ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Τρεις συναυλίες αφιερωμένες στα 100 χρόνια του ΚΚΕ.,,


ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ
«Μεγάλη συγκίνηση και τιμή... »

Συζήτηση του «Ριζοσπάστη» με τον μεγάλο συνθέτη με αφορμή τις τρεις συναυλίες 


που είναι αφιερωμένες στα 100 χρόνια του ΚΚΕ


Με αφορμή τις τρεις μεγάλες συναυλίες που αφιερώνει ο Θάνος Μικρούτσικος στο ΚΚΕ, ο «Ριζοσπάστης» είχε τη χαρά να βρεθεί από κοντά και να συζητήσει με τον συνθέτη. Ο λόγος του μεστός και χειμαρρώδης. Μας μιλά για τα έργα του και τη σημασία της παρουσίασής τους με αφορμή τα 100 χρόνια του ΚΚΕ, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει την ανάγκη και τη σημασία οι νεαροί καλλιτέχνες να διευρύνουν συνεχώς τις γνώσεις τους.
* * *
-- Τρεις συναυλίες αφιερωμένες στα 100 χρόνια του ΚΚΕ. Τι σημαίνει αυτό για εσάς;

-- Τι σημαίνει αυτό για εμένα; Μεγάλη συγκίνηση και τιμή. Το ΚΚΕ είναι μακράν το πιο ιστορικό κόμμα στην Ελλάδα. Είναι ένα κόμμα που αποδεδειγμένα υπερασπίζεται τα δίκαια του λαού, τα δίκαια όσων είναι καταπιεσμένοι, τα δίκια της εργατικής τάξης. Το έχει αποδείξει μέσα σε αυτά τα 100 χρόνια. Εγώ τελεσίδικα ανήκω εδώ. Το είχα πει και το Σεπτέμβρη σε μια δήλωσή μου στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Αυτός είναι ο κόσμος μου.

Η συγκίνηση μεγαλώνει, όταν αυτές οι 3 συναυλίες έχουν να κάνουν και με δύο έργα μου, το «Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόβσκη» σε μετάφραση του Ρίτσου και «Καντάτα για τη Μακρόνησο» σε ποίηση Γ. Ρίτσου. Δύο έργα που έχουν βάθος χρόνου, μιας και τα έγραψα πριν από 43 χρόνια, πριν κλείσω τα 28 μου χρόνια και εκδόθηκαν πριν από 42 χρόνια.


-- Με μεγάλη χαρά αναμένουμε την παρουσίαση της «Καντάτας για τη Μακρόνησο». Ενα έργο που έχει να παρουσιαστεί ολοκληρωμένο πάνω από 40 χρόνια...
-- Οντως, στην Ελλάδα η «Καντάτα» ολοκληρωμένη είχε παρουσιαστεί μόνο 2 φορές, την ίδια μέρα, στο Σπόρτινγκ το 1976. Το έργο είχε παρουσιαστεί ολοκληρωμένο και στο εξωτερικό, στην Οπερα του Βερολίνου της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, στο Κόντσερτ Χάους της Βιέννης και στην Οπερα της Γλασκόβης.
Τώρα το τολμώ χάρη στο ΚΚΕ. Συνεπώς η συγκίνηση είναι πολλαπλή. Νομίζω ότι παρότι είχα σκεφτεί να το κάνω αυτό το έργο εδώ και κάποια χρόνια, κάτι με φρενάριζε, σαν κάτι να μου έλειπε. Είμαι πραγματικά ευτυχής που η «Καντάτα» ανεβαίνει για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ και με το ΚΚΕ δίπλα. Είναι η καλύτερη δυνατή συγκυρία.
Ενα έργο μελοποιημένης ποίησης έχει δύο υπογραφές. Αυτήν του συνθέτη και αυτήν του ποιητή, στιχουργού. Στην προκειμένη περίπτωση το έργο ανήκει, θα έλεγε κανείς, στον Γιάννη Ρίτσο και στον Θάνο Μικρούτσικο. Θεωρώ όμως ότι το έργο ανήκει και στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, που εξέφρασε, και ειδικότερα εκείνη την εποχή, όλο τον κόσμο που βρέθηκε στα ξερονήσια. Είναι από τις ελάχιστες φορές που ένα έργο ανήκει και σε κάποιον ακόμα, εκτός των δύο δημιουργών.
-- Πείτε μας λίγα λόγια για το πρόγραμμα των συναυλιών.
-- Ξεκινάμε με τη «Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόβσκη» που θα τα ερμηνεύσει ο Κώστας Θωμαΐδης, σε μετάφραση Ρίτσου. Γιατί επιμένω στη μετάφραση... Εχει γραφτεί από μεγάλους κριτικούς ότι ο Ρίτσος και κανένα ποίημα να μην είχε γράψει, μόνο η μετάφρασή του στον Μαγιακόφσκι και στον Χικμέτ θα αρκούσε να τον κατατάξει κανείς σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο της ελληνικής φιλολογίας.

Αν δει κανείς τη μετάφραση του Ρίτσου, θα διαπιστώσει ότι οι στίχοι έχουν διαφορετικό αριθμό συλλαβών. Μπορείς να δεις 13 συλλαβές και μετά 7... Γιατί το έκανε αυτό; Οπως μου είπε, προσπάθησε, σεβόμενος απολύτως την ουσία της ποίησης του Μαγιακόφσκι και μην αλλάζοντας ούτε τα τερτίπια του, να αποδώσει 100% πώς θα το έγραφε ο Μαγιακόφσκι, την εποχή που το μετέφρασε ο Ρίτσος, σε τούτη δω τη γλώσσα. Είναι, λοιπόν, πρωτοφανής ο τρόπος που απέδωσε τον Μαγιακόφσκι. Η ποίηση του Μαγιακόφσκι είναι σαν ένα βέλος που σκίζει τον χρόνο. Τόση δύναμη έχουν οι στίχοι του. Επρεπε, λοιπόν, εγώ, ακολουθώντας το κείμενο, που είναι πολύ δύσκολο ρυθμικά, να το κάνω να ρέει στον ακροατή σαν ποτάμι.

Θα ακολουθήσει η «Καντάτα για τη Μακρόνησο», με βασική ερμηνεύτρια την Ρίτα Αντωνοπούλου. Ξέρεις, της πέφτει πολύ βαρύ φορτίο, γιατί η Μαρία Δημητριάδη, στην πρώτη εκτέλεση, είναι τόσο μοναδικά δραματική... Ομως, τα καταφέρνει πολύ καλά. Είναι σπουδαία τραγουδίστρια. Δευτερεύων τραγουδιστής θα είναι ο Κώστας Θωμαΐδης.

Πρόκειται για ένα έργο όπου εναλλάσσονται τα σύγχρονα - ατονικά μέρη με κάποιο τραγούδι. Αν πεις μόνο τα τραγούδια είναι σαν να χάνεις μια διάσταση του έργου. Στις συναυλίες τα ατονικά μέρη θα έχουν 3 επίπεδα. Θα υπάρχει το ηχογραφημένο μέρος. Παράλληλα, θα προστεθεί ζωντανή μουσική και ευχαριστώ πολύ την ΚΝΕ που βοηθά καθοριστικά με προβολές εικόνων, ώστε να δημιουργείται ένα θεαματικό μέρος που θα καταλήγει στο τραγούδι.

Στο τελευταίο μέρος μπαίνει στο παιχνίδι και ο Μίλτος Πασχαλίδης, ο αγαπημένος μου τραγουδοποιός. Και οι τρεις θα ερμηνεύσουν, με προεξέχοντα όμως τον Μ. Πασχαλίδη, πολιτικά τραγούδια, από διάφορους κύκλους μου.
Οι νέοι μουσικοί να διευρύνουν συνεχώς τις γνώσεις τους

-- Η μουσική σας διαδρομή μετρά κοντά 50 χρόνια. Ποιες είναι οι συμβουλές που δίνετε στους νέους μουσικούς;

-- Το πρώτο πράγμα που έχει να κάνει είναι να διευρύνει συνεχώς τις γνώσεις του. Το καλύτερο ταλέντο του κόσμου να έχεις, και είναι αποδεδειγμένο ιστορικά, χωρίς γνώσεις κάποια στιγμή δεν δίνει έργο.

