[Λένε πως τον παλιό καιρό ο πάτερ – Κοσμάς έκανε μια περιοδεία. Ήθελε να δει με τα ίδια του τα μάτια μήπως ο πιστός ξώκειλε απ’ το δρόμο του Θεού. Να ακούσει με τ’ αφτιά του αν η προσευχή του χριστιανού βγαίνει απ’ την καρδιά ή απ’ τα χείλη. Μαζί του, όπως πάντα, πήγαινε κι ο διάβολος. Και σ’ όλο το δρόμο τον πάλαιβε, όλο κι αλυχτούσε:
– Πάτερ – Κοσμά! πάτερ – Κοσμά! δος μου ένα κομμάτι γης για νάναι δικό μου.
Ο άγιος σούφρωνε τα φρύδια από παραξενιά, χάιδευε τα γένια του, τα τραβούσε λίγο από γινάτι κι απαντούσε:
– Όλη δική σου είναι!
– Δική μου και δική σου…Όλα δικά μας είναι. Αλλά…εγώ θέλω ένα κομμάτι καταδικό μου, να μην έχεις εσύ να κάνεις.
Πέρασαν βουνά και κάμπους, θάλασσες, ποτάμια και κάποτε ξεμπάρκαραν και σε τούτα τα μέρη. Ανέβηκαν σε μια ραχούλα. Ο άγιος άφησε τη ματιά του ήρεμη και χαϊδευτική να περπατήσει όλη την ορεινή περιοχή, απ’ το ένα ποτάμι ως το άλλο, κι απ’ το μικρό βουνό ως το μεγάλο. Οι ανθρώποι, μ’ όλο που είχαν μάθει τον ερχομό του αγίου, δε σήκωσαν κεφάλι απ’ το χώμα. Κι έσκυψε ο άγιος χαμηλά να του φέρει η γης του πιστού την προσευχή. Κι άκουσε κάτι σα βογγητό, κάτι σα θρήνο, κάτι σαν κατάρα πούβγαινε απ’ του πιστού τα στήθια καθώς παράδερνε στη μέγγενη του κόπου και του πόνου. Έσκυψε πιο χαμηλά, πιο καλά ν’ ακούσει. Κι άκουσε τα σπλάχνα της γης να βογγούν καθώς την έσφιγγε ο δουλευτής στα δυο του χέρια. Κι έκανε η ματιά του ένα γύρο από σπίτι σε σπίτι, από καλύβι σε καλύβι. Και δεν είδε τη λεχώνα που στράγγιξε, ξεράθηκε ο κόρφος της και δεν είχε γάλα να δόσει στο μωρό` δεν είδε το παιδάκι που χόρευε στο τζάκι απ’ τον πυρετό. Δεν είδε τη 17χρονη κοπέλα που χώθηκε στο λόγγο για να κρύψει τα κουρέλια της απ’ το διαβάτη` δεν είδε τη χτικιασμένη που έσκαβε, έφτυνε αίμα, βύζαινε και το παιδί` δεν είδε πως οι ζωντανοί δεν ξεχώριζαν απ’ τους πεθαμένους. Μα είδε πως δεν έκαιγαν καντήλια, και πως τα καντήλια δεν είχαν λάδι. Κι αναστέναξε ο άγιος. Κι ούτε ο διάβολος κατάλαβε αν ήταν από λύπη ή από θυμό. Έκανε μια βόλτα η ματιά του ακόμα, χάιδεψε τον τόπο απαλά, μπορεί και τους ανθρώπους, σήκωσε το χέρι αργά, επιβλητικά και δείχνοντας όλο αυτό το καυκί, είπε:
– Πάρτο! δικό σου είναι.
Κι έτσι ο τόπος έγινε διαβολότοπος]
Σ’ αυτό το σκληρό τόπο, το διαβολότοπο, η φτώχεια και η πείνα είναι η προέκτασή του. Οι άνθρωποι δεν γελούν, δεν χαίρονται γιατί η αγωνία για την επιβίωση τούς «κόβει και συντρίβει τα φτερά και την ορμή». Όλη τους η ζωή μέσα στη δυστυχία, στον καημό και στον πόνο.
Και σα δεν έφτανε τόση φτώχεια, ήρθαν ακόμη πιο δύσκολες μέρες με τον πόλεμο και τους κατακτητές να φέρνουν μαζί τους και τη σκλαβιά. «Πείνα και σκλαβιά. Και φούντωνε η πείνα και κάλπαζε ο χάροντας πάνω σε βαρβάτο άλογο και ταχύτερα απ’ την πείνα και το χάρο έτρεχε ο τρόμος και η αγωνία».
