Η Φρειδερίκη Λουίζα Θηρεσία Βικτώρια Μαργαρίτα Σοφία Όλγα Καικιλία Ελισάβετ Χριστίνα, πριγκίπισσα του Ανοβέρου και δούκισσα της Βρουνσβίκης, έστρωσε το μεταξένιο φόρεμά της, κάθισε σε μια καρέκλα και έσμιξε τα παχιά της φρύδια. Κοίταξε όλο μίσος, σαν φίδι, τη μητέρα της. «Εγώ είμαι μέλος του ναζιστικού κόμματος και ακολουθώ τον μεγάλο μας Φύρερ και εσύ μου ζητάς να πάω στην Αγγλία;» τη ρώτησε φτύνοντας τις λέξεις. «Και όχι μόνο αυτό, αλλά μου ζητάς να παντρευτώ ποιον; Τον πρώτο σου ξάδερφο. Πφφφ, πρίγκιπας Παύλος της ποιας, της Ελλάδας. Αηδίες. Αυτός κοιμάται όρθιος».
Η μητέρα της, πριγκίπισσα Βικτώρια Λουίζα της Πρωσίας, την πήρε από το χέρι, τη σήκωσε όρθια και την πήγε στο παράθυρο του σαλονιού τους: «Θα κάνεις ό,τι σου λέω. Αν είμαστε τυχεροί, Φρειδερίκη, κάποια μέρα όλα αυτά που βλέπεις δεν θα είναι τίποτε μπροστά σε αυτά που θα έχεις. Πού ξέρεις, μπορεί να γίνεις και βασίλισσα της Ελλάδας».
1η Απριλίου 1947, Ελλάδα – βασιλικά ανάκτορα
«Έλα, Παύλο, σταμάτα πια, δεν ωφελεί σε τίποτε να θρηνείς. Πάει, τελείωσε. Ο συχωρεμένος έφυγε. Τώρα ο Βασιλεύς της Ελλάδας δεν είναι ο Γεώργιος, αλλά ο Παύλος ο Α’. Ο σύζυγός μου, εσύ δηλαδή, εάν δεν το έχεις καταλάβει». Η Φρειδερίκη μιλούσε χαιρέκακα προς τον σύζυγό της καθώς έβγαζε το πανάκριβο παλτό της και το άφηνε στα χέρια μιας γυναίκας από το υπηρετικό προσωπικό που στεκόταν αμίλητη πίσω της. «Και φυσικά η βασίλισσα αυτού του τόπου είμαι εγώ» μονολόγησε. «Σε άκουσα» της φώναξε με λυγμούς από το μέσα δωμάτιο ο Παύλος και έκλεισε με δύναμη την πόρτα του γραφείου του, όπου είχε αποσυρθεί για να της δείξει τη δυσαρέσκειά του.
Η Φρειδερίκη δεν του έδωσε σημασία. Προχώρησε πάνω στο παχύ χαλί και πήγε στο σαλόνι. Κάθισε, σταύρωσε τα πόδια της και τα κοίταξε με αποστροφή: «Πώς είναι δυνατόν να είμαι τόσο όμορφη και να έχω τόσο χοντρά πόδια;». Σηκώθηκε, προχώρησε σε έναν καθρέπτη και ξανακοίταξε το σημείο του σώματός της που μισούσε. «Αυτό σου βγήκε σε καλό. Εάν δεν είχες χοντρά πόδια, τώρα θα ήσουν παντρεμένη με τον Πέτρο, αλλά δεν θα ήσουν Βασίλισσα. Ποιον, τον Πέτρο, τον πρίγκιπα που έχει παντρευτεί μια κομμουνίστρια Ρωσίδα. Τον μισώ» σκέφτηκε λίγο δυνατότερα από όσο θα έπρεπε.
«Ποιον μισείς, Φρειδερίκη»; Ο Παύλος με το κεφάλι του να αρχίζει να αραιώνει από μαλλιά, είχε ακουμπήσει στην κάσα της μεγάλης ξύλινης πόρτας και κοίταζε τη γυναίκα του. «Τους κομμουνιστές» απάντησε ετοιμόλογα το πρώην μέλος της ναζιστικής Νεολαίας της Γερμανίας και νυν βασίλισσα των Ελλήνων. «Θέλω να τους εξαφανίσω από τη χώρα αυτή. Και εκείνους και τη γενιά τους»...
