ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ
TRANSLATE
Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
Παραμονή Χριστουγέννων Μακρόνησος 1950 #Τάσος_Λειβαδίτης -
Από Ελενη Μαρκακη
Τάσος Λειβαδίτης - Παραμονή Χριστουγέννων
(γραμμένο στη Μακρόνησο το 1950)
στεκόμαστε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνωτίζει τα νύχια του
κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του
ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κι εκείνο κρυώνει
καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια
μια μυρουδιά μπενζίνας
οι πόρτες που ξανακλείνουνε
ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά
ένας-ένας
ακούει τ’ όνομά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες
κάποιος σηκώνει το χέρι του
τίποτ’ άλλο
το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
που σε λίγο θα σβήσει η βροχή
ένα χέρι γλιστράει το ρολόι του στην παλάμη σου
δε θα μου χρειαστεί, λέει — αντίο
το χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κρυώνει ακόμα.
Ξεκινάνε τα φορτηγά.
Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση
για να πεθάνεις.
Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ’ αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας
θ’ ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.
Ελάτε λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης.
Μας ήρθε μ’ ένα χαμόγελο και μια τραμβαγέρικη πατατούκα.
Του κάναμε τόπο
άπλωσε μια λινάτσα, την έστρωσε καλά καλά
και μας κοίταξε.
Φυσούσε ένας αγέρας δυνατός απ’ το Νοτιά
και το μούτρο του ήταν βλογιοκομμένο σαν ψιχαλισμένος δρόμος.
Ύστερα βράδιασε και βγάζοντας τα χέρια από τις τσέπες
μας έδωσε κάτι φτηνές μέντες
πασαλειμένες χνούδια και καπνό.
Τον πήραν νύχτα ξαφνικά και τον σκοτώσαν στο προαύλιο
η πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα
μα δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελό του
μη του το πάρουν.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο
έχω ένα σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ’ άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.
Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.
Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα – όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς
προχωράς.
Η ασετιλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
— Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομμένο.
Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγόνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.
Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
— Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.
Κι η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.
(γραμμένο στη Μακρόνησο το 1950)
Παγωνιάστον ουρανό ένα χρώμα βρόμικης φανέλας
στεκόμαστε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνωτίζει τα νύχια του
κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του
ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κι εκείνο κρυώνει
καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια
μια μυρουδιά μπενζίνας
οι πόρτες που ξανακλείνουνε
ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά
ένας-ένας
ακούει τ’ όνομά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες
κάποιος σηκώνει το χέρι του
τίποτ’ άλλο
το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
που σε λίγο θα σβήσει η βροχή
ένα χέρι γλιστράει το ρολόι του στην παλάμη σου
δε θα μου χρειαστεί, λέει — αντίο
το χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κρυώνει ακόμα.
Ξεκινάνε τα φορτηγά.
Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση
για να πεθάνεις.
Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ’ αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας
θ’ ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.
Ελάτε λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης.
Μας ήρθε μ’ ένα χαμόγελο και μια τραμβαγέρικη πατατούκα.
Του κάναμε τόπο
άπλωσε μια λινάτσα, την έστρωσε καλά καλά
και μας κοίταξε.
Φυσούσε ένας αγέρας δυνατός απ’ το Νοτιά
και το μούτρο του ήταν βλογιοκομμένο σαν ψιχαλισμένος δρόμος.
Ύστερα βράδιασε και βγάζοντας τα χέρια από τις τσέπες
μας έδωσε κάτι φτηνές μέντες
πασαλειμένες χνούδια και καπνό.
Τον πήραν νύχτα ξαφνικά και τον σκοτώσαν στο προαύλιο
η πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα
μα δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελό του
μη του το πάρουν.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο
έχω ένα σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ’ άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.
Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.
Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα – όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς
προχωράς.
Η ασετιλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
— Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομμένο.
Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγόνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.
Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
— Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.
Κι η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.
Το οργανοποιείο του περίφημου Ζοζέφ Τερζιβασιάν !!!
Από ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ !!!!!!!!!
Ζοζέφ Τερζιβασιάν
Υπήρξε ο μεγαλύτερος τεχνίτης του είδους και είχε φτιάξει τα όργανα όλων των σημαντικών δημιουργών και δεξιοτεχνών: Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Χιώτη, Χατζηχρήστου, Παπαϊωάννου, Μπαγιαντέρα, Μητσάκη, Καπλάνη, Καλδάρα.
Το 90% του ρεπερτορίου του ελληνικού τραγουδιού, από το 1934 μέχρι το 1995, έχει παιχθεί με έγχορδα που κατασκεύασε ο Ζοζέφ.
Υπήρξε ο μεγαλύτερος τεχνίτης του είδους και είχε φτιάξει τα όργανα όλων των σημαντικών δημιουργών και δεξιοτεχνών: Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Χιώτη, Χατζηχρήστου, Παπαϊωάννου, Μπαγιαντέρα, Μητσάκη, Καπλάνη, Καλδάρα.
