ΚΡΙΤΙΚΗ
i Μια πεινασμένη θλίψη όλα μας τα ποιήματα
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου
Πώς γράφεται η ποίηση; Κι ας φαίνεται εύκολη στην απάντησή της η ερώτηση, δεν είναι. Κάποιοι θα πουν πως απαιτεί το χάρισμα εκείνο που μετουσιώνει τη σκέψη σε λέξεις· κι άλλοι θα κόπτονται για τα πολλά διαβάσματά τους που κάποτε τους έκαναν τη χάρη να τους μετατρέψουν εν μία νυκτί σε ποιητές. Όσοι ξέρουν σιωπούν μπροστά στη σκέψη που δεν τολμά να προχωρήσει πιο βαθιά. Αλίμονο! Η θλίψη η πεινασμένη (η εύστοχη συνύπαρξη των δύο λέξεων) είναι που παρακινεί τη γραφή αυτή. Γιατί ούτε από μόνη της η θλίψη είναι αρκετή, μα ούτε και η πείνα· όταν οι δύο αυτές εσώτερες συνθήκες συναντηθούν σε άρρηκτη (και συνεχώς ανατροφοδοτούμενη σχέση), τότε το έδαφος είναι έτοιμο να δεχθεί τη δημιουργία του ποιήματος – και πάλι χωρίς την απόλυτη βεβαιότητα του επιθυμητού αποτελέσματος. Πάντα στη θεώρηση μιας πιθανότητας βρίσκεται ο ποιητής· θα δέσει ο λόγος του με τη θλίψη του; Και είναι αυτή η ανασφάλεια που θα τον κατέχει κάθε φορά που θα μοιράζεται τα ποιήματά του με τον ξένο και απόμακρο αποδέκτη. Και θα θλίβεται αναπόφευκτα, κάθε φορά που θα ακούει την άλλη ερμηνεία, την εσωτερίκευση από τους άλλους της δικής του αφορμής που γέννησε το ποίημα. Ο αλλότριος πόνος είθισται να συντροφεύει τα δικά του ποιήματα προσανατολίζοντάς τα σε άλλη ανοίκεια κατεύθυνση. Το τίμημα της κοινοποίησης. Γνωρίζοντας απολύτως το μέγεθος του εγχειρήματος να ερμηνεύσει κανείς όχι απλώς την ποίηση αλλά τον ξένο πόνο, προχωρώ σε μια ανάγνωση που μόνον ως προσωπική μπορεί να εκληφθεί.
Η ποίηση της Γιώτας επικοινωνεί μαζί μας μόνο στο πρώτο ενικό πρόσωπο, ακόμα κι όταν συναντάμε στα ποιήματά της εδώ κι εκεί κάποιο δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο – δεν μας ξεγελά η αποστασιοποίηση. Πάλι ένα «εγώ» αναδύεται στο φόντο. Η προσωπική της έτσι κατάθεση έχει τον χαρακτήρα μιας φωνής που εισέρχεται στο κάθε ποίημα με σκοπό να ακουστεί πρώτα από την ίδια, να την πείσει πως μια θλίψη εσωτερική ακόμα ζει και (διαρκώς πεινασμένη) θεριεύει ζητώντας τη λύτρωση μέσα από τη γραφή. Σ’ αυτό το τοπίο εισέρχεται και ο αναγνώστης ακολουθώντας τα βήματα των ποιημάτων. Η ποιήτρια δίνει και τη μέθοδο, του υλοτόμου, όπως θα τιτλοφορήσει και ένα ποίημά της και ολόκληρη τη συλλογή της. Και η ίδια στο οπισθόφυλλο θα διευκρινίσει:
Ο υλοτόμος:
Τον χρειάζεται το δάσος για να αναπνεύσει. Ρίχνεται στους κινδύνους των δυνατών ανέμων και παλεύει σε αντίξοες συνθήκες, εκτεθειμένος στην ύπαιθρο και στην απομόνωση. Αντιτάσσει δεξιότητες, μηχανικά μέσα, προσοχή και ψυχραιμία. Έχουν ανάγκη το τσεκούρι του οι συνάνθρωποί του.
