγμα, π΄ανθίζουνε στο κρύο,
στην λύσσα των Απόκρεων, και στων βραδιών το μπρίο.

Κάτι που δείχνει αλλαγή, κανείς όπου κοιτάξει,
αυτό που και στα δρώμενα, δεν νιώθει η νέα τάξη.

Όσο για αυτό το μέλλον μας, που θα΄βγουμε ποίος ξέρει,
αφ΄ ούλοι πλέον μάθαμε, με έναν καφέ στο χέρι.!!!

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

ΘΕΑΤΡΟ ΖΑΚΥΝΘΟΥ: Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ 1893 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ...


ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ:

ΘΕΑΤΡΟ ΖΑΚΥΝΘΟΥ: Ολημερίς (από το 1993) το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν!
«Το χρονικό της οικοδόμησης του υπό αποπεράτωση ήδη κλειστού δημοτικού θεάτρου, αρχίζει με την έλευση στη Ζάκυνθο ως νομάρχη, της κεφαλονίτισσας Κατερίνας Κουταλά. 
Aναδειγμένη μέσα από το κεφαλονίτικο περιβάλλον του τότε υπουργού Γεράσιμου Αρσένη και διορισμένη από την τρίτη κατά σειρά κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, φθάνει στη Ζάκυνθο στα τέλη Οκτωβρίου 1993, αποφασισμένη να γράψει στο νησί μια δική της ιστορία.
Κι ήταν άνοιξη θυμάμαι του 1994, όταν ο προϊστάμενος του Γραφείου Τύπου της Νομαρχίας Φίλιππος Συνετός, ο “εργοδότης” μου, όπως χιουμοριστικά τον προσφωνώ, μού διαβιβάζει πρόσκληση της νομάρχη να συμμετάσχω σε συζήτηση, για τη δημιουργία νέου κλειστού Θεάτρου Ζακύνθου. Τότε ήμουν πρόεδρος στη “Φιλόμουση Κίνηση Ζακύνθου” και ο Φίλιππος έφορος δημοσίων σχέσεων. Στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο γραφείο της νομάρχη, εκτός των δύο που προανάφερα, συμμετείχαν ο αρχιτέκτονας Σταμάτης Χονδρογιάννης, η μηχανικός της νομαρχίας Μαρία Σιδηροκαστρίτη, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Κώστας Καποδίστριας και ο Διονύσης  Φλεμοτόμος, ο γνωστός λογοτέχνης, ενώ στην ομάδα εργασίας που συγκροτήθηκε στη συνέχεια προστέθηκαν η προϊσταμένη του Μεταβυζαντινού Μουσείου Ζακύνθου Ζωή Μυλωνά,  καθώς και ο ειδικός σύμβουλος τοπικής αυτοδιοίκησης Στέλιος Πέττας.
[…]
 Κοινή ωστόσο θέση όλων των παρευρισκομένων υπήρξε, πως το σημαντικότερο πολιτιστικό έργο για το νησί της Ζακύνθου θα ήταν η ανέγερση ενός σύγχρονου κλειστού θεάτρου, εφάμιλλου εκείνου που κάηκε στη σεισμοπυρκαϊά του 1953.
Ως προς το χώρο της ανέγερσης δυσκολευτήκαμε κάπως, για να καταλήξουμε τελικά ότι αυτός δεν μπορούσε να είναι άλλος από τα οικόπεδα που υπήρχαν οι σταφιδαποθήκες του ΑΣΟ στην παραλιακή λεωφόρο Κων. Λομβάρδου, που επρόκειτο να κλείσει και να διανείμει τα οικόπεδά του στις τοπικές ενώσεις αγροτικών συνεταιρισμών.
Τελικά συμφωνήσαμε να υποβάλουμε μια εμπεριστατωμένη εισήγηση με το σκεπτικό των προτάσεών μας, ώστε να τις επεξεργαστεί η κα Κουταλά και να τις καταθέσει στο περιφερειακό συμβούλιο Ιονίων Νήσων. Τον συντονισμό των ενεργειών ανέλαβε ο Φίλιππος Συνετός ενώ η Μαρία Σιδηροκαστρίτη και ο Σταμάτης Χονδρογιάννης ανέλαβαν την τεχνική επεξεργασία της πρότασης.»