Το 90% του ρεπερτορίου του ελληνικού τραγουδιού, από το 1934 μέχρι το 1995, έχει παιχθεί με έγχορδα που κατασκεύασε ο Ζοζέφ.
Γεννήθηκε το 1916, στο Αφιόν Καραχισάρ της Μικράς Ασίας και μετά την Καταστροφή, το 1922, ήρθε στον Πειραιά και εγκαταστάθηκε στη Νίκαια.
Επί 60 χρόνια ήταν προσηλωμένος στη δουλειά του, που τη θεωρούσε λειτούργημα.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, που υπήρξε προσωπικός φίλος του Τερζιβασιάν, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Ο Ζοζέφ με το αυτί και τη διαίσθηση έφτιαχνε πάντα αλάνθαστη την κλίμακα του μπουζουκιού».
Ο ίδιος ο Ζοζέφ εξηγώντας τη μαστοριά του στην κατασκευή των μπουζουκιών, είχε δηλώσει στα «ΝΕΑ», ότι «όλα ξεκινούν από τη διαδικασία παραγωγής. Κατ’ αρχάς, χρειάζεται να «στανιάρουν» και να «ψηθούν» τα ξύλα. Και για το σκάφος (δηλαδή το ηχείο) και για το μανίκι. Γιατί μόνο με «ψημένο» ξύλο βγαίνει ο ήχος στρογγυλός και μαγικός. Είναι όμως και το καπάκι του μπουζουκιού που κι αυτό χρειάζεται καλό και δουλεμένο ξύλο, αλλά κυρίως καλής ποιότητας.
Όποιος ρωτούσε τον Ζοζέφ τι είναι πιο σημαντικό στην κατασκευή ενός μπουζουκιού απαντούσε με τέσσερις λέξεις: «Τα χέρια του μάστορα».
Όποιος ρωτούσε τον Ζοζέφ τι είναι πιο σημαντικό στην κατασκευή ενός μπουζουκιού απαντούσε με τέσσερις λέξεις: «Τα χέρια του μάστορα».
Ο Μανώλης Χιώτης είχε αποκαλέσει τον Τερζιβασιάν «Στραντιβάριους του μπουζουκιού».
Μέχρι τους τελευταίους μήνες του 1998, ο Ζοζέφ εξακολουθούσε ν’ ασχολείται με την τέχνη του. Κατασκεύαζε, αλλά και επισκεύαζε μπουζούκια που του πήγαιναν γνωστοί σολίστες ή και μαθητευόμενοι…..
Το οργανοποιείο του περίφημου Ζοζέφ Τερζιβασιάν ( όρθιος αριστερά) στη Π. Κοκκινιά.
Δεξιά στη φωτογραφία με το μπουζούκι του Ο αείμνηστος Γιάννης Παπαϊωάννου.
Μέχρι τους τελευταίους μήνες του 1998, ο Ζοζέφ εξακολουθούσε ν’ ασχολείται με την τέχνη του. Κατασκεύαζε, αλλά και επισκεύαζε μπουζούκια που του πήγαιναν γνωστοί σολίστες ή και μαθητευόμενοι…..
Το οργανοποιείο του περίφημου Ζοζέφ Τερζιβασιάν ( όρθιος αριστερά) στη Π. Κοκκινιά.
Δεξιά στη φωτογραφία με το μπουζούκι του Ο αείμνηστος Γιάννης Παπαϊωάννου.
Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024
Άλκης Αλκαίος (1949 - 2012)
«…καθώς μας φώτιζαν το δρόμο οι σελίδες απ’ το κομμουνιστικό μας μανιφέστο»
ΑΠΟ ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ Τριτη 10 Δεκεμβριου 2024
Σαν σήμερα 10.12.2012 έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Άλκης Αλκαίος (1949 - 2012)
«Μανουέλ Ντουάρντε απ’ το Πράσινο Ακρωτήρι
ίσως ποτέ και να μη δω το πρόσωπό σου
ωστόσο αν κρίνω απ’ το αιμάτινο γραφτό σου
θα πρέπει να ’ναι γιομάτο από λιοπύρι.
Ελμπέρτο Κόμπος Παναμέζε αδελφέ μου
ίσως ποτέ να μην ακούσω τη φωνή σου
ωστόσο ασίγαστη θε να ‘ναι σαν τη γη σου
αν κρίνω απ’ τα μηνύματα του ανέμου.
Ναϊμ Ασχάμπ απ’ τις όχθες του Ιορδάνη
ίσως ποτέ και να μη σφίξουμε το χέρι
ωστόσο δίπλα μου αγρυπνάει το ίδιο αστέρι
που δίπλα σου αγρυπνάει κι αυτό μου φτάνει.
Απόψε σμίξαν τις καρδιές μας
σ’ έναν έστω στιγμιαίο συντονισμό
ίδιες ελπίδες καθώς μας φώτιζαν το δρόμο
οι σελίδες απ ’το κομμουνιστικό μας μανιφέστο»(Φλεβάρης 1848). Στίχοι: Αλκης Αλκαίος.
