ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΤΑΒΟΥΛΑΡΗΣ: Υπουργός δικτατορικών και δοσιλογικών Κυβερνήσεων
Ο Αναστάσιος Ταβουλάρης (1882-1945) ήταν αξιωματικός που χρημάτισε υπουργός κυβερνήσεων δοσίλογων καθώς και δικτατορικών κυβερνήσεων. Ακολούθησε αρχικά στρατιωτική καριέρα. Μετά την αποστρατεία του αναμίχτηκε ενεργά στην πολιτική. Ήταν επικεφαλής των Φιλελευθέρων.
Εξελέγη βουλευτής Ζακύνθου το 1923, το 1928 με τους Ανεξάρτητους Δημοκρατικούς και το 1932 με το Κόμμα Φιλελευθέρων. Το 1936 επανεκλέχθηκε βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων.
Στην κυβέρνηση Πάγκαλου ήταν υπουργός Συγκοινωνίας από τις 26 Ιουνίου 1925 ως το 1926.
Το 1930 παραπέμφθηκε σε δίκη για μια υπόθεση με ταχυδρομικά οχήματα.
Ο Αναστάσιος Ταβουλάρης κατηγορήθηκε ότι χρηματίστηκε για να προτιμήσει άλλη εταιρεία, ζημιώνοντας την Siemens! Η κυβέρνηση Ζαΐμη που ανέλαβε την εξουσία μετά την ανατροπή του Πάγκαλου από τον Κονδύλη αποφάσισε να ασκήσει διώξεις για τη δράση του δικτατορικού καθεστώτος και τη φαύλη διαχείριση του δημόσιου χρήματος από τους πρωταγωνιστές του. Ο Ταβουλάρης βρέθηκε υπόλογος με βάσει τον τότε ισχύοντα νόμο περί ευθύνης υπουργών.
«Επειδή ο Αναστάσιος Ταβουλάρης, πρώην υπουργός της Συγκοινωνίας, κάτοικος Αθηνών, κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι, δημόσιος ων υπάλληλος, ήτοι υπουργός της Συγκοινωνίας κατά Μάιον 1926 εν Αθήναις εδέχθη δώρα, ήτοι ποσόν λιρών Αγγλίας 45.000 περίπου παρά του Μποδοσάκη Θωμά Αθανασιάδου επί σκοπώ του να επιχειρήση πράξιν υπηρεσιακήν εναντίον των ιδίων αυτού καθηκόντων προς όφελος του ειρημένου Μποδοσάκη Θ. Αθανασιάδου και της εταιρείας New Antwerp Telephone and Electrical Works και έγινε τω όντι ένοχος της τοιαύτης πράξεως αντιβαινούσης προς τα καθήκοντά του, διότι συνήψε μετά της ειρημένης εταιρείας την 7η Μαΐου 1926 τη μεσολαβήσει του Μποδοσάκη Αθανασιάδου την σύμβασιν περί κατασκευής συντηρήσεως και εκμεταλλεύσεως των τηλεφώνων του Ελληνικού κράτους ενώ υπήρχε προσφορά της παγκοσμίως γνωστής εταιρείας Siemens και Halske υποβαλούσης την 16ην Απριλίου 1926 όρους απείρως συμφερωτέρους διά το Δημόσιον. Ετι δε του ότι κατά τον αυτόν ως άνω τόπον και χρόνον υπουργός ων της Συγκοινωνίας κατά την ενέργειαν των εαυτού καθηκόντων εκ προθέσεως έβλαψε δια της ειρημένης συμβάσεως τα συμφέροντα της Επικρατείας επί παραβάσει του Ποινικού Νόμου και του Νόμου περί ευθύνης των υπουργών.
Διά ταύτα
Εντελλόμεθα την σύλληψιν του εν λόγω κατηγορουμένου Αναστασίου Ταβουλάρη και την ενώπιόν μας προσαγωγήν του εν τω Γραφείω ημών κειμένω εντός του Βουλευτηρίου.
Εν Αθήναις τη 9η Ιουνίου 1928
Ο εισηγητής ανακριτής
Αναστάσιος Στρατηγόπουλος»
Αν και κατηγορήθηκε και για άλλες υποθέσεις (υπερτιμολογημένη προμήθεια ταχυδρομικών οχημάτων κλπ.) στο τέλος απαλλάχτηκε.
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι απολογούμενος ο Ταβουλάρης ενώπιον της Βουλής απέδωσε την πράξη του στην ανάγκη ιδιωτικοποίησης της τηλεφωνίας:
«όταν εσχηματίσθη η κυβέρνησης της οποίας μετέσχον, απεφασίσθη να παραχωρηθή η εκμετάλλευσις των τηλεφώνων εις ιδιωτικήν εταιρείαν» ενώ «τα συμβούλια των Τ.Τ.Τ. ήσαν πάντοτε αντίθετα εις την παραχώρησιν των τηλεφώνων εις εταιρείαν και απέρριπτον πάντοτε τοιαύτας προτάσεις» (Ελεύθερον Βήμα, 19.6.1929).