Και μην πει κανείς, ναι αλλά ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης. Και ο Τσιτσάνης και ο Βαμβακάρης γνώση είχαν. Δεν μιλάω μόνο για τη γνώση του ωδείου. Οταν παίζεις το μπουζούκι δεξιοτεχνικά και ξεπερνάς τις δυνατότητές σου, αυτό είναι μια τρελή γνώση, που σου αρκεί για να γράφεις πράγματα. Η γνώση σου - η ωδειακή και η ακουστική και η γνώση που παίρνεις μόνος σου και τη διευρύνεις διαβάζοντας και η παιχτική - να διευρύνεται μέχρι το τέλος της ζωής σου.

Εγώ προσωπικά θεωρώ τον μεγαλύτερο πιανίστα του 20ού αιώνα τον Ρίχτερ. Τον άκουσα στη δεκαετία του '70 εδώ στην Ελλάδα. Είχε παίξει έναν Σούμαν τόσο δεξιοτεχνικά που είχα χάσει τα δάχτυλά του. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς το δεξί και το αριστερό του χέρι πήγαιναν τόσο αυτόματα. Και αυτοί οι πιανίστες δουλεύουν τα χέρια τους 10 - 12 ώρες τη μέρα, ακόμα κι ενώ μιλάνε... Εξι μήνες πριν πεθάνει είδα ένα βίντεο στο εξοχικό του στην ΕΣΣΔ και ο διάολος έπεσε να παίζει το ίδιο κομμάτι με αυτό που είχα ακούσει. Και το άκουσα στη μισή ταχύτητα. Με πολλές παύσεις ανάμεσα. Και δε θα ξεχάσω στη ζωή μου, αυτή τη μουσική που έβγαινε από τις παύσεις. Αυτό το βάθος των πραγμάτων. Είχε φτάσει στην αντίπερα όχθη και είχε περάσει στην αιωνιότητα.

Λοιπόν, η γνώση, παντού βέβαια, μιλώντας όμως τώρα για τη μουσική, είναι το Α και το Ω. Πάνω σε αυτήν τη γνώση θα πατήσει το όποιο ταλέντο, μακάρι το μεγάλο, για να εκφράσει αριστουργηματικά τον εαυτό του και την εποχή του.

-- Κρατάμε επομένως τη γνώση...

-- Γι' αυτό λέω και το υποστηρίζω ότι η τέχνη είναι μια μορφή εργασίας. Και ως εργασία εμπεριέχει και τη γνώση. Οι νεαροί καλλιτέχνες να διευρύνουν συνεχώς τις γνώσεις τους, με τρόπο δημιουργικό. Αυτό που τους παραδόθηκε να το σέβονται, να το μαθαίνουν, αλλά να παίρνουν και αμπάριζα, για να φτιάξουν το δικό τους τρόπο.

Βέβαια, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Βιώνουμε τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού. Στο χώρο της τέχνης, ψάχνοντας να βρει τον τρόπο για να εμπεδώνει συνεχώς την κυριαρχία του, τον βρήκε μέσα από το Ιντερνετ και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δημιουργώντας το τυποποιημένο προϊόν. Με αυτόν τον τρόπο μπαίνει φραγμός στη δημιουργία των νέων ανθρώπων.

Και εδώ να πω κάτι: Παρότι το ΚΚΕ είναι πολιτικό κόμμα κι όχι πολιτιστικός οργανισμός, θεωρώ ότι τα τελευταία χρόνια το ΚΚΕ θα έπρεπε να το θεωρούμε σαν ένα φορέα, που και στον τομέα του πολιτισμού κάνει πραγματικά μια εξαιρετική δουλειά. Δίνει ανάσα! Και πέρα από εμάς τους παλιότερους και τους αναγνωρισμένους να δώσει ουσιαστικό χώρο και στους νεότερους, ξέρω ότι το κάνει, αλλά να δώσει ακόμα περισσότερο χώρο.
Σε επόμενο φύλλο, θα δημοσιεύσουμε τη συνέχεια της συζήτησής μας με τον Θάνο Μικρούτσικο και θα μας «ταξιδέψει» 40 χρόνια πίσω για να διηγηθεί πώς έγραψε την «Καντάτα για τη Μακρόνησο», ενώ μιλά και για τη σχέση του με τον Γιάννη Ρίτσο.


Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΡΟΥΣΙΑ, ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΑ “ΓΚΟΥΛΑΓΚ”

Γελούσε ο φίλος μου σαρκαστικά και με κοίταζε με τα παμπόνηρα ματάκια. 
Με διαπέρασε αλαφριά ανατριχίλα. 

Όλα τα ξέρουν οι φίνοι τούτοι άπιστοι· μονάχα τούτο ξεχνούν: πως μονάχα επιθυμώντας, απατώμενος κι απατώντας –δηλαδή πιστεύοντας- ο άνθρωπος μπορεί ν’ αλλάξει το πρόσωπο της γης.

Οι ερυθρές φυλακές” – Ο Νίκος Καζαντζάκης για το σοβιετικό σωφρονιστικό σύστημα

Σαν σήμερα,26-10- το 1957, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Κρητικός λογοτέχνης, Νίκος Καζαντζάκης, σε ηλικία 74 ετών. 
Μπορεί ο Καζαντζάκης πολιτικά να είχε διάφορες διακυμάνσεις, αλλά οι ταξιδιωτικές σημειώσεις του για τη Σοβιετική Ένωση είναι τόσο πλούσιες κι εύστοχες, που βάζουν τα γυαλιά σε πολλούς σοβιετολόγους του συρμού, που δε διαθέτουν ούτε το ταλέντο του, ούτε την εντιμότητα και τη διεισδυτικότητά του.
 Ακολουθεί το κεφάλαιο για το σοβιετικό σωφρονιστικό σύστημα από το βιβλίο “Ταξιδεύοντας – Ρουσία”, όπου προχωράει φυσικά πέρα από τις στερεοτυπικές τοποθετήσεις που ξεκινούν κι εξαντλούνται στη λέξη “γκούλαγκ”, δίνοντας τις βασικές αρχές του και κάποιες σημαντικές πληροφορίες.


Ο Παναγής Σκουριώτης της Σοβιετικής Ρουσίας είναι, όπως κι ο δικός μας, ένας ισχυρός οργανισμός, όλος φλόγα, αφιερωμένος με φανατισμό στο σκοπό που έθεσε στη ζωή του: ν’ αναμορφώσει τις φυλακές. Ξανθός, γαλάζια μάτια, ξεχειλισμένος από χαρά, σαν τους ανθρώπους που, κυριεμένοι από ένα μεγάλο πάθος, το ικανοποιούν και χαίρουνται. Χαρούμενος, γοργοκίνητος, με άρπαξε στο αυτοκίνητό του και μ’ έφερε στις μεγάλες φυλακές έξω από τη Μόσχα.

Μέσα στην πυκνήν ομίχλη, το πρωί εκείνο, τα σπίτια κι οι εκκλησιές γυάλιζαν αχνά, εξαϋλωμένα, σα χτίρια ξωτικά καμωμένα από καπνούς κι υγρασία. Τα ηλεχτρικά ήταν αναμμένα κι έφεγγαν θαμπά τους δρόμους και τις παγωμένες βιτρίνες. Κοράκια περνούσαν σιωπηλά και κάθιζαν στα κρυσταλλωμένα δέντρα, τα σπίτια όλο και λιγόστευαν, είχαμε πια βγει στο μοσχοβίτικο κάμπο, φτάναμε στις φυλακές.

Σε όλο το δρόμο ο νέος σύντροφός μου μου ξηγούσε ότι η Σοβιετική Ρουσία αντικρίζει και το δύσκολο πρόβλημα φυλακών και φυλακισμένων:


-Δύο είναι οι βασικές αρχές μας: α) η μόρφωση του κατάδικου β) η εργασία
α) Κάθε φυλακή έχει:
 το σκολειό της για τους αναλφάβητους· όλοι, όταν θα βγουν από τη φυλακή, πρέπει να ξέρουν ανάγνωση και γραφή· έχει τη λέσχη της, το θέατρό της, τον κινηματογράφο της, τη βιβλιοθήκη της· στη λέσχη συζητούν, γίνουνται ομιλίες, θεατρικές παραστάσεις, διαβάζουν και μορφώνουνται. 
Κάθε φυλακή έχει τη δική της «εφημερίδα του τοίχου», όπου οι ίδιοι οι φυλακισμένοι γράφουν με απόλυτη ελευτερία για όλα τα θέματα που αφορούν την υλική ή πνευματική ζωή τους. Οι φυλακισμένοι διαιρούνται σε διάφορες ομάδες και καθεμιά αναλαβαίνει ορισμένο κλάδο: υπάρχουν ομάδες για τη μόρφωση, για την πολιτική, τα οικονομικά, την υγιεινή, άλλες αναλαβαίνουν τη φιλολογία, τη μουσική, τις γιορτές. 
Όλες οι ομάδες αποτελούνται από φυλακισμένους και μονάχα ο πρόεδρός τους είναι κρατικός υπάλληλος. 
Μεγάλη προσοχή συνάμα δίνουμε στο κορμί: καθαριότητα, ηλιοθεραπεία, αεροθεραπεία, γυμναστική, εκδρομές.

