Στη σύγχρονη αντικομουνιστική προπαγάνδα σε ό,τι αφορά τους πολιτικούς πρόσφυγες αναφέρθηκε στην εισήγησή του στην ημερίδα της ΚΟ Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ, ο Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ.
Το κείμενο μεγάλο
Αλλά αξίζει τον κόπο να διαβαστεί:
Ο εικοστός αιώνας υπήρξε εποχή μεγάλων ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων, παγκόσμιας εμβέλειας, όπως τις προκαλεί ο χωρίς όρια και όρους ανταγωνισμός ανάμεσα στις ισχυρές μητροπόλεις του καπιταλισμού. Ταυτόχρονα όμως υπήρξε και πεδίο σκληρών ταξικών αναμετρήσεων οι οποίες πολύ συχνά επιστέγασαν τις αντίστοιχες μεγάλες ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις.
Στην διάρκεια του αιώνα αυτού, «αιώνα θριάμβου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής» όπως τον προσδιόρισαν στο ξεκίνημά του, προέκυψε, με ορόσημο το 1917, μια νέα πολιτική και κοινωνική κατάσταση.
Οι λαοί, με την εργατική τάξη επικεφαλής, έμαθαν να διαβαίνουν το κατώφλι της εξουσίας -κατώφλι απαγορευμένο σε αυτούς από τις απαρχές της ιστορίας της ανθρωπότητας, όσο τη γνωρίζουμε.
Ηταν μια ριζοσπαστική αλλαγή που έδωσε νέα διάσταση, έφερε νέα διακυβεύματα στον αδιάκοπο ταξικό αγώνα. Οι λαοί, οι απλοί εργαζόμενοι άνθρωποι έπαψαν να είναι βουβά πιόνια στα παιχνίδια των μεγάλων, απέκτησαν δική τους φωνή και υπαγόρευσαν τις δικές τους προσδοκίες για το μέλλον.
Μέσα σε αυτή τη νέα κατάσταση οι ταξικές συγκρούσεις πήραν νέα τροπή.
Η εκάστοτε άρχουσα τάξη επιχείρησε, σε πολλές περιπτώσεις, σε πολλά σημεία της γης. να συντρίψει το «μολυσμένο» τμήμα της κοινωνίας, εκείνο το κομμάτι δηλαδή που ακολούθησε το δρόμο της εξέγερσης, της επανάστασης και του αγώνα ενάντια στην αμείλικτη δικτατορία του κεφαλαίου.
Οι άρχοντες της όποιας εποχής ευχαρίστως κόβουν το κεφάλι κάθε φορά που αυτό σηκώνεται περήφανα ψηλά για να αψηφήσει την εξουσία τους.
Μέσα σε αυτό το κλίμα αγώνα, σύγκρουσης και μίσους πολλές φορές ξεριζώθηκαν πληθυσμοί, πολιτείες, χωριά, συνοικίες και οι κάτοικοί τους βρέθηκαν σε δρόμους προσφυγιάς, σε τόπους ξένους, μακριά από μια γενέθλια γη όπου είχε νικήσει το άδικο.
Κύματα προσφύγων -πολιτικών προσφύγων τους είπαν- ήρθαν να προστεθούν σε όσους η φτώχεια και η ανέχεια έδιωχνε μακριά από τις πολιτείες και τα χωριά τους.
Σε όσους οι πόλεμοι και οι «Μεγάλες Ιδέες» της αστικής τάξης ξερίζωσαν από τα σπίτια τους και τους έριξαν, εξαθλιωμένους πένητες, στους πέντε δρόμους. Η χώρα μας, η Ελλάδα, έχει γνωρίσει όλα τα είδη ξεριζωμού και προσφυγιάς μέσα σε λίγα μόλις χρόνια στην σύγχρονη ιστορία της. Η πολιτική προσφυγιά, ετούτοι οι εξήντα, ίσως εβδομήντα χιλιάδες άνθρωποι που ακολούθησαν τον Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδας στην υποχώρηση, ήταν ένα μέρος ετούτης της ιστορικής πραγματικότητας.
Ας εξετάσουμε τις τύχες αυτών των αγωνιστών προσφύγων ξεκινώντας από μια σύγκριση.
Λίγα μόλις χρόνια πριν τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, ένας άλλος αγώνας μεσογειακού λαού συντάραξε τον τότε κόσμο: ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος. Ο αγώνας υπήρξε άνισος.
Η ανοικτή συμμετοχή του γερμανικού και του ιταλικού στρατού, ναυτικού, αεροπορίας στο πλευρό των εθνικιστών, η συμπαράταξη μαζί τους όλων των τότε βιομηχανικών μονοπωλιακών συγκροτημάτων του καπιταλιστικού κόσμου και η υποκριτική πολιτική της «μη επέμβασης» των λεγόμενων «δυτικών δημοκρατιών» -ανάμεσά τους και της Γαλλίας όπου κυβερνούσε το «Λαϊκό Μέτωπο»- οδήγησαν στην ήττα τον ηρωικό αγώνα του ισπανικού λαού και των αντιφασιστών που ήρθαν από ολόκληρο τον κόσμο να πολεμήσουν μαζί του.
Διαδοχικά κύματα προσφύγων, πέρασαν τα σύνορα της χώρας ζητώντας άσυλο στις γειτονικές προς την Ισπανία χώρες. Από τα 25.000 παιδιά από τη Χώρα των Βάσκων που εκκενώθηκαν στα 1937 ως τις 500.000 πρόσφυγες της τελικής La Retiradai («υποχώρησης») στις αρχές του 1939, πλήθη ανθρώπων πήραν τους δρόμους της προσφυγιάς, θα ήταν χρήσιμο ως σημείο σύγκρισης να εξετάσουμε τη μοίρα αυτών των ανθρώπων.
Οι γύρω χώρες, η «δημοκρατική» και «λαϊκή» Γαλλία, η εξίσου «δημοκρατική» Βρετανία, υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες ως «ανεπιθύμητο» βάρος, ίσως και ως κίνδυνο μετάδοσης μολυσματικών ιδεών -στις κομμουνιστικές ιδέες αναφέρονταν.
Τα παιδιά από τη χώρα των Βάσκων αφέθηκαν στην καλύτερη περίπτωση στα χέρια της Καθολικής Εκκλησίας, κλείστηκαν σε στρατόπεδα και σκορπίστηκαν στις βρετανικές αποικίες[1].
Από εκείνα που έφτασαν στη Γαλλία τα πιο τυχερά ήταν τα 2.500 που προωθήθηκαν στη Σοβιετική Ενωση μετά από αίτημα της σοβιετικής κυβέρνησης στη Γαλλία. Εκεί τα υποδέχθηκαν ως αθώα θύματα του ανελέητου αγώνα ενάντια στον ναζισμό που μόλις ξεκινούσε. Το σοβιετικό κράτος ανέλαβε να τα μεγαλώσει ως να ήταν παιδιά των δικών του ηρώων. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε και τις προσπάθειες της κυβέρνησης του Μεξικού να σώσει όσο περισσότερα παιδιά μπορούσε.
Οσα έμειναν στην Γαλλία παραδόθηκαν στο καθεστώς του Φράνκο κάτω από πλήθος προσχημάτων και δικαιολογιών.
Στις αρχές του 1939 όταν άρχισε να περνά τα σύνορα της Γαλλίας το τεράστιο κύμα προσφύγων η τότε γαλλική κυβέρνηση -όπου κυριαρχούσαν οι «σοσιαλιστές» και οι «αριστεροί ριζοσπάστες» του «Λαϊκού Μετώπου, αντιμετώπισε τους πρόσφυγες περίπου ως εισβολείς.
Οργάνωσε πρόχειρα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως αυτά που έκλειναν τους αγωνιστές της ελευθερίας στις αποικίες. Πολλοί Ιταλοί, Γερμανοί, Αυστριακοί, Ούγγροι, Πολωνοί αντιφασίστες παραδόθηκαν στις χώρες καταγωγής τους.
Μερικοί από αυτούς ήταν Εβραίοι, όλοι ήταν «σεσημασμένοι» κομμουνιστές και ουδείς αμφέβαλε για τη τύχη που τους περίμενε στις πατρίδες τους…. Οι υπόλοιποι έζησαν για λίγους μήνες κάτω από άθλιες συνθήκες στα στρατόπεδα στη Τουλούζη, τη Μασσαλία, το Αιξ. Πολλοί πέθαναν εκεί από αρρώστιες, στερήσεις και αφρόντιστα τραύματα.
Στον πόλεμο πολλοί έπεσαν στα χέρια των Γερμανών και στάλθηκαν στα στρατόπεδα του θανάτου -σταλμένοι εκεί και από το ναζιστικό κράτος του Βισύ. Μερικοί κατάφεραν να διαφύγουν στα βουνά, στις Κάτω Αλπεις ιδιαίτερα, όπου, λίγο αργότερα, δημιούργησαν μαζί με Γάλλους και Ιταλούς αντιφασίστες ομάδες Αντίστασης.
Ακόμα και σήμερα -αν και τα στρατόπεδα εγκλεισμού τους αποτελούν τουριστικό αξιοθέατο- η τύχη των εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων αυτών εξακολουθεί να τυλίγεται σε πέπλα ένοχης σιωπής. Πολλοί λίγοι επιβίωσαν για να συντηρήσουν τις εφιαλτικές μνήμες της σκοτεινής εποχής.
Αυτή ήταν η ελάχιστα ζηλευτή τύχη των προσφύγων -των αγωνιστών της δημοκρατίας- του ισπανικού εμφυλίου πολέμου.
Περίπου δέκα χρόνια αργότερα στην Ελλάδα συνέβη μια νέα Retirada.
Ο Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας, νικημένος από το βάρος της αμερικανικής επέμβασης, υποχώρησε στα εδάφη των όμορων με τη χώρα μας Λαϊκών Δημοκρατιών, της Αλβανίας και της Βουλγαρίας κυρίως.
Οι αριθμοί ήταν και εδώ μεγάλοι. Η διαφορά του 1949 με το 1939 ήταν ότι οι πρόσφυγες αυτοί, όταν πέρασαν τα σύνορα, δεν βρέθηκαν ούτε στη «φιλεύσπαχνη» Αγγλία, ούτε στην λαϊκομετωπική, ίσως και «σοσιαλιστική» Γαλλία. Δεν βρέθηκαν δηλαδή σε χώρες καπιταλιστικές όπου, χωρίς δισταγμό, τους αντιμετώπισαν ως «ανεπιθύμητους» ή και μολυσματικά «υπόπτους».
Ο κομμουνισμός είχε τότε καταχωρηθεί από την αστική πολιτική στις «μολυσματικές» ασθένειες.
Υποχώρησαν στις όμορες Λαϊκές Δημοκρατίες. Δεν ήταν ότι το καλύτερο. Οι χώρες αυτές ήταν φτωχές, η Αλβανία ειδικά επούλωνε ακόμα τις πληγές της πολύχρονης κατοχής της από τις δυνάμεις του φασισμού και του Αξονα.
Οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές έστελναν τακτικά στη χώρα αποσπάσματα «εθνικιστών» και πρακτόρων οι οποίοι με στρατιωτική δράση, σαμποτάζ και άφθονο χρήμα συντηρούσαν ένα κλίμα ανασφάλειας στη χώρα.
Σε μικρότερη κλίμακα παρόμοια φαινόμενα υπήρχαν και στη Βουλγαρία όπου οι αντιδραστικοί με τη βοήθεια Αμερικανών και Αγγλων έκαναν ό,τι μπορούσαν για να υπονομεύσουν τη λαϊκή εξουσία.
Οι επιτροπές του ΟΗΕ, όπου περίσσευαν οι αξιωματικοί και οι πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων καραδοκούσαν για να εκμεταλλευτούν την παραμικρή ευκαιρία που θα παρουσιαζόταν μπροστά τους και να υπονομεύσουν και αυτές, από την «ουδέτερη» τάχα θέση τους, την ίδια λαϊκή εξουσία.
Και όμως, μέσα στις δύσκολες αυτές συνθήκες δεν υπήρξε ο παραμικρός δισταγμός.
Οι κυβερνήσεις αυτών των κρατών υποδέχθηκαν τους πρόσφυγες, τους έδωσαν περισσότερα από εκείνα που εκείνο το δύσκολο καιρό περίσσευαν για τον ίδιο το λαό τους και φρόντισαν για την υποδοχή και την αποκατάσταση των προσφύγων.
Ενας μεγάλος μηχανισμός μπήκε σε κίνηση, οι συνεννοήσεις μεταξύ των κρατών ολοκληρώθηκαν σε πολύ σύντομο διάστημα και οι πρόσφυγες βρέθηκαν στις νέες φιλόξενες προσωρινές -από την ανάγκη- πατρίδες τους με όλα τα εφόδια για να ξαναρχίσουν τη ζωή τους.
Ολα αυτά είναι γνωστά και από τις προηγούμενες ομιλίες στην παρούσα μας συνάντηση. Αξίζει όμως να τα συγκρίνουμε όλα αυτά με τις καταστάσεις που αντιμετώπισαν άλλοτε οι πρόσφυγες της Ισπανίας αλλά και με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται σήμερα -από την ελληνική ή από άλλες εξίσου «φιλεύσπλαχνες» δυτικές κυβερνήσεις οι πρόσφυγες της Συρίας, «παράπλευρες απώλειες» (έτσι το λένε τώρα) ενός σκληρού πολέμου που προκάλεσαν, συντήρησαν και συντηρούν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στην πολύπαθη αυτή χώρα.
Ετούτες τις συγκρίσεις, ετούτες τις διαφορές, θέλουν να αποσιωπήσουν, να σβήσουν από τα βιβλία της ιστορίας, οι αναθεωρητές.
Είναι μέρος της μεγάλης στρατηγικής τους πρωτοβουλίας για διαστρέβλωση όλων όσων συνέβησαν, κατακτήθηκαν στον σοσιαλισμό σε τρόπο ώστε να πάψει να λειτουργεί η ιστορική αυτή περίοδος ως σημείο αναφοράς και έμπνευσης στη σημερινή, ολοένα και πιο δύσκολη ζωή των ανθρώπων.
Η επιχείρηση είναι ευρωπαϊκή. Οχι μόνο με την έννοια ότι τη συντονίζουν πολύ συχνά κέντρα που σχετίζονται με τους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης αλλά και επειδή συντονίζονται στον κοινό στόχο όλες οι αστικές κυβερνήσεις της Ευρώπης. Η περίφημη έρευνα στα αρχεία της ΣΤΑΖΙ έγινε και γίνεται και σε γερμανικό και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο σε τρόπο ώστε να σπιλωθεί η σοσιαλιστική εξουσία.
Μέρος ετούτης της ευρωπαϊκής αντικομμουνιστικής σταυροφορίας είναι και η έρευνα των Στράτου Δορδανά και Βάϊου Καλογρηά που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του χρηματοδοτούμενου από την Ευρωπαϊκή Ενωση προγράμματος ΘΑΛΗΣ (ΕΣΠΑ 2007-2013).
Η έρευνα, όπως τονίζεται στην εισαγωγή της, είχε σαφώς προσδιορισμένους στόχους: να παρακολουθήσει τα «παιδιά και τους νέους που ενηλικιώθηκαν απότομα εξαιτίας του εμφυλίου» που μαζί με «μερικές δεκάδες μέλη του ΚΚΕ, βρέθηκαν παγιδευμένοι στα πλοκάμια της ΣΤΑΖΙ (ή συνειδητά σε σχέση συνεργασίας)…».
Ο απώτερος στόχος είναι να γίνει κατανοητή «η δομή, υφή και λειτουργία ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος» αλλά και να «φωτιστούν πτυχές της ζωής των ξένων Ελλήνων πολιτικών προσφύγων (…) σε συνθήκες παραβίασης της ιδιωτικότητάς τους και καταστρατήγησης κάθε έννοιας ατομικού δικαιώματος που απολαμβάνει κάθε πολίτης στη Δημοκρατία»[2].
Οπως ο καθένας το φαντάζεται το πόνημα αυτό υιοθετεί το λεξιλόγιο -αν και η κατάλληλη λέξη θα ήταν το υβρεολόγιο- με το οποίο οι επίσημες «δυτικές πηγές», της Ο.Δ. Γερμανίας αλλά και του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αναφέρονται σε όλες σχεδόν τις πτυχές της πολιτικής και της ζωής στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία.
Μιλούν με περισσό θράσος για την «υποτιθέμενη» αντίσταση κατά του χιτλερισμού την οποία επικαλούνταν οι κομμουνιστές Γερμανοί[3]
και περιγράφουν το λαϊκό καθεστώς ως «κομματική δικτατορία».
Τίποτε το ιδιαίτερο σε όλα αυτά. Αυτονόητα τα χρήματα του προγράμματος ΘΑΛΗΣ εμπεριείχαν και κάποιες υποχρεώσεις.
Αφού λοιπόν μεγάλο μέρος της εργασίας μεταφέρει το όποιο αντικομμουνιστικό εύρημα κυκλοφορούσε στην τελευταία φάση του Ψυχρού Πολέμου και στην δραματική, όπως αποδείχθηκε -για το λαό της Λ.Δ. της Γερμανίας- πρώτη δεκαετία της «παλινόρθωσης» (1990-2000)14], φθάνει κάποτε στους Ελληνες πολιτικούς πρόσφυγες στην Λ.Δ.Γ..
Η όλη προσέγγιση θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια αγχώδης αναζήτηση μέσα στο αρχειακό υλικό οποιουδήποτε αρνητικού, μελανού, απαξιωτικού στοιχείου υπάρχει εκεί σε βάρος της λαϊκής εξουσίας, του ΚΚΕ και των προσφύγων.
Τα θετικά σημεία -ακόμα και εκεί που αναφέρονται- πνίγονται κάτω από τόνους λάσπης.
Το γεγονός ότι τα προσφυγόπουλα καλούνται να επιλέξουν τις σπουδές και το επάγγελμα που θέλουν να ακολουθήσουν διαστρεβλώνεται με αρρωστημένο τρόπο. Μερικά μικρά κορίτσια, μη γνωρίζοντας τους νέους όρους ζωής, ζήτησαν να γίνουν μοδίστρες, δουλικά δηλαδή, με τα μέτρα της τότε Ελλάδας, σε κάποιο αστικό σπίτι, όπου σε αντάλλαγμα χρόνων απλήρωτης εργασίας η φιλεύσπλαχνη «κυρία» θα τους έδινε την προίκα τους να παντρευτούν.
Το γεγονός ότι οι κομμουνιστές εξήγησαν στα παιδιά αυτά ότι στο σοσιαλισμό δεν δουλεύουν έτσι τα πράγματα θεωρήθηκε από τους «ερευνητές» ύψιστο παράδειγμα καταπίεσης των προσωπικών επιλογών και ωμή παρέμβαση του ΚΚΕ στις ζωές των παιδιών[5].
Η επιδέξια τέχνη της αναθεώρησης ξεκινά από τους Ελληνες τους οποίους βρήκε στη Γερμανία ο πόλεμος. Πρόκειται κυρίως για εκείνους που μετέφεραν εκεί ως «ομήρους» τα μπλόκα της Κατοχής και παρέμειναν εκεί για να εργαστούν καθώς τίποτε δεν είχε απομείνει γι αυτούς στην Ελλάδα. Ως προς την εξύβριση αυτών των θυμάτων του ναζισμού ο αναθεωρητισμός δεν γνωρίζει όρια.
Οι «ερευνητές» υιοθετούν τις απόψεις μελών της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής όπως του αντισυνταγματάρχη Ζησιμόπουλου.
Αυτός, αφού περιγράφει τους Ελληνες ως «στίγματα του ελληνικού πολιτισμού», ήτοι ως επιδιδόμενους κατά 80% σε ότι κακό, «απάτη, κλοπαί, διαρρήξεις, ληστείαι, φόνοι», «εξαθλιωμένοι» και «οπιομανείς», δεν παραλείπει να βεβαιώσει ότι επιπλέον είναι και «κομμουνιστικών φρονημάτων»[6].
Στους «ακαδημαϊκούς» «ερευνητές» δεν περνά καθόλου από το νου ότι η αξιοπιστία πηγών που αντλούν εικόνες και επιχειρήματα από τον υστερικά αντικομμουνιστικό πολιτικό λόγο της περιόδου, θα έπρεπε ίσως, στη βάση της όποιας επιστημονικής μεθοδολογίας, να εξετάζεται με επιφύλαξη και προσοχή. Προφανώς όμως, ό,τι εξυπηρετεί τις αντικομμουνιστικές προθέσεις των σημερινών αναθεωρητών της ιστορίας θεωρείται από αυτούς επαρκώς «επιστημονικό» και «αξιόπιστο».
Οσο σκέφτεται κανείς ότι οι ίδιοι αυτοί κατηγορούν όσους συναδέλφους δεν υιοθετούν τις απόψεις τους ως «στρατευμένους» και αναξιόπιστους, δεν μπορεί παρά να θαυμάσει το γενικό επίπεδο της σημερινής αστικής αναθεωρητικής σχολής!
Οι συκοφαντίες περισσεύουν παρά τα όσα από τη διεθνή βιβλιογραφία γνωρίζουμε. Οι ελλείψεις και η πείνα του 1947 στη Γερμανία αποδίδονται ως φαινόμενα της σοβιετικής ζώνης κατοχής ενώ είναι γενικά γνωστό ότι τα φαινόμενα αυτά έπληξαν τις δυτικές ζώνες κατοχής, ειδικά την αμερικανική[7].
Πέρα από τις στρεβλώσεις της πραγματικότητας και των στοιχείων η επιμονή των «ερευνητών» σε απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς τόσο για το λαϊκό καθεστώς, όσο και για πρόσωπα υποθέτουμε ότι θα ενοχλεί και τον πλέον φανατικό αντικομμουνιστή αναγνώστη[8].
Οι περιπτώσεις όπου αγωνιστές ή μετανάστες καταφεύγουν από τη «δύση» στην Γ.Λ. Δημοκρατία ερμηνεύονται με υπονοούμενα ως «εξατομικευμένων λόγων» καθότι έρχονται σε αντίθεση με το κυρίαρχο αφήγημα περί καθολικής βούλησης των ανθρώπων να «δραπετεύσουν» από τον -ειρωνικά αποκαλούμενο- «κομμουνιστικό παράδεισο».
Η πλήρης ανάπτυξη της έρευνας και η δικαιολόγηση του τίτλου της έρχεται στο δεύτερο μέρος του πονήματος που από τη σελίδα 73 και μετά και φέρει τον τίτλο «Οι Ελληνες της ΣΤΑΖΙ». Πέρα από μια γενική περιγραφή -πάντοτε με τη συνοδεία χαρακτηρισμών- της οργάνωσης και της λειτουργίας της ΣΤΑΖΙ, το μέρος αυτό επικεντρώνεται στην παρουσίαση ατομικών στοιχείων Ελλήνων που, με τον άλλο τρόπο, συνδέθηκαν με τις υπηρεσίες ασφαλείας της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας.
Ο τρόπος παρουσίασης και τα συνακόλουθα σενάρια έχουν ελάχιστα να ζηλέψουν από την πλοκή αντικομμουνιστικώυ σεναρίων της εποχής του Ψυχρού Πολέμου ή της ελληνικής Χούντας, όπως εκείνο το ονομαστό με το χαρακτηριστικό τίτλο «Στον ιστό της αράχνης». Συνήθως σε κάθε παρουσίαση συναντούμε όλα τα στοιχεία του «μαύρου μυθιστορήματος», γυναίκες ωραίες και άπιστες, χρήμα, κατά προτίμηση μαύρο, ζήλιες, μίση και ανταγωνισμούς και προπαντός «ιδέες» ξεφτισμένες και κενές που, στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι παρά το άλλοθι εκείνων που -με όλου του κόσμου τα ταπεινά κριτήρια- υπηρετούν τον κατασταλτικό μηχανισμό της ΣΤΑΖΙ.
Οι κραυγαλέες αντιφάσεις κυριαρχούν στο «επιστημονικό» -τρομάρα μας-πόρισμα. Αναφέρεται, για παράδειγμα, σε αυτό η δράση πλήθους και ελληνικών μυστικών ή μη υπηρεσιών ενάντια στην Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία και στους Ελληνες που βρίσκονταν εκεί ή που έδειχναν «κομμουνιστική διαγωγή» στην δυτική Γερμανία.
Ακροδεξιές οργανώσεις, χουντικές κρατικές υπηρεσίες, νατοϊκοί πράκτορες και όλο το μαύρο συνάφι του «ελεύθερου», όπως αυτοπροσδιοριζόταν, «κόσμου». Ολα αυτά θεωρούνται φυσικά και θεμιτά ενώ θεωρείται «αφύσικη» και καταδικαστέα η όποια άμυνα εναντίον τους.
Προφανώς, κατά τους αναθεωρητές ερευνητές οι δραστηριότητες των πρακτόρων της Χούντας δεν ενοχλούν μια που συμβάλλουν στον αγώνα του «ελεύθερου κόσμου».
Σε άλλο σημείο συναντούμε άλλα παράδοξα: Ατομα ύποπτα για πολιτική συνωμοσία ή για μαύρη αγορά, που υποτίθεται ότι βρίσκονται στο στόχαστρο των «διωγμών» της ΣΤΑΖΙ, ταξιδεύουν στο εξωτερικό, συναναστρέφονται εχθρούς του σοσιαλισμού, επιστρέφουν στην Γ.Λ.Δ. και ξαναφεύγουν κατά βούληση.
Προφανώς το όλο σενάριο κάπου παρουσιάζει αδυναμίες εκτός αν δεχτούμε ότι η τυφλή πίστη στον «κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό» είχε καταστήσει τα όργανα της λαϊκής εξουσίας ολότελα τυφλά ή ηλίθια.
Η πλέον αληθοφανής εξήγηση είναι ότι η κατά παραγγελία «επιστημονική» -και πάλι τρομάρα μας- έκθεση των ερευνητών «χτίζει» το παραδοτέο υλικό με βάση την πολιτική ορθότητα από την οποία, μεταξύ άλλων, εξαρτιόταν και η χρηματοδότηση του έργου[9].
Η έρευνα του προγράμματος ΘΑΛΗΣ αποτέλεσε το θεμέλιο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε μια πολύπλευρη εκστρατεία κατασυκοφάντησης των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων και διαμέσου αυτών των σοσιαλιστικών κρατών. Το 2015 , οι εκδόσεις του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, προχώρησαν στην έκδοση των πρακτικών ενός συνεδρίου με θέμα «Οι πολιτικοί πρόσφυγες του Εμφυλίου Πολέμου. Κοινωνικές και πολιτικές προσεγγίσεις». Οι επιμελητές της έκδοσης ήταν οι Γιώργος Αντωνίου και Στάθης Καλύβας[10]. Το συνέδριο και η έκδοση των πρακτικών ήταν μέρος του ίδιου προγράμματος ΘΑΛΗΣ.
Ο κύριος στόχος του συνεδρίου ήταν να αποκτήσει η έρευνα που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος επιστημονική αξιοπιστία με την εμπλοκή μεγαλύτερου αριθμού πανεπιστημιακών σε αυτήν.
Στον τομέα αυτό ούτε ο αριθμός, ούτε η πολιτική προέλευση των συνέδρων έδωσε κάποιο άξιο λόγου αποτέλεσμα.
Απλά ο στενός κύκλος των αντικομμουνιστών αναθεωρητών πραγματοποίησε μια ακόμα σύναξη. Ολα τα «συμπεράσματα» της έρευνας επαναλήφθηκαν, εξειδικευμένα, στις ανακοινώσεις. Στην εισαγωγή του τόμου, που συνέγραψε ο Νίκος Μαρατζίδης, τονίζεται ότι η συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών προσφύγων αποτέλεσε θύμα ακούσιας μεταφοράς στο «παραπέτασμα».
Εκτός από τους κομμουνιστές και τα στελέχη του ΔΣΕ -τους μόνους αληθινά «πρόσφυγες»- οι υπόλοιποι, οι πολλοί, ήταν θύματα καταναγκασμού: οι «βιαίως στρατολογηθέντες» από τον ΔΣΕ, οι κάτοικοι των παραμεθορίων χωριών που «εξαναγκάστηκαν από τον ΔΣΕ να εκκενώσουν τα χωριά τους και να ακολουθήσουν τον ΔΣΕ στην υπερορία», οι αιχμάλωτοι στρατιώτες και τα παιδιά του παιδομαζώματος[11].
Πρόκειται για την παλιά γνωστή θέση των αναθεωρητών -και ταυτόχρονα σύνηθες αφήγημα των προπαγανδιστών του Ψυχρού Πολέμου- ότι, εκτός από μια δράκα φανατικών, όλοι οι λοιποί αγωνιστές δεν ήταν παρά θύματα τα οποία μπλέχτηκαν στους «ιστούς της κόκκινης αράχνης».
Στις εισηγήσεις που ακολουθουν από τη μία πλευρά υπάρχει η αναγνώριση της πλούσιας συνδρομής και βοήθειας, ειδικά σε θέματα μόρφωσης, επαγγελματικής εξειδίκευσης και υγείας, που έδωσαν οι λαϊκές δημοκρατίες στους πολιτικούς πρόσφυγες από την άλλη επανέρχεται σταθερά ο λόγος περί αστυνόμευσης, περιορισμών, ελέγχων, διωγμών όταν αυτό χρειαζόταν. Η σταθερή επιδίωξη της απαξίωσης της διεθνιστικής βοήθειας υπαγορεύει ετούτο τον παρονομαστή.
Θα ήταν ίσως χρήσιμο να συγκρίνουμε τον τρόπο ακαδημαϊκής -αν μπορούμε να το ορίσουμε έτσι- αντιμετώπισης των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στο παραπάνω συνέδριο με ένα αντίστοιχο έργο που είδε το φως στα 2005, σχεδόν δηλαδή δέκα χρόνια νωρίτερα [12].
Η έκδοση υπήρξε προϊόν ερευνητικού προγράμματος επίσης και συνακόλουθων συνεδρίων με τη συνεργασία φορέων και κυβερνητική τότε υποστήριξη[13].
Παρά το γεγονός ότι και σε αυτόν τον τόμο φιλοξενήθηκαν άρθρα ακραίας εμπάθειας -με πρωταγωνιστή και εδώ εκείνο του Ηλιου Γιαννακάκη[14]-,
η προσέγγιση του θέματος υπήρξε σαφώς πιο ισορροπημένη και προσεκτική.
Προφανώς μέσα στα δέκα δεκαπέντε αυτά χρόνια η ανάγκη σκληρής αντικομμουνιστικής προπαγάνδας αυξήθηκε κατά πολύ. Αυξήθηκε, θα μπορούσαμε εύλογα να υποθέσουμε, στο ίδιο ποσοστό που εντάθηκε η καταπίεση των εργαζόμενων και η ληστεία του μόχθου τους στον κατά τα άλλα ελεύθερο δυτικό καπιταλιστικό κόσμο.
Θα ήταν εύλογο, πριν κλείσουμε να αναφερθούμε στο βιβλίο της Κατερίνας Τσέκου, που εκδόθηκε στα 2013[15]. Το βιβλίο αν και προσπαθεί να φαίνεται ισορροπημένο και «επιστημονικό», σε τρόπο ώστε να γίνει βασικό σημείο αναφοράς για το ζήτημα, εμπεριέχει όλα τα βασικά στοιχεία της αναθεωρητικής προσέγγισης που ανέδειξαν οι δραστηριότητες που παραπάνω περιγράψαμε.
Η Τσέκου αφού διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει ΜΙΑ ιστορία, αλλά πολλές προσωπικές, αισθάνεται έτοιμη να αποσυνδέσει τα γεγονότα από τα όσα «πολιτικά ορθά» επιχειρεί να αποδείξει.
Με τη γνωστή στον αναθεωρητισμό τεχνική των επιλεκτικών «συνεντεύξεων» πολυδιασπά το γενικό και το ιστορικό και το μετατρέπει σε υποκειμενικό, επιμέρους και επουσιώδες. Το καθιστά δηλαδή διαχειρίσιμο σε τρόπο ώστε να υπηρετεί τους στόχους που επιθυμεί ο ερευνητής [16].
Με τον τρόπο αυτό αναπλάθει την «θεωρία των τριών γύρων» [17],
ψέγει την διεθνιστική βοήθεια και αλληλλεγγύη ως «σοσιαλιστικό πατερναλισμό»[18],
υποψιάζεται μυστηριώδεις «εξαφανίσεις διαφωνούντων» και ανακαλύπτει μετακινήσεις προσφύγων σε βαγόνια για ζώα.
Οι αριθμοί και τα μετρήσιμα στοιχεία, όποτε τα αναφέρει, μιλούν για την στήριξη, την αποκατάσταση, την μόρφωση των προσφύγων. Δεν την ενδιαφέρουν όμως οι αριθμοί και τα μετρήσιμα την συγγραφέα. Στην περίπτωση που το μετρήσιμο εμποδίζει το στήσιμο του αντικομμουνιστικού της σεναρίου, τότε, τόσο το χειρότερο για τους αριθμούς.
Κάπως έτσι ήταν και ο αντικομμουνισμός τον καιρό του «κίτρινου τύπου» στη δεκαετία του 1930, τον καιρό του γκαιμπελικου παραληρήματος την δεκαετία του 1940, του καιρό των «κατασκόπων» της ψυχροπολεμικής δεκαετίας του 1950.
Όλες αυτές οι «φρέσκιες ματιές» και οι «νέες απόψεις» των αναθεωρητών είναι καλούπια παλιά, πολύ παλιά. Τότε δεν απέδωσαν όσα ελπίζαν ότι θα αποδώσουν οι εμπνευστές τους. Μάλλον το ίδιο αποτέλεσμα θα έχουν και σήμερα.