Το αποτέλεσμα ήταν να αποφασίσει η Βουλή υπέρ της αποφυλάκισής του με ψήφους 66-61. Η τελική απαλλαγή του Ταβουλάρη για την υπόθεση των τηλεφώνων πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 1930. Η 30μελής επιτροπή της Γερουσίας πείστηκε από τον ισχυρισμό του ότι η αμαρτωλή σύμβαση συνάφθηκε «κατόπιν αποφάσεως του υπουργικού συμβουλίου και κατόπιν επιμόνων επεμβάσεων των πρεσβευτών και της επακολουθήσασης διαταγής του κ. Παγκάλου» (Ελεύθερον Βήμα, 2.8.1930).
|
[ Ο δοτός από τους Γερμανούς Πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης, στον Άγνωστο Στρατιώτη. Στο δεξιό άκρο της φωτογραφίας ο Αναστάσιος Ταβουλάρης] |
Έτσι ο Ταβουλάρης εξακολούθησε να πολιτεύεται. Την περίοδο της Κατοχής συμμετείχε στις δωσιλογικές κυβερνήσεις Λογοθετόπουλου και Ράλλη (1942-44) στο καίριο πόστο του υπουργού Εσωτερικών και Δημόσιας Ασφάλειας.
Ο Ταβουλάρης πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι δεν θα ξεμπέρδευε εύκολα από τις αντιστασιακές οργανώσεις. Καθημερινά εκατοντάδες πολίτες πέρναγαν στις γραμμές τους. Ο ΕΛΑΣ διατηρούσε τον έλεγχο αρκετών ορεινών περιοχών στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα και πολλές ένοπλες συγκρούσεις του με τον στρατό κατοχής ήταν νικηφόρες. Παράλληλα, συντηρούσε ένα σοβαρό μηχανισμό διαφυγής διωκόμενων αγωνιστών στα βουνά.
Το ΕΑΜ είχε δυνατά ερείσματα στα εργοστάσια, στις γειτονιές και στις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα.
Στις 23 Ιουλίου 1943, με τη συνδρομή του, κήρυξαν 8ήμερη απεργία οι οπλίτες της Αστυνομίας Πόλεων και ακολούθησαν απολύσεις 1.400 αστυνομικών.
Η εκπόνηση του σχεδίου αντιμετώπισης του «κομμουνιστικού κινδύνου» βρήκε υποστηρικτή ένα πρώην δικτάτορα, τον Θ. Πάγκαλο, ο οποίος πίεζε τους Γερμανούς να τον κάνουν Πρωθυπουργό.
Όπως αναφέρει ο Διον. Μπενετάτος στο «Χρονικό της Κατοχής», ο Πάγκαλος ήταν εκείνος που εισηγήθηκε στους Γερμανούς το κάψιμο των χωριών, όπου είχαν στρατωνιστεί αντάρτες, καθώς και τις εκτελέσεις αξιωματικών της Αστυνομίας Πόλεων και Χωροφυλακής για τη δημιουργία… «καταλλήλου κλίματος», ώστε οι αξιωματικοί και άνδρες των σωμάτων Ασφαλείας να συνεργάζονται πειθαρχικά στην εξόντωση της αντίστασης.
Ο Αναστάσιος Ταβουλάρης, ως υπουργός Εσωτερικών και Ασφάλειας απέκτησε τότε πολλές εξουσίες και φρόντισε να ιδρύσει και να επανδρώσει την «Ειδική Ασφάλεια» με άτομα του υποκόσμου και κακοποιούς, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν ως χωροφύλακες «άνευ θητείας».
Φανατικός φίλος των Γερμανών, ο Ταβουλάρης απολάμβανε της εμπιστοσύνης του αντιστράτηγου των Ες Ες και αρχηγού της Γερμανικής Αστυνομίας στην Ελλάδα, Βάλτερ Σιμάνα και του διοικητή της Υπηρεσίας Ασφάλειας (SIPO-SD), συνταγματάρχη Βάλτερ Μπλούμε.
Ο Αλέξανδρος Λάμπου, αποστρατευμένος το 1929 από τη Χωροφυλακή με το βαθμό του ταγματάρχη, επανήλθε το 1943 ως υποστράτηγος και ανέλαβε τη διεύθυνση της Ειδικής.
Σε δύναμη 300 χωροφυλάκων της Ειδικής, οι 194 ήταν «άνευ θητείας».
Όλοι αυτοί κατατάχθηκαν χωρίς καμία διατύπωση, πολλοί δε απ’ αυτούς βαρύνονταν με εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου.