β) Σύμφωνα με τη δεύτερή μας αρχή, όσοι κατάδικοι μπορούν, πρέπει να εργάζουνται. 
Η εργασία δεν έχει σκοπό την τιμωρία του φυλακισμένου, παρά την ανθρωπιστική κι επαγγελματική του μόρφωση· γι’ αυτό η εργασία πρέπει να ‘ναι ανάλογη με την κλίση και τις ικανότητες του κάθε ατόμου. 
Σωματική ή ψυχική ποινή απαγορεύεται, όχι μονάχα γιατί αντιστρατεύεται στις σοβιετικές μας αρχές παρά και γιατί εξαγριώνει τον άνθρωπο και του γεννάει μίσος για την κοινωνία. 
Η πείρα μας απόδειξε πως τίποτα δεν επιδράει τόσο ευεργετικά στο φυλακισμένο, όσο ο σεβασμός στην ατομικότητά του.

Ευτύς ως ο κατάδικος μπει στη φυλακή,
 πάνε και τον βλέπουν ο διευθυντής κι οι προϊστάμενοι στο μορφωτικό ή εργατικό τμήμα. Κουβεντιάζουν μαζί του, μελετούν το χαραχτήρα και τη μόρφωσή του, τις επαγγελματικές του ικανότητες. 
Την άλλη μέρα του δίνουνε το βιβλιάριο, όπου αναγράφουνται τα δικαιώματα και τα χρέη του.


Οι φυλακισμένοι διαιρούνται σε τρεις τάξες: Κατώτατη, μέση κι ανώτατη. Κάθε φυλακισμένος παραμένει υποχρεωτικά ορισμένο χρονικό διάστημα στην τάξη όπου κατατάχτηκε, ωσότου η διεύθυνση του επιτρέψει να μετατοπιστεί στην αμέσως ανώτερη. 
Η παραμονή του στην ίδια τάξη ή η μετάθεση σε άλλη εξαρτάται από την πρόοδο του φυλακισμένου στην εργασία του και στη συμπεριφορά του, και γενικά από την επίδραση που είχε απάνω του το σωφρονιστικό σύστημα.

Η προαγωγή σε ανώτερη τάξη συνεπάγεται ορισμένα προνόμια: 
Αλαφρώνουν οι όροι του κανονισμού, μπορεί ν’ απολυθεί ο κατάδικος προτού λήξει ο χρόνος της ποινής κτλ. 
Όσοι ανήκουν στην κατώτατη τάξη δικαιούνται να δέχουνται επίσκεψες και να ‘χουν αλληλογραφία κάθε 15 μέρες· όσοι στην ανώτατη, κάθε μέρα. 
Όσο ανεβαίνουν σε ανώτερη τάξη αποχτούν και μεγαλύτερη ελευτερία να διαχειρίζουνται τα χρηματικά ποσά που κερδίζουν και ν’ αγοράζουν τρόφιμα, φορέματα, βιβλία. 
Όσοι ανήκουν στη μεσαία τάξη δικαιούνται εφτά μέρες άδεια το χρόνο· όσοι στην ανώτατη δεκατέσσερεις.
 Επίσης μπορεί να χορηγηθεί στους αγρότες που έδειξαν καλή διαγωγή άδεια απουσίας τρεις τέσσερεις μήνες, να πάνε στα χωριά τους και να βοηθήσουν στο θερισμό. Οι μήνες αυτοί υπολογίζουνται ως φυλακή.

Έχουμε διάφορους τύπους φυλακές, ανάλογα με τα διάφορα μέτρα της κοινωνικής προστασίας:


α) Σωφρονιστικές· αυτές υποδιαιρούνται: σε οίκους φυλακής· σωφρονιστικούς οίκους προστασίας· παροικίες αγροτικές, επαγγελματικές, βιομηχανικές· ειδικά απομονωτήρια· μεταβατικούς, σωφρονιστικούς οίκους.
β) Γιατροπαιδαγωγικές· υποδιαιρούνται σε οίκους εργασίας για ανηλίκους· σε οίκους εργασίας για εγκληματίες προερχόμενους από αγροτοεργατική νεολαία.
γ) θεραπευτικές· υποδιαιρούνται: σε ιδρύματα για ψυχικά ανισόρροπους και σωματικά άρρωστους· σε ινστιτούτα ψυχιατρικής θεραπείας, νοσοκομεία κτλ.

Το σοβιετικό σωφρονιστικό σύστημα θέσπισε ακόμα μια σημαντική καινοτομία: 
Ως σήμερα, επικρατούσε η Ιδέα πως το δικαστήριο είναι ο μόνος ρυθμιστής της ποινής· 
σ’ εμάς όμως η δικαστική κι η σωφρονιστική εξουσία είναι δυο ισότιμοι παράγοντες της ενιαίας ποινικής πολιτικής του Κράτους. Το έργο της σωφρονιστικής εξουσίας δεν έχει σε μας μηχανικό χαραχτήρα· έγινε καθαρά δημιουργικό.
Από τη στιγμή που, ευτύς μετά τη δίκη, το κέντρο του βάρους μεταφέρεται στη σωφρονιστική εξουσία, τα εχτελεστικά σωφρονιστικά όργανα επιδίδουνται στη μελέτη –ψυχική, σωματική, πνευματική- των καταδίκων. Τους ταξινομούν, ορίζουν ειδικούς κανονισμούς, χρησιμοποιούν διάφορα, ανάλογα με την κάθε κατηγορία, μέσα σωφρονισμού και μόρφωσης.
Και το σπουδαιότερο: 
μπορούν όχι μονάχα ν’ αλλάξουν τους όρους της εχτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων, παρά και να συντομέψουν το χρόνο της ποινής που όρισε το δικαστήριο και να μεταβάλουν ριζικά τα μέτρα της κοινωνικής προστασίας. 
Η Σοβιετική Ρουσία κλόνισε την αρχή πως οι δικαστικές ετυμηγορίες είναι απαραβίαστες· τα εχτελεστικά όργανα μπορούν, ανάλογα με τη διαγωγή του κατάδικου, να τροποποιήσουν ριζικά την ποινή.
Με τα μέσα αυτά προσπαθούμε όχι να τιμωρήσουμε τον κατάδικο παρά να τον κάμουμε ικανό να συνεργαστεί κι αυτός μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία:
 του μαθαίνουμε γράμματα, του θεραπεύουμε την ψυχή και το σώμα, του διδάσκουμε μιαν τέχνη για να μπορεί να ζήσει και να φανεί χρήσιμος στο σύνολο.


Κάνουμε ό,τι μπορούμε να νικήσουμε το σκοτάδι του μυαλού και της ψυχής του ανθρώπου.

Μέσα από την πυκνήν ομίχλη έβλεπα τα υπερβόρεια μάτια του συντρόφου μου να λάμπουν σα δυο φλόγες. 
Μπαίναμε στη μεγάλη αυλή της φυλακής.

Το χτίριο είναι παλιό, απέραντο και ξεμοναχεμένο στην πεδιάδα.
 Κάμποσοι φυλακισμένοι έκοβαν ξύλα, άλλοι κουβαλούσαν κάρβουνα· 
ο διευθυντής χαιρέτησε τους «συντρόφους φυλακισμένους» μ’ εγκαρδιότητα. 
Μπήκαμε σ’ ένα μακρύ, φωτισμένο διάδρομο· 
ευτύς εξαρχής σου γεννιέται η εντύπωση πως δε βρίσκεσαι σε φυλακή παρά σε σιωπηλό, πειθαρχημένο εργοστάσιο.