Και να πώς εδώ ξεκάθαρα διαφαίνεται και ο ρόλος του ποιητή, στη διττή του υπόσταση: να έχει να αντιπαλέψει με τους δικούς του δαίμονες (σφοδρά απαιτητικούς και πεινασμένους για πολλαπλασιασμό του πόνου και του πένθους) και ταυτόχρονα να νιώθει τη συνθήκη της αναπόφευκτης επικοινωνίας με όποιον θα θελήσει να εισέλθει στο δάσος των πελεκημένων δέντρων. Είναι ο μηχανισμός της λήθης που πελεκάει τα οδυνηρά κλαδιά που ζώνουν τον μέσα κόσμο, μήπως κι έτσι βρει τον δρόμο να συνεχίσει η ζωή, απτόητη θαρρείς από τα χτυπήματα της μοίρας. Είναι ταυτόχρονα η θλίψη που εγκαταβιοί στα απύθμενα του νου κι όλο ζητάει νέα τροφή για να μη σωθεί το δικό της το καντήλι ποτέ. Σ’ αυτό το τοπίο έρχεται το ποίημα να μιλήσει, κι όλο κραυγάζει να δούμε πίσω από τις λέξεις τον πόνο που το γέννησε.
Μας μέμφονται
για νοητικές ακροβασίες,
γιατί συχνά ο χρόνος μας
είναι πηγή αγωνίας
κι αποζητούμε να ραντιστούμε
με τη δροσιά της λήθης.
Θανατώνουμε τα κλαδιά του πόνου
περιχαράσσοντας τον θεριεμένο κορμό του
για να διακόψουμε την τροφοδοσία του.
Οι ελπίδες μας δεν καίγονται.
Ανοίγουμε, βλέπεις, ζώνες πυρασφάλειας
στο δάσος του μυαλού μας,
πλήθος ηλιαχτίδες χωρίς διαβατήριο
φτάνουν στις ρίζες μας.
Τις βαφτίζουμε «μηχανισμούς απώθησης».
Ανασαίνουμε!
Η ποίηση της Γιώτας ακροβατεί με μια λεπτή και επίφοβη ισορροπία ανάμεσα στη μέσα θλίψη -που ολοένα βαθαίνει και εδραιώνεται- και στη φωνή της ζωής που καλεί για μια σωτήρια λήθη. Μπαινοβγαίνει στους αρχαίους μύθους, φοράει τα προσωπεία των μυθικών πλασμάτων και μιλά με τη φωνή τους βρίσκοντας στη δική τους σοφία μια ομοιότητα ιαματική – για όσο αντέξει η φαρμακευτική δράση· άλλωστε γνωστή η καβαφική ρήση για το λιγοστό της ίασης, ωστόσο επιθυμητής μέσα στην τραγικότητά της.
[…]
Οι χοροί του Φοίβου και του Βάκχου,
σαν υπάρχουν μέσα μας,
τροφοδοτούν τη σκέψη της μέρας μας:
Με φρυκτωρίες ανάβουν
το αναίτιο για τους άλλους
χαμόγελο της μέρας,
που παίρνει αμέσως θέση
στον κύκλο του νυχτερινού χορού.
Στο σημείο αυτό ίσως εγείρεται ένα ερώτημα: μια τόσο προσωπική στα χαρακτηριστικά της ποίηση ποια απήχηση μπορεί να έχει στον αποδέκτη της; Είναι που καλά κρατεί και η ιδεολογικά φορτισμένη θέση για τον κοινωνικό χαρακτήρα που δυνάμει καταξιώνει την ποίηση. Είναι και η εσωστρέφεια συχνά των ποιητών να αποτυπώνουν ένα μοναχικό ποιητικό υποκείμενο μέσα στους στίχους τους, που αδυνατεί να επικοινωνήσει με ό,τι βρίσκεται πιο έξω από τον στενό τους μικρόκοσμο. Απέναντι σε μια ανάλογη πραγματικότητα τι έχει να αντιπροτείνει μια ποίηση όπως αυτή που εδώ εξετάζεται απορρίπτοντας τον εγωκεντρισμό και την περιθωριοποίηση, ατοπήματα για τα οποία ελέγχεται ο ποιητής; Παραθέτω εδώ την εν συντομία και εν είδει ποιήματος Ποιητική της ποιήτριας:
Ποίηση:
Απόδοση τιμών στα ανθρώπινα πάθη.
Ακάνθινος σταυρός που προχωρά τα βάσανα του κόσμου.
Οι ανοιχτές αγκαλιές μιας μάνας για όλα τα παιδιά της.