Οι «άνευ θητείας» χωροφύλακες απετέλεσαν τη δύναμη κρούσης των Ταβουλάρη και Λάμπου ενάντια στο ΕΑΜ, αλλά και σε άλλες δημοκρατικές οργανώσεις, όπως ο ΑΠΟΛΛΩΝ.
Ήταν η στιγμή που το παρακράτος, στην υπηρεσία των κατακτητών, επέβαλε το δικό του νόμο στη χώρα.
Όλοι αυτοί οι καθ’ έξιν και καθ’ υποτροπήν φονιάδες και βασανιστές, με σύνθημα «κανένας οίκτος στους εχθρούς του έθνους», εκτελούσαν αιχμαλώτους, σκύλευαν νεκρούς και πουλούσαν προστασία σε πόρνες και χαρτοπαικτικές λέσχες.
Η διοίκηση της «Ειδικής Ασφάλειας» στεγαζόταν στο εικονιζόμενο κτίριο στη γωνία Δεριγνύ και 3ης Σεπτεμβρίου, στην πλατεία Βικτωρίας, που υπάρχει μέχρι σήμερα.
Λίγο πιο πέρα, στην οδρό Ελπίδος 3, ήταν το ξενοδοχείο «Κρύσταλ», χώρος στρατωνισμού ανδρών της Ειδικής και διεξαγωγής βασανιστηρίων και εκτελέσεων.
Τα δύο πρόσωπα που συνέδεσαν τα ονόματά τους με τα εγκλήματα της Ειδικής ήταν οι Αναστάσιος Ταβουλάρης και Αλέξανδρος Λάμπου.
Οι μαζικές συλλήψεις «υπόπτων» χωρίς ένταλμα ήταν δουλειά ρουτίνας.
Η ανάκρισή τους διεξαγόταν είτε στο κτίριο της Διοίκησης (Δεριγνύ και 3ης Σεπτεμβρίου) ή στο Παράρτημα της οδού Ελπίδος, σ’ ένα από τα επτά ανακριτικά γραφεία.
Η απελευθέρωση των ανακρινόμενων, αν δεν ήταν γνωστά μέλη του ΕΑΜ ή άλλων αντιστασιακών οργανώσεων, κατέληγε πολλές φορές σε οικονομική συναλλαγή.
Για τους «σεσημασμένους» η συνέχεια ήταν ή το ξενοδοχείο «Κρύσταλ» ή η μεταγωγή στις Φυλακές Χατζηκώστα και Αβέρωφ ή η παράδοση στη Γερμανική Μυστική Στρατιωτική Αστυνομία (GFP) για περαιτέρω «ανακρίσεις»… Τις περισσότερες φορές οι ύποπτοι έφευγαν από την GFP φορτωμένοι με την κατηγορία της κατασκοπίας με προορισμό το στρατόπεδο Χαϊδαρίου και από εκεί για το εκτελεστικό απόσπασμα…Μερικά από όσα έγιναν σε αυτά τα κτίρια της Ειδικής Ασφάλειας περιγράφονται στα πρακτικά της μετέπειτα δίκης:
Ελευθέριος Αποστόλου, ιδρυτικό μέλος του ΕΑΜ, μάρτυρας πολιτικής αγωγής: «Η αδελφή μου Ηλέκτρα συνελήφθη από την ομάδα του Παρθενίου και οδηγήθη εις το «Κρύσταλ», όταν μετά από βασανιστήρια της οποίας έκαναν, εξετελέσθη την 26η Ιουλίου 1944. Την είχαν κρεμάσει από ένα καρφί, το σώμα της το είχαν κάψει με τσιγάρο, επίσης με οινόπνευμα της είχαν κάψει τις τρίχες του σώματός της και μετά την είχαν βάλει επάνω σε κάρβουν«Την 17ην Ιουλίου 1944 συνελήφθη ο αδελφός μου υπό πέντε οργάνων της Ειδικής Ασφαλείας, ήτοι τον Καστάνη, Σαββόπουλον, Μόρφη, Παρθενίου και Καθρέπτην. Μετά την σύλληψίν του, ωδηγήθη εις την υπηρεσίαν της οδού α».
Στυλιανός Λεβέντης, μάρτυς κατά πρότασιν του Επιτρόπου: Παπαρρηγοπούλου. Εκείθεν δε εις το «Κρύσταλ». Αφού τον πολτοποίησαν, τον πέταξαν από τον εξώστη του 3ου ορόφου. Του αφήρεσαν δε τα ρούχα, τα παπούτσια και τρεις λίρας. Το πτώμα του το εύρον εις το νεκροτομείον και το οποίον δεν το έδιδαν, αλλά αφού υπογράψαμε δήλωσιν ότι δεν θα το πάμε εις το σπίτι μας και ότι δεν θα ακολουθήσουν στην κηδεία πλέον των τεσσάρων, μας το έδωσαν. Τον αδελφόν μου εξετέλεσαν χωρίς να έχουν ουδέν στοιχείον ενοχοποιητικόν. Ο Παρθενίου διέταξεν την εκτέλεσιν του αδελφού μου, ο δε Σαββόπουλος μετέσχε της εκτελέσεως».