Ανοίγαμε τις πόρτες κατά σειρά και βρισκόμασταν πάντα μπροστά σ’ ένα καινούρια αργαστήρι: 
Εδώ το τυπογραφείο που αναλαβαίνει, με τη φίρμα της φυλακής, να εκδίδει βιβλία, παραπέρα το βιβλιοδετείο, έπειτα το ξυλουργείο, το παπουτσίδικο, το σιδεράδικο, το ψωμάδικο. 
Οι ίδιοι οι φυλακισμένοι ζυμώνουν, φουρνίζουν, μαγερεύουν, πλένουν. 
Παντού μας υποδέχουνται χαρούμενα κι εγκάρδια· 
πουθενά δεν είδα φύλακες με στολή ή με όπλα· 
ελάχιστοι οι φύλακες και ντυμένοι πολιτικά. Οι κατάδικοι πάλι φορούν ό,τι ρούχα τους αρέσουν, τίποτα δε σου θυμίζει πως βρίσκεσαι σε φυλακή.

Πολλοί μαθαίνοντας πως είμαι ξένος, με ζυγώνουν με περιέργεια και σφοδρό ανθρώπινο ενδιαφέρον και με ρωτούν για την πατρίδα μου: 
«Τι γίνεται εκεί κάτω, υπάρχουν άνθρωποι να εκμεταλλεύουνται ανθρώπους, υπάρχουν σύντροφοι που να υποφέρουν; 
Τι ενέργεια κάνετε να φωτιστεί, να λευτερωθεί ο λαός;» 
Ρωτούσαν, μ’ έπιαναν από τα χέρια, με κοίταζαν, περίμεναν κι εγώ απαντούσα με αοριστία.

Στο σιδεράδικο ένα φυλακισμένος στέκουνταν σε μια γωνιά με σταυρωμένα χέρια:

-Αυτός δε θέλει να δουλέψει, μου ξήγησε ο διευθυντής χαμογελώντας· μα σε λίγες μέρες θα βαρεθεί, θα ντραπεί, θα ζουλέψει και θα πιάσει κι αυτός δουλειά. Όταν ένας κατάδικος έρθει, τον ρωτούμε αν θέλει να δουλέψει και πού· μερικοί αποκρίνουνται πως καμιά διάθεση δεν έχουν για δουλειά κι εμείς τότε τους αφήνουμε· καθένας είναι λεύτερος. Όμως φροντίζουμε να παραστέκουν άνεργοι μαζί μ’ εκείνους που δουλεύουν και πάντα, ύστερα από λίγες μέρες, έρχουνται μόνοι τους και μας παρακαλούν να τους δώσουμε εργασία.
Πήγαμε στη λέσχη. 
Ήταν άλλοτε εκκλησία και σώζουνται ακόμα μερικές αγιογραφικές τοιχογραφίες απάνω από το ιερό· 
τώρα είναι καταστόλιστη με κόκκινες σημαίες και κόκκινα ρητά·
 και στο βάθος, όπου μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Αγία Τράπεζα, είναι τώρα η μαρμαρένια προτομή του Λένιν δεξιά του, το ξύλινο αντίγραφο του Μνημείου του στην Κόκκινη Πλατεία· 
κι αριστερά, το αποτύπωμα της φτωχικιάς ίσμπας που είχε καταφύγει ο Λένιν όταν τον κυνηγούσαν τα όρνια του Τσάρου.

Ως μπήκαμε, μια ορχήστρα από φυλακισμένους έπαιξε τη Διεθνή, η αυλαία άνοιξε και φάνηκαν στη σκηνή μια τριανταριά μεσόγυμνοι αθλητές κι άρχισαν να εχτελούν διάφορα δύσκολα γυμνάσματα.

Μια από τις μεγαλύτερες φροντίδες μας είναι και τούτη, μου κάνει ο διευθυντής: μαθαίνουμε τους συντρόφους φυλακισμένους ν’ αναπνέουν, να γυμνάζουν το σώμα τους, να το διατηρούν γερό και καθαρό· να ζουν όσο το δυνατό περισσότερο στο ύπαιθρο. Γι’ αυτό τους βλέπετε τόσο ζωηρούς και ροδοκόκκινους.

Ήταν πια μεσημέρι. Καθίσαμε και φάγαμε όλοι μαζί στους μεγάλους ξύλινους πάγκους: σούπα, κρέας με πατάτες, τσάι. 
Οι φυλακισμένοι έρχουνταν από τ’ αργαστήρια τους, πλένουνταν και κάθιζαν κεφάτοι κι έτρωγαν.

Έλεγα στο διευθνυτή:


–Κι εμείς στην Ελλάδα προσπαθούμε κάποτε με την εργασία να καλυτερέψουμε την ψυχή και το σώμα των φυλακισμένων κι εμείς ξέρουμε τις θεωρητικές αρχές που εφαρμόζετε και προσπαθούμε να τις πραγματοποιήσουμε. Έχω ένα φίλο που ‘χει αφιερώσει τη ζωή του για τη μεγάλη τούτη αποστολή. Τον λένε Παναγή Σκουριώτη.

Ο διευθυντής κούνησε το κεφάλι του:

–Σε όλο τον κόσμο, αποκρίθηκε, υπάρχει η προσπάθεια που λέτε· 
όλες οι θεωρίες είναι γνωστές και κυκλοφορούνε στον αγέρα της εποχής μας· παντού κάποιος αγνός και φλογερός ιδεολόγος θα βρεθεί, που θα θυσιάσει τη ζωή του για να τις εφαρμόσει· όμως, θαρρώ, του κάκου. 
Καμιά γενναία ριζική μεταβολή δεν μπορούν να πετύχουν και στο ζήτημα αυτό οι αστικές χώρες· είναι κι οι φυλακές μέρος ενός συνόλου και καμιά ριζική αναμόρφωση δεν μπορεί ποτέ να γίνει ξεκάρφωτη.
Στις αστικές χώρες, οι χαραχτηριζόμενες αξιόποινες πράξες αιτία έχουν συχνότατα όχι την ατομική διάθεση του φταίχτη παρά το σύνολο των κοινωνικών συνθηκών. 
Συχνότατα, στις αστικές κοινωνίες, ο εγκληματίας σπρώχνεται απ’ όλη την κοινωνία στο έγκλημα. Κι όταν τον κλείνουν στη φυλακή, έχει βαθιά του την πεποίθηση πως δεν είναι αυτός ο κακούργος παρά ολάκερη η κοινωνία· αυτός είναι το θύμα.
 Κι η πεποίθησή του αυτή τον γιομώνει πίκρα και μίσος. Με τέτοια ψυχολογία είναι φυσικό ν’ αντιδράει σε κάθε προσπάθεια που κάνει μια τέτοια κοινωνία για να τον καλυτερέψει.
Η αστική προσπάθεια για αναμόρφωση δεν μπορεί να ‘ναι ούτε ολοκληρωτική ούτε συνεχής. 
Είναι στη φύση του αστικού Κράτους να μη θέλει ποτέ –γιατί δεν το συφέρει- να ξυπνήσει εντελώς την ψυχή του λαού. 
Δε συφέρει να δει ο λαός πόσο κι από ποιους αδικιέται, ούτε να νιώσει πως έχει στα χέρια του όλη τη δύναμη. Γι’ αυτό, αν σε οποιοδήποτε κλάδο κρατικής ή κοινωνικής ενέργειας ξεπεταχτεί μια στιγμή μια αγνή προσπάθεια, η προσπάθεια αυτή είναι, αναγκαστικά, ξεμοναχιασμένη και μισερή, οφείλεται σε κανένα απροσάρμοστο στη γύρα του σαπίλα ιδεολόγο, βρίσκει οργανωμένη λυσσαλέα αντίδραση, φανερή ή κρυφή και γρήγορα ξεθυμαίνει.