ΣΤΕΛΙΟΣ ΤΖΕΡΜΠΙΝΟΣ, «ermis news.gr» 2002
Πρόθεση της κας Κουταλά, όπως μας είπε, ήταν, στα πλαίσια των εργασιών του Περιφερειακού Συμβουλίου Ιονίων Νήσων, να προτείνει την δημιουργία ενός μεγάλου πολιτιστικού έργου για τον νομό, καθώς και την ανάπτυξη μια σειράς δράσεων πολιτιστικού χαρακτήρα, όπως εκδόσεις βιβλίων τοπικής ιστορίας κ.ά.
«Ο υπουργός Γεωργίας Γιώργος Ανωμερίτης, παραχωρεί στον Δήμο Ζακυνθίων τις σταφιδαποθήκες του Α.Σ.Ο. στην παραλία, προκειμένου ν’ ανεγείρει Θέατρο».ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ, ΙΟΥΝΙΟΣ 1999
«Κατάσταση που κρατάει πενήντα πάνω κάτω χρόνια, ως τις μέρες μας δηλαδή, που η πρόθεση της Πολιτείας, όπως εκφράστηκε από τον κ. Υπουργό, είναι να γίνει επί τέλους μία αρχή. Αρχή που μπορεί να μη ανταποκρίνεται στη λαϊκή ρήση “η αρχή είναι το ήμισυ του παντός”, αποτελεί ωστόσο ελπιδοφόρο μήνυμα που αν πέσει σε καλά χέρια θα έχει σίγουρα αποτέλεσμα».ΝΙΟΝΙΟΣ ΜΕΛΙΤΑΣ Εφημερίδα «ΕΡΜΗΣ», 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 1999
«Την άνοιξη του 2013 αναμένεται να είναι έτοιμο το έργο του Δημοτικού Θεάτρου και αυτό έγινε γνωστό από τον ειδικό σύμβουλο του Δήμου Διον. Μήλεση ο οποίος πήρε το λόγο και μίλησε χθές το βράδυ κατά τον απολογισμό της δημοτικής αρχής που έγινε στο Πολιτιστικό Κέντρο Σαρακηνάδου. Ο κ. Μήλεσης ανέφερε ότι όλα θα έχουν ολοκληρωθεί μέχρι την άνοιξη του 2013 και από εκείνη την ημερομηνία και μετά θα μπορούμε να δούμε παραστάσεις στο Δημοτικό μας Θέατρο.»ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΡΜΗΣ», 19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2012
«΄Οτε ανέλαβον την διοίκησιν του Δήμου, εύρον κατερειπωμένον το εν τη πλατεία Γεωργίου Α΄ (είναι η σημερινή πλατεία Σολωμού) δημοτικόν Θέατρον 
και το Παράρτημα αυτού (ήταν η κατά προέκτασιν του θεάτρου συστεγαζόμενη λέσχη του πολιτικού συλλόγου “o Λομβάρδος”), περί ων ανωτέρω ανέφερα. 
Τα δημοτικά ταύτα κτίρια, άτινα είχον στοιχίσει εις τον Δήμον άνω των 200.000 δραχμών, εκ των κατά το 1893 επισυμβάντων σεισμών κατεστράφησαν, παρουσιάζοντα όψιν οικτράν υπό πάσαν έποψιν, προσβάλλοντα και αυτήν την όσφρησιν παντός διαβάτου και αποστερούντα συγχρόνως τους πολίτας της απολαύσεως του εν πάση εξευγενισμένη κοινωνία απαραιτήτου θεάτρου. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω μοί επεβάλετο να μεριμνήσω περί ανακαινίσεως των οικοδομών τούτων, όπως εκλειπούσης της ειρημένης ασχημίας ωραϊσθή εξ ενός η κεντρικωτέρα και μεγαλειτέρα Πλατεία μας, η τιμωμένη δια του ονόματος του ημετέρου Βασιλέως Γεωργίου του Α΄, απολαύση δ’ εκ του άλλου η κοινωνία μας εφεξής των θεατρικών διασκεδάσεων, τούθ’ όπερ και θα προσείλκυεν εκάστοτε ικανούς ξένους, εξ ών θα ωφελείτο ου σμικρόν ο τόπος μας.