Παναγιώτης Δημητρακαρέας, δημοσιογράφος, μάρτυς κατά πρότασιν του Επιτρόπου: «Εις τα κρατητήρια του «Κρύσταλ» ήτο και ένα παιδί, το οποίον μου έλεγε ότι όργανα της Ασφαλείας ησέλγησαν επ’ αυτού… Ο Παρθενίου διέταξε να μας μεταφέρουν εις τα κρατητήρια του παραρτήματος της οδού Ελπίδος και ότι αύριο θα εξετάσει τον φάκελλόν μου. Πράγματι μετεφέρθημεν, όπου μας υπεδέχθη ο Μόρφης με δύο γροθιές και μας έκλεισε μέσα σε ένα δωμάτιον εντός του οποίου είμεθα 40.
Ο Μόρφης ήταν επικεφαλής των κρατητηρίων. Ένας εκ των κρατουμένων ήτο τόσο πολύ χτυπημένος, ώστε δεν μπορούσε να καθίσει και γενικώς όλοι οι ευρισκόμενοι εντός αυτού είχαν κακοποιηθή. Εις τας 9 η ώρα την νύκτα ήλθεν ο Μόρφης και αμέσως σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι και απετάνθη σε έναν και του είπε: «Γιατί δεν με κοιτάς;». Τον άρπαξε από τα μαλλιά, τον έβαλε χάμω και τον σκότωσε εμπρός μας. Μετά συνέλαβε άλλον, εις τον οποίον είπε: «Γιατί με κοιτάς;». Και αμέσως άρχισε τα βασανιστήρια, όστις και απεβίωσε. Επίσης κτύπησε και πολλούς άλλους και έφυγε. Μετά από μία ώραν ούτος (ο Μόρφης) χόρευε έξω των κρατητηρίων με έναν κύναιδον καλόγερον»…
Η Ειδική Ασφάλεια με την εγκληματική της δράση, ξεπερνάει σε βαρβαρότητα τους Γερμανούς καταχτητές. «Εκατό φορές πιο θηριώδεις από τους Γερμανούς!», αναφέρει χαρακτηριστικά μάρτυρας στη δίκη που έγινε μετά την απελευθέρωση για τα στελέχη της.
Την ίδια περίοδο που ανασυγκροτείται η Ειδική Ασφάλεια συγκροτούνται από τον Αν. Ταβουλάρη και τα Τάγματα Ασφαλείας με απόφαση του Ιωάννη Ράλλη και σύμφωνη γνώμη της Βέρμαχτ, για να αντιμετωπίσουν την απειλή του ΕΑΜ, και των ένοπλων αντιστασιακών οργανώσεων.
Σκοπός της ίδρυσής τους ήταν να συνεπικουρούν τις Γερμανικές δυνάμεις κατοχής, τη Χωροφυλακή και την Αστυνομία.
ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ΤΑΓΜΑΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
«ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ εις τον Θεόν τον Άγιον τούτον όρκον ότι θα υπακούω απολύτως εις τας διαταγάς του ανώτατου αρχηγού του Γερμανικού Στρατού Αδόλφου Χίτλερ. Ανατεθησόμενός μοι υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων εις διαταγάς των ανωτέρων μου. Γνωρίζω καλώς δια μίαν αντίρρησιν εναντίον των υποχρεώσεων μου, τας οποίας δια του παρόντος αναλαμβάνω, θέλω τιμωρηθή παρά των Γερμανικών Στρατιωτικών Αρχών.»
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 30/4/1944
Ο Αναστάσιος Ταβουλάρης καταδικάστηκε στη δίκη των δοσιλόγων ερήμην (είχε διαφύγει στην Αυστρία) σε ισόβια, ενώ του στερήθηκαν τα πολιτικά του δικαιώματα.
Η απόφαση (σ. 60) τού καταλογίζει μεταξύ άλλων:
«Εν γνώσει του αι υπ’ αυτόν υπαγόμεναι αρχαί Ασφαλείας παρέδιδον εις τους Γερμανούς τους […] συλλαμβανομένους πολίτας Ελληνας, οίτινες Γερμανοί εφυλάκιζον αυτούς εις Χαϊδάρι».
Ας σημειωθεί ότι στο Χαϊδάρι οι ναζί εκτέλεσαν χιλιάδες Έλληνες.
Πέθανε στην Αυστρία το 1945. Προσβλήθηκε από πνευμονία που εξελίχθηκε σε φυματίωση.