Την άλλη μέρα, κάποιος γνώριμός μου Πολωνοεβραίος, παμπόνηρος κι αντιδραστικός, που του διηγήθηκα την επίσκεψή μου στις σοβιετικές φυλακές, καθώς κι όλα τα θαμαστά που ‘βλεπα κάθε μέρα, μου αποκρίθηκε σατανικά χαμογελώντας:
–Ο Ποτιέμκιν, όταν έβγαζε σε περιοδεία την αυτοκρατορικιά μετρέσα του, τη Μεγάλη Αικατερίνη, έστελνε μπροστά έτοιμα χωριά από καρτόνι και τα στερέωνε κοντά στα μέρη απ’ όπου θα περνούσαν. Χωριάτες και χωριάτισσες, ντυμένοι λαμπερά κοστούμια, γλεντούσαν ευτυχισμένοι κάτω από τα δέντρα, έπαιζαν μπαλαλάικα, πηδοκοπούσαν και ζητωκραύγαζαν την αυτοκρατόρισσα. Δεν ήταν χωριάτες και χωριάτισσες· ήταν ηθοποιοί που τους είχε νοικιάσει ο Ποτιέμκιν· κι η ερωτευμένη χοντρο-Κατερίνα δάκρυζε από κατάνυξη κι ευτυχία.
Όμοια κι οι μπολσεβίκοι σας περιοδεύουν στη Μόσχα –στη μεγάλη από καρτόνι, από ηθοποιούς και μπαλαλάικες βιτρίνα της Ρουσίας –και σας δείχνουν (οι Ρούσοι είναι, κατά παράδοση, περίφημοι σκηνοθέτες) μερικά καλοβαλμένα, πιτήδεια τρουκαρισμένα θεάματα: σκολειά, σανατόρια, φυλακές, δικαστήρια, οι σειρήνες των εργοστασίων όταν περνάτε σφυρίζουν, τάχατε πως δουλεύουν ακατάπαυτα, οι ίδιες πάντα γεωργικές μηχανές περνούν από τους δρόμους που είναι για να περάσετε, τάχατε έτσι, κατά τύχη… Και σεις χάσκετε, οι κουτόφραγκοι, και πέφτετε στην παγίδα Ποτιέμκιν νεότατου συστήματος –στην παγίδα «Καρλ Μαρξ».
Γελούσε ο φίλος μου σαρκαστικά και με κοίταζε με τα παμπόνηρα ματάκια. 
Με διαπέρασε αλαφριά ανατριχίλα. 
Ανάμεσα στους φλογερούς στενοκέφαλους πιστούς που δουλεύουν με αγάπη και πείσμα, υπάρχουν οι πολύ μορφωμένοι, χαριτωμένοι και χαιρέκακοι άπιστοι. 
Τούτοι όλα τα ξέρουν, τίποτα δεν μπορεί να τους ξεγελάσει, πολύ έξυπνα αποσυνθέτουν και καταγγέλνουν τον «ιερό δόλο», που χωρίς αυτόν ποτέ δεν μπόρεσε να θεμελιωθεί μια νέα θρησκεία.
Όλα τα ξέρουν οι φίνοι τούτοι άπιστοι· 
μονάχα τούτο ξεχνούν: 
πως μονάχα επιθυμώντας, απατώμενος κι απατώντας –δηλαδή πιστεύοντας- 
ο άνθρωπος μπορεί ν’ αλλάξει το πρόσωπο της γης.
Νίκος Καζαντζάκης Σοβιετική Ένωση Σωφρονιστικό σύστημα

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Ο "ΛΗΣΤΟΤΡΟΦΟΣ" ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΟΥ ΕΒΟΣΚΕ ΠΡΟΒΑΤΑ

Ανιχνεύοντας τις σελίδες των φίλων μας στο f/b, σας παρουσιάζουμε τον ''ληστοτρόφο" Ποιητή που έγραψε το "Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου".
Σήμερα το βράδυ σε φιλικό σπίτι εδώ στο Ηράκλειο έμαθα για έναν πολύ σπουδαίο άνθρωπο και είπα να σας τον γνωρίσω κι εσάς. Το 1983 ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος μελοποιεί πέντε ποιήματα του ανάμεσα σε αυτά το πασίγνωστο και διαχρονικό "Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου".
Ένας άνθρωπος που δεν είχε τελειώσει ούτε το δημοτικό σχολείο, με την γενικότερη στάση ζωής του αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί παράδειγμα για όλους μας, μεγαλύτερους αλλά και νεότερους.

Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου,
σκύβω το κεφάλι στα μαρτύρια σου
και θαυμάζω λαέ μου τα έργα σου.
Ματώνεις τη σκέψη σου,
ματώνεις τα νύχια σου λαέ μου.
Για να βγάλεις τον άρτο τον επιούσιο.

Απ' τη σελίδα της Μαή Παπαγεωργίου

Κρητίστωρ - Ιστορία-Λαογραφία-Λογοτεχνία-Ονοματολογία-Συλλεκτισμός-Βιβλιοπαρουσιάσεις-Μουσική
VIVI.PBLOGS.GR





Σχόλια
Katia Kappatou Στις 3/12/17 η Κ Ο Ρεθύμνου και ο Γ.Γ του κόμματος , ήρθαν στα Ανώγεια και τίμησαν τον ποιητή και το έργο του .
Διαχείριση


βαλια Καλντα Που το γλεντησατε κιόλας! !!!το θυμάμαι που το ανέβασες, Κάτια μου !!!!
Διαχείριση


Nana Roditou τωρα θα ακουσω τα τραγουδι του !!

Διαχείρι

Διαχ«Τον κομμουνιστή λαϊκό ποιητή, Μιχάλη Σταυρακάκη ή Νιδιώτη, πολλοί τον τίμησαν για το ποιητικό έργο του, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και στο εξωτερικό.
Δίκαια τον αποκάλεσαν προσκυνητή του λαού από το πιο γνωστό ποίημά του, το “Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου”.

Όμως ο Μιχάλης Σταυρακάκης δεν ήταν μόνο προσκυνητής του λαού, δεν ήταν μόνο ο ποιητής που έκφρασε τους πόθους και τους καημούς των ταπεινών ανθρώπων του μεροκάματου, δεν έμαθε να λέει μόνο το στιχάκι των δυστυχισμένων: “Αχ θεέ μου”, όπως ο ίδιος με σεμνότητα γράφει σε ένα ποίημά του για τον εαυτό του.

Το πιο σημαντικό στοιχείο στο έργο του, αυτό που το ανεβάζει από την απλή στιχουργία των ριμαδόρων της μαντινάδας στο επίπεδο της λαϊκής λογοτεχνίας, είναι ότι δεν υποτάσσεται σ’ αυτά που νοιώθει και καταλαβαίνει ο καθημερινός άνθρωπος του μόχθου. 

Προσπαθεί να τον ανυψώσει, να του δείξει πόσο μεγάλος είναι ο άνθρωπος του λαού, όταν συνειδητοποιεί τη θέση του στην κοινωνία και τη δύναμή του να επιβάλλει το δίκιο του και το δικαίωμά του στην ευτυχία. 

Γεια και χαρά σας πεντακάθαρα χέρια. Γεια και χαρά σας χέρια του μέλλοντος”.

Μέσα στις δυο μόνο αυτές σειρές -που αναφέρονται στα φαγωμένα αλλά αλέκιαστα από την κλοπή της εκμετάλλευσης εργατικά χέρια- ο Μιχάλης Σταυρακάκης, με τη λιτότητα και την αφαίρεση της πιο εκλεπτυσμένης, λόγιας ποίησης, μπόρεσε να χωρέσει το μεγαλείο των αληθινών δημιουργών του πλούτου, αλλά και των αληθινών δημιουργών της κοινωνικής εξέλιξης, της ιστορίας.
Καθένας που ο σκληρός αγώνας της επιβίωσης του στέρησε τη χαρά της μάθησης και της τέχνης, ο εργάτης, ο φτωχός αγρότης, ο βιοπαλαιστής, μπορεί να μην επικοινωνεί εύκολα και χωρίς καθοδήγηση, με τη σκοτεινή γλώσσα της ποίησης για παράδειγμα του Σεφέρη.είριση


Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τρώει τα πίτουρα του νόθου εμπορικού, φολκλόρ τραγουδιού και των κάθε λογής υποπροϊόντων της μαζικής κουλτούρας, των κακόγουστων τηλεοπτικών σήριαλ ή των διάφορων “πρωινάδικων”, “μεσημεριάδικων” και “βραδυνάδικων”, είναι σαν να μας λέει με το έργο του ο Μιχάλης Σταυρακάκης.

Με γλώσσα γνήσια, ξεκάθαρη, διαυγή.

Έχοντας βιωματικά αφομοιωμένη τη λαϊκή σοφία, αλλά και τη μακριά παράδοση της δημοτικής ποίησης.