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος. Ερμηνεύει η Μαρία Δημητριάδη
Αυτοί οι στίχοι – δημοσιευμένοι στο «Ρ» στο τέλος της δεκαετίας του ’70 στάθηκαν η αφορμή της γνωριμίας του Αλκη Αλκαίου, με τον Θάνο Μικρούτσικο ο οποίος διαβάζοντάς τους τους μελοποίησε δημιουργώντας το εκπληκτικό αυτό τραγούδι που ερμήνευσε μοναδικά η Μαρία Δημητριάδη. Η γνωριμία του με τον συνθέτη έφερε μία από τις μακροβιότερες και σπουδαιότερες συνεργασίες δημιουργών στο ελληνικό τραγούδι, με δίσκους – ορόσημα, όπως το «Εμπάργκο» (1982) και «Στου αιώνα την παράγκα» (1996)».
Το απόσπασμα που προηγήθηκε είναι από δημοσίευμα στον «Ριζοσπάστη» (Κυριακή 16 Δεκέμβρη 2012 – Σ.Α). Λίγες μέρες πριν, 10 Δεκεμβρίου 2012, είχε φύγει από τη ζωή ο Βαγγέλης Λιάρος (1949 -2012), ο ποιητής Άλκης Αλκαίος.
Ακολουθεί η συνέχεια του κειμένου, με στοιχεία για τη ζωή του και το έργο του, μαζί με μελοποιημένους στίχους του.
«Ο Αλκης Αλκαίος, που με την παρουσία του λάμπρυνε τη μουσική σκηνή του τόπου μας, γεννήθηκε κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα και από πολύ μικρός «πολιτογραφήθηκε» κάτοικος Πάργας, αφού τον περισσότερο καιρό έμενε εκεί, αγναντεύοντας το απέραντο γαλάζιο και γράφοντας τους υπέροχους στίχους των τραγουδιών του, έχοντας σαν «δάσκαλό του» την ποίηση του Κ. Καρυωτάκη. Το όνομά του το πήρε από το θείο του ΕΛΑΣίτη, που σκοτώθηκε σε ηλικία 23 χρόνων. Ο αδελφός της μητέρας του Ντίνος Ζήκος ήταν Μακρονησιώτης, μέλος του ΚΚΕ του οποίου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Ο Β. Λιάρος σπουδάζει στη Νομική Σχολή την περίοδο της χούντας και τον Αύγουστο του 1973 συλλαμβάνεται για τη δράση του και κρατείται για μήνες στην Ασφάλεια, πράγμα που επιδεινώνει την επιβαρυμένη του υγεία. Μετά τη μεταπολίτευση γίνεται μέλος του ΚΚΕ στην Οργάνωση των Δικηγόρων.
Στα Γράμματα εμφανίστηκε το 1967, με την έκδοση ενός μικρού δοκιμίου για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη. Το 1983 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΕΤΝΕΜ (ιδρυτής του ήταν ο Θάνος Μικρούτσικος) το βιβλίο του «Εμπάργκο – Ποιήματα», το οποίο περιλαμβάνει και το εμβληματικό ποίημα «Πρωινό τσιγάρο», αφιερωμένο στη μνήμη του πρόωρα χαμένου Μάνου Λοΐζου:
«Αδειοι οι δρόμοι δε φάνηκε ψυχή
και το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη Δύση
και γω σε γυρεύω σαν μοιραία λύση
και σαν Ανατολή»
Ζώσα ποίηση δεμένη με τη ζωή και τους αγώνες του λαού
Οι στίχοι του – ζώσα ποίηση γραμμένη για τη ζωή με τους αγώνες και τις προσδοκίες της, για τον άνθρωπο και τα όνειρά του, για την ομορφιά και για τον έρωτα, ενέπνευσαν τους σημαντικότερους συνθέτες μας, όπως Θάνος Μικρούτσικος, Μάριος Τόκας, Μίλτος Πασχαλίδης, Σωκράτης Μάλαμας, Μπάμπης Στόκας, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Δημήτρης Ζερβουδάκης, Νότης Μαυρουδής, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας, Χρήστος Θηβαίος, Φίλιππος Πλιάτσικας, Σταμάτης Μεσημέρης, Χριστόφορος Κροκίδης, Δημήτρης Ψαρράς. Εκτός από τις ερμηνείες των τραγουδοποιών χαρακτηριστικές είναι και οι ερμηνείες των Δημήτρη Μητροπάνου, Μαρίας Δημητριάδη, Μανώλη Μητσιά, Χαρούλας Αλεξίου, Γιώργου Νταλάρα, Μελίνας Κανά, Ελευθερίας Αρβανιτάκη, κ.ά.
Ποιος δεν τραγούδησε την Πιρόγα…
Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη
και την τρελή σου κυνηγάει σκιά
πώς να ημερέψει ο νους μ΄ ένα σεντόνι
πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά
αγάπη που σε λέγαμ΄ Αντιγόνη.
Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει
και σε ποιο γαλαξία να σε βρω
εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι
κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό
που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι»…Ακούγοντας ξανά και ξανά τα τραγούδια που έγραψε, διαβάζοντας ξανά τους στίχους του, μπορεί να διακρίνει κανείς ότι και με τα πιο απλά υλικά των στίχων του ο Αλκαίου έκανε τέχνη και μας θυμίζει αυτό που έχει πει ένας άλλος θεράπων της γλώσσας και της ψυχής, ο Γ. Χειμωνάς ότι δηλαδή «ο σκοπός της Τέχνης είναι ένα πράγμα πάρα πολύ συγκεκριμένο. Η Τέχνη είναι για να παίρνει στα χέρια της το ανεκπλήρωτο όραμα του ανθρώπου…
«Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί»…
«Η Τέχνη είναι για να παίρνει στα χέρια της αυτήν την αθεράπευτη στέρηση του ανθρώπου, να τη δουλεύει και να την επιστρέφει πάλι στους ανθρώπους».
δέκα ρεπόρτερ καταγράφαν τα συμβάντα
πριν στο χορό τους μας τραβήξουν οι μαινάδες
οι ανεμώνες μας βρεθήκαν μείον σαράντα.
Πού πας χλομός καλέ μου Μιγκέλ
γέμισε ο τόπος κίτρινες τουλίπες
και στην πλατεία Χόρχε ντ΄ Αλβαράδο
περιπολούν δεινόσαυροι και γύπες.
Οι σεισμολόγοι στο Παλάσιο Νασιονάλ
τα βάζανε με τους κρατήρες της Σάντα Αννα
φοράς σομπρέρο κι έχεις πρόσωπο οβάλ
κι ούτε που πρόλαβες να παίξεις στην αλάνα.
Πού πας γυμνός καλέ μου Μιγκέλ
γέμισε ο τόπος με κηλίδες απουσίας
τις τεφροδόχους κλείσαν σε κρυφή σπηλιά
και μας πουλάν ενέσεις ευθυμίας»
(Στίχοι: Αλκης Αλκαίος. Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος.
Ερμηνευτές 1.Μαρία Δημητριάδη – 2.Υπόγεια Ρεύματα).
Η ποίηση έχει την ανάγκη και τη δύναμη να χτυπάει την πόρτα του παρόντος κυοφορώντας πάντα τα σημάδια μελλοντικών εικόνων.
«Ολα ή τίποτα του δρόμου μας το ρίσκο, κι όλα στο τίποτα θαρρώ τώρα τα βρίσκω. Μα στη ζωή κάθε στιγμή τέλος κι αρχή, κάτι θα βρούμε σαν ταξί μεσ΄ τη βροχή. Μου ‘πες να γράψω ένα αιμάτινο τραγούδι μα ποιο τραγούδι αναπληρώνει τη ζωή; Περνώ στ΄ αυτί σου ένα κόκκινο λουλούδι για να σου πει τι λέει του ανέμου η πνοή» μελοποίησε και τραγούδησε ο Διονύσης Τσακνής με την Ασπασία Στρατηγού.
Ηταν το 1999, τότε που τρεις σπουδαίοι καλλιτέχνες – απόντες σήμερα και οι τρεις – ένωσαν τη φωνή τους και μας έδωσαν τραγούδια λαϊκά, του κεφιού και της παρέας, σμιλεμένα με το λόγο του Αλκη Αλκαίου, τις νότες του Μάριου Τόκα και την ανόθευτη φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου. Ο λόγος για το δίσκο «Εντελβάις», μια δουλειά που δημιουργήθηκε «με πολλή αγάπη», όπως είχε πει ο Δημήτρης Μητροπάνος. Τραγούδια με έντονη τη σφραγίδα του ζεϊμπέκικου, όπως το «Κιφ» και το «Σαββατόβραδο», αλλά και άλλων λαϊκών ρυθμών, συνέθεσαν αυτήν την τριμερή, ατμοσφαιρική συνεργασία. Μια συνεργασία, που όπως είχε πει τότε ο Μ. Τόκας «με κάνει να νιώθω άνθρωπος. Ολα τα τραγούδια γράφτηκαν αντικριστά με τον Αλκη Αλκαίο και τον Δημήτρη Μητροπάνο. Πήρα πολλά από τον Αλκη. Ο Μητροπάνος μας έδωσε την ψυχή του. Του είμαστε ευγνώμονες».
Ποιητικά σύμβολα γεννημένα στο παρελθόν αναγνωρίζουν καινούρια πάντα μηνύματα. Αδέσμευτα και οικουμενικά τα ποιητικά μηνύματα εξελίσσονται με κάθε ανάγνωση, σε κάθε εποχή, μέσα σε νέες ή διαφορετικές συνθήκες από εκείνες που ενέπνευσαν, που επηρέασαν τους φορείς, τους οραματιστές της ζωής, τους ποιητές των τραγουδιών.
«Οσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι.
Οσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι».
Αυτός ήταν ο Αλκης Αλκαίος όπως τον γνωρίσαμε μέσα από τους στίχους του.
«Πάρε τη ζωή στα δυο σου χέρια
τις γροθιές σου χτύπα στα μαχαίρια
θα ‘φευγαν τα σύννεφα φαντάσου
αν κουνούσες λίγο τα φτερά σου.
Πουλί σε δέντρο αρχοντικό παλιό τραγούδι λέει
αυτός που όλα τα ‘χασε ματώνει μα δεν κλαίει
αν δε φυσήξει ο άνεμος το φύλλο δε σαλεύει
αν δε θυμώσει η θάλασσα το κύμα δε χορεύει»».
ΑΠΟ ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ Τριτη 10 Δεκεμβριου 2024
ΑΛΚΗΣ ΑΛΚΑΙΟΣ
Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024
Κουβανός πυγμάχος προτίμησε να είναι Κόκκινος παρά Πλούσιος #Τεόφιλο_Στίβενσον
Τεόφιλο Στίβενσον: Ο θρυλικός Κουβανός πυγμάχος που «προτίμησε να είναι κόκκινος παρά πλούσιος»
Δύο μάνατζερ που έκαναν κουμάντο στην επαγγελματική πυγμαχία, προσπάθησαν να κάνουν τον Στίβενσον να αφήσει την Αβάνα για τον “λαμπερό” κόσμο του Λας Βέγκας.
Και πάλι τα νούμερα ήταν επταψήφια. 5.000.000$ του πρότειναν για να πυγμαχήσει με τον περίφημο Μοχάμεντ Αλί με τρόπαιο τον τίτλο της κατηγορίας των βαρέων βαρών του επαγγελματικού μποξ.
“Δεν θα αφήσω ποτέ τη χώρα μου για ένα εκατομμύριο δολάρια ή περισσότερα.
Τι είναι εξάλλου ένα εκατομμύριο δολάρια απέναντι στην αγάπη οκτώ εκατομμυρίων Κουβανών;”.
Αυτή του η απάντηση έμεινε στην ιστορία, με μια απλή φράση έβγαζε “νοκ άουτ” όσους πίστεψαν ότι τα πάντα “πουλιούνται και αγοράζονται”, ακόμη και η αξιοπρέπεια ενός αθλητή πιστού στα ιδανικά του σοσιαλισμού και στην αγάπη του λαού του.
Τότε το περιοδικό Sports Illustrated κυκλοφόρησε με τον πολύ γλαφυρό τίτλο: “προτιμά να είναι κόκκινος, παρά πλούσιος”, κάτι που προφανώς δεν μπορούσαν να αντιληφθούν, με τη δική τους ηθική, με τις “αξίες” του καπιταλισμού.
Ο ίδιος μετέπειτα σε συνέντευξη του είπε:
“Η επαγγελματική πυγμαχία μεταχειρίζεται τον πυγμάχο σαν εμπόρευμα για να πυγμαχεί και να πουλάει και τον πετάει όταν πια δεν είναι χρήσιμος”.
Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024
"Τα πουλιά δεν κελαηδούν όταν νυχτώσει"... Β&Α ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ
Χρήστος μπουρνέλης
"Τα πουλιά δεν κελαηδούν όταν νυχτώσει"...
Τον Νοέμβρη του 1899 γεννιέται στην Σμύρνη η Αγγέλα Παπάζογλου.
Ανήκε σε σημαντική οικογένεια μουσικών. O πατέρας της Δημήτριος Μαρωνίτης (ή Χιωτάκης) ήταν ξακουστός σαντουρίστας, κοντά του θα μάθει να παίζει βιολί και σαντούρι… Η Αγγέλα ανέβηκε στο πάλκο σε ηλικία 11 ετών, δίπλα στον πατέρα της.
Όμως, το μεγάλο χάρισμα της Αγγέλας ήταν η φωνή της. Δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα 17 της και τα καφέ-αμάν της Σμύρνης τσακώνονταν ποιο θα την πρωτοκλείσει για δουλειά: Τζίτζικας, Αράπογλου, Αυταράς... Μέχρι το Κορδελιό έφτασε η φήμη της.
Με τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, ανάμεσα σε τόσους και τόσους πρόσφυγες που έφυγαν κυνηγημένοι από την Μικρασία, ήταν και η οικογένεια του "Χιωτάκη" η οποία εγκαθίσταται στην Κοκκινιά.
Για να βοηθήσει την οικογένειά της να επιβιώσει, η Αγγέλα συνέχισε να τραγουδά στα κέντρα του Πειραιά και των προσφυγικών συνοικισμών. Έτσι, το 1924 πιάνει δουλειά στο κέντρο τού Θεόφραστου, στις Τζιτζιφιές. Στην ορχήστρα του Θεόφραστου συμμετέχει ένας άλλος σμυρνιός μουσικός που έφτασε ως πρόσφυγας στην Ελλάδα και ζούσε στη Κοκκινιά.