Τα έργα εξετελέσθησαν εγκατασταθέντος εν τω παραρτήματι και του ηλεκτροφωτισμού.
 Η πλατεία μας ωραΐσθη και τη 26 Ιανουαρίου 1902 ηνεώχθησαν αι πύλαι του θεάτρου, προς τέρψιν των συνδημοτών και μεγίστην χαρά αυτών δια την αποπεράρτωσιν του έργου, το οποίον εθεωρείτο απραγματοποίητον, και αντί δαπάνης δραχ. 123.462,16 διεσώθησαν οικοδομαί, 
δι άς άλλοτε ως είπον, εδαπάνησεν ο Δήμος ποσόν διπλάσιον σχεδόν και εκ των οποίων ήδη απολαμβάνει ετησίως, ως ανωτέρω είρηται, εκ μεν του παραρτήματος ένθα εγκαταστάθη ο πολιτικός Σύλλογος «ο Λομβάρδος», όστις μετά του ετέρου Καταστήματος της λέσχης «ο Ζάκυνθος» κοσμούσι την ημετέραν πόλιν, δραχ. 1.800 ετησίως, εκ δε του καφφενείου του θεάτρου δραχ. 700, ήτοι εν όπλω δραχ. 2.500. […]»ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΑΚΡΗΣ (1853-1937), Δήμαρχος Ζακυνθίων (1899-1903). Πεπραγμένα της πρώτης από τις τρεις τετραετείς θητείες του.
«ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΘΕΑΤΡΟΥ. ΄Ο,τι εθεωρείτο όνειρον, χθες απεδείχθη πραγματικότης, ό,τι ενομίζετο αδύνατον χθες συνετελέσθη. 
Τα ερείπια μετεβλήθησαν εις παλάτια, οι λίθοι και τα συντρίμματα εις μεγαλοπρεπές κτίριον. Και το υπό των καταστρεπτικών σεισμών του 1893 κρημνισθέν θέατρόν μας ανοικοδομηθέν στερεώτερον, μεγαλοπρεπέστερον και διαρκέστερον τη επιμόνω και θαυμαστή επιμονή και δραστηριότητι του αξιοθαυμάστου Δημάρχου μας κ. Αντωνίου Μακρή, ήνοιξε χθές το εσπέρας τας πύλας του τελεσθέντων την πρωϊαν των εγκαινίων αυτού. Από πρωΐας αι επί του δημοτικού καταστήματος και του κωδωνοστασίου των Αγ. Πάντων ανηρτημέναι σημαίαι και το κροτούν τηλεβόλον ειδοποίουν την τέλεσιν των εγκαινίων. Ούτως την δεκάτην πρωϊνήν ώραν προσήλθεν εις το θέατρον ο κ. Δήμαρχος μετά των κ.κ. δημοτικών Συμβούλων και ο κ. Νομάρχης και πλήθος κόσμου. Τον Αγιασμόν ετέλεσεν ο Εφημέριος της Μητροπόλεως Ιερεύς κ. ΄Ομηρος Περάτης μετά του Ιεροδιακόνου κ. Νικολάου Αβούρη, μετά το πέρας του οποίου ο Ελληνοδιδάσκαλος κ. Γεώργιος Μάνεσης απήγγειλε ωραίον λόγον περί της σημασίας του θεάτρου και των ηθικών διδαγμάτων της σκηνής εν τω αρχαίω θεάτρω και περί της επιδράσεως της μουσικής εν τη ηθική διαπαιδαγωγήσει του ημετέρου λαού, ηυχήθη δε όπως και η σκηνή του ημετέρου θεάτρου, όπερ ο φιλόπολις δήμαρχός μας εξ ερειπίων ανήγειρε, αποβή διδακτήριον ηθικόν και διαπλαστικόν ευγενών αισθημάτων. Τον λόγον του κ. Μάνεση κατεχειροκρότησε το παριστάμενον πλήθος μεθ’ ό εζητωκραύγασαν πάντες υπέρ του κ. Δημάρχου».
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “Ελπίς” της 27.1.1902



Αλίευση από ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ Παρουσίαση: Viva.La.Revolucion