Που ξέρει τους τρόπους να απευθύνεται και να συγκινεί τη λαϊκή ψυχή.

Ο Μιχάλης Σταυρακάκης κατορθώνει να καλλιεργεί σε πλατιά λαϊκά στρώματα την πίστη στα πιο μεγάλα, τα πιο προχωρημένα ανθρώπινα ιδανικά.

Στα ιδανικά του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό το υπέροχο ποίημά του, γραμμένο το 1997 με τίτλο
Στσ’ αγάπης τη βαθιά πληγή”.
Αν το διαβάσει κανείς επιφανειακά, νατουραλιστικά θα φανταστεί πως είναι ποίημα ερωτικό, όπως και τόσα άλλα λυρικά, νοσταλγικά της νιότης ποιήματα που έχει γράψει κατά καιρούς.
Όμως εκείνος μιλά για μια κατακόκκινη πληγή από έναν πιο βαθύ και πιο πλατύ έρωτα:

Τον έρωτα για τον εργαζόμενο άνθρωπο και την πάλη του για τη νέα κοινωνία, τη σοσιαλιστική, που όταν έγραφε το ποίημα είχε πρόσφατα ανατραπεί.
Πρόκειται άλλωστε για μια ιδέα στην οποία είχε ήδη αναφερθεί παλιότερα το 1989, στο ποίημά του “Αγάπη”, από την ποιητική συλλογή του “Αιχμές”:
Αγάπησα μια κοπελιά και θαρρούνε πως αυτό είναι αγάπη. Μια μέρα σε μια διαδήλωση αγροτών – απεργών αγάπησα τους απεργούς και τότε είδα πως η αγάπη που γεννιέται μέσα από τη μάχη του δίκιου είναι η πιο δυνατή αγάπη”.
Η απάντησή του στα δραματικά γεγονότα της αντεπανάστασης και της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση είναι, όπως σε όλη την ποίησή του, αισιόδοξη και καταφατική.

Ακούστε το συμπέρασμα του ποιήματος
 “Στσ’ αγάπης τη βαθιά πληγή”:
“Αυτός που ξέρει ν΄ αγαπά
και να ελπίζει ξέρει
μέσα στη νύχτα πολεμά
ξημέρωμα να φέρει”.

Χωρίς αμφιβολία ο Σταυρακάκης κατείχε γερά την τέχνη να εκλαϊκεύει σύνθετες πολιτικές έννοιες διεισδύοντας με τον παροτρυντικό λόγο του σε όλους εκείνους που πρώτοι απ’ όλους τον έχουν ανάγκη.
Σ΄ εκείνους δηλαδή που υφίστανται την υλική και πνευματική εκμετάλλευση και στους οποίους ο δικός μας πολιτικός λόγος, ο λόγος των στελεχών και των μελών του ΚΚΕ δύσκολα μπορεί να τους φτάσει και να τους ακουμπήσει.

Η ποίησή του διδάσκει και διαπαιδαγωγεί, χωρίς να χάνει τον ψυχαγωγικό της χαρακτήρα.

Είναι ποίηση στρατευμένη, χωρίς να διαλαλεί τη στράτευσή της, όπως συχνά συμβαίνει σε αυτοδίδακτους σαν αυτόν λογοτέχνες, που θέλουν, αλλά δεν ξέρουν πώς να μεταδώσουν τα μηνύματά τους.

Φαντάζομαι ότι όλοι θα προσέξατε στην πρόσκληση της σημερινής εκδήλωσης το ποίημα “Εργάτης”, για το ταξικό, διεθνιστικό περιεχόμενο που ο δημιουργός του προσδίνει στην έννοια της ελευθερίας, απαντώντας εύστοχα στην αστική προπαγάνδα για την “ελευθερία” που τάχα παρέχει στο άτομο η καπιταλιστική κοινωνία:
Δεν είναι λευτεριά εκείνη,
φώναξε εργάτη δυνατά,
που ξεχωρίζει τους ανθρώπους
σε δούλους και αφεντικά.
Δεν είναι λεύτερη πατρίδα
που έχει σύνορα στη γη,
ζωή που ζει μέσα στη φτώχεια
δεν είναι λεύτερη ζωή
”.
Για τη βαθιά του προσήλωση στην ιδέα του προλεταριακού διεθνισμού είναι χαρακτηριστικά τα παρακάτω λόγια του:

Ο Καζαντζάκης είπε ότι είναι μεγάλη ευθύνη να είσαι Κρητικός, ο Ατατούρκ είπε ότι είναι μεγάλη ευθύνη να είσαι Τούρκος, κι εγώ λέω πως είναι μεγάλη ευθύνη να είσαι Διεθνιστής”.
Πάνω στο θέμα των φυλετικών διακρίσεων και του διεθνισμού, συγκλονιστικό μέσα στην απλότητά του είναι και το ποίημά του, “Γράμμα στην Αφρικάνα Χαϊμαλίνα”:
Χαϊμαλίνα, ρωτάω τα πρόβατά μου πώς μοιράζουνε στα ίσια τον ίσκιο ενός ασφένταμου κι έχουν λευκά και μαύρα τα ίδια δικαιώματα ενώ οι άνθρωποι σκοτώνονται μοιράζοντας μια πήχη γης;

Αυτοί που κλέβουνε το βιός σου Χαϊμαλίνα, κλέβουν και το δικό μου το τυρί. Τώρα που σου γράφω Χαϊμαλίνα απ’ το πιο ψηλό βουνό της Κρήτης προβοδώ τα πρόβατά μου
”.
Ασφαλώς κι εσάς, όπως κι εμένα, όπως όλους θα σας έχει απασχολήσει το ερώτημα:
Κάτω από ποιες συνθήκες ένας βοσκός που δεν μπόρεσε να τελειώσει ούτε καν το Δημοτικό, γίνεται ποιητής;
Είναι γνωστό φυσικά ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να εκδηλώσει και να αναπτύξει δημιουργικές ικανότητες αν υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις.
Όμως ένας μισοαγράμματος άνθρωπος που καταφέρνει με την ποίησή του να συγκινήσει μεγάλους μουσικοσυνθέτες, όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος και κορυφαίους τραγουδιστές, όπως ο αξέχαστος Ξυλούρης, ένας βοσκός που καταφέρνει να διακριθεί σε έναν από τους πιο εξελιγμένους τομείς της ανθρώπινης δημιουργίας, όπως είναι η ποίηση, δεν είναι δα και μια συνηθισμένη περίπτωση.
Ο Μιχάλης Σταυρακάκης έγινε ποιητής γιατί σίγουρα -όπως δείχνει τόσο η στάση του, όσο και η ποίησή του- υπήρξε ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος άνθρωπος που τον συγκινούσε αφάνταστα η ομορφιά της φύσης και που ταυτόχρονα διέθετε υψηλό ηθικό φρόνημα και βαθύ το αίσθημα του δίκιου.
Γι’ αυτά τα τελευταία άλλωστε πέρασε πάμπολλες δοκιμασίες και διώξεις στη ζωή του.
Το ολοκαύτωμα των Ανωγείων από τους Ναζί καταχτητές, τον οδήγησε από τα 15 του χρόνια στην οργάνωση της ΕΠΟΝ και έναν χρόνο μετά στη σύλληψη και φυλάκισή του από τους Γερμανούς.
Το κρίσιμο σημείο της στροφής στην τέχνη του ήταν όμως η συνάντηση της ευαισθησίας του με τα μεγάλα, τα φωτεινά κομμουνιστικά ιδανικά.
Να πως ο ίδιος περιγράφει στον “Ριζοσπάστη” της 30ης Νοέμβρη 1983 τη συνάντησή του με την κομμουνιστική ιδεολογία, λίγο μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, όταν οι αντάρτες κατέφευγαν κυνηγημένοι στο μιτάτο του, το μαντρί του, στον Ψηλορείτη:

Τους φύλαξα, τους τάϊσα. Συνέχισαν να ‘ρχονται… Αλλά όλο και λιγότεροι. Αυτοί που απουσίαζαν είχαν δολοφονηθεί σε ενέδρες. Καθώς μπάλωναν στο φως του λίχνου τα ρούχα τους και γιάτρευαν ο ένας του άλλου τις πληγές σιγοτραγουδούσαν ριζίτικα. Παράξενοι μου φαίνονταν στην αρχή. Μια ώρα ύπνος… μια μπουκιά ψωμί… Και νάτοι πάλι να χάνονται στις κορφές πηδώντας σαν αετοί από χαράκι σε χαράκι. Ένας τους έβγαλε κάποιο βιβλίο απ’ το βουργιάλι του. Πάρτο μου είπε. Θα σου αρέσει. Ήταν η “Μάνα” του Γκόρκι!
Από κείνες τις στιγμές κι ύστερα σταμάτησαν οι μαντινάδες του να αναφέρονται σε έρωτες και πάθη.
Τώρα τα τραγούδια του ήταν αφιερωμένα σ’ αυτούς τους παράξενα περήφανους ανθρώπους, που τους αποχαιρετούσε κάθε φορά με στίχους σαν αυτόν:
Έναν ελεύθερο αετό,
σκλαβιά δεν τον κιοτεύει
όπου ταμπούρι πολεμά
κι όπου φωτιά χορεύει
”.
Φυσικά δεν γλύτωσε την κατηγορία του ληστοτρόφου, τη σύλληψή του το 1951 και τον εκτοπισμό του το 1954 στο Γύθειο.
Εκεί στο μεγάλο σχολειό της εξορίας γνώρισε και τη σύγχρονη ποίηση, την ποίηση του Βάρναλη, του Ρίτσου, του Λειβαδίτη.
Από κει κι έπειτα πέρασε στην ενεργητική δράση, πρώτα από τις γραμμές της ΕΔΑ, ενώ από το 1973 -μέσα στη δικτατορία- ως μέλος πια του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας πρωτοστάτησε στην ανασυγκρότησή του και αναδείχθηκε σε στελεχικές θέσεις τόσο του κόμματός μας όσο και του αγροτικού κινήματος.
Τραβώντας με αφοσίωση ως το τέλος της ζωής του με τις πράξεις αλλά και με την τέχνη του το δύσκολο δρόμο της πάλης για να υψώσει το πολιτικό, ιδεολογικό, πολιτιστικό κριτήριο του λαού έτσι που να μπορεί να ορίσει τη ζωή και το μέλλον του.

Με λίγα λόγια, ο Μιχάλης Σταυρακάκης δεν ήταν ένας απλός βοσκός, αλλά ένας μορφωμένος και διαμορφωμένος στην ανώτερη σχολή της ταξικής πάλης ποιητής.
Πρέπει να πολεμούμε για να μη χαθεί αυτό που κάνει τον κόσμο μεγάλο”, δήλωνε άλλωστε ο ίδιος, εννοώντας ότι δεν πρέπει να παραιτηθούμε ποτέ, όσες δυσκολίες κι αν συναντήσουμε, από τον αγώνα για να περάσει η ανθρωπότητα από την προϊστορία που βρίσκεται σήμερα στην ιστορία, από τη βαρβαρότητα της εκμετάλλευσης, του ανταγωνισμού, των πολέμων, των κρίσεων, της φτώχειας σε έναν ανώτερο πολιτισμό αντάξιο του ανθρώπινου είδους.

Το αύριο ομορφαίνει με το καθήκον του σήμερα”,
 συμπλήρωνε επιγραμματικά σε ένα από τα πρώτα ποιήματά του θέλοντας να υπογραμμίσει ότι το σοσιαλιστικό μέλλον δεν θα ‘ρθει από μόνο του έτσι νέτο σκέτο, ούτε θα μας το χαρίσει κανείς θεός ή πεφωτισμένος ηγέτης.
 Με τη συμμετοχή του καθενός στους σημερινούς ταξικούς αγώνες, οικονομικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς χρειάζεται να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για την κατάργηση του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος και την κατάκτηση μιας ανώτερης μορφής οργάνωσης της κοινωνίας, όπου ο άνθρωπος θα πάψει για τον άνθρωπο να είναι λύκος.
Κι αυτό είναι η ελάχιστη τιμή που μπορούμε να αποδώσουμε σε έναν “βοσκό”, το ελάχιστο χρέος που οφείλουμε σ’ έναν από τους πιο δεμένους με τα φτωχά λαϊκά στρώματα δημιουργούς της νέας συνείδησής τους, όπως υπήρξε ο ποιητής Μιχάλης Σταυρακάκης».