Ο μουσικός αυτός ήταν σχεδόν μονίμως σοβαρός, άτομο με αρχές που δεν τις παρέβαινε ποτέ και με οποιοδήποτε μάλιστα κόστος, πρότυπο μιας αληθινής μάγκικης αισθητικής. Γι' αυτό του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι "Αγγούρης", δηλαδή "ανυπότακτος", "ασυμβίβαστος", "δύσκολος", "ζόρικος". Το κανονικό του όνομα ήταν Βαγγέλης Παπάζογλου.
Την πρώτη φορά που άκουσε την Αγγέλα να τραγουδάει την ερωτεύτηκε. Την πλησίασε και της δήλωσε καθαρά και ξάστερα: "σ' αγαπώ και θα σε πάρω γυναίκα μου". Στα 25 της πια και δίχως προίκα, ο Βαγγέλης ήταν θείο δώρο για την Αγγέλα που τον ερωτεύτηκε. Μόνο που σύντομα την μεγάλη χαρά διαδέχτηκε μια μεγάλη θλίψη αφού η Αγγέλα άρχισε να χάνει το φως της με ταχύ ρυθμό. Μα ο Βαγγέλης εκεί: "σ' αγαπώ και θα σε πάρω γυναίκα μου". Και την πήρε. Όταν το 1927 η Αγγέλα ντύθηκε νύφη στο πλευρό τού Βαγγέλη, ήταν ήδη μισότυφλη. Δυο χρόνια αργότερα τυφλώθηκε τελείως.
Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε σε μια παράγκα στην Κοκκινιά και ζούσε από την μουσική του Βαγγέλη και το τραγούδι της Αγγέλας.
Το 1937, ο Βαγγέλης Παπάζογλου αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με τους λογοκριτές της μεταξικής δικτατορίας (που αποκαλούσε "αμόρφωτους") το περιεχόμενο των τραγουδιών του και σταμάτησε να ηχογραφεί.
«Του τα κόψανε γιατί δε δέχτηκε ν' αλλάξει ούτε ένα λόγο, ούτε ένα λόγο: Στον «Μπατίρη» αυτός ο λόγος ήτανε όλο το νόημα του τραγουδιού. Εκεί που λέει «ελεύθερος να ζήσω» του το σημειώσανε να το σβήσει και να γράψει «χαρούμενος να ζήσω».
– Έτσι σας αρέσει; τους είπε. Ε, λοιπόν, εμένα έτσι δε μ' αρέσει! Εγώ δεν είμαι χαρούμενος αν δεν είμαι λεύτερος. Εγώ άμα έχω σκλαβιά πάνω απ' το κεφάλι μου δε γελάω! …Εγώ δε γελάω άμα δεν είμαι λεύτερος, έτσι είμαι μαθημένος. Δεν τα δίνω τα κομμάτια!», θυμάται η Αγγέλα.
Την ίδια εποχή απαγόρευσε και στην Αγγέλα να ξανατραγουδήσει σε μαγαζί. Από δω και πέρα οι δυο τους θα ζούσαν μόνο με το μεροκάματο του Βαγγέλη.
Ένα βράδυ που έριχνε ο θεός με τον θεό και η Αγγέλα περίμενε τον Βαγγέλη να γυρίσει από την δουλειά, το ταβάνι της παράγκας άρχισε να στάζει. Η τυφλή Αγγέλα πάλεψε να βρει κάπου να σταθεί και τελικά βολεύτηκε σε μια γωνιά του κρεβατιού. Όταν μπήκε ο Βαγγέλης και την είδε ξεπαγιασμένη, σκίστηκε η καρδιά του. Την τύλιξε με μια κουβέρτα και την πήρε αγκαλιά για να την ζεστάνει.
Ο θρύλος λέει πώς εκείνη την βραδιά της σιγοψιθύρισε και κάτι στίχους που βγήκαν από μέσα του: "Βάλε με στην αγκαλιά σου για να κοιμηθώ κοντά σου..." Ο ίδιος θρύλος λέει ότι η Αγγέλα συμπλήρωσε αυτούς τους στίχους: "Βάλε με, φως μου, βάλε με..."
Ο Βαγγέλης αποκαλούσε "φως μου" την τυφλή γυναίκα του.
Το 1940, με το που μπαίνουν οι Γερμανοί στην Αθήνα, ο Βαγγέλης σταματάει την ενασχόλησή του με την μουσική.
"Τα πουλιά δεν κελαηδούν όταν νυχτώσει", έλεγε.
Αρνείται να παίζει για να χορεύουν "φχαριστημένοι ως κι οι μαυραγορίτες", πέταξε το όργανο και το κοστούμι, άρπαξε ένα τσουβάλι και έκανε τον παλιατζή στις γειτονιές του Πειραιά, αρνούμενος να παίξει τα τραγούδια του για τους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους.