Οι άνθρωποι αγρίεψαν και τα ένστικτα φανερώθηκαν όσο και αν προσπαθούσαν να τα υποτάξουν. Κλέφτες, ληστές, μαυραγορίτες και προδότες σέρνονταν εδώ και εκεί και μεγάλωνε η πείνα και ο φόβος.
«Κι εκεί που η νύχτα έγινε θεοσκότεινη, γιατί ο ουρανός έμεινε χωρίς αστέρια και φεγγάρι, και κει που νόμιζες πως έσβησε μες στη στάχτη η σπίθα, τ’ αγέρι έφερε μια λέξη με τρία γράμματα: ΕΑΜ. Στην αρχή το κουτσομπόλεψαν στις ρούγες οι γριούλες, βάζοντας η μια στην άλλη να πάρει όρκο πως δε θα το πει παρέκει, έπειτα το είπαν στις εκκλησιές κρυφά – κρυφά, κατόπι στους μύλους και στα καφενεία, ώσπου το βροντολάλησαν τα χωνιά και τα τραγούδια απ’ όλες τις κορφές. Ζωντάνεψε η ελπίδα, πούλεγες πως έσβησε. Και σαν ακούστηκε η πρώτη τουφεκιά και δευτέρωσε και τρίτωσε…ε! τότε έγινε πυρκαγιά και πυρπόλησε τις ψυχές του κόσμου.»
Οι καρδιές φτερούγιζαν χαρούμενα στην ελπίδα της νέας μέρας, του ερχομού του καινούριου κόσμου «της δουλιάς και της αγάπης».
Όμως ο ήλιος δεν πρόλαβε να ανατείλει «Κι άξαφνα άστραψε, συννέφιασε, μαύρισε η ανατολή, έγινε ο ουρανός μολύβι και χάθηκεν ο ήλιος προτού να βγει. Μαρμάρωσε ο κόσμος` πάγωσε το χαμόγελο στ’ αχείλη των παιδιών` κρουστάλλιασαν τα δάκρυα καθώς κυλούσαν στα μαραγκιασμένα μάγουλα των γέρων` έμειναν ασάλευτα τα μπράτσα των νέων. Και δεν το χωρούσε ο νους ούτε η καρδιά. Και δεν μπορούσαν τ’ αχείλη να προφέρουν μια μονάχα φράση: « Ν ά ν α ι α λ ή θ ε ι α;!».
«Δύσκολες Μέρες» τιτλοφορείται το μυθιστόρημα του Κώστα Μπόση που εκδόθηκε το 1956 στη Ρουμανία από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις. Ακυκλοφόρητο στην Ελλάδα και σπάνιο βιβλίο. Τύχη αγαθή οδήγησε ένα αντίτυπό του από εκείνα τα πρώτα του 1956 στα χέρια μου.
Πρόκειται για τον α’ τόμο .
Ο Κώστας Μπόσης, δάσκαλος από το χωριό Χώσεψη (Κυψέλη) της Άρτας, μέλος του ΚΚΕ από νεαρή ηλικία, εξόριστος στον Αη – Στράτη, Ελασίτης μαχητής του ΔΣΕ και στη συνέχεια πολιτικός πρόσφυγας, αποδίδει με μεγάλη ρεαλιστικότητα, ζωντάνια και αφηγηματική δεινότητα τις μέρες που ακολούθησαν την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας μέχρι και την πρώτη εποχή της οργάνωσης του δεύτερου αντάρτικου. Αφηγείται την εποχή της τρομοκρατίας κυρίως στην ύπαιθρο και στα ορεινά χωριά αλλά και τη δράση των ληστοσυμμοριών εναντίον των εαμιτών, των μελών του ΚΚΕ και όσων τους υποστήριζαν ή τους βοηθούσαν.