Η διαμαρτυρία του Άδη για την ερήμωση του βασιλείου του.
Μια πεινασμένη θλίψη όλα μας τα ποιήματα.
Με τον τρόπο αυτό ενώνεται η μοναχή (από τη φύση της) φωνή του ποιητή με το δράμα του ανθρώπου· έτσι ο αποδέκτης κοινωνεί τη θέαση του κόσμου από την προνομιούχο θέση του ποιητή· το ένα ποίημα μεγαλώνει τη θλίψη του για να χωρέσει τη θλίψη και την κραυγή όλου του κόσμου. Μόνο που για να λειτουργήσει έτσι η ποίηση, πρέπει να είναι η φωνή της ειλικρινής, να πηγάζει η αφορμή της από την αυθεντική ανάγκη μετουσίωσης του πάθους σε λόγο. Το ποίημα δεν γράφεται με γνώσεις στιχουργικής· αυτή θα χρειαστεί για να κερδηθεί ο ρυθμός, να μη χαθεί η αρμονία. Ωστόσο, η αληθινή της ουσία βρίσκεται στη βίωση των στιγμών του χρόνου που παρήλθε, στη συσσώρευση της πείρας από μια ζωή που πασχίζει να ιστορηθεί, γιατί αλλιώς πεθαίνει. Πώς, λοιπόν, να απαντηθεί αλλιώς το αρχικό ερώτημα αυτού του σημειώματος; Μια πεινασμένη θλίψη είναι που κρατά τη γραφίδα και έτσι μόνο γράφονται τα αληθινά ποιήματα. Η ποιήτρια εδώ μας το έδειξε με τον πλέον εύγλωττο τρόπο.
Κοιτάζω τα πουλιά στο πέταγμά τους στο υπέροχο εξώφυλλο της Δήμητρας Κουλούρη. Γλάροι που έχασαν το θαλασσινό τοπίο και βρέθηκαν στο σκοτεινό δάσος, τρομαγμένα από τον ήχο των υλοτόμων. Ζυγίζουν τα φτερά τους και μοιάζει αυτό το ζύγισμα με μια στροφή της Μοίρας, όπως η Άτροπος αιφνιδιαστικά αποφασίζει για το νήμα της ζωής. Μια συνομιλία με τα ενδότερα του βιβλίου.
ii Νυχτοθρεμμένες οπτασίες στην Αλταμίρα
– γράφει ο Γιώργος Ρούσκας
Είναι από εκείνες τις φορές που πιάνοντας στα χέρια σου ένα βιβλίο, νιώθεις να αντιπαλεύουν εντός του δυνάμεις αντίθετες. Ένα υπέροχο εξώφυλλο με βαθιά γήινα χρώματα, με γλάρους που πετούν σε έναν ουρανό ο οποίος έχει γίνει ένα με τη θάλασσα, σε προϊδεάζει για πτήσεις λέξεων στον θαλάσσιο ουρανό της ποίησης, αλλά και για την τυπογραφική ποιότητα της έκδοσης, το υψηλό επίπεδο της οποίας είναι σήμα κατατεθέν του συγκεκριμένου εκδοτικού οίκου.