Ποιος ήταν ο Μιχάλης Νιδιώτης
”Ο Μιχάλης Σταυρακάκης ή Νιδιώτης υπήρξε Κομμουνιστής, λαϊκός αγωνιστής και ποιητής. Γεννήθηκε στα Ανώγεια το 1928, πήρε μέρος σε όλους τους λαϊκούς αγώνες ως ενεργό μέλος του κόμματος. Πρωτοστάτησε στην συνδικαλιστική οργάνωση των κτηνοτρόφων και στο κίνημα της ειρήνης. Φυλακίστηκε και εξορίστηκε για αυτή του τη δράση. Ο Μίχαλος έφυγε από τη ζωή τον Ιούλη του 2000, τιμημένος ευρύτερα για το έργο του που αποτελεί παρακαταθήκη για το σήμερα..”
Τρία χρόνια πριν, τον Δεκέμβριο του 2014, η ΑΝΩΓΗ είχε ετοιμάσει ένα αναλυτικό κείμενο για τη ζωή και τη δράση του “Προσκυνητή του λαού, του ποιητή της φτωχολογιάς”, όπως αναφερόταν στον τίτλο του αφιερώματος για τον Μιχάλη Σταυρακάκη. Εκεί μεταξύ άλλων διαβάζουμε  τα εξής:
“Ο στιχουργός του ”Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου” με την γενικότερη στάση ζωής του αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί παράδειγμα για όλους μας, μεγαλύτερους αλλά και νεότερους.
Ήταν 13 Ιουλίου του 2000 όταν η ανωγειανή γη υποδέχτηκε στην αγκαλιά της τον Νιδιώτη, που έφυγε σε ηλικία 72 ετών και η ΑνωΓη επιχειρεί σήμερα μια μικρή αναδρομή στην ζωή και την δράση του.
Ο Μιχάλης γεννήθηκε στα Ανώγεια το 1928 και πατέρας του ήταν ο Γιώργης Σταυρακάκης ή Πανιάς. Είχε 7 αδέρφια,τέσσερα αγόρια (τον Μανώλη,τον Χαραλάμπη,τον Γιάννη και τον Στελή) και τρία κορίτσια (την Λουκία, την Λετίτσια και την Μαρία).
Από μικρός κιόλας ο Μιχάλης είναι ένα πνεύμα ανήσυχο και δραστήριο και προσπαθούσε διαρκώς να μαθαίνει και να αφομοιώνει πράγματα. Τα καλοκαίρια που δεν είχε σχολείο περνούσε τις ώρες και τις μέρες του στον Ψηλορείτη όπου βοηθούσε τον πατέρα του στα πρόβατα κάνοντας τον μαντρατζή. Η συναναστροφή του αυτή με μεγαλύτερους αποτέλεσε ένα πραγματικό σχολείο ζωής για τον μικρό Μιχάλη.
Δυστυχώς δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το Δημοτικό σχολείο καθώς τον πρόλαβε  ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Γερμανική Κατοχή που τόσα δεινά έφερε και στο χωριό μας.
Το 1943 σε ηλικία 15 ετών οργανώνεται στην ΕΠΟΝ Ανωγείων.
Στις 30 Απριλίου 1944 συλλαμβάνεται μαζί με άλλους πατριώτες από τους Γερμανούς στο Αρκάδι Μονοφατσίου. Από εκεί οδηγούνται στο Δημοτικό σχολείο στο Χουδέτσι το οποίο στη διάρκεια της Κατοχής χρησιμοποιούνταν ως φυλακή από όπου ο Νιδιώτης καταφέρνει να αποδράσει.
Το 1950 εκλέγεται μέλος του συμβουλίου του Κτηνοτροφικού συλλόγου Ανωγείων, ενώ το 1951 συλλαμβάνεται με την ψευδή κατηγορία ότι έγραψε Κομμουνιστικά συνθήματα στους τοίχους του Δημοτικού σχολείου. Το 1954 εξορίζεται για δυο χρόνια στο Γύθειο Λακωνίας .
Το 1957 εκλέγεται στο γραφείο της ΕΔΑ Ανωγείων και το 1958 αναπληρωματικό μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής της ΕΔΑ Ηρακλείου.
Το 1962 συλλαμβάνεται ξανά και φυλακίζεται ως ληστοτρόφος και εκτελεστικό όργανο των τότε καταδιωκόμενων πολιτών μετά τον εμφύλιο. Απαλλάσσεται όμως από το Εφετείο Χανίων το 1963.
Το 1963 αρθρογραφεί στην εφημερίδα του Ηρακλείου ”Κρητικό Φως” με το ψευδώνυμο ”Οι Σύντεκνοι”.
Το 1970 Ανωγειανοί φοιτητές εκδίδουν στην Αθήνα την εφημερίδα ”Η Φωνή των Ανωγείων” και ο Μιχάλης αρθρογραφεί εκεί με το ψευδώνυμο ”Νιδιώτης”.
Το 1973 στρατολογείται και γίνεται μέλος του τότε παράνομου Κ.Κ.Ε. Το 1974 ιδρύει την πρώτη κομματική οργάνωση Μονοφατσίου και εκλέγεται Γραμματέας της.
Η Νομαρχιακή Επιτροπή και η Κ.Ο.Β του Κ.Κ.Ε ύστερα από ψηφοφορία το 1977 επιλέγουν τον Μιχάλη Σταυρακάκη ως υποψήφιο του κόμματος στις εκλογές στο ψηφοδέλτιο του Νομού Ηρακλείου.
Το 1978 έρχεται και η έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του με τον τίτλο ”Ποιήματα”.
Το 1979 εκλέγεται μέλος του ΟΑΣΝΗ στον οργανωτικό τομέα με αρμοδιότητες του να είναι μεταξύ άλλων και η οργάνωση και διεύρυνση των Αγροτικών συλλόγων, ενώ το 1982 εκλέγεται μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε
Το  1983 ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος μελοποιεί πέντε ποιήματα του ανάμεσα σε αυτά το πασίγνωστο και διαχρονικό ”Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου”.
Την ίδια χρονιά πρωτοστατεί στην κίνηση Ειρήνης με έδρα το χωριό Αρμανώγεια και καταφέρνει να εκδοθεί η εφημερίδα ”Ειρήνη”.
Το 1984 ο ΟΑΣΝΗ απονέμει στον Μιχάλη Σταυρακάκη το βραβείο ”ΚΙΛΕΛΕΡ”. Οι εφημερίδες της εποχής γράφουν τότε χαρακτηριστικά: ”Βραβεύτηκε ο προσκυνητής του λαού, ο ποιητής της φτωχολογιάς!”.
Τον ίδιο χρόνο εκδίδει την δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο ”Αιχμές”.
Ποιήματα του έχουν μεταφραστεί στα Γερμανικά και στα Αγγλικά .Επίσης ο Γιάννης Ξυλούρης ή Ψαρογιάννης έχει γράψει τον δίσκο ”Αυγή ξανανταμώσαμε” με μαντινάδες και ποιήματα του Νιδιώτη.
Η εφημερίδα του Λονδίνου Guardian δημοσίευσε και σχολίασε ένα ποίημα του Νιδιώτη με τίτλο ”Γράμμα σε μια Αφρικάνα -Χαϊμαλίνα ”.Το πρακτορείο ειδήσεων Associated Press δημοσίευσε  επίσης και σχολίασε ποιήματα του .
Το 1994 εκδίδεται η τρίτη ποιητική συλλογή του με τίτλο ”Ντούκου-ντούκου το Σοφαδάκι”.Το 2000 εκδίδει το βιβλίο ”Θύελλες και Κατατρεγμοί”με αληθινές διηγήσεις ανθρώπων στα χρόνια της Κατοχής αλλά και στοιχεία της ζωής για το πως ζούσαν οι παλιότεροι,ένα βιβλίο που πρέπει και αξίζει να διαβαστεί από όλους.
Ο Νιδιώτης ”έφυγε” τον Ιούλιο του 2000 αφήνοντας πίσω του μια τεράστια παρακαταθήκη αλλά και το στοιχείο ότι και ο πιο απλός άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση μπορεί με τους στίχους της ψυχής του να αγγίξει και να συγκινήσει τις καρδιές του λαού.Τα Ανώγεια τον αποχαιρέτησαν εκείνο το καλοκαίρι με σεβασμό και τιμή όπως άρμοζε σε ένα γνήσιο και αυθεντικό τέκνο τους.Γνήσιος όπως και η πιο αντιπροσωπευτική ίσως μαντινάδα του :
Χέρια που δεν αρπάξανε ξένο ψωμί να φάνε,
αυτά κρατούνε την τιμή όσο βαριά και να ‘ναι…
Απ την ομιλία του Δ. Κουτσούμπα στη εκδήλωση μνήμης προς τον κομμουνιστή ποιητή Μιχάλη Σταυρακάκη: “Γεια και χαρά σας πεντακάθαρα χέρια. Γεια και χαρά σας χέρια του μέλλοντος
Ελενη Μαρκακη ''Ενας βοσκός που έγραφε ποιήματα'' είχα γράψει εδώ στο φ/β για τον Νιδιώτη... Και ένας φίλος -πολύ σωστά- με διόρθωσε: '' Ενας ποιητής που έβοσκε πρόβατα''...
Διαχείριση


Κωστας Χατζηδακης Μαη τόν αδελφό του τόν Στελιο πρέπει Να τόν ξέρεις. Και να σου πω ότι εκτός από σύντροφοι με τόν πατέρα μου ήταν πολλοί καλοι φίλοι. Στις οικονομικες εξορμήσεις εβγεναν σχεδόν πρώτοι ήταν υπέροχος άνθρωπος
Διαχείριση


Γιάννης Παϊδούσης Καλημέρα καλή Κυριακή
διαμαντια του απλου λαου

Διαχείριση


Eleni Polichronidou ΚΑΛΗΜΕΡΑ,ΚΑΛΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ...Διαχείριση

Παντελης Μιχελακης Τον είχα γνωρίσει υπέροχος άνθρωπος πραγματικά κουμουνιστής !!!!
Διαχείριση


Mariam Mariam ναι έτσι είναι ......ξεχωριστός και αγαπημένος.....
Διαχείριση


Ζουμπουλια Σαλουστρου Τώρα που σου γράφω, Χαϊμαλίνα,
Από το πιο ψηλό βουνό της Κρήτης,
ροβολώ τα πρόβατα μου
στον ίσκιο ενός ασφένταμου.
Έχω πρόβατα λευκά
σαν το λευκό μου χρώμα.
Έχω πρόβατα μαύρα,
Σαν το δικό σου χρώμα, Χαϊμαλίνα.
Το αίμα τους είναι ίδιο, κόκκινο,
Σαν το δικό μας αίμα, Χαϊμαλίνα.
Ρωτάω τα πρόβατα μου
Πως μοιράζονται στα ίσα
Τον ίσκιο του ασφένταμου
Κι έχουν, λευκά και μαύρα,
Τα ίδια δικαιώματα
Ενώ οι άνθρωποι σκοτώνονται
Μοιράζοντας μια πήχυ γης.
Αρμέγω τα πρόβατα μου
Και φτιάχνω το γάλα τους τυρί.
Μια φορά το χρόνο,
κουρεύω τα πρόβατα μου,
κι η γυναίκα μου στο τελάρο ολημερίς
φτιάχνει ρούχα μαύρα και λευκά.
Εσύ, Χαϊμαλίνα,
Δεν γνωρίζεις εμάς τους λευκούς,
Που φτιάχνουμε το τυρί,
Τις γυναίκες μας,
Που φτιάχνουν τα ρούχα στο τελάρο.
Εσύ γνωρίζεις τους άγριους λευκούς,
Που ήρθαν στην πατρίδα σου,
Και σκοτώνουν τα αδέρφια σου.
Αυτοί που κλέβουν το βιο σου, Χαϊμαλίνα,
Κλέβουν και το δικό μου τυρί.
Τώρα που σου γράφω, Χαϊμαλίνα,
Από το πιο ψηλό βουνό της Κρήτης,
ροβολώ τα πρόβατα μου.»
Γράμμα σε μια Αφρικάνα” του Ανωγειανού ποιητή Μιχάλη Σταυρακάκη ή Νιδιώτη, που δημοσιεύτηκε το 1978.
Διαχείριση


Panayiotis Chatjellis Υπέροχο!!! Με συγκίνησε!!!
Διαχείριση


Mima Barberi υποκλίνομαι!!!!!!!!!!!
Διαχείριση