Ποια είναι τα αληθινά αίτια, που οδηγούνε μοιραία τους λαούς σ’ έναν παγκόσμιο αλληλοσπαραγμό;
«Το Βιβλίο το έγραψε ο Δάσκαλος εξορισμένος στη Σαντορίνη, στις παραμονές του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, στα 1938. Είναι τόσο ζωντανό κι αληθινό, που νομίζει κανείς πως ο «πόλεμος που έρχεται», δεν είναι ο χτεσινός που ήρθε, παρά ο αυριανός που ετοιμάζεται να ‘ρθει», γράφει ο Κώστας Βάρναλης στον πρόλογο της έκδοσης του 1956 (εκδόσεις Φλόγα).
Δ. ΓΛΗΝΟΥ: «Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ»
1. «Οι μονόλογοι του ερημίτη της Σαντορίνης»
«Το Βιβλίο το έγραψε ο Δάσκαλος εξορισμένος στη Σαντορίνη, στις παραμονές του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, στα 1938. Είναι τόσο ζωντανό κι αληθινό, που νομίζει κανείς πως ο «πόλεμος που έρχεται», δεν είναι ο χτεσινός που ήρθε, παρά ο αυριανός που ετοιμάζεται να ‘ρθει», γράφει ο Κώστας Βάρναλης στον πρόλογο της έκδοσης του 1956 (εκδόσεις Φλόγα).
Α` μέρος.
ΤΟ ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ
Ο πόλεμος που έρχεται
Το χρέος του σημερινού ανθρώπου να καθορίσει τις ιδέες του για τον πόλεμο.
Όλη η γη στέκεται τούτη τη στιγμή σε μια προσδοκία γεμάτη αγωνία και φρίκη. Ο αγέρας βουίζει από μια φοβέρα, όπως όταν έρχεται από μακριά ένας σίφουνας, ένα μαύρο μπουρίνι και έχει σκοτεινιάσει ο ουρανός και όλα τα πλάσματα της γης ανατριχιάζουν και δεν ξέρουνε που να κρυφτούν. Έρχεται ο πόλεμος!
Κάθε πρωί, κάθε μεσημέρι, κάθε βράδυ από τα τυπογραφικά πιεστήρια, από τα τηλεγραφικά σύρματα, από τα κύματα του αιθέρα, σκορπίζεται στους λαούς το φριχτό μήνυμα: Έρχεται ο πόλεμος!
Και συνάμα από τα ίδια πιεστήρια με τις εφημερίδες, τα περιοδικά, τα βιβλία, αναμετριέται η συμφορά που πλακώνει, δείχνονται και αναριθμούνται τα τρομερά όπλα, της καταστροφής, οι κατακλυσμοί του πυρωμένου σίδερου και της φωτιάς, που πρόκειται να εξοντώσουν εκατομμύρια ανθρώπους, που είναι τούτη τη στιγμή ζωντανοί και γεροί και αγαπούν τη ζωή και οι περισσότεροι – τί λέω; όλοι και οι πιο δυστυχισμένοι, δε θέλουν να τη χάσουν. Παλληκάρια απάνω στον ανθό της νιότης, μα και άντρες και γέροι και νέες κοπέλες και γυναίκες και παιδιά και μωρά στις κούνιες τους ακόμη, σημαδεύονται από φριχτό θάνατο με ατσάλι, με μολύβι καυτό, με φωτιά, με αέρια αποπνιχτικά, που καίνε το πετσί ως το κόκκαλο. Πολιτείες που σήμερα ξεχειλίζουν από ζωή, κίνηση, χαρά και ομορφιά, ιδρύματα επιστημονικά, πανεπιστήμια, εργαστήρια, βιβλιοθήκες, θέατρα, μουσεία, μνημεία καλλιτεχνικά, όλα τα έργα του δημιουργικού ανθρώπινου μόχτου πρόκειται να γίνουνε μαύρα χαλάσματα και στάχτη. Η πείνα, η δίψα, το ξεσπίτωμα, η προσφυγιά, το κρύο, η αρρώστια, η ορφάνια, η εξαθλίωση, όλη η μαύρη και φριχτή συνοδεία του πολέμου, ακολουθεί ξοπίσω.
Οι λαοί βλέπουνε κι’ ακούνε τι γίνεται στις χώρες όπου σήμερα ο πόλεμος λυσσομανά, όπως στην Ισπανία και την Κίνα και ξέρουν πως η ίδια και χειρότερη τους περιμένει τύχη. Και όμως από την άλλη μεριά καυχιούνται μεγαλόφωνα και μεγαλόστομα και περήφανα οι οδηγοί των λαών για τα όργανα της καταστροφής, που έχουν ετοιμάσει, αναδαυλίζουν τα πάθη, τους εθνικούς εγωισμούς, τις εθνικές περηφάνιες, τα εθνικά μίση και τις καταχτητικές ορμές, εξυμνώντας συνάμα υποκριτικά την ειρήνη, που στ’ όνομά της και για χάρη της τάχα ετοιμάζουν το φριχτό μακελειό.
Και αναρωτιούνται οι λαοί, γιατί τους μέλλεται η σκοτεινή τούτη μοίρα; Γιατί δεν εχόρτασεν η γη με τα δέκα εκατομμύρια νεκρούς, που κατάπιε πριν λίγα χρόνια ακόμη; Και αναρωτιούνται ακόμη τα είκοσι εκατομμύρια οι πληγωμένοι, οι στραβοί, οι κουλοχέριδες, οι σακάτηδες του μεγάλου μακελιού, που εδώ και είκοσι χρόνια σέρνουνε το μαρτύριό τους απάνω στη γη, γιατί έγιναν τόσες θυσίες; Και αναρωτιούνται κείνοι που έμειναν χρόνια και χρόνια μέσα στη ματωμένη λάσπη, χωμένοι βαθιά στη γη, ζωντανοί νεκροί με την ψείρα, τη βρώμα, την αποχτήνωση και την αγωνία του θανάτου, γιατί έγιναν όλες εκείνες οι θυσίες;
Και αναρωτιούνται οι χήρες και τα ορφανά και οι έρμες μαννάδες και αδελφές, γιατί έδωκαν τον αγαπημένο τους στον αχόρταγο μακελάρη; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Γιατί έγιναν καπνός όλα τα όνειρα για την ειρήνη; Και γιατί όλοι οι λόγοι οι παρορμητικοί και παρηγορητικοί, πως η θυσία εκείνη γινόταν για να ζήσουν ευτυχισμένα και ειρηνικά τα παιδιά των αδικοθανατωμένων, εδείχτηκαν μάταιη φλυαρία; Ποιοί θα δώσουν απάντηση σε τούτα τα ερωτηματικά; Οι φιλόσοφοι, οι κοινωνιολόγοι, οι πολιτικοί αρχηγοί, οι δημοσιογράφοι ή οι πολιτικοί;
Οι εκπρόσωποι των λαών, οι πνευματικοί οδηγοί τους, οι πολιτικοί ηγέτες τους νιώθουν την ανάγκη να μιλήσουν, να εξηγήσουν, να δικαιολογήσουν αυτό που πρόκειται να γίνει. Μα τα λόγια τους, οι δικαιολογίες τους, οι εξηγήσεις τους υπαγορεύονται από χίλιους κρυφούς υπολογισμούς και από σκοτεινά συμφέροντα και προθέσεις.
- Οι λαοί, όμως, έμαθαν άραγε να είναι δύσπιστοι; Οι λαοί πρέπει να κατανοήσουν. Η σωτηρία, αν υπάρχει, βρίσκεται στο να νιώσουν καλά οι λαοί τα αληθινά αίτια της απαίσιας συμφοράς που πρόκειται πάλι να ξεσπάσει. Η σοβαρότερη ελπίδα βρίσκεται στη συνείδηση των μεγάλων λαϊκών ομάδων, αν ξυπνήσουνε, αν κατανοήσουν και αν αποφασίσουν να ενεργήσουν σκόπιμα.
Γι’ αυτό έχει χρέος ο καθένας σήμερα, να βάλει όλη του τη δύναμη για να εξακριβώσει τ’ αληθινά αίτια του νέου παγκόσμιου πολέμου, που ετοιμάζεται. Έχει χρέος ο καθένας και περισσότερο απ’ όλους οι πρωτοπόροι καθοδηγητές των λαϊκών μαζών, να νιώσουν βαθιά τις αιτίες και να τις συνειδητοποιήσουν στον εαυτό τους και στους άλλους. Γιατί απ’ αυτή την συνειδητοποίηση μπορεί ίσως να πηγάσει μια μέρα η ριζική εκείνη αλλαγή, που μπορεί να σταματήσει για πάντα ετούτο το κακό.
Ας επιχειρήσουμε λοιπόν και εμείς να κάνουμε το χρέος μας.
Ποια είναι τα αληθινά αίτια, που οδηγούνε μοιραία τους λαούς σ’ έναν παγκόσμιο αλληλοσπαραγμό;
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δίνεται με τρόπους πολλούς. Μα είναι τέτοια η σύγχυση που κυριαρχεί, είναι τέτοιο ακόμη το σκοτάδι που βασιλεύει στη σκέψη και κείνων ακόμη, που με κάποια ειλικρίνεια και με αγανάχτηση και πόνο προσπαθούν ν’ απαντήσουν σ’ αυτό, όπου πραγματικά η μεγάλη μάζα των λαών, αυτοί οι μελλοθάνατοι, που λαχταρούν μια καθοδήγηση και μιαν ελπίδα, δε βλέπουνε πουθενά φως.
Ας προσπαθήσουμε στη σύγχυση αυτή να βάλουμε κάποια τάξη, να επισκοπήσουμε τις τυπικότερες αιτιολογίες για τον πόλεμο που έρχεται, τις σκόπιμες αοριστολογίες, τις υστερόβουλες εξηγήσεις, τα παραπλανητικά συνθήματα και μερικές από τις σπουδαιοφανείς ερμηνείες, που προσφέρουν στους λαούς των οι σημερινοί αρχηγοί τους, θεληματικοί ή άθελοι παραπλανητές.
Η άποψη του «παραλογισμού».
Έχω μπροστά μου έν’ άρθρο γραμμένο σε σοβαρή αριστερή γαλλική εφημερίδα, το «Εβρ», στις 6 του Σεπτέμβρη του 1938 από το ντόχτορα Τουλούζ, με τον τίτλο «φαντάσματα του πολέμου». Ο ντόχτορας Τουλούζ, είναι ένας ψυχίατρος φημισμένος αρκετά στον κλάδο του, έχει γράψει αρκετά βιβλία στην ειδικότητά του, έχει διευθύνει επιστημονικές βιβλιοθήκες, έχει κοινωνιολογικές ροπές και είν’ ένας από τους αριστερούς διανοούμενους της σημερινής Γαλλίας με ανθρωπιστική διάθεση έντονη. Τον παίρνω λοιπόν για τυπικό αντιπρόσωπο από μια κατηγορίαν ανθρώπους, που θέλουνε να κάμουνε στις κρίσιμες ετούτες στιγμές της ανθρωπότητας το χρέος τους απέναντι στο λαό τους και να τον διαφωτίσουνε για τα τραγικά προβλήματα, που απασχολούνε και απειλούνε τη ζωή του. Ανάλογα μ’ αυτόν θα στοχάζουνται, χωρίς άλλο, πολλοί άλλοι. Τι λέει λοιπόν ο Τουλούζ για τον πόλεμο που έρχεται;
Οι αιτίες που πρόκειται να οδηγήσουνε τους ανθρώπους στην αλληλοσφαγή είναι ολότελα φανταστικές, καθαρά «φαντάσματα». Χωρίς κανέναν αντικειμενικό λόγο οι σημερινοί άνθρωποι αντίς να χαίρονται τη ζωή και να δημιουργούν, «ζούνε κλεισμένοι μέσα σε φρούρια, απ’ όπου αλληλοβρίζονται και αλληλοερεθίζονται, ως την ημέρα όπου ένα τυχαίο περισταστικό, εκείνο που όλοι με φρίκη αναλογίζονται, θα τους επιβληθεί». Και το χειρότερο είνε, πως οι διαφορές, που θα χρησιμέψουνε για πρόφαση, «δεν έχουνε καμιά πραγματικήν υπόσταση». Οι διάφορες «ιδεολογίες» (εθνικοσοσιαλισμός, φασισμός, μπολσεβικισμός) δεν έχουνε κανένα νόημα. Πού βρίσκεται λοιπόν μέσα σ’ αυτές τις νοοτροπίες, «ο ρεαλισμός, που τόσο εξυμνούν οι μεγάλοι λαοπλάνοι, του σημερινού καιρού;». «Το ελατήριο, που ρίχνει τυφλές τις μάζες καταπάνω σε άλλες μάζες ανθρώπινες, είναι μια μυστικόπαθη πίστη, που τους έχουν επιβάλει και που δεν έχει καμιάν αντικειμενική βάση».
«Οι συντελεστές που καθορίζουν τη στάση αυτή των ανθρώπων είναι καθαρά φανταστικοί, χωρίς αντικειμενικότητα, ένα απαίσιο παιχνίδι από συναισθηματικές αντιδράσεις που θα μπορούσε να πάψει, αν ένας ξεϋπνωτιστής φυσούσε απάνω στα κλεισμένα βλέφαρα προστάζοντας: «Ξυπνήστε, δεν τρέχει τίποτα!». «Θα μπορούσε κανείς να διώξει αυτούς τους φοβερούς βραχνάδες, με ένα ξαναγύρισμα στο λογικό». «Ένα ξαφνικό φως θα έδειχνε στους ταλαιπωρημένους, εξαντλημένους λαούς, πως αυτές οι μοιραίες αλληλοσφαγές είναι τόσο λίγο ριζωμένες στη λογική της πραγματικότητας, όσο και ένας τυχαίος βραχνάς»».
Έτσι λοιπόν έχουμε διατυπωμένη εδώ τη θεωρία του «παραλογισμού» του πολέμου. Ο πόλεμος, σύμφωνα με τούτη την αντίληψη, είναι κάτι παράλογο, που δεν έχει καμιά πραγματική αιτία. Πηγάζει από φανταστικά ολωσδιόλου αίτια, που επιτήδειοι αρχηγοί, λαοπλάνοι, καρφώνουν στην ψυχή των λαών, δημιουργώντας μιαν ομαδική υποβολή, ένα μυστικισμό, που φέρνει τους λαούς στην αλληλοσφαγή και τον όλεθρο. Και όχι μόνο ο πόλεμος που έρχεται, παρά και όλοι οι πόλεμοι του περασμένου καιρού, δημιουργήθηκαν από τέτοια φαντάσματα, πότε με περιεχόμενο τη θρησκεία, πότε μ’ άλλα παρόμοια. Βέβαια, πίσω απ’ αυτά τα φαντάσματα, κρύβονται και κάποια συμφέροντα, κάποιοι υπολογισμοί εκείνων που οδηγούνε τις μάζες στη σφαγή, αυτά όμως δεν είναι οι πραγματικές αιτίες, αφού αρκεί ένας ξεϋπνωτιστής να διώξει τα φαντάσματα και τότε πόλεμος δε θα γίνει. Το παράξενο είναι, πως αυτός ο ξεϋπνωτιστής δε βρέθηκε ποτέ ως τώρα.
Πώς δε σταμάτησε κανένας πόλεμος με τέτοιαν απλή διαφωτιστική ενέργεια; Αυτό το ερώτημα θέτει στον εαυτό του και ο ντόχτορας Τουλούζ, αν και ο ίδιος θα μπορούσε να παίξει πολύ καλά το ρόλο του ξεϋπνωτιστή, που είναι και στην ψυχιατρική του ειδικότητα. Και το πιο παράξενο είναι ακόμη, πώς ένας επιστήμονας που δε θα παραδεχόταν ούτε για το πιο απλό φαινόμενο του φυσικού κόσμου πως μπορεί να παράγεται χωρίς αιτίες, που να έχουνε την πηγή τους στην πραγματικότητα, δέχεται με τόσην ευκολία, πως ένα από τα πιο σύνθετα, τα πιο πολύπλοκα, τα πιο δυναμικά και φοβερά και τεράστια στ’ αποτελέσματά τους κοινωνικά φαινόμενα, όπως είναι ο πόλεμος, μπορεί να πηγάζει από φανταστικά και ανυπόστατα στην πραγματικότητα αίτια.
Η θεωρία αυτή, μια επιστημονικοφανή μορφή του ιδεαλισμού, που τη στηρίζει ίσως ο ντόχτορας Τουλούζ στην «ομαδική υποβολή», είναι φανερό πως δεν προσφέρνει στον άνθρωπο καμιά πραγματική εξήγηση, ούτε τόνε βοηθάει στο ελάχιστο, στο να κατανοήσει τις πραγματικές αιτίες του πολέμου και να τον οδηγήσει στην υπερνίκηση, στην κυριάρχησή τους. Είναι μια θεωρία άχρηστη, άρα ψεύτικη και λανθασμένη. Συγχέει τα σύμβολα, τα συνθήματα, τις ιδεολογίες με τις πραγματικές αιτίες. Και ούτε καν εξηγεί αυτά τα σύμβολα, τα συνθήματα, τις ιδεολογίες. Γιατί κι αυτές έχουνε τη ρίζα τους, την πηγή τους, τα ψυχικά και κοινωνικά αίτια της δημιουργίας τους. Γι’ αυτό και παραλλάζουν κατά τις εποχές. Σήμερα δε θα μπορούσες να κινήσεις τους λαούς σε πόλεμο με θρησκευτικά συνθήματα. Γιατί αυτό; Γιατί η μορφή της ιδεολογίας, που γίνεται όπλο μαχητικό, έχει σχέση απόλυτη, είναι συνάρτηση στους πραγματικούς παράγοντες, που δημιουργούνε τον πόλεμο ανάμεσα σ’ ορισμένες κοινωνίες.
Η θεωρία αυτή είναι μια άρνηση της επιστήμης και είναι πολύ παράξενο να διατυπώνεται από επιστήμονες που καλλιεργούν τις θετικές επιστήμες και δεν αποδείχνουν τίποτα άλλο παρά πως στις κοινωνιολογικές επιστήμες βασιλεύει ακόμα τόση αυθαιρεσία, όση βασίλευε και στις φυσικές πριν να επικρατήσει σ’ αυτές ο νόμος της φυσικής αιτιότητας, αντιστοιχούν δηλαδή σε μια πρωτόγονη διανόηση.
Η άποψη της ιστορικής προσωποκρατίας.
Ας προχωρήσουμε λοιπόν σε άλλη θεωρία, σε άλλη βαριατσιόνα απάνω στο ίδιο θέμα. Ξεκινάω και δω από ένα τυπικό παράδειγμα. Έχω μπροστά μου ένα άρθρο του Γουλιέλμου Φερέρο, δημοσιευμένο στο «Ελεύθερο Βήμα» στις 7 του Σεπτέμβρη 1938 με τον τίτλο «Οπού ο φόβος του πολέμου δημιουργεί κίνδυνον πολέμου». Ο Γουλιέλμος Φερέρο έχει αμεσότερη σχέση με το πρόβλημα που εξετάζει. Τόνε θεωρούνε σήμερα για μεγάλο ιστορικό και κοινωνιολόγο. Είναι Ιταλός, καθηγητής, εξόριστος από την Ιταλία, αντιφασίστας, φιλελεύθερος, οχτρός του Μουσολίνι.
Χρόνια τώρα πολλά, οι εφημερίδες και τα περιοδικά είναι γεμάτα από τα άρθρα του και τις μελέτες του. Περνάει για αυθεντία στα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα του καιρού μας. Η γνώμη του πρέπει να έχει αρκετή βαρύτητα. Αυτός λοιπόν λέει, πως πόλεμος θα γίνει, γιατί τόν φοβούνται αυτοί πού κυβερνάνε τις δημοκρατίες και το φόβο τους αυτό τον αφήνουν να φαίνεται περισσότερο απ’ ότι πρέπει και απ’ αυτό οφελούνται εκείνοι που κυβερνάνε τα απολυταρχικά και ολοκληρωτικά κράτη, όπως τα λένε σήμερα. Κι εκβιάζουν με τον τρόπον αυτόν ολοένα και περισσότερο τους άλλους, έτσι, που κάποια ημέρα, απάνω στο παιχνίδι αυτό του εκβιασμού, από κάποιο τυχαίο περιστατικό, θα ξεσπάσει ο πόλεμος. Ενώ αν οι κυβερνήτες των δημοκρατιών δε δείχνουνε, πως φοβούνται τον πόλεμο, οι άλλοι θα πάψουν να εκβιάζουν και πόλεμος δε θα γίνει. Είναι λοιπόν ζήτημα κακού χειρισμού από τους πολιτικούς άντρες.
«Αυτή η αλλόκοτος κατάστασις αποδεικνύει άπαξ έτι, ότι δε θα είναι δυνατόν να αποκατασταθή η τάξις εις την Ευρώπην και να εξασφαλισθή σταθερά ισορροπία ειρήνης, χωρίς βαθείας μεταρρυθμίσεις των μεθόδων και του πνεύματος των κυβερνήσεων, αι όποιαι άρχουν της παλαιάς ηπείρου. Ο τρόπος, με τον οποίον κυβερνάται η Ευρώπη από το 1919, τόσον εις τα ολοκληρωτικά όσον και εις τα μη ολοκληρωτικά κράτη, μας έφερεν εις μίαν τόσον παράξενον και κινδυνώδη κατάστασιν. Εφ’ όσον η Ευρώπη δεν κυβερνάται με κάπως περισσοτέρα λογικήν και σοβαρότητα, ο πόλεμος θα καθίσταται ολονέν πιθανότερος, παρά το γεγονός, ότι ουδείς λαός και ουδεμία κυβέρνησις τον θέλει διότι όλοι τον φοβούνται». Θ’ αρκούσε λοιπόν «κάπως περισσότερη λογική», κάπως «περισσότερη σοβαρότητα» στους πολιτικούς άντρες, για να μη γίνει πόλεμος.
Μα τότε θα ρωτούσε κανείς με απορία, πώς γίνεται να λείπουν αυτές οι τόσο απλές, οι τόσο στοιχειακές ικανότητες, η λογική και η σοβαρότητα, από τους άντρες, που βέβαια εξαιρετικές προσωπικές ικανότητες τους φέρνουν επικεφαλής των λαών;
Μα ή αντίληψη αυτή του Ferrero είνε μια μορφή από μία γενικότερη θεωρία, που θα τη βρει κανείς με πολλούς τρόπους διατυπωμένη από ιστορικούς, φιλοσόφους, κοινωνιολόγους και από τους ίδιους τους πολιτικούς. Κατά τη θεωρία αυτή, η πορεία που παρουσιάζουν τα γενικότατα και τα πιο σύνθετα κοινωνικά φαινόμενα, τα πολιτικά και ιστορικά γεγονότα, όπως είνε ο πόλεμος, η ειρήνη, η οργάνωση και η κατεύθυνση της ομαδικής ζωής, αυτό που με μια λέξη ονομάζουμε διακυβέρνηση των λαών, είνε εξαρτημένη και καθορίζεται τελειωτικά από την πνευματική και ηθική ποιότητα, από τις αρετές και τα ελαττώματα των αντρών που κυβερνάνε τους λαούς, είτε βασιλιάδες είναι αυτοί, είτε μεγάλοι πολιτικοί και στρατιωτικοί αρχηγοί. Τα πρόσωπα που κυβερνούν, δημιουργούνε την Ιστορία. Και δεν πρόκειται πια για μόνους τους «ήρωες», τις μεγαλοφυείς, τους μεγάλους άντρες, τους εξαιρετικούς αρχηγούς, έναν Μέγα Αλέξανδρο, έναν Καίσαρα, ένανΜοχάμετ, έναν Κάρολο Μεγάλο, έναν Τσέγγις-Χαν, έναν Ταμερλάνο, έναν Λουδοβίκο ΙΔ’, έναν Ναπολέοντα, πρόκειται γενικά για όλους τους κυβερνήτες. Και η θεωρία αυτή στον καιρό μας, που παρουσιάζουνται και ενεργούν εξαιρετικές προσωπικότητες, όπως ο Λένιν, ο Στάλιν, ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι, ο Κεμάλ Αταττούρκ, πάει να βρει μια καινούρια δικαίωση και να πιστοποιηθεί σα νόμος ιστορικός.
Τη θεωρία αυτή δεν είναι τώρα η στιγμή να τη συζητήσουμε και να την ελέγξουμε σ’ όλη της την έχταση και να ιδούμε πόσο είναι αληθινή και κατά πόσο είναι μονόπλευρη. Ας τη δεχτούμε μάλιστα για μια στιγμή σα βάσιμη πέρα για πέρα, για να εχτιμήσουμε τα πορίσματά της.
Σύμφωνα με την αντίληψη τούτη, ο έσχατος λόγος των ιστορικών γεγονότων είναι η θέληση των κυβερνητών. Κατά τη γνώμη του Φερρέρο λοιπόν, σήμερα τον πόλεμο λοιπόν όλοι τον φοβούνται, άρα δεν τον θέλουνε. Και όμως πόλεμος μπορεί να γίνει, γιατί θα λείψει λίγη λογική και σοβαρότητα από τους κυβερνήτες. Έτσι ένα τεράστιο και τρομαχτικό ιστορικό σύμβαμα, όπου συγκεντρώνει όλη τη δυναμικότητα των λαών και έχει απέραντα επακόλουθα γι’ αυτούς, θα γίνει, χωρίς κανένας κυβερνήτης να το θέλει. Άρα η θέληση των κυβερνητών δεν είνε ο έσχατος λόγος των ιστορικών γεγονότων. Να λοιπόν η θεωρία με μιας αναποδογυρισμένη. Μα και αν υποθέσουμε πως οι μισοί κυβερνήτες τον θέλουνε και οι άλλοι δεν τον θέλουν, ο πόλεμος θα γίνει (αν γίνει) ενάντια στη θέληση των μισών κυβερνητών και το συμπέρασμα είνε το ίδιο.
Η μονομέρεια της θεωρίας αυτής, η λανθασμένη βάση της είναι ολοφάνερη. Γιατί, για να είνε σωστή η αντίληψη του Φερέρο, πρέπει να δεχτούμε ή ομαδική κι εξακολουθητική πλάνη ή πως οι κυβερνήτες είναι στερημένοι από μερικές από τις πιο βασικές ιδιότητες που πρέπει να έχει κάθε διαχειριστής σπουδαίου έργου, όπως είναι η λογική και η σοβαρότητα. Και πώς μπορεί να συμβιβαστεί μια τέτοια έλλειψη με την ανάδειξη των αντρών αυτών στην ηγεσία της τάξης που εκπροσωπούν, ανάμεσα στα εκατομμύρια τους ομοεθνείς τους, στις ανώτατες κορυφές της πολιτείας, αφού δεν πρόκειται καν για κληρονομικούς κυβερνήτες; Ο Φερέρο έχει άδικο. Μ’ όλη την έλλειψη λογικής και σοβαρότητας ο πόλεμος δεν έγινε το Σεπτέμβρη του 1938, γιατί δεν τον θέλησαν οι κυβερνήτες και μάλιστα ο Τσάμπερλαιν και ο Νταλαντιέ. Και αυτοί πάλι δεν τον θέλησαν, γιατί δεν τον ήθελαν οι κοινωνικές τάξεις που κυβερνούν σήμερα στην Αγγλία και στη Γαλλία.
- Οι κυβερνήτες βρίσκονται κει που βρίσκονται, γιατί κάποια ομαδική θέληση τους στηρίζει και η ομαδική αυτή θέληση αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης ή της κυρίαρχης μερίδας του λαού. Η θέληση των κυβερνητών, παρ’ όλες τις δυναμικές διαφορές που μπορεί να παρουσιάζει, είναι πάντα στην κατεύθυσή της ή συνισταμένη των ομαδικών συμφερόντων, που εκπροσωπούν. Κατά βάση καμιά ενέργεια των κυβερνητών δεν μπορεί να πηγαίνει ενάντια σε τούτα τα συμφέροντα. Και η επιλογή, που γίνεται ανάμεσα σε κείνους που αναλαβαίνουν να εκπροσωπήσουν τα συμφέροντα τούτα, έχει πάντα για αποτέλεσμα να φέρει στην επιφάνεια τους πιο ικανούς. Ένα λοιπόν τεράστιο φαινόμενο σαν τον πόλεμο, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα πλάνης, κακής θέλησης, έλλειψης λογικής και σοβαρότητας, παρά πάντα το αποτέλεσμα από μιαν ανάγκην ακατανίκητη.
Και αν η θεωρία τούτη είχε μια κάποια φαινομενική βάση στις κληρονομικές μοναρχίες -που και τότες ακόμη ήταν ουσιαστικά λανθασμένη- είναι ολότελα αστήριχτη για τις δημοκρατίες ή τα επαναστατικά καθεστώτα, όπου οι νόμοι της επιλογής των πολιτικών αντρών λειτουργούν ανεμπόδιστα και όπου οι κοινωνικές τάξεις που άρχουν ή καταχτούν την εξουσία, έχουν πάντα επικεφαλής τους τους καλύτερους αρχηγούς που μπορούν ν’ αναδείξουν.
Στην ίδια άποψη, αν κι έχει κάποια γενικότερη βάση, μπορούμε να κατατάξουμε και την απόφαση που πήρε ή γενική σύναξη «της Μεγάλης ανατολής της Γαλλίας» ετούτες τις ήμερες (τέλη του Σεπτέμβρη του 1938), μπροστά στον κίνδυνο του νέου παγκόσμιου πολέμου, που από στιγμή σε στιγμή μπορούσε να ξεσπάσει.
Η Μεγάλη ανατολή της Γαλλίας είναι η περίφημη μασονική στοά, που έχει πίσω της μια μακρόχρονη Ιστορία και έχει εξασκήσει μια τεράστια επιρροή στην Ιστορική εξέλιξη της Γαλλίας από το 18ον αιώνα και δώθε. Αυτή συγκέντρωσε από τότες τα επαναστατικά αστικά και μικροαστικά στοιχεία, και μπορεί να πει κανείς, πως βρίσκεται πίσω απ’ όλα τα μεγάλα γεγονότα της γαλλικής Ιστορίας από τη γαλλικήν Επανάσταση ίσαμε τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο του 1914. Έχει σημασία λοιπόν η απόφαση τούτη, γιατί και σήμερα αντιπροσωπεύει η μασονική στοά ένα μεγάλο μέρος από την τάξη πού κυβερνάει τη Γαλλία. Τι λέει λοιπόν τούτη η απόφαση;
«Η σύναξη της Μεγάλης ανατολής της Γαλλίας, κρίνει περιττό να υπενθυμίσει στους δημοκρατικούς, πως ένας πόλεμος, προπάντων επειδής εγκαθιδρύει την κατάσταση πολιορκίας κ’ εξαφανίζει όλες τις ελευθερίες και καταστρέφει συστηματικά τις χώρες που πολεμούν, θα ισοδυναμούσε με μια σχεδόν ολική οπισθοδρόμηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού… Γνωρίζοντας την αγωνία, που πιέζει όλους τους ανθρώπους μπροστά στους κιντύνους -του γενικού πολέμου, βεβαιώνει πώς ο πόλεμος δε λύνει κανένα πρόβλημα και καμιά Ιδεολογία δε θα μπορούσε να τόνε δικαιολογήσει… Η σύναξη διακηρύττει επίσημα, πώς ο πόλεμος δεν είναι μοιραίος, γιατί η ειρήνη μπορεί να φυλαχτεί, αν ενωθούν όλες οι καλές θέλησες. Πως η συνεννόηση απάνω στα σημερινά προβλήματα, πρέπει να φτάσει σε μιαν ειρήνη εξακολουθητική βασισμένη στον ταυτόχρονο, προοδευτικό και επιτηρημένο αφοπλισμό. Πως το δικαίωμα των λαών να διαθέτουνε ελεύτερα τον εαυτό τους και να έχουνε την κυβέρνηση της εκλογής τους κι από την άλλη μεριά το δικαίωμα να προστατεύουνται οι μειονότητες αποτελεσματικά απέναντι σε κάθε καταπίεση από την πλειονότητα, πρέπει να είναι η βάση σ’ αυτή τη συνεννόηση, που ακόμη πρέπει να εξετάσει και το πρόβλημα για τις αποικίες και για τις πρώτες ύλες. Η σύναξη καταγγέλλει εξάλλου την υποκρισία πού κρύβει η πρόταση για «εξανθρωπισμό του πολέμου». Ο πόλεμος είναι πάντα ένα κακούργημα απέναντι στην ανθρωπότητα και αν ακόμη διαλέγει τα θύματά του από τους επιστρατευμένους. Το να δεχτείς την Ιδέα του πολέμου σημαίνει να παραδεχτείς χωρίς άλλο, πως θα είναι καθολικός και δε θα τον ξεφύγει κανένας.Πιστή στη μασονική θεωρία για την αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους και τους λαούς, η σύναξη διαδηλώνει πως είναι αντίθετη σε κάθε πολιτική, που έχει για αποτέλεσμα να διαμορφώνονται αντίπαλοι συνασπισμοί εθνών».
Αυτό το ντοκουμέντο είναι σημαντικό και συνάμα πολύ χαρακτηριστικό. Αναγνωρίζει, πως μια συνεννόηση ανάμεσα στα κράτη, που θα έχει γι’ αποτέλεσμα μιαν εξακολουθητική ειρήνη, πρέπει να στηριχτεί απάνω στην αναγνώριση της ανεξαρτησίας για κάθε λαό, στο σεβασμό για τα δικαιώματα της κάθε μειονότητας, στο μοίρασμα των αποικιών και των πρώτων υλών, πάει να πει, που αναγνωρίζει, πως βασικές αιτίες του πολέμου είναι οικονομικά συμφέροντα και η τάση για να υποδουλωθούν άλλοι λαοί και να γίνουν θύματα.στην εκμετάλλευση.
Κάνει όμως τρία βασικά σφάλματα: Πρώτα – πρώτα εξαιρεί τους αποικιακούς λαούς, τους λαούς πού κατοικούνε στην Αφρική και την Ασία και απαρτίζουν τα καπιταλιστικά ιμπέρια, από το «δικαίωμα για την αυτοδιάθεση και την ανεξαρτησία» αναγνωρίζοντας έτσι, πως οι αβησσυνοί λ.χ. οι κινέζοι ή οι Ιντιάνοι μπορεί να μοιράζονται ανάμεσα στους εκμεταλλευτές κυρίαρχους.
Δεύτερο, όπως φαίνεται από τούτη δω την εξαίρεση, αναζητώντας τα οικονομικά αίτια πού προκαλούν τον πόλεμο, δεν πηγαίνει ως το βάθος το τελικό, για να βρει, πως η κύρια αιτία είναι το οικονομικό σύστημα, που στηρίζεται απάνω στην εκμετάλλευση και που έχει για αποτέλεσμα να μη γίνεται σεβαστή η ανεξαρτησία των λαών. Και γι’ αυτό το λόγο πέφτει τέλος στο τρίτο λάθος να εξαρτά αυτή τη συνεννόηση, άρα και την αποφυγή από τον πόλεμο και την επικράτηση της ειρήνης, από την «ένωση των καλών θελήσεων», όπου είναι μια αρλούμπα, μια φράση άδεια από κάθε νόημα.
- Γιατί ετούτη η καλή θέληση δεν μπορεί να υπάρξει όσο υπάρχουν συμφέροντα, που δεν είναι βολετό να ικανοποιηθούν μ’ άλλον τρόπο παρά μόνο με την εντατική και ολοένα πλατύτερη εκμετάλλευση της εργασίας άλλων ανθρώπων.
Η καλή θέληση σε τέτοια περίσταση δε σημαίνει τίποτ’ άλλο παρά συμφωνία ανάμεσα σε θεριά για τη μοιρασιά της λείας και τέτοια καλή θέληση δε βγαίνει παρά μόνο από το φόβο για τα νύχια και τα δόντια του αντίπαλου. Όπου θα πει πως ο πραγματικός αφοπλισμός είναι εντελώς αδύνατος. Ποια τίγρη θα δεχότανε να βγάλει τα νύχια της και τα δόντια της για να μοιραστεί «δίκαια» το σκοτωμένο αγρίμι, μ’ ένα λεοντάρι ή μ’ ένα λεόπαρδο; Γιατί αμέσως γεννιέται το ερώτημα: Πώς θα σκοτωνότανε τότες το αγρίμι; Ποιος θα κρατούσε τα τριακόσια εκατομμύρια τους Ιντιάνους υποδουλωμένα στους εγγλέζους; Και τα τετρακόσια εκατομμύρια τους κινέζους υποταγμένα στους ιάπωνες;
Ετούτο δείχνει ολοκάθαρα, πως αυτοί πού συντάξανε τη διακήρυξη, είναι από εκείνους, που βρίσκονται μέσα στο εκμεταλλευτικό οικονομικό σύστημα της κεφαλαιοκρατίας, πολιτικοί, στρατιωτικοί, υπάλληλοι, επιστήμονες και διανοούμενοι, που ζούνε από τη λειτουργία του και που σήμερα παίρνουνε τούτη την αρνητική θέση απέναντι στην πόλεμο, γιατί ο πόλεμος δε συμφέρει στο συγκρότημά τους, στη φραντσέζικη πλουτοκρατία. Γι’ αυτό βρήκανε τώρα και κοπανίζουν τη χωρίς νόημα φράση, πώς «ο πόλεμος δεν ξεδιαλύνει κανένα πρόβλημα». Πώς αυτό; Αφού ο πόλεμος έδωκε ως τώρα πάντα την τελική διαμόρφωση στις σχέσεις των λαών; Και να που μπροστά στα μάτια τους ο πόλεμος, η φοβέρα του πολέμου, που είναι το ίδιο, έλυσε με το μαχαίρι το πρόβλημα για τις γερμανικές και άλλες μειονότητες στην Τσεχοσλοβακία. ‘Η φαντάζουνται οι πονηροί αστοί, που κάμανε τη διακήρυξη τούτη, πως αν δεν ακουγόταν ο σιδερένιος βηματισμός των μηχανοκίνητων γερμανικών μεραρχιών ν’ αντηχεί στα σύνορα της Τσεχοσλοβακίας και της Γαλλίας, θα είχαν ανακαλύψει οι καλοί γάλλοι πατριώτες πως ήταν σωστό να ενωθούν οι αυστριακοί και οι σουδήτες γερμανοί με τη Γερμανία και οι πολωνοί και οι ούγγροι να πάρουνε από την Τσεχοσλοβακία τα κομμάτια που εθνολογικά τους ανήκουν; Γιατί δεν αναγνώριζαν τα δίκαια τούτα, όταν την αφοπλισμένη Γερμανία την κυβερνούσε η σοσιαλδημοκρατία; Και γιατί στα 1914 δεν έκαμαν οι κύριοι μασόνοι μια παρόμοια με τη σημερινή διακήρυξη; Bellum est ultima ratio.
Ούτε λοιπόν, εξήγηση για τον πόλεμο που έρχεται δίνει στους λαούς και η θεωρία τούτη τις προσωποκρατίας και της καλής θέλησης, ούτε τους διαφωτίζει σε τίποτα, ούτε καθοδηγεί την ενέργειά τους σε σκόπιμη δράση. Είνε άχρηστη θεωρία και αστήριχτη. Ένας πολιτικοκοινωνικός βερμπαλισμός. Η θεωρία τούτη της ιστορικής προσωποκρατίας έχει για μόνο αποτέλεσμα την άσκοπη επίκληση στην καλή θέληση, στη φωτεινή διάνοια, στη λογική των πολιτικών αντρών για ν’ αποφύγει ή ανθρωπότητα τον κίντυνο της αλληλοσφαγής. Δε δείχνει ποια είναι τα πραγματικά αιτία, που γεννούν τον πόλεμο και πώς μπορούνε τα αίτια αυτά να υπερνικηθούνε από τη συνειδητή δράση των ανθρώπων.
Η θεωρία της «ηθικής αντινομίας»
Γι’ αυτό άλλοι κοινωνιολόγοι και φιλόσοφοι στρέφονται προς κάτι βαθύτερο. Αναγνωρίζοντας πως ο πόλεμος είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, που δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε από την τύχη ούτε από την ομαδική υποβολή, ούτε από λάθη ή κακή θέληση προσώπων, αναζητάνε καθολικότερα και ουσιαστικότερα αίτια.
Ο πόλεμος, λένε, είναι κάτι κακό, το πιο μεγάλο κακό. Η ζωή του ανθρώπου είναι το υπέρτατο και πολυτιμότατο αγαθό. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να την αφαιρέσει από τον άλλον, κανείς δεν έχει το δικαίωμα ν’ αναγκάσει τον άλλον να θυσιάσει τη ζωή του. Η ηθική συνείδηση του ανθρώπου, που δημιούργησε το «ου φονεύσεις» σαν απεριόριστη ηθική επιταγή, σα «θεία εντολή» τόσους αιώνες τώρα, δεν μπορεί ν’ ανεχτεί την ομαδική θανάτωση ανθρώπων από ανθρώπους.
Η ηθική όμως αυτή συνείδηση, που ατομικά αποδοκιμάζει και καταδικάζει τον πόλεμο, δεν κατορθώνει να κυριαρχήσει, απάνω στην ομαδική ζωή. Και οι άνθρωποι που σαν άτομα ο καθένας τους σήμερα δε δέχεται να σκοτώσει το συνάνθρωπό του και να του αρπάξει τ’ αγαθά του με τη βία, σαν ομάδα, σαν κράτος, χρησιμοποιούνε τον πόλεμο για να λύσουνε τις διαφορές τους και να κανονίζουνε τα συμφέροντά τους, διαπράττοντας ομαδικά τα εγκλήματα, που ο καθένας ατομικά τ’ αποδοκιμάζει. Και μάλιστα την καθαγιάζουνε τη βία αυτή, τη θεωρούνε σαν υπέρτατο χρέος, την εξυμνούνε σαν ηρωισμό και την τιμούνε σαν πράξη αγαθή, σαν ευεργεσία στην ολότητα και της αφιερώνουνε μνημεία, τιμές και δόξες. Και αυτή ακόμα η θρησκεία, που δίνει τη θεία εντολή, το «ου φονεύσεις» και το «αγαπάτε αλλήλους» και το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν», ευλογάει με τους εκκλησιαστικούς της αντιπροσώπους τη βία τούτη και τα εθνικά όπλα, που είναι όργανά της και τιμάει τους φονιάδες και παρουσιάζει και το θεό ευλογητή και σύμμαχο τη βίας. Πώς μπορεί να εξηγηθεί ετούτη η αντινομία;
Η μόνη εξήγηση είναι να δεχτούμε πως ο άνθρωπος, ή από φυσικό του ή ξεπεσμένος ηθικά επάνω στη γη από την πρωταρχική ή υπερκόσμια αγαθότητα, είναι άγριος. Σπρωγμένος από τις υλικές ανάγκες και από τα πάθη του, είναι λύκος για τα συνάνθρωπο του.
«Υπάρχει πραγματικά στην καρδιά καθενός από μας ένα άγριο θεριό που δεν περιμένει παρά την ευκαιρία για να εξορμήσει γεμάτο από επιθυμία να κάμει το κακό στους άλλους και αν αυτοί του εμποδίσουνε το δρόμο να τους αναποδογυρίσει. Από δω προέρχεται όλη η ευχαρίστηση της πάλης και του πολέμου», είπε ο Σοπενχάουερ.
Μόνο η βία του νόμου συγκρατεί τον άνθρωπο και η καλλιέργεια της ηθικής του συνείδησης. Η καλλιέργεια όμως αυτή, είναι κάτι που γίνεται με φοβερή δυσκολία και άργητα. Στους αιώνες που πέρασαν ως τώρα μπορεί να έχει κάνει κάποια πρόοδο ως προς την ατομική ηθική συνείδηση, καθυστερεί όμως τρομαχτικά ως προς την ομαδική ηθική συνείδηση, ενώ από την άλλη μεριά ή καλλιέργεια και το ξετύλιγμα της διάνοιας κάτω από το σπρώξιμο των υλικών αναγκών, προχωρεί με βήματα γοργά και δίνει στον άνθρωπο την κυριαρχία απάνω στο φυσικό κόσμο, μα και τη δυνατότητα να πολλαπλασιάζει και να τελειοποιεί και να δυναμώνει στον υπέρτατο βαθμό τα μέσα της καταστροφής. Έχοντας λοιπόν στη διάθεσή του αυτά τα φοβερά μέσα της καταστροφής και σπρωγμένος από τις υλικές ανάγκες και τα πάθη του, καταπατεί τις επιταγές της ηθικής του συνείδησης, βρίσκει τρόπο να συμβιβάσει, να δικαιολογήσει την ομαδική βία και τη χρησιμοποιεί ενάντια στους συνανθρώπους του για να ικανοποιήσει τις υλικές του ανάγκες και τα πάθη του. Αυτή λοιπόν η διάσταση ανάμεσα στην ηθική ποιότητα του ομαδικού ανθρώπου και τη διανοητική του καλλιέργεια από τη μια μεριά, στην ατομική ηθική συνείδηση από την άλλη μεριά είναι η αιτία που εξακολουθούν οι άνθρωποι να αλληλοσκοτώνονται. Αυτά λέει ετούτη η θεωρία. Οι πιο απαισιόδοξοι δέχονται πως η διάσταση αυτή θα είναι παντοτεινή και ο άνθρωπος τουλάχιστο σαν ομάδα, επειδή δεν υποτάσσεται στον καταναγκασμό ενός πανανθρώπινου κρατικού νόμου, θα είναι πάντα θεριό για τις άλλες ομάδες, τους αλλοεθνείς, τους αλλόφυλους. Οι αισιοδοξότεροι όμως αντιπρόσωποι της θεωρίας τούτης, δέχονται πως μπορεί να υπάρξει θεραπεία του κακού. Και άμεση μάλιστα.
Ποιά θα ήτανε λοιπόν η θεραπεία;
Η καλλιέργεια και η τελείωση της ομαδικής ηθικής συνείδησης των ανθρώπων, έτσι που σαν οργανωμένες ομάδες, σαν έθνη, σαν κράτη, να μην ανέχονται τη βία και τον ξολοθρεμό των συνανθρώπων, να μη δέχονται να γίνουνε φονιάδες και να επιδιώκουνε με ειρηνικά μέσα να συμβιβάσουνε τις διαφορές τους για να ικανοποιούνε τις ανάγκες τους και να υπερνικούνε τα πάθη τους. Το να έρθει σε συστοιχία η ομαδική συνείδηση με την ατομική ηθική συνείδηση, θα λύσει το πρόβλημα του πολέμου.
Σύμφωνα μ’ αυτά, η καλλιέργεια της ομαδικής ηθικής συνείδησης είναι το υπέρτατο χρέος όλων εκείνων, που μπορούνε να επιδράσουνε με το λόγο, με τη σκέψη, με την πέννα τους και με το παράδειγμά τους απάνω στους ομοεθνείς τους, ή και γενικότερα απάνω σε όλους τους ανθρώπους. Και το πρώτο βήμα θα ήτανε ν’ αρνηθεί ο καθένας, σαν άτομο έστω, να γίνει φονιάς και άρπαγας. Ν’ αντιτάξει το υπέρτατο βέτο της ατομικής του συνείδησης στον καταναγκασμό τον ομαδικό, που τον οπλίζει το χέρι και τόνε σπρώχνει να γίνει φονιάς. Αν όλοι το έκαμαν αυτό, ο πόλεμος θα ήταν αδύνατος, γιατί δε θα βρισκότανε μαχητές.
Αυτή είναι η ηθική άποψη για τις αιτίες του πολέμου και για τον τρόπο που θα υπερνικηθούν.
Αυτή η άποψη παρουσιάζεται χωρίς άλλο με μεγαλύτερη πληρότητα και βαθύτητα απέναντι στις άλλες θεωρίες του «αναίτιου και παράλογου» και της «ιστορικής προσωποκρατίας», που εξετάσαμε παραπάνω. Απάνω σ’ αυτή την άποψη στηρίζονται προπάντων οι ιδεαλιστές «ειρηνόφιλοι», οι υπέρμαχοι «της ειρήνης με κάθε θυσία». Και γι’ αυτό ζητάνε από τους θρησκευτικούς αρχηγούς όλων των θρησκειών, από τους φιλόσοφους, τους ηθικολόγους, τους κοινωνιολόγους, τους λογοτέχνες, από τους πνευματικούς ηγέτες κάθε απόχρωσης και κάθε ιδεολογίας, να συνενώσουνε τις προσπάθειές τους για τον ηθικό διαφωτισμό της ανθρωπότητας πιστεύοντας, πώς μ’ αυτό το μέσο μπορούν να υπερνικηθούν τα άλλα αίτια, τα υλικά και κοινωνικά, που σπρώχνουνε τους ανθρώπους στην αλληλοσφαγή. Μα εδώ είναι και το αδύνατο σημείο της θεωρίας.
Για να πετύχει αυτό, που ζητάει ετούτη η θεωρία θα έπρεπε δυο πράγματα να είναι αληθινά: πρώτα – πρώτα, πως η ηθική συνείδηση είναι το πρωταρχικό καθοριστικό αίτιο στη διαγωγή των ανθρώπων και όχι επακόλουθο από τη διαμόρφωση ορισμένων αντικειμενικών όρων το επακόλουθο αυτό γίνεται βέβαια έπειτα από ένα σημείο και καθοριστικό αίτιο. Κι έπειτα θα έπρεπε να είναι βάσιμο το αίτημα πως η ομαδική ηθική συνείδηση των ανθρώπων μπορεί να διαμορφωθεί και να γίνει ενεργητική με τον ηθικό διαφωτισμό.
Δυο βαθιά και δύσκολα προβλήματα υψώνονται έτσι μπροστά μας και πρέπει έστω και σε γενικές γραμμές να τα εξετάσουμε για να εκτιμήσουμε τη βασιμότητα και την αποτελεσματικότητα της ηθικής θεωρίας για τα γενεσιουργά αίτια και τα θεραπευτικά μέσα του πολέμου.
Ας επιχειρήσουμε ν’ αναλύσουμε τα προβλήματα αυτά με τον πιο απλό τρόπο που μπορούμε, αφού εδώ δεν πρόκειται να κάνουμε ειδική φιλοσοφική ή επιστημονική διερεύνηση γι’ αυτά.
Από πού πηγάζει αυτό, που ονομάζουμε ηθική συνείδηση του ανθρώπου; Πώς διαμορφώνεται, πώς φτάνει στην εννοιακή σύλληψη του περιεχομένου της;
Οι θεωρίες εδώ είναι πολλές, μα μπορούμε να τις αναγάγουμε σε δυο βασικές: Στην ηθική ετερονομία και στην ηθική αυτονομία. Κατά την πρώτη, το περιεχόμενο της ηθικής συνείδησης δίνεται στον άνθρωπο απ’ έξω από την υπέρτατη ηθική δύναμη και βούληση, που διακυβερνάει τον κόσμο, από το θεό. Ο θεός ο ίδιος δίνει στο Μωυσή τον ηθικό δεκάλογο και ο Μωυσής τον φέρνει στους ανθρώπους. Ο ενανθρωπισμένος θεός ο ίδιος κηρύχνει στους ανθρώπους το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Έτσι η ηθική συνείδηση πηγάζει από μιαν άμεση αποκάλυψη, που δίνεται στον άνθρωπο έτοιμη «άνωθεν» με το στόμα των μεγάλων προφητών, σταλμένων από το θεό ή με το στόμα και τα έργα του ίδιου του Θεού. Αυτό όμως δεν αρκεί για να τη μεταβάλει σε πραγματικότητα; Τί χρειάζεται γι’ αυτό; Ο ηθικός διαφωτισμός; Γιατί, όμως, και ο λόγος των προφητών και ο λόγος του ίδιου του Θεού αποδείχτηκε ανίσχυρος χιλιάδες χρόνια τώρα;
Σύμφωνα πάλι με τη θεωρία της ηθικής αυτονομίας, η ηθική συνείδηση μπορεί να έχει δυο πηγές. `Η είναι έμφυτη στον άνθρωπο, βαλμένη σαν ιερή σπίθα μέσα του από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε απάνω στη γη κι έχει τις ρίζες της στο υπερφυσικό, στο μεταφυσικό στοιχείο, που βρίσκεται μέσα του και απαρτίζει το καθαυτό είναι του. Στο βαθύτατο είναι του ανθρώπου είναι ριζωμένος Ο ηθικός νόμος. «Πράττε έτσι, που οι βασικές αρχές, όπου κυβερνούν την ενέργειά σου, να μπορούν να είναι νόμος για όλη την ανθρωπότητα». Ο ηθικός αυτός νόμος έχει πάλι την απώτατη καταγωγή του το «θεό» ή το «υπερκόσμιο πνεύμα» ή την «παγκόσμια ηθική τάξη». Άρα στο τέλος – τέλος και τούτη η ηθική αυτονομία καταντάει ετερονομία και πάλι γεννιέται το ερώτημα, γιατί ο ηθικός αυτός νόμος εμποδίζεται να κυριαρχήσει και στην ομαδική ζωή; Η άλλη αντίληψη της ηθικής αυτονομίας παραδέχεται πως η ηθική συνείδηση διαμορφώνεται απάνω στη γη με το πέρασμα των αιώνων, την πάλη του ανθρώπου για την ύπαρξή του και για την βελτίωση των όρων της ζωής του. Είναι αποτέλεσμα από μια μακροχρόνια πείρα. Αυτό το τελευταίο πιστεύουν όσοι ακολουθούν το δρόμο του ηθικού εμπειρισμού.
Ο άνθρωπος, ζώντας και ενεργώντας αδιάκοπα μέσα στις συνθήκες της ζωής, που διαμορφώνονται από το φυσικό περίκοσμό του και την επίδραση του ανθρώπου απάνω σ’ αυτόν, αλλάζοντας αδιάκοπα με την επενέργειά του και το φυσικό περίκοσμο και τον ίδιο τον εαυτό του, συγκεντρώνει και αποταμιεύει την πείρα του, διορθώνει αδιάκοπα τη δράση του σύμφωνα με την πείρα αυτή και φτάνει σιγά – σιγά στην εννοιακή σύλληψη της πείρας του, που βγαίνει από ορισμένες συνθήκες της ζωής του.
Και ένα μέρος από την πείρα αυτήν, αυτό που αναφέρεται στη διαγωγή του απέναντι στους συνανθρώπους του, που αποξαρχής ζει μαζί τους σαν ομάδα, είναι αυτό που ονομάζεται ηθική συνείδηση του ανθρώπου.
Για να διαμορφωθεί λοιπόν μια ορισμένη ηθική συνείδηση χρειάζεται να προηγηθεί η διαμόρφωση ορισμένων αντικειμενικών συνθηκών της ομαδικής ζωής, που απ’ αυτή θα πηγάσει. Στην εργασία αυτή εκείνο που είναι πρωταρχικό είναι να υπάρξουν οι αντικειμενικές συνθήκες αυτής της ζωής. Η διαμόρφωση της ηθικής συνείδησης είναι το επακόλουθο.
Από τις θεωρίες λοιπόν, που προσπαθούν να εξηγήσουν την καταγωγή της ηθικής συνείδησης, εκείνες που δέχονται την πρωταρχικότητά της δεν μπορούν να εξηγήσουν ικανοποιητικά την αντινομία, που υπάρχει ανάμεσα στον ηθικό νόμο, το δοσμένο από το Θεό ή ριζωμένο στη μεταφυσική υπόσταση του ανθρώπου και στην πραγματική διαμόρφωση της ζωής του απάνω στη γη. Γι’ αυτό καταφεύγουν σε άλλες βοηθητικές εκδοχές για κάποιο ξεπεσμό του ανθρώπου από την πρωταρχική του τελειότητα. `Η λένε, όπως ο Πλάτωνας, πως κάθε ψυχή από κάποιο δικό της λάθος, ενώ πετούσε στον ουράνιο κόσμο των ψυχών και της αληθινής ουσίας, βάρυνε κ’ έπεσε πάνω στη γη, δέθηκε με την ύλη και τώρα χρειάζεται αγώνας μεγάλος και μακροχρόνιος για να ξανανέβει στο φως με τη βοήθεια του νου. ή πιστεύουν σ’ ένα «προπατορικό αμάρτημα», που έδιωξε τον άνθρωπο από τον ηθικό παράδεισο και μ’ όλη την εξαγορά της αμαρτίας αυτής από το θεάνθρωπο, χρειάζεται πάλι μεγάλος αγώνας για να εξαγοράσει ο καθένας χωριστά την ηθική του τελείωση και τη σωτηρία του. Και γενικότερα τοποθετώντας προς τα πίσω ή προς τα ψηλά, στον υπερβατικό κόσμο του πνεύματος, την ηθική τελειότητα πού προϋπάρχει από τον ερχομό του ανθρώπου στη γη, προσπαθούν να εξηγήσουν το «κακό» με την ύλη, με την καταναγκαστική ένωση της άυλης και θείας ψυχής προς την αδράνεια, τη βαρύτητα, την αντίσταση, τη ροπή προς τα κάτω του σωματικού στοιχείου. Και η καταναγκαστική τούτη ένωση όμως παραμένει πάντα ένα μυστήριο ανεξήγητο. Γιατί ή πρέπει να μετατεθεί στη βούληση ενός πανάγαθου θεού, που από μιαν ακατανόητη ιδιοτροπία έγινε τόσο κακός απέναντι στο ανώτατο πλάσμα του. ή πρέπει ν’ αποδοθεί στο λάθος ή στην αμαρτία μιας αγνής ψυχής, που μένει πάντα μυστήριο, γιατί ενώ ήταν αγνή, αμάρτησε και αναγκάστηκε να ενωθεί με το σώμα. Όλες ετούτες οι ανθρωπομορφικές μεταφορές δεν εξηγούνε την αντινομία.
- Η θεολογική ή μεταφυσική ηθική δεν έχει πραγματικά καμίαν ικανοποιητική εξήγηση για το κακό, ούτε και για τον πόλεμο. Η εμπειρική θεωρία για τη γένεση της ηθικής συνείδησης είναι η μόνη, που και ικανοποιεί και μπορεί να δείξει το δρόμο της πραγματικής σωτηρίας. Σύμφωνα μ’ αυτήν, καθώς είδαμε, η ηθική συνείδηση είναι δημιούργημα της βιοτικής πείρας του ανθρώπου απάνω στη γη. Δεν είναι πρωταρχικό αίτιο, είναι αποτέλεσμα. Η βασική ροπή για τη συντήρηση, την αναπαραγωγή της ζωής και την ενεργητική επιβολή του εγώ, η επιδίωξη με μια λέξη της ευτυχίας και της απολύτρωσης και οι αντιστάσεις, που προβάλλονται από το φυσικό και τον ανθρώπινο περίκοσμο διαμορφώνουνε τις σκόπιμες ενέργειες, που η εννοιακή σύλληψή τους και το ρίζωμά του στον ανθρώπινο στοχασμό και στ’ ανθρώπινα ψυχόρμητα απαρτίζουνε την ηθική συνείδηση.Έτσι έχουμε την απάντηση στο πρώτο αίτημα, που θέσαμε παραπάνω, αρνητική για κείνους, που υποστηρίζουνε τη θεωρία της καταγωγής του πολέμου από την αντινομία ανάμεσα στην ατομική και την ομαδική συνείδηση. Η ηθική συνείδηση, ατομική και ομαδική, είναι συνάρτηση ορισμένων αντικειμενικών όρων και των βασικών ροπών και αναγκών του ανθρώπου κ’ εξαρτιέται από τους όρους αυτούς. Άρα, όπου παρουσιάζεται να ναυαγεί η ηθική συνείδηση, να μη μπορεί να επιβληθεί στη διαμόρφωση της ζωής, σημαίνει, πως οι αντικειμενικοί όροι είναι αντίθετοι. Κι όλα τα θεωρητικά κηρύγματα ναυαγούν. Η ηθική συνείδηση πραγματώνεται παντού, όπου συνταιριάζει με τις ανάγκες και τα συμφέροντα μιας κοινωνικής ομάδας ή ολότητας.
Κι έτσι παίρνουμε αρνητική απάντηση και στο δεύτερο ερώτημα. Ο διανοητικός διαφωτισμός δεν αρκεί για να μετατρέψει σε πραγματικότητες τις επιταγές της ηθικής συνείδησης. Η προσπάθεια πρέπει να στραφεί αλλού. Στη δημιουργία των αντικειμενικών όρων, που θα καταστήσουνε δυνατή την πραγμάτωσή της.
Μένει όμως πάντα ένα ερώτημα ανοιχτό: αν δεν υπάρχουν οι αντικειμενικοί όροι για την πραγμάτωση της ηθικής συνείδησης, πώς αυτή δημιουργείται; Η απάντηση στο ερώτημα τούτο θα δοθεί, αν το διατυπώσουμε καλύτερα. Πώς γίνεται να υπάρχουνε τόσες παραλλαγές στην ηθική συνείδηση και στη διαγωγή των ανθρώπων; Γιατί αναμφισβήτητα ούτε η ηθική συνείδηση ούτε η διαγωγή των ανθρώπων είναι ενιαία. Ο στρατηγός, που οδηγεί το στρατό του στη σφαγή, πιστεύει πως επιτελεί μιαν υπέροχη ηθική πράξη και καυχιέται γι’ αυτήν.
Δεν υπάρχει λοιπόν μια ηθική. Υπάρχουν κ’ εφαρμόζονται πολλές ηθικές. Και τούτο γιατί και η κοινωνία, που είναι ο φορέας και της ατομικής και της ηθικής συνείδησης, δεν είναι ενιαία. Από τον καιρό που διαφοροποιήθηκε η δουλειά, οι ικανότητες των ανθρώπων και η κοινωνική τους τοποθέτηση, άλλοι είναι οι κανόνες διαγωγής, που ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στα συμφέροντα της μιας ομάδας ή τάξης και άλλοι οι κανόνες διαγωγής, που ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στα συμφέροντα της άλλης. Ό,τι είναι καλό για τον αριστοκράτη, για το φεουδάρχη, για το μεγαλοβιομήχανο, είναι κακό για το σκλάβο, το δουλοπάροικο, τον προλετάριο. Εκεί, λοιπόν, είναι η πηγή των ηθικών αντινομιών.
Γι’ αυτό το λόγο οι ηθικοί κανόνες του «ου φονεύσεις», ου «κλέψεις» δεν αρκούν για να μην υπάρχουν άνθρωποι, που ο φόνος και η κλοπή τούς συμφέρει και γίνεται κανόνας της διαγωγής τους.
Γι’ αυτό το λόγο, αν και χιλιάδες τώρα χρόνια, η πιο έντονη μορφή για την υποβολή και επιβολή της ηθικής συνείδησης, η θρησκεία, εύχεται στις εκκλησίες «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου» και διδάσκει το «αγαπάτε αλλήλους». Και το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν», όχι μόνο δεν μπόρεσε μ’ αυτό να εμποδίσει κανένα πόλεμο, παρά και με μιαν ολοφάνερη αντίφαση στον εαυτό της και προκάλεσε η ίδια φοβερούς πολέμους για αιώνες και σήμερα ακόμα ευλογάει και υποβοηθάει και τους καταχτητικούς ακόμη πολέμους.
Οι στοχασμοί αυτοί μάς δείχνουνε, πως αν αφήσουμε κατά μέρος τη θεωρία της αποκάλυψης και του έμφυτου των ηθικών νόμων, που στο βάθος αφήνουνε το πρόβλημα άλυτο και είναι άρνηση εξήγησης, η διαμόρφωση της κάθε ηθικής συνείδησης προϋποθέτει την ύπαρξη ορισμένων αντικειμενικών όρων, που απ’ αυτούς πηγάζει.
Κι η πραγμάτωση πάλι του περιεχομένου της κάθε ηθικής συνείδησης έχει για απαραίτητη προϋπόθεση τη διαμόρφωση τέτοιων όρων, που να γίνεται μπορετή και απαραίτητη αυτή η πραγμάτωση.
Όλα τα ηθικά κηρύγματα του κόσμου δεν μπορούνε να σταματήσουνε τον πόλεμο αν δεν αρθούν οι αντικειμενικές αιτίες, που τόνε δημιουργούν και όσο ευγενικά και αν είναι τα λόγια των ηθικολόγων της ειρήνης πρόκειται να μείνουν λόγια μάταια. Και επειδή παρεκτρέπουνε τα πλήθη από την αναζήτηση των αληθινών αιτιών, που δημιουργούνε τον πόλεμο, γίνονται, θεληματικά ή άθελα, οι ρομαντικοί ετούτοι ειρηνιστές, όργανα εκείνων που έχουνε συμφέρον να παραμείνει ουσιαστικά αμετάβλητη η σημερινή βαρβαρότητα, γιατί μ’ αυτήν είναι δεμένα τα προσωπικά προνόμιά τους στη ζωή.
Ποιες είναι όμως αυτές οι αντικειμενικές αιτίες; Αυτό ελπίζουμε να μας το δείξει στο τέλος η έρευνά μας. Στο μεταξύ ας προχωρήσουμε σε άλλη ερμηνευτική βαριατσιόνα απάνω στο ίδιο θέμα.
Η ιδεαλιστική εξιδανικευμένη άποψη
Οι απόψεις που εξετάσαμε ως τώρα ξεκινάν από την αντίληψη, πως ο πόλεμος είναι κάτι κακό, μεγάλο κακό και ολέθριο και αδικαιολόγητο, που γίνεται είτε από παραλογισμό, είτε από αδυναμίες, λάθη, πλάνες, είτε από ηθική κατωτερότητα του ομαδικού ανθρώπου. Σε τούτο όμως δεν είναι σύμφωνοι όλοι. Απεναντίας υπάρχουνε θεωρητικοί των κοινωνικών φαινομένων και του πολέμου, που θεωρούνε τον πόλεμο σαν κάτι απαραίτητο στη ζωή, σαν ένα νόμο της ζωής και μάλιστα ένα νόμο που εξυπηρετεί τη ζωή, την ανεβάζει σε ανώτερα επίπεδα και κάνει τον άνθρωπο, τα έθνη, τους πολιτισμούς καλύτερους. Ο πόλεμος είναι ένα είδος καθαρτήρια φωτιά της ζωής, που τρώει τις σκουριές, χτυπάει τις αδυναμίες, καλυτερεύει την ποιότητα του ανθρώπινου υλικού και φέρνει στην επιβίωση ολοένα πιο διαλεχτούς ανθρώπους και πιο ανώτερους πολιτισμούς. Από μια τέτοια βασική αντίληψη ξεκινάν έξι θεωρίες για τον πόλεμο, συγγενείς αναμεταξύ τους: η ιδεαλιστική εξιδανικευτική, η εθνικιστική, η βιολογική φυλετική, η άποψη του πολιτισμού, η δημογραφική μαλθουσιανική και η οικονομική καπιταλιστική άποψη.
Η ιδεαλιστική εξιδανικευτική άποψη παίρνει για επιστημονικό αντιστύλι τη βιολογική μα και ηθοπλαστική σημασία του μαχητικού ένστιχτου. Ο άνθρωπος, λέει, τείνει ολοένα στο ανέβασμα της ζωτικότητάς του. Και δεν υπάρχει τίποτα, που ανεβάζει περισσότερο τη ζωτικότητα από τον ανταγωνισμό, τον αγώνα, την πάλη, την μάχη. Αυτό γίνεται σε όλα τα επίπεδα του ζωικού κόσμου και της ανθρώπινης ενέργειας.
Ο άνθρωπος έχοντας να υπερνικήσει εμπόδια, να εκμηδενίσει αντιστάσεις, που απαντάει στη δράση του, βάζει όλη του τη δύναμη, γυμνάζει τις ικανότητές του και με το να τις γυμνάζει, τις τελειοποιεί, τις αυξάνει. Αλλιώς, χαλαρώνεται, αποκοιμίζεται, γίνεται μαλθακός, πλαδαρός, αδύνατος, ξεπέφτει. Γι’ αυτό πρέπει να ζει επικίνδυνα. Vivere pericolosamente.
Να ζει επικίνδυνα! Να ένα σύνθημα αντρίκιο, που δημιουργεί αρετή. Η αντρεία είναι από τις ευγενικές, τις πιο ηθοπλαστικές αρετές. Αυτή δημιουργεί τους ήρωες, τον ηρωικό άνθρωπο. Και η υπέρτατη μορφή του ηρωισμού είναι η αυτοθυσία, η θυσία και αυτής της ζωής για σκοπούς ευγενικούς. Και από όλους πάλι τους σκοπούς, που μπορεί να θέσει ο άνθρωπος στη ζωή του, ο υπέρτατος είναι να βάλει ολόκληρο τον εαυτό του στην υπηρεσία της ολότητας και να φτάσει στον ανώτατο ηρωισμό να θυσιάσει τον εαυτό του για το σύνολο. Μα η μορφή εκείνη του αγώνα, που θέτει σ’ ενέργεια όλη την ανθρώπινη ζωτικότητα και οδηγεί στην υπέρτατη θυσία, την ολότελα ανεγωιστική, είναι ο πόλεμος. Ο πόλεμος λοιπόν είναι εξυψωτικός, η πιο εξυψωτική μορφή της ζωής, ανδροπλαστικός, δάσκαλος αρετής, δημιουργός ανωτέρων ανθρώπων, Και γι αυτό ούτε θα λείψει ούτε πρέπει να λείψει ποτέ.
Ο φιλειρηνισμός είναι η κραυγή της αδυναμίας, του μικρόψυχου εγωισμού, της φιλαυτίας, είναι ιδανικό των προβάτων. Είναι μια ουτοπία εξευτελιστική για τον άνθρωπο. Μια αιώνια ειρήνη θα είχε γι αποτέλεσμα τη σωματική και ηθική μαλάκυνση, το σωματικό και ηθικό ξεπεσμό της ανθρωπότητας.
Γι αυτό οι άνθρωποι τίμησαν και δόξασαν πάντα τους πολεμιστές, τους ήρωες. Τους θαύμασαν, γιατί αντιπροσωπεύουν την αιώνια μορφή του ηρωισμού. Είναι αληθινά πρότυπα ανθρώπων. Και απόδειξη ακόμη, πως οι πόλεμοι είναι μια υπέρτατη εσωτερική ανάγκη, είναι που οι άνθρωποι δε μπορούν να ζήσουν ειρηνικά για πολλά χρόνια. Οι νέοι στην ευγενικότατη ορμή της ζωής θέλουνε να πολεμήσουνε, να θυσιαστούνε. Ο αγώνας, η σκληρότητα δημιουργεί τον υπεράνθρωπο.
Να είστε σκληροί και δυνατοί. Τα συνθήματα του Νίτσε είναι δημιουργικά της ανώτερης αρετής. Όσοι δεν τ’ ακολουθούν είναι γεννημένοι σκλάβοι και τους πρέπει να γίνουν σκλάβοι, αγελόζωα, οδηγημένα από τους δυνατούς, που θα κυριαρχήσουν απάνω στη γη.
Ο πόλεμος λοιπόν δεν είναι κακό, είναι αγαθό. Οι άνθρωποι και οι λαοί πρέπει να ετοιμάζονται αδιάκοπα γι αυτόν και να είναι έτοιμοι. Να είσαι πάντα έτοιμος! Έτοιμος για τη μεγάλη θυσία, έτοιμος για την υπέρτατη χαρά της νίκης. Οι σπαρτιάτες, οι ρωμαίοι πρέπει να είναι τα ιδανικά μας πρότυπα.
Τούτη η αντίληψη για τον πόλεμο δεν αναζητάει τα αίτια παρά μέσα στη φύση του ανθρώπου. Τον ανάγει σε ένα βασικό ένστιχτο. Όπως τραγουδάει ο άνθρωπος, όπως παίζει, όπως δημιουργεί τέχνη, όπως αναζητάει τη γνώση και τις αιτίες των πραγμάτων, όπως πιστεύει στο θεό, έτσι και έχει το ορμέμφυτο να σκοτώνει τους συνανθρώπους του. Η έσχατη συνέπεια της θεωρίας τούτης θα ήτανε: «ο πόλεμος για τον πόλεμο», όπως άλλοι λένε: «η τέχνη για την τέχνη, η επιστήμη για την επιστήμη».
Τη θεωρία τούτη την ακούμε μεγαλόστομα να εξαγγέλλεται από τους υποψήφιους κοσμοκράτορες και καταχτητές του κόσμου. Από τη στιγμή, που ο φιλοσοφικός κήρυκας του γερμανικού ιμπεριαλισμού, ο Νίτσε, έριξε τούτες τις κραυγές στον κόσμο ως τη σημερινή στιγμή, που ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι οδηγούνε τους λαούς των στη μάχη με τα συνθήματα αυτά, η ανθρωπότητα ξαφνιασμένη αναμετράει, πού μπορούν να οδηγήσουνε τους λαούς τέτοιες προσταγές.
Σε μιαν απέραντη αλληλοσφαγή χωρίς τέλος, σ’ έναν κατακλυσμό φωτιάς, σε μιαν εξόντωση εκατομμυρίων ζωντανών και νέων ανθρώπων, σε μια κόλαση, όπου δε θα μείνουν στο τέλος παρά οι λίγοι υπεράνθρωποι απάνω στα ερείπια των πολιτισμών. Ο νόμος της ζούγκλας θα κυριαρχήσει για να επιζήσουνε μόνο τα σαρκοβόρα θεριά, οι τίγρεις, οι ύαινες, που μην έχοντας πια τίποτα να φάνε, θα φάνε τον ίδιο τον εαυτό τους. Στην άποψη αυτή μπορεί να προστεθεί: Αφού οι Ήρωες θα πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή «με το χαμόγελο στα χείλη» θα σκοτωθούν κι έτσι μετά το πόλεμο θα μείνουν «τα πρόβατα», φαύλος κύκλος.
Μα δεν είναι μόνο τούτη η άποψη, άποψη του ολέθρου, που δείχνει την «ηρωική» θεωρία του πολέμου λανθασμένη. Τη δείχνει λανθασμένη και αυτή η ιστορία της ανθρωπότητας. Γιατί ο άνθρωπος σα ζώο κοινωνικό μάχεται με το λογικό του για να κυριαρχήσει απάνω στα ένστιχτά του, να τα ρυθμίσει, να τα θέσει σε λειτουργία με τέτοιο τρόπο, όπου να εξυπηρετούν και να ανεβάζουν τη ζωή χωρίς να την εκμηδενίζουν…