Ζωντανεύει το κλίμα μιας τραγικής εποχής όπου το ΕΑΜ και το ΚΚΕ είναι τυπικά νόμιμα, αλλά διώκονται με κάθε τρόπο όσοι συμμετείχαν και ανέπτυξαν δράση μέσα από τις γραμμές τους. Η ατμόσφαιρα είναι ζοφερή. Το ξύλο, οι επιδρομές σε σπίτια, γραφεία και χωριά καθώς και οι δολοφονικές απόπειρες εντάσσονται στην καθημερινότητα των αριστερών και των κομμουνιστών. Οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις και τα βασανιστήρια από τους ληστοσυμμορίτες και τους εθνοφύλακες εντείνονται σε συνδυασμό με τις προβοκάτσιες και τις στημένες δίκες που έχουν στόχο να αποδεκατίσουν το κίνημα και να εξουδετερώσουν κάθε μορφή αντίδρασης προκειμένου οι διάφοροι παράγοντες να δείξουν ότι υπάρχει κράτος και η περίοδος της αναρχίας τελείωσε. Παράλληλα παρουσιάζει την ταυτότητα αυτού του κράτους, πίσω από το οποίο δραστηριοποιούνται πρώτα οι Βρετανοί και μετά οι Αμερικάνοι. Σε πρώτο πλάνο οι συνεργάτες τους, διάφοροι παράγοντες, που έχουν ήδη αρχίζει το μεγάλο φαγοπότι με την εισαγώμενη βοήθεια και ερωτοτροπούν με την εξουσία. Αυτοί λοιπόν θέλοντας να δείξουν πόσο σέβονταν τα αφεντικά τους εξαπολύουν ανηλεές ανθρωποκυνηγητό στα χωριά για να συλλάβουν αγωνιστές, κλέβουν, βιάζουν, βασανίζουν, σκοτώνουν όποιον θεωρούν συνεργάτη των εαμιτών και των κομμουνιστών ή υποπτεύονται ότι τους βοηθούν.
Μέσα από τους ζωντανούς διαλόγους αλλά και τις πολύ παραστατικά αποδοσμένες σκέψεις των αγωνιστών που διώκονται και την ψυχολογική τους κατάσταση ο Κώστας Μπόσης μάς μεταφέρει την αγωνία, την ένταση, το παράπονο και την πίκρα τους για όσα συνέβησαν από το Δεκέμβρη του 1944 μέχρι τις μέρες που περιγράφει.
Στο βουνό κρύβονται κυνηγημένοι αντάρτες και σύντροφοι. Από τα στόματά τους ακούγονται επικριτικά σχόλια τόσο για την παράδοση των όπλων όσο και για τη στάση του Κόμματος. Στην πόλη και στα χωριά άλλοι προσπαθούν να συντονίσουν κάποια αντίδραση, να έρθουν σε επαφή με τον κομματικό μηχανισμό, να προσπαθήσουν να αλλάξει η κατάσταση.
Το Κόμμα δεν θέλει έναν εμφύλιο, η θέση του είναι να υπάρξει συμφιλίωση, να πείσουν τους εδεσίτες και να δείξουν ποιοι είναι εκείνοι που σπρώχνουν την πατρίδα στον εμφύλιο με το κυνηγητό, τις διώξεις και τις θηριωδίες που διαπράττουν.
Μέσα στις φυλακές ο αγώνας είναι ακόμη πιο δύσκολος. Οι αντιλήψεις των κομματικών είναι διαφορετικές μεταξύ τους σχετικά με την οργάνωση του αγώνα και την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης. Από την άλλη οι κρατούμενοι έχουν να αντιμετωπίσουν την τακτική της διάσπασης που ακολουθεί η διοίκηση των φυλακών.
Σε αυτές τις συνθήκες δεν είχαν όλοι τις ίδιες αντιστάσεις. Κάποιοι μάλιστα δεν είχαν καθόλου. Πολύ εύκολα μεταπήδησαν στην πλευρά του αντιπάλου και αυτή τη στάση τους την εξαργύρωσαν με χρήματα, δουλειά και θέσεις.
Ο Μπόσης δεν παρουσιάζει ωραιοποιημένες καταστάσεις, αλλά δίνει ανάγλυφα τους ανθρώπινους χαρακτήρες με τις αδυναμίες τους, τις κάθε είδους πιέσεις που δέχονταν και τις ιδεολογικές τους συγχύσεις.
Μέσα σε όλους αυτούς τους αδύναμους ανθρώπινους τύπους ξεχωρίζουν όμως οι ιδεολόγοι, οι ευαίσθητοι, οι μαχόμενοι κομμουνιστές. Αυτοί ζουν, δρουν, αγωνίζονται, ονειρεύονται, προσπαθούν να σταθούν όρθιοι, αντιστέκονται και θυσιάζονται. Η συντροφικότητα τούς δυναμώνει. Τέτοιοι είναι ο Θανάσης, η Λενιώ, η Μαρθούλα, ο μπαρμπα – Στέφος και ο Πέτρος Κορφιάτης, ο βασικός ήρωας του μυθιστορήματος.
Εδώ απολογείται στο δικαστήριο με την κατηγορία της απόπειρας δολοφονίας ενός αξιωματούχου τους καθεστώτος:
[…σηκώθηκε να απολογηθεί ο Πέτρος. Στην αίθουσα απλώθηκε απόλυτη ησυχία. Ο κόσμος στριμώχτηκε και ζύγωσε περισσότερο προς την έδρα του δικαστηρίου. Οι πιο πίσω σηκώνονταν στις μύτες των ποδιών τους κι άλλοι έγερναν τα κεφάλια τους δεξιά – αριστερά για να ακούν και να βλέπουν καλύτερα.