Ο τίτλος όμως; Όσο κι αν δίνεται με λευκά γράμματα, είναι κόκκινος, αφού είναι βαμμένος από το αίμα που έχει το τσεκούρι του. Τι κι αν οι χυμοί από τα κλαδιά των δέντρων δεν είναι κόκκινοι, τι κι αν το ρετσίνι δεν είναι πορφυρό; Αίμα δεν είναι κι αυτό; Ανατρέχοντας στο οπισθόφυλλο, ανακαλύπτεις μια αδρή επεξήγηση του τίτλου, μα δεν σε καλύπτει. Μιλάει για τον υλοτόμο, εννοώντας τον «ευσυνείδητο» υλοτόμο ή καλύτερα τον «δεντρόφιλο» υλοτόμο, μα πόσοι τέτοιοι υλοτόμοι υπάρχουν σήμερα και πόσοι έχουν υπάρξει ως τώρα; Θα προτιμούσες ένα από τα παραπάνω επίθετα να στόλιζαν την επεξήγηση. Ξέρεις πως όταν ο άνθρωπος πιάσει τσεκούρι ή αλυσοπρίονο στη ζωή του, με όσο καλές προθέσεις και αν ξεκινήσει, πολύ δύσκολα θα σταματήσει τη βία που αργά ή γρήγορα θα βγει στην επιφάνεια από τα γονίδιά του και τότε: «όποιον πάρει ο χάρος». Θα περιοριστεί στο κόψιμο των ξερών και των άρρωστων κλαδιών; Δεν θα κόψει ολόκληρα δέντρα -αδιαφορώντας αν είναι υγιή- προκειμένου να ικανοποιήσει τα κρυμμένα μέσα του άγρια ένστικτα, την ευφορία από την αίσθηση ότι είναι απόλυτος άρχων και εξουσιαστής, την απληστία, το κέρδος; Πόσοι τέτοιοι υπάρχουν και πόσοι από τους άλλους, τους ήπιους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν το δάσος με σεβασμό, με στοργή, με φιλική διάθεση και δράση;
Αν πάμε παραπέρα, πόσοι χρησιμοποιούν το τσεκούρι τους (λόγο) για να καθαρίσουν τη γλώσσα από τα άρρωστα ή τα ξερά κλαδιά που η κάθε εποχή (βλ. πολιτισμός) της φορτώνει; Πόσοι χρησιμοποιούν τη γλώσσα, που κόκκαλα δεν έχει, για να τσακίσουν κόκκαλα σε μία επίδειξη δύναμης, αντί να γλείψουν τις πληγές της; Πόσοι τροχίζουν τα εργαλεία τους με το ακόνι της ορθογραφίας, του συντακτικού, της γνώσης, της μελέτης, της παιδείας αντί να τα αλείφουν άκοπα με τεχνολογικό λάδι «για όλες τις χρήσεις» ή να τα στολίζουν με φθηνές πλαστικές επινοήσεις ή τσίγκινα συνοδευτικά αντικείμενα («αξεσουάρ» νεοελληνιστί) επισφαλούς διαδικτυακής προέλευσης;
Η Γιώτα Τριανταφυλλοπούλου Κόμη, σε ποια κατηγορία υλοτόμου ανήκει; Αυτό το βιβλίο είναι ένα δάσος υλοτομημένο από ευσυνείδητο υλοτόμο; Είναι τα σκόρπια κομμένα κλαδιά από τα δέντρα ή είναι αυτό που στα χωριά λένε «η τρακάδα με τα ξύλα», οι κορμοί των δέντρων δηλαδή κομμένοι και σχισμένοι έτοιμοι για καυσόξυλα; Το πρώτο ποίημα -το οποίο επέχει θέση προμετωπίδας με την αυστηρά κλασσική έννοια του όρου (4η σελίδα)- προσπαθεί να δώσει το στίγμα μα ποτέ μην εμπιστεύεσαι τις δηλώσεις. Δες μόνος σου, με τα δικά σου μάτια. Σημειώνεις τον πόνο της Δήμητρας που κλαίει στην Ελευσίνα και θυμάσαι τον ασυνείδητο υλοτόμο που έκοψε το δέντρο της Περσεφόνης. Εδώ βλέπεις ένα άλλο δέντρο, αυτό της Αστραπής, να έχει αγγίξει ουρανό και τα άκρα των κλαδιών του να έχουν γίνει ένα με τ’ αστέρια. Μια παρακαταθήκη είναι χαραγμένη στον κορμό του. Αστερόεσσα τη νύχτα η αγκαλιά του. Κανείς υλοτόμος δεν μπορεί να το αγγίξει.
Το εξώφυλλο αρχίζει να δουλεύει μέσα σου. Ένας απροσδιόριστος πόνος σου τρυπάει τα σωθικά, χωρίς να ξέρεις γιατί.
Η εισαγωγή, παρ’ ότι γίνεται νύχτα, υλοτομείται λυρικά:
Ανάμεσα στ’ άλλα
η νύχτα αγαπήθηκε
και για τις παραστάσεις
στ’ απλωμένα σεντόνια της
Τα σεντόνια της νύχτας φωτίζουν κωδικοποιημένες φρυκτωρίες, με τον πόθο να ανατείλουν η αισιοδοξία και η χαρά μαζί με τον ήλιο:
οι χοροί του Φοίβου και του Βάκχου, /… /
με φρυκτωρίες ανάβουν
το αναίτιο για τους άλλους
χαμόγελο της μέρας
ενώ τα σεντόνια του βιβλίου, φωτίζουν εξαίσιες λυρικές εικόνες, όπως ετούτη η αυτοβιογραφική:
Πέτρινη
λαξευτή κρήνη
καρφωμένη
σε ρίζα του βουνού
και στα μάτια μου
(πολλά λουλούδια γύρω της)
τραγουδούσε με πλατάνια
πάνω από τα υπόγεια νερά της
στη γριά μαμή κάτω απ΄ τη λάμπα
πού πάσχιζε
να μου δείξει τον ήλιο
ή τούτη, η νοσταλγική-αναγεννησιακή, θυμίζοντας κελαρυστή ποίηση περασμένων δεκαετιών:
Μακριές ταξιανθίες
φθινοπωρινών ρεικιών
σε συλλογισμένο δάσος
φωτογραφίζουν την πτώση
της Πούλιας στη θάλασσα.
-Νοέμβρης πια ,ψιθυρίζουν,
θα σπείρουμε παρέα.
Το δάσος που κατοικείς, είτε είναι πολυκατοικιών, είτε αγροτόσπιτων, είτε αγροικιών, είτε μεμονωμένων ή ομαδικών κατοικιών σε αστικό ή μη ιστό, πάνω από όλα είναι δάσος ανθρώπων με δέντρα όλων των ειδών, όλων των αποχρώσεων, όλων των ιδιοτήτων.
Κάποια είναι διορατικά. Ή απλά τιμούν τον άλλο με τον οποίο έρχονται σε στενή επαφή; Ή μήπως τον αλώνουν επιτήδεια; Ιδού η αφετηρία αυτών των τριών διαφορετικών εκδοχών:
Ακόμα και η αποικία που έχτισες μέσα μου
είναι στα μέτρα της καρδιάς μου.
Άλλα έχουν ικανότητες μοναδικές, όπως π.χ. να μεταμορφώνονται σε θάλασσα και όταν τα κοιτάζει ο σύντροφός τους να νιώθει ότι δεν είναι απλά μια θάλασσα αλλά:
είναι η απλωμένη γαλήνη
στα κοινά μας αντικρίσματα.
Άλλα είναι γεννημένοι φιλόσοφοι:
με κέντρο τον ήλιο και ακτίνα την επαιτεία, την ανέχεια και
την εξαχρείωση καταλήγουμε ευθέως σ’ ένα μεσίστιο φως.
Άλλα έχουν αναπτυγμένη τη διάκριση:
στην ταμπελίτσα της εξώπορτας «Προσοχή σκύλος»
ήταν καλά κρυμμένη η απειλή «μιας μοναξιάς»
την ονειροπόληση:
Δεν θέλουμε να φύγουμε από εκείνο το περιβόλι.
Σε κατιφέδες ανάμεσα
κρατάμε σφιχτά τη στάμνα εκείνου του νερού.
Ποτέ μέσα μας δεν βασίλεψε εκείνο το βασίλειο
την ερωτική διάθεση:
Και γι΄ αυτό θα μιλάμε
για αθώες ερωτικές σκανταλιές
που είναι κρουνοί κι αιμορραγίες
κι αποτελούν τις γενεσιουργές αιτίες
τη συναισθηματική πρόσληψη και διαχείριση γεγονότων και καταστάσεων:
θα πετρώσει το άρωμα της έκπληξης
στην υγρή παλάμη μου
από τις επιθέσεις της τετράγωνης λογικής σου
ή παραμένουν αμετανόητα ρομαντικά:
Με την αμηχανία του νεοσύλλεκτου
και ένα δισάκι πίκρα
γίνεσαι κυνηγός
άσαρκων ελπίδων.
..........................................................................
φιλόλογος, ποιήτρια
Η Γιώτα Τριανταφυλλοπούλου κατάγεται από την Ηλεία και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι παντρεμένη με τον καθηγητή Δημήτρη Κόμη και είναι μητέρα δύο παιδιών. Σπούδασε κλασική και νεοελληνική φιλολογία. Δίδαξε για τριάντα χρόνια σε Λύκεια της Αθήνας. Γράφει πεζά και κυρίως ποίηση, ενώ κατά καιρούς ασχολείται με την κριτική λογοτεχνικών έργων. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε πολλές τοπικές εφημερίδες και ηλεκτρονικά περιοδικά.
Τα κείμενα αλιεύθηκαν από Εδώ