Παιδιά τα θύματα
Η βασίλισσα Φρειδερίκη είχε αποφασίσει πώς θα έκανε πράξη αυτό που σκέφτηκε. Θα εξαφάνιζε τους κομμουνιστές. Και εάν ο άνδρας που θαύμαζε, ο Αδόλφος Χίτλερ, δεν τα είχε καταφέρει με τους Εβραίους, εκείνη είχε κάτι διαφορετικό στο μυαλό της. Όχι τόσο αιματηρό, αλλά εξίσου σκληρό και απάνθρωπο. Θα έπαιρνε τα παιδιά όλων των ανταρτών, όλων των κομμουνιστών και θα τα έκλεινε σε ειδικές παιδουπόλεις στο πλαίσιο των Kinderdorf της χώρας της. Εκεί τα παιδάκια θα ξεπλένονταν από το μίασμα του κομμουνισμού, δεν θα γίνονταν εκκολαπτόμενοι συμμορίτες, εκδοροσφαγείς ΕΑΜοβούλγαροι κατσαπλιάδες. Θα μάθαιναν με αυστηρότατες μεθόδους τα ιδεώδη του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.
Ένας άλλος ελληνοχριστιανικός πολιτισμός λάμβανε χώρα εκείνη την περίοδο στη Μακρόνησο και σε άλλα ξερονήσια...
Η Ιστορία δεν γράφεται με μια «Ελένη» και ένα παιδομάζωμα. Η Ιστορία γράφεται από πολλές «Ελένες» και μαζικά παιδομαζώματα.
Το 1947 οι Άγγλοι σιγά-σιγά αρχίζουν να αποχωρούν από τα ελληνικά δρώμενα, αφού αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές απαιτήσεις του νέου καθεστώτος και τη θέση τους αναλαμβάνει ένας ακόμη ισχυρότερος σύμμαχος: οι ΗΠΑ.
(..)
Οι ΗΠΑ ανοίγουν την κάνουλα σε έναν λαό που πεινάει, ενώ ταυτόχρονα θέλουν να εξολοθρεύσουν εντελώς τους «αντάρτες» που πλέον ονομάζονται «συμμορίτες». Εκείνους που μέχρι πριν από δυο χρόνια πολεμούσαν στο πλευρό των συμμάχων, αλλά τώρα τη θέση τους έχουν πάρει οι πρώην συνεργάτες (και οι έχοντες στάση απάθειας) των ναζί. Στις 12 Μαρτίου ο πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοινώνει το «δόγμα Τρούμαν». Ταυτόχρονα, επειδή οι μαθημένοι στον ανταρτοπόλεμο και μπαρουτοκαπνισμένοι αντάρτες κάθε άλλο παρά εύκολος στόχος ήταν για τους Άγγλους, οι Αμερικάνοι εφαρμόζουν την τακτική της καμένης γης και των διωγμών προκειμένου να τους εγκλωβίσουν.
Τον Απρίλιο τέθηκε σε εφαρμογή από την κυβέρνηση το σχέδιο «Τέρμινους» με σκοπό την εκμηδένιση των αντάρτικων ομάδων που δρούσαν στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα. Μάταια. Θα χρειαστούν πολλά «Τέρμινους» και πολλές επιχειρήσεις «Πυρσός» μαζί με μπόλικες βρισιές από Αμερικάνους αξιωματικούς προς τους αξιωματικούς του Εθνικού Στρατού για να καμφθεί το αντάρτικο. Μέχρι να αρχίσουν να πέφτουν οι ναπάλμ στον Γράμμο και το Βίτσι, ο καπεταν-Μάρκος κυριολεκτικά έκανε πλάκα με τους «εθνικόφρονες» τους οποίους καθημερινά ο Τζέιμς Βαν Φλιτ στόλιζε με διάφορα κοσμητικά επίθετα και έλεγε ότι «σπαταλούν άχρηστα τη βοήθεια των ΗΠΑ».
Το «Τέρμινους» ήταν η τακτική της καμένης γης και το άδειασμα των χωριών της υπαίθρου από τους κατοίκους τους, προκειμένου όχι μόνο να διασκορπιστούν οι συμπαθούντες το αντάρτικό, που ήταν και η πλειοψηφία του κόσμου, αλλά και οι αντάρτες να μην μπορούν να βρουν εφόδια, φαγητό και πληροφορίες από τους ντόπιους.
Χωριό Λευκοθέα, Άργος Ορεστικόν
«Πρέπει να φύγω, να ανέβω στο βουνό. Θα με περάσουν από μαχαίρι εδώ. Σε ικετεύω να προσέχεις τα παιδιά μας». Ο Κώστας Κάτσας τακτοποιούσε ένα πρόχειρο σακίδιο και μέσα έβαζε το πιστόλι Λούγκερ που ως αντάρτης του ΕΛΑΣ είχε αποσπάσει από έναν Γερμανό αξιωματικό. Η γυναίκα του, η Μαργαρίτα, με δάκρυα στα μάτια, είχε στην αγκαλιά της τον επτάχρονο Βασίλη και τη δίχρονη Ευγενία. Καθόταν απέναντί του και έγνεφε σε ό,τι της έλεγε. «Εσύ να προσέχεις, Κωστή μου, μη σε σκοτώσουν».
Ο αντάρτης γονάτισε και τους έσφιξε και τους τρεις στην αγκαλιά του. «Σας λατρεύω. Θα προσέχω, δεν θα σκοτωθώ. Βασίλη μου, να προσέχεις τη μαμά και την αδερφή σου, ναι; Και να θυμάσαι, ό,τι και να ακούσεις, γιε μου, εσείς είστε η ζωή μου. Να εδώ στην καρδιά μου βάζω τη φωτογραφία σας και κάθε πρωί θα σας μιλώ, όπου και να είμαι. Τα πρωινά να κάνεις ησυχία και μπορεί να με ακούσεις». Ο Βασίλης με κατακόκκινα ματάκια κούνησε το κεφαλάκι του καταφατικά και ο αντάρτης έβαλε τη φωτογραφία στην τσέπη του πουκαμίσου του.
Τους ξαναφίλησε και με δυο δρασκελιές βγήκε από το σπίτι και χάθηκε μέσα στη νύχτα, πίσω στο βουνό. Έκλαιγε γοερά μέχρι που του κόπηκε η ανάσα. Σε λίγη ώρα ξημέρωνε.
Δεν πρέπει να είχαν περάσει δυο ώρες από το ξημέρωμα, όταν ολόκληρο το χωριό το έζωσαν χωροφύλακες και ΜΑΥδες. Άνοιγαν πόρτες, έδιναν λίγα λεπτά προθεσμία στους κατοίκους να πάρουν τα απαραίτητα και τους μετέφεραν στην κοντινότερη πόλη. Η πόρτα του σπιτιού του Κάτσα έτριξε, τα μάνταλα έσπασαν έπειτα από μερικές κλοτσιές και μέσα εισέβαλε μια ομάδα από ΜΑΥδες. Ο μικρός Βασίλης είχε αγκαλιάσει το πόδι της όρθιας μητέρας του και τους κοίταζε δίχως φόβο.
η Ευγενία φοβισμένη από τον θόρυβο έκλαιγε στην αγκαλιά της. «Πάρτε τα παιδιά έξω» είπε ο επικεφαλής και με τη βία οι πρώην συνεργάτες των Γερμανών και νυν εθνικόφρονες απέσπασαν από τη μάνα τα παιδιά που τώρα ούρλιαζαν και τα δυο. Ο Βασίλης κλοτσούσε στον αέρα και φώναζε «μαμά» μέχρι που ένα δυνατό χαστούκι έκανε το αυτί του να σφυρίξει. Το μάγουλο κοκκίνισε και ένα χέρι τον έπιασε από τα μαλλιά και τον τράβηξε έξω μαζί με την αδερφή του.
«Τα παιδιά μου, τομάρια» ούρλιαξε η Μαργαρίτα και χίμηξε προς την πόρτα. Ο υποκόπανος από το τουφέκι ενός ΜΑΥ την πέταξε πίσω. Της έσπασε τα δόντια και το στόμα της έγινε μια πληγή. «Σε θυμάμαι εσένα» γύρισε και είπε σε εκείνον που τη χτύπησε. «Είχες γερμανοντυθεί». Τον έφτυσε στο πρόσωπο μαζί με σάλια, αίμα και κομμάτια από δόντια.
Την ώρα που ο μικρούλης Βασίλης καθόταν στο φορτηγό της Χωροφυλακής με την Ευγενία στην αγκαλιά του, δίπλα σε άλλους τρομαγμένους συγχωριανούς του, ο επικεφαλής των ΜΑΥδων ρωτούσε μέσα στο σπίτι τη Μαργαρίτα που βρισκόταν ο άνδρας της.
Όταν το φορτηγό έπαιρνε τη στροφή της κατηφόρας για να βγει από το χωριό, ο ΜΑΥς έμπηγε βασανιστικά αργά το ακονισμένο του μαχαίρι στον λαιμό της γυναίκας που σφάδαζε από την αγωνία του θανάτου. Ύστερα έφτυσε πάνω στο πτώμα της, σκούπισε τη λάμα στο παντελόνι του και έκλεισε την κατεστραμμένη πόρτα πίσω του.
Ο Βασίλης μαζί με την αδερφούλα του οδηγήθηκαν σε ένα από τα 52 «ιδρύματα» της Φρειδερίκης που η ίδια αποκαλούσε «Παιδουπόλεις» και ο κόσμος τα έλεγε «ιδρύματα της Φρείκης».
Απαράδεκτη
Η κατάσταση που επικρατούσε στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης μπορεί να χαρακτηριστεί με δυο λέξεις: Απαράδεκτη και απάνθρωπη. Σε μικρά παιδιά που το μεγαλύτερο ήταν μέχρι 16 ετών γινόταν μια άθλια κατήχηση που ισοπέδωνε τους γονείς τους και ό,τι εκείνοι είχαν κάνει. Οι συνθήκες εκπαίδευσης δεν άγγιζαν καν τις συνθήκες εκπαίδευσης σε σχολεία της Νοτίου Αφρικής, εκεί όπου η Φρειδερίκη είχε μεταβεί με τον σύζυγό της κατά τη διάρκεια του πολέμου για «μεγαλύτερη ασφάλεια», την ώρα που στα βουνά και τις πόλεις της Ελλάδας οι άνθρωποι δολοφονούνταν ή έδιναν το αίμα τους για την ελευθερία.
Δεν είναι τυχαίο ότι κανένα απ’ τα έγκλειστα παιδιά όχι μόνο δεν πήγε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά δεν τέλειωσε καν τη δευτεροβάθμια. Ένας ελάχιστος αριθμός κοριτσιών πήγε μέχρι την 3η τάξη του Γυμνασίου. (Υπολογίζεται στο 4%).
Η Φρειδερίκη και οι άλλες 72 κυρίες της καλής κοινωνίας, που συνέδραμαν στη δημιουργία των παιδουπόλεων, μάλλον δεν είχαν αγαθές προθέσεις για αυτά τα παιδιά.
Μάλλον τα ήθελαν αμόρφωτα και ανίκανα να αντεπεξέλθουν στη μετέπειτα ζωή. Όταν κάποιο παιδάκι δεν περνούσε το όριο των 172 βαθμών τον χρόνο, τότε «κοβόταν» από αυτό το... πανεπιστήμιο και οι υπεύθυνοι το έστελναν να εργαστεί σε διάφορα μεγάλα εργοστάσια καπνού ή υφαντουργίας, οι ιδιοκτήτες των οποίων τα δημιούργησαν με τα χρήματα του δόγματος Τρούμαν σε μια μεταπολεμική Ελλάδα που ζούσε στον εμφύλιο και έγλειφε τις πληγές της. Παιδάκια μετατράπηκαν σε φτηνή εργατική δύναμη
Επίσης σε πολλές περιπτώσεις, οικογένειες της «υψηλής» κοινωνίας επισκέπτονταν τις παιδουπόλεις για να αγοράσουν, στην κυριολεξία, υπηρετικό προσωπικό.
Μαύρη σελίδα και οι εκατοντάδες παράνομες υιοθεσίες που έγιναν. Την επόμενη μέρα της υιοθεσίας το παιδί έφευγε για Αμερική για να ζήσει με τη νέα του οικογένεια. Όλα αυτά με το αζημίωτο και ενώ πολλά από αυτά τα παιδιά είχαν κάποιον συγγενή εν ζωή.
Η συνήθης τιμή για παράνομη υιοθεσία ήταν 4.000 δολάρια το κεφάλι. Και εάν κάποτε, έπειτα από χρόνια, ένας γονιός γυρνούσε από την εξορία ή τις χώρες του ανατολικού μπλοκ και ζητούσε το παιδί του, εισέπραττε την απάντηση: «Πέθανε». Όσα παιδάκια ήταν σαν τον Βασίλη και δεν συνετίζονταν υπήρχαν και άλλοι τρόποι. Τα περιστατικά κακοποίησης ανηλίκων και ξυλοδαρμών είχαν και αυτά τη θέση τους στον μακρύ κατάλογο της φρίκης των παιδουπόλεων της βασίλισσας.
Ο Γιώργος Χατζάτογλου, ένα από τα παιδιά του παιδομαζώματος της Φρειδερίκης, περιγράφει:
«Το στρατόπεδο είχε φρουρά και ήταν περιφραγμένο με συρματόπλεγμα 4 μέτρα ύψος. Υπήρχαν παιδιά ηλικίας από 2 μέχρι 16, που έκλαιγαν γιατί είχαν με τη βία αποχωριστεί απ’ τους γονείς τους. Μέναμε σε τολ, που το καλοκαίρι οι λαμαρίνες τους καίγανε και το χειμώνα πάγωναν. Κοιμόμασταν σε σιδερένια κρεβάτια, σε τρεις σειρές και χωρισμένα κατά 25άδες. Με την άφιξή μας στην παιδούπολη στο Καστρί, μας μοίρασαν στρατιωτικές φόρμες. Πρώτο μέλημά τους ήταν να μας στείλουν ιεροκήρυκα, να δημιουργήσουν κατηχητικά και στελέχη προσκόπων. Θυμάμαι ότι σε όλους τους τοίχους ήταν ζωγραφισμένη μια μορφή ενός αγριανθρώπου γενειοφόρου με μια χατζάρα στο στόμα, που έσταζε αίμα, να αρπάζει απ’ την αγκαλιά της μάνας το παιδί της. Επίσης, στους τοίχους υπήρχαν συνθήματα για το έθνος και τη βασίλισσα Φρειδερίκη. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα γίνονταν η διαπαιδαγώγηση και η νουθέτηση για τη “μάνα μας” τη βασίλισσα. Νύχτα - μέρα αυτά διαρκώς μας έλεγαν».
Η Σταυρούλα Ιωάννου πέρασε και αυτή από τη φρίκη της παιδούπολης: «Μας είχανε μαζεμένα μια μέρα όλα μαζί στην Αθήνα. Ήταν Γενάρης ή Φλεβάρης και χιόνιζε αραιά, αλλά το κρύο τρύπαγε ώς το μεδούλι. Έκοβες καρφί. Μας είχαν στοιβαγμένα σε σειρά δίπλα στον δρόμο με τις στολές μας για να χαιρετίσουμε τη Φρειδερίκη που θα περνούσε με το αυτοκίνητο από μπροστά μας. Τουρτουρίζαμε και μπλαβιάζαμε δύο ώρες όρθια και μερικά κορίτσια είχαν και πυρετό. Μετά ήρθε και ο υπεύθυνος κι εμείς κάτσαμε “προσοχή”. “Έρχεται η Βασίλισσά μας” μας είπε και μας ορμήνεψε να φωνάξουμε “μάνα, μάνα” όταν τη δούμε. Αργότερα πέρασε το αμάξι της και την είδαμε μέσα με τη γούνα της και τα γάντια της και φωνάξαμε όπως μας είπαν, αλλά εκείνη δεν γύρισε καν να μας χαιρετίσει...».
Γράμμος, 25 Αυγούστου 1949, ξημέρωμα
Ο Κωστής Κάτσας βρισκόταν στο χαράκωμά του και είχε «πιάτο» όλη την πλευρά του βουνού. Τις προηγούμενες ημέρες είχε καταφέρει μαζί με τους ελάχιστους πλέον συντρόφους του να τρέψει σε άτακτη φυγή, όσες φορές το επιχείρησαν, τόσο τα ΛΟΚ όσο και τους στρατιώτες του Εθνικού Στρατού.
Μόλις είδε τις πρώτες ακτίνες του ήλιου να ξεπροβάλλουν πίσω από το θεόρατο βουνό, σκέφτηκε πως ήταν η ώρα για το «ραντεβού - υπόσχεσή» του. Πήγε πίσω, λίγα μέτρα μέσα στο δάσος, και έβγαλε τη φθαρμένη και τσαλακωμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία από την τσέπη του βρόμικου πουκαμίσου του.
Χάιδεψε με τα άγρια δάχτυλά του τα προσωπάκια του Βασίλη και της Ευγενίας. Βούρκωσε. Άρχισε να ψιθυρίζει στον γιο του, λες και τον άκουγε. Λόγια τρυφερά, λόγια γλυκά. Με την ανάστροφη του άλλου του χεριού που βαστούσε το δίκοχο του Δημοκρατικού Στρατού, σκούπισε τα δάκρυά του.
Ο Κώστας δεν άκουσε τον μακρινό βόμβο από αεροπλάνα που όλο και πλησίαζε στην πλαγιά που βρισκόταν.
Δεν άκουσε καν τους συντρόφους του που φώναξαν: «Βαρελάκια». Η ναπάλμ έπεσε λίγα μέτρα μακριά του. Ρούφηξε όλο το οξυγόνο από την ατμόσφαιρα και το έβγαλε με ορμή σε μια τεράστια υγρή φλόγα που κατέκαψε τα πάντα.
Εκείνος πρόλαβε μόνο να σφίξει τη φωτογραφία στο χέρι του και να σκύψει.
Μια εβδομάδα αργότερα στρατιώτες του Εθνικού Στρατού βρήκαν σε κείνη την καμένη πλαγιά λίγα απανθρακωμένα πτώματα. Ένα βρισκόταν πιο πίσω, κουλουριασμένο και γυμνό.
Σαν από θαύμα μέσα στην κλειστή παλάμη του βαστούσε μια φωτογραφία που δεν είχε καεί...
του
Γιώργου ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ*
|
Ο νηπιακός σταθμός του Veselicko (μεγάλο αρχοντικό), που φιλοξένησε 120 προσφυγόπουλα απ' την Ελλάδα. Σε τέτοιους χώρους μεγάλωσαν τα παιδιά που έσωσε ο ΔΣΕ. Σ' αντίθεση με τα στρατόπεδα της Φρειδερίκης, όπου ακόμα ψάχνει η μάνα να βρει το παιδί και το παιδί τη μάνα |
Στις 27 Φεβρουαρίου 1948 η κυβέρνηση της Αθήνας κατέθεσε επίσημη διαμαρτυρία προς τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την «αρπαγή» παιδιών από τους κομμουνιστές.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της διαμαρτυρίας η όλη επιχείρηση γινόταν με την πλήρη και ανοιχτή συνεργασία των γειτονικών προς την Ελλάδα κρατών, γεγονός που αποτελούσε κατάφωρη επέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας με τρόπο ιδιαίτερα προκλητικό.
Από τους κυβερνητικούς κύκλους της Αθήνας η όλη επιχείρηση παρουσιάστηκε ως ένα ειδεχθές έγκλημα: η «αρπαγή» των παιδιών αποσκοπούσε, κατ' αυτούς, πρώτον, στην κατατρομοκράτηση των πληθυσμών της ελληνικής επαρχίας και, δεύτερο και σπουδαιότερο, στην αλλοίωση των εθνικών χαρακτηριστικών της χώρας.
Η τελευταία κατηγορία εξειδικευόταν με δύο τρόπους. Κατ' αρχήν, τα παιδιά αυτά προορίζονταν να γίνουν ένα είδος «γενιτσάρων» που αργότερα θα στρέφονταν ενάντια στην πατρίδα τους, δηλαδή, αυτό δεν το έλεγε η διαμαρτυρία, ενάντια στο πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς της.
Ελεγε πάντως ότι τα με τον τρόπο αυτό διαπαιδαγωγημένα παιδιά μπορούσαν να στραφούν ενάντια σε ολόκληρο τον «ελεύθερο κόσμο» και τις αξίες του.
Για το σκοπό αυτό τα παιδιά αυτά μορφώνονταν και «κατηχούνταν» όχι μόνο κομμουνιστικά αλλά και «αντεθνικά» σε τρόπο ώστε να απειλήσουν τη φυλετική καθαρότητα του ελληνικού έθνους.
Επιπρόσθετα, τα ίδια αυτά παιδιά θα μπορούσαν μεγαλώνοντας να στελεχώσουν το Δημοκρατικό Στρατό ή όποιο τέλος πάντων στρατιωτικό σχήμα θα απειλούσε τον καπιταλιστικό κόσμο στο επερχόμενο μέλλον.
Ολα αυτά είχαν τη σημασία τους σε μια εποχή που διακρινόταν ήδη η εποχή του ψυχρού πολέμου και θα μπορούσαν να συγκινήσουν το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα για το τι να περιμένει μέσα από αυτές τις πρακτικές.
Οπωσδήποτε η διαμαρτυρία της κυβέρνησης της Αθήνας ισχυριζόταν ότι έφερνε στο φως ένα τρομερά καταχθόνιο σχέδιο μακράς πνοής.
Θέλοντας μάλιστα να του προσδώσουν διαχρονικά χαρακτηριστικά, να το εντάξουν στη διαρκή απειλή που η ελληνική φυλή αντιμετώπισε σε ολόκληρη την ιστορική διαδρομή της, έδωσαν σε αυτήν τη διαδικασία ένα «ιστορικό» όνομα: το είπαν «παιδομάζωμα».
Ο όρος παιδομάζωμα παρέπεμπε στις εποχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Από την εποχή του σουλτάνου Μουράτ Α' (1362 - 1369) μέχρι τον 17ο περίπου αιώνα - η πρακτική καταργήθηκε με απόφαση του Μουράτ Δ' το 1638 και οριστικά γύρω στα 1699 - οι σουλτάνοι στρατολογούσαν τον προσωπικό τους στρατό, τους «Γενιτσάρους» από παιδιά επιφανών μη μουσουλμανικών - χριστιανικών δηλαδή - οικογενειών. Οι λόγοι γι' αυτό ήσαν «καθεστωτικοί»: ένας εκ γενετής μη μουσουλμάνος, όσο κι αν μετέπειτα ασπαζόταν το Ισλάμ, δεν μπορούσε να γίνει σουλτάνος της Αυτοκρατορίας.
Με τον τρόπο αυτό οι ηγεμόνες της Κωνσταντινούπολης απέφευγαν το εσωτερικό στρατιωτικό πραξικόπημα, προκαλώντας όμως στους αλλόθρησκους από τους υπηκόους τους αρκετά προβλήματα.
Ουσιαστικά, με τον τρόπο αυτό «αποκεφάλιζαν», αν θέλετε, τις πλέον επικίνδυνες αριστοκρατικές οικογένειες, ειδικά στα ταραγμένα - λόγω γειτονίας με τη χριστιανική δύση - κεντρικά και βόρεια Βαλκάνια. Οι τοπικές αυτές αριστοκρατίες έριχναν, δικαίως, μαύρο δάκρυ για την τύχη των παιδιών τους και το «παιδομάζωμα» (devsirme) έφτασε να σημαίνει - ειδικά μετά την κατάργησή του (οι γενίτσαροι στο μεταξύ είχαν γίνει κλειστή στρατιωτική αριστοκρατία και δεν ήθελαν νεοφερμένους στις τάξεις τους) - αρπαγή παιδιών για θρησκευτικό, εθνικό ή πολιτικό λόγο.
Με αυτόν λοιπόν τον βαριά καταδικασμένο από την ιστορία όρο οι εφημερίδες της Αθήνας και η κυβερνητική προπαγάνδα κατήγγειλαν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας τα όσα γίνονταν σε βάρος των παιδιών της ελληνικής επαρχίας από τα καταχθόνια σχέδια των κομμουνιστών.
Οι καταγγελίες αυτές είχαν κυρίως εσωτερική απήχηση.
Ο τότε διεθνής αντικομμουνισμός για πολύ μικρό μόνο διάστημα έκανε τις καταγγελίες αυτές μέρος της γενικότερης προπαγάνδας του.
Μετά ξεχάστηκαν.
Μετά το 1952 δεν υπάρχει καμία μνεία στην αντικομμουνιστική φιλολογία, σ' αυτό το ζήτημα.
Ο ΟΗΕ ανέθεσε την έρευνα των καταγγελιών της κυβέρνησης της Αθήνας στην ειδική επιτροπή που είχε δημιουργήσει για τα Βαλκάνια, την ΟΥΝΣΚΟΜΠ, που ερευνούσε το κατά πόσο επενέβαιναν οι γειτονικές προς την Ελλάδα χώρες στον ελληνικό εμφύλιο - αυτό κυρίως ενδιέφερε.
Το Νοέμβριο του 1948 το πόρισμα της ΟΥΝΣΚΟΜΠ ήταν αμήχανα ουδέτερο.
Διαπίστωνε τη μεταφορά των παιδιών από ορισμένα χωριά στις γειτονικές χώρες συχνά με την ευθύνη και τη συνοδεία μέρους του γυναικείου πληθυσμού του ίδιου χωριού.
Στο ερώτημα κατά πόσο η μεταφορά αυτή γινόταν με τη συναίνεση των γονέων ή όχι, η επιτροπή δεν μπορούσε να το απαντήσει στις τότε συνθήκες.
Σε τελευταία ανάλυση, δυσκολευόταν από το ξεδίπλωμα μιας αντίστοιχης κυβερνητικής πολιτικής. Το 1948 ο κυβερνητικός στρατός είχε γενικεύσει τη μεταφορά των παιδιών από τις εμπόλεμες ζώνες στα ιδρύματα της Βασιλικής Πρόνοιας και ήταν μάλλον αστείο να ρωτά κανείς τέτοια πράγματα, τέτοια εποχή.
Σε απάντηση, την άνοιξη του 1949, οι υπηρεσίες της Αθήνας συνέταξαν έναν κατάλογο με πέντε χιλιάδες ονόματα παιδιών που είχαν «απαχθεί», όπως έλεγε το διάβημα, και φυγαδευτεί στο εξωτερικό χωρίς τη θέληση των γονιών τους.
Οι επιτροπές του ΟΗΕ ερεύνησαν το ζήτημα με τη συνδρομή μάλιστα της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης που ήθελε τότε να πάρει αποστάσεις από τον ελληνικό εμφύλιο. Πολύ λίγα από τα παιδιά που βρίσκονταν στον κατάλογο βρέθηκαν και η αξιοπιστία του τελευταίου αμφισβητήθηκε έντονα.
Τα παιδιά που ήταν μαχητές
Μετά τη λήξη του πολέμου και ενώ το ζήτημα των παιδιών είχε πλέον μετατραπεί σε καθαρά διπλωματικό ζήτημα, οι κυβερνήσεις της Αθήνας εξακολουθούσαν να παράγουν καταλόγους ανεβάζοντας σε 9.300 τον αριθμό των - σύμφωνα με τις δικές τους απόψεις - «απαχθέντων» παιδιών - των εκπατρισθέντων δηλαδή ερήμην της θέλησης των κηδεμόνων τους.
Ο ΟΗΕ ερεύνησε και πάλι και, μέχρι το 1952, μερίμνησε για τον επαναπατρισμό 538 παιδιών αυτής της κατηγορίας.
Μεταξύ άλλων διαπιστώθηκε ότι οι ελληνικές αρχές θεώρησαν σε πολλές περιπτώσεις το όριο λήξης της παιδικής ηλικίας στα 21 χρόνια και στην ουσία ζητούσαν τον επαναπατρισμό νεαρών μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού.
Ο ΔΣΕ ήταν ένας εξαιρετικά νεανικός στρατός και πάρα πολλοί από τους μαχητές του ήταν κάτω από αυτή την ηλικία. Κατά συνέπεια ζητούσαν να επιστρέψουν στα κρατητήρια και στην αιχμαλωσία ένα μεγάλο μέρος των μαχητών του ΔΣΕ.
Η απόφαση για το σώσιμο των παιδιών
|
Κατεστραμμένο το σχολειό στον Αγιο Γερμανό από τις βόμβες του αστικού στρατού |
Από την άλλη πλευρά του λόφου, το κατά την Αθήνα «καταχθόνιο σχέδιο» ανακοινώθηκε με εξαιρετικά επίσημο τρόπο.
Στις 7 Μαρτίου του 1948 το υπουργείο Εσωτερικών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης ανακοίνωσε μέτρα για τα παιδιά που βρίσκονταν στην Ελεύθερη Ελλάδα.
Στην ανακοίνωση αυτή διαπίστωνε ότι τα κυριότερα θύματα της πολιτικής που οι Αμερικανοί και η κυβέρνηση της Αθήνας εφάρμοζαν στην εμπόλεμη Ελλάδα ήσαν τα παιδιά.
Ελεγε αυτή η ανακοίνωση: «Με το εγκληματικό πέταμα στου δρόμους των πόλεων 150.000 και πάνω παιδιών όπου καθημερινά δεκάδες από αυτά πεθαίνουν.
Με την τελευταία διαταγή της Φρειδερίκης που διέταξε τους υποτακτικούς της να συγκεντρώσουν όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά στα κέντρα, για να τα μετατρέψουν σε γενιτσάρους και να τα βάλουν αναγκαστικά στις αγαπητές της χιτλερικές οργανώσεις νεολαίας.
Ακόμα δε και με τους άνανδρους βομβαρδισμούς των ανυπεράσπιστων γυναικόπαιδων, από τους οποίους τον τελευταίο καιρό σκοτώθηκαν 120 παιδάκια...».
Για τους λόγους αυτούς η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση αποφάσισε να εγκρίνει την αποστολή και παραμονή των παιδιών που προέρχονταν από τις απειλούμενες ζώνες στις γειτονικές χώρες μέχρι να κοπάσει η μανία του πολέμου.
Για τη μεταφορά αυτή προχώρησε σε συνεννοήσεις με οργανισμούς πρόνοιας των αντίστοιχων χωρών υποδοχής.
|
Μωρομάνες με τα παιδιά στην αγκαλιά βρίσκουν καταφύγιο στο βουνό. Αυτά τα παιδιά που σώθηκαν από το Δημοκρατικό Στρατό γύρισαν όλα πίσω επιστήμονες για να βοηθήσουν την πατρίδα τους |
Το Μάιο του 1948 η Δημοκρατική Κυβέρνηση ίδρυσε την ΕΒΟΠ, Επιτροπή βοήθειας στο Παιδί επικεφαλής της οποίας τοποθετήθηκαν ο Πέτρος Κόκκαλης, η Ελλη Αλεξίου, ο Γιώργος Αθανασιάδης, ο Θανάσης Μητσόπουλος και άλλοι εκπαιδευτικοί, παιδαγωγοί ή άνθρωποι των Γραμμάτων.
Η επιτροπή αυτή συντόνισε τη μεταφορά των παιδιών στο εξωτερικό και την εκεί περίθαλψή τους καθώς πολλά από αυτά έπασχαν από τις χρόνιες τότε αρρώστιες της φτωχής ελληνικής επαρχίας αλλά και τις κακουχίες που ο πόλεμος προκαλούσε. Οργάνωσε και το εκπαιδευτικό σύστημα των παιδιών αυτών για τη μελλοντική όπως έλπιζαν τότε σοσιαλιστική Ελλάδα.
|
Τι προηγήθηκε
Το 1948 ο «πόλεμος των παιδιών» είχε πλέον γίνει βασικό χαρακτηριστικό του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, είτε αυτός αποτελούσε αντικείμενο συζήτησης στις αίθουσες συνεδριάσεων του ΟΗΕ, είτε καταγραφόταν στις εφημερίδες, είτε στην προπαγάνδα στο εσωτερικό της χώρας