– Την «απόπειρα», κύριοι δικαστές, την έκανε μια απ’ τις δυο πολιτικές παρατάξεις και συγκεκριμένα εκείνη η παράταξη που είχε συμφέροντα απ’ αυτή. Τι συμφέρον όμως θα είχαμε εμείς;!.. Είχαμε στρατό και τον διαλύσαμε, είχαμε όπλα και τα παραδόσαμε…
Ο πρόεδρος έβγαλε τα γυαλιά, έσκυψε λίγο μπροστά από την έδρα και κοιτάζοντας τον Πέτρο αυστηρά είπε:
– Άκου να σου πω κατηγορούμενε…Άσε την προπαγάνδα, τους στρατούς και τα όπλα και μίλα για τον εαυτό σου…
– Δεν έχω καμιά διάθεση, κ. πρόεδρε, να κάνω προπαγάνδα. Θέλω να αποδείξω μόνο πως εμείς δεν κάναμε την « απόπειρα». Μέσα σε μισό χρόνο, ύστερ’ από τη Βάρκιζα, δεκάδες είναι οι δολοφονούμενοι εαμίτες, εκατοντάδες οι σακατεμένοι και οι ανάπηροι απ΄τα βασανιστήρια. Δε θα υπάρχει ούτε ένας οπαδός της αριστεράς που να μη δάρθηκε μια φορά. Κανένας δεν ξέρει πόσες είναι οι βιασμένες γυναίκες…Το δράμα της υπαίθρου είναι ασύλληπτο. Δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό τ’ ανθρώπου. Οικογένειες ξεκληρίστηκαν… Αρπάχτηκαν περιουσίες. Βιάζουν και σφάζουν κοριτσάκια. Κόσμος τρελάθηκε απ’ τα βασανιστήρια, γυρίζει στα λόγγα και ουρλιάζει… Χάθηκε η ησυχία… Στα μάτια των ανθρώπων διαβάζεις τον τρόμο…
– Σταμάτα, κατηγορούμενε, σταμάτα, φώναξε αγριεμένος ο πρόεδρος. Εδώ δεν είναι βουλή, είναι δικαστήριο. Άμα πας στη βουλή μπορείς να βγάλεις όσους λόγους θέλεις. Μίλα για την υπόθεση που εκδικάζουμε.
– Αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ κύριε πρόεδρε. Στο ίδιο χρονικό διάστημα ούτε μύτη, που λέει ο λόγος, της δεξιάς δε μάτωσε. Γιατί κάναμε και κάνουμε υπομονή και υποφέραμε τόσα. Κάνουμε υπομονή γιατί αγαπούμε την πατρίδα μας και δε θέλουμε να πάμε στον εμφύλιο πόλεμο. Γιατί αν θα φτάσουμε εκεί δε θα μείνει σπίτι που να μη μαυροφορεθεί και τα δάκρυα του λαού θα είναι το ίδιο πικρά σ’ όποια παράταξη κι αν ανήκει. Κι αφού αυτή είναι η πολιτική του κόμματός μας και στο αιματηρό αυτό όργιο δεν απαντήσαμε ούτε με τα ξύλα, τότε τι έννοια θα είχε να πάμε και να ρίξουμε τρεις πιστολιές σ’ έναν άνθρωπο, και μάλιστα να τις ρίξουμε στον αέρα; Αυτό ούτε παιδάκια – για να παίξουν – δε θα το έκαναν κι όχι ένα τέτιο κόμμα σαν το δικό μας. Η πολιτική του κόμματός μας είναι η καλύτερη απόδειξη πως εμείς δεν κάναμε την «απόπειρα» …]
Δύσκολες μέρες στην πόλη, στο χωριό, στη φυλακή, στο σπίτι. Χαφιέδες παντού, παρακολουθήσεις, συλλήψεις, στρατοδικεία και άγριες δολοφονίες αθώων ανθρώπων.
«- Θάρθει κάνας καιρός που οι άνθρωποι διαβάζοντας τα βιβλία ή ακούγοντας τους μεγαλύτερους να λένε ιστορίες θ’ απορούν και δεν θα πιστεύουν πως υπήρχε κάποια εποχή που σκότωναν αθώους ανθρώπους…»
Διάβασε το kάνοντας κλικ Εδώ:
Παρουσίαση Viva.La.Revolucion