Δεν πρόκειται να ξαναδουλέψει ως μουσικός. Η πείνα τον καταβάλλει. Εξασθενημένος όπως είναι, τον χτυπάει η φυματίωση. Όταν αισθάνεται το τέλος του να πλησιάζει, πιάνει και μοιράζει τις παρτιτούρες πολλών ανέκδοτων κομματιών του, στο καφενείο των μουσικών στην οδό Αθηνάς 33, με την ευχή να τα εκδώσουν ο καθένας στο δικό του όνομα. Την τύχη τους είναι πλέον αδύνατο να μάθουμε.
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου πεθαίνει στις 27 Ιουνίου 1943. Για να τον μοιρολογήσει το τελευταίο βράδυ, η Αγγέλα δανείζεται δυο καρέκλες από την γειτόνισσα προκειμένου να ακουμπήσει το φτωχικό φέρετρο.
Η κηδεία γίνεται δίχως παπά, μιας κι ο παπάς της συνοικίας ήταν μαυραγορίτης. Όση ώρα βάσταξε, από τα μάτια της Αγγέλας δεν βγήκε ούτε ένα δάκρυ. Πριν το φέρετρο κατεβεί στον λάκκο, έσκυψε και φίλησε τον σύντροφό της, ξεπροβοδίζοντάς τον με λίγα μνημειώδη λόγια που θα ταίριαζαν απόλυτα σε αρχαιοελληνική τραγωδία:
«Καλά έκανες και παινευόσουν που ήμουν γυναίκα σου. Την παλληκαριά σου όμως δεν την ήξερες. Ούτε ο θεός δεν παντρεύτηκε αόμματη γυναίκα».
Η Αγγέλα Παπάζογλου έζησε άλλα σαράντα χρόνια με μόνη της παρέα τον θετό τους γιο, Γιώργη Παπάζογλου.
Όταν θα έφευγε για να συναντήσει τον Βαγγέλη της, ήταν 17 Αυγούστου 1983.
"κι αν αποθάνω και βρεθείκανένας και με θάψειείμαι του δρόμου το παιδίκι εκείνος ας με κλάψει"
Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024
"tips" Σαν τον ζήτουλα Τι θα μάς αφήσει ο καθένας ?
Ως δασκαλα δεν είχα ποτέ φιλοδώρημα...
Είχα κάτι πολύ ωραία δωράκια από το τζάμπο...ωραια στυλό...όμορφα κοσμήματα...από της γειτονιάς τα καταστήματα...παρεο...γάντια...ό,τι θυμάμαι λέω...τα Χριστούγεννα αντε και στο τέλος της σχολικής χρονιάς...
Ποτέ κανένας γονιος ή γιαγιά δε μου βάλε το μεσημέρι στο σχολασμα 2 ευρώ γιατί έκανα μάθημα στα παιδιά τους...
Μόνο σπουδαία δωρα που ακόμα στολίζουν το σπίτι μου κι εμένα...και που με έκαναν να ντρέπομαι, γιατί πολλές φορές ήταν από το υστέρημά τους κυριολεκτικά...
Ποτέ
στο τέλος της χρονιάς δε μου βαλαν στο χέρι 10 ευρώ...
Ποτέ δεν έλεγα 1400 μισθο και 1000 τιπς...2400 μια χαρά...γαμα την απεργία και το Σωματείο...
Αυτή η στενοχώρια που έπεσε για τα φιλοδωρηματα με εντυπωσιάζει...
Κι αν την συνδυάσω με τις συζητήσεις...
700 ευρώ ως σερβιτόρος και 800 τιπς μια χαρά είμαι...
700 ευρώ ως κομμώτρια και άλλα τόσα τιπς...
Δηλαδη αφού δε μας πληρώνουν...πού να τρέχω να γραφτώ στο σωματείο να διεκδικήσω όπως οι λιμενεργάτες ...ας κοιτάζω σαν τον ζητουλα τι θα μου αφήσει ο καθένας και η καθεμία επιπλεον...
Γιατι ρε παιδιά;;;
Γίνομαι πολύ αποκρουστική εάν πω ότι αντί να ζητάμε από τους κηφηνες ό,τι μας ανήκει...κοιτάμε ο ένας τον αλλον σα λυγουρια τι τιπς θα αφήσουμε...
Και πρέπει και να αγχωθω μη βγω και δεν έχω ψιλά να αφήσω...
Με τρομάζουν αυτές οι "ευαισθησιες"
Εκτός κι αν είναι κάτι που δεν καταλαβαίνω...
Γίνομαι πολύ αποκρουστική εάν πω ότι αντί να ζητάμε από τους κηφηνες ό,τι μας ανήκει...κοιτάμε ο ένας τον αλλον σα λυγουρια τι τιπς θα αφήσουμε...
Και πρέπει και να αγχωθω μη βγω και δεν έχω ψιλά να αφήσω...
Με τρομάζουν αυτές οι "ευαισθησιες"
Εκτός κι αν είναι κάτι που δεν καταλαβαίνω...
Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024
#ΣΤΟ_ΤΖΑΝΤΕ_ΕΧΟΥΜΕ_ΕΚΘΕΣΗ: ΣΤΗ "ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ"
-Τρέχα Μπάμπαινα να σου πω μία νοβιτά!
-Τί εστάθηκε πάλε; Ωφου του τί εχω ν' ακούσω η καψερή!
-Μη κάνεις έτσι ωρή, δεν ειναι και του πεθαματού. Εκείνη η “κοπεεέλααα” (χαλάει τα μούτρα τση) του Θοδωρίτση, κάνει πάλε εξιμπισιόνε
-Τί είναι ευτούνο ευτού ωρή, κολλητικό;
-Ωσκε πανάθεμά σε! Εξιμπινσιόνε, δεν το νογάς
-Ήπρεπε;
-Ναι ωρή, τόμου έχει κι άλλες καμωμένες
-Εξιμπισιόνες;;;
-Αμήήή!!!Μία με πέτρες, μία με πιντούρες, μία και και με τα δυο μαζί και στη Χώρα και στην Πρωτεύουσα. Περνιέται για εικαστικός στα τελευταίααα, αρτίστα παναπεί. Επήε κι έβαψε τα μαλλιά τσης και τα έκαμε μαρασκινί, κάτι αναμεταξύς ράπανο και κοκκινογούλι. Βέρο αρτίστικο, παναπεί, το πεθερίστικο λέει, τέλεψε!
-Ωρή, εσενσάρισες; Δε μου ξηγάς κάνε, τι είναι ευτούνες ευτού οι εξιμπισιόνες;
-Εκειά εκεί που τα κρεμάνε…
-Σφαχτά είναι και τα κρεμάει στα τσιγκέλια; και ποία τα βότσαλα και ποία οι πιντούρες;
-Μπα που να σο ΄ρθει πλούτη! Τι σφαχτά και τσιγκέλια μου τσαμπουνάς, να δεις πως το λένε ελληνικά… Παραλοϊσα κι εγω με τούτους τσου ξένους τόσους μήνους το χρόνο και ξέχασα να μιλώ αθρωπινά. Ααα να μωρέ το ματαθυμήθηκα, ΕΚΘΕΣΗ!
-Ααα Μόστρα, παναπεί. Και τι θα μοστράρει, το προικιό τσης; ;
-Ποίο προικιό, το φαωμένο; Με έκαμες κι εγέλασα! Αμή ώρα είναι να την ξαναπαντρέψουμε. Δε σου είπα πως λογιάζεται για αρτίστα; Έκθεση, Έκθεση με πέτρες
-Τί πέτρες; απο το νταμάρι;
-Οχι γιαμά, τσι μαώνει στη θάλασσα και τσι κάνει κουάδρα
-Κουάδρα; και στέκουντε οι πέτρες;
-Τσι κολλάει χριστιανή, δε κάνει και θάματα
-Ααα ευτούνο είναι ούλο κι ούλο το μυστικό; μα ευτουνη ψυχη μου κάθε τρεις και λίγο είναι σε μία έκθεση. Ηταν να μη πάρει το κομπί τση αέρα
Αμή πού θα τηνε κάμει;
-Στο Φόρο, στο απάνου Καζίνο
-Θάχει και χορό;
-Αντακάπου! Πού να χει χορό, Καρναβάλια έχουμε;
-Τόμου μου πες Καζίνο! Πού να ξέρω η καψερή έδωπα πού κάθουμαι και μαθαίνω καμία νοβιτά οτι κάνει και εξιμπισιόνες το Καζίνο! Αμή δε σε ρώτησα, πότε θα τηνε καμει;
-7 του μηνού μεχρι του Σταυρού κάθε απόγιομα, απογιοματόβραδο!
-Και τί θα πας κι εσύ;
-Γιατί να μη πάω; Λίμπερα θάναι, όγοιος θελει πηαίνει
-Ε κυράδες να δούνε τα μάτια σου που θα μαωχτούνε!!!Tήραξε να ραφτείς ωρή κουμπάρα, μη σε πιάσουνε στο στόμα τσους οτι είσαι τέλεια χωριάτισσα
-Άλλη όρεξη δεν είχα! Ενα τσίτι που έχω αφόριο και α τση αρέσει! Δε φτάνει που θα τση κάμω πόληψη, θα με ξομπλιάσουνε κι απο πάνου!
-Άμε και πολλά τα είπαμε, θα σ’ ασπετάρω να μου τα πεις με το νι και με το σίγμα
-Senz’ altro!
-------------------------------------------------------------------------
Και για όποιον δεν καλοκατάλαβε τα ελληνικά μου , ΤΟ ΑΛΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ, σήμερο 8 παναπεί,
-------------------------------------------------------------------------
Και για όποιον δεν καλοκατάλαβε τα ελληνικά μου , ΤΟ ΑΛΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ, σήμερο 8 παναπεί,
ΕΧΟΥΜΕ ΕΚΘΕΣΗ!!!
Θα σας περιμένω senz altro
Θα σας περιμένω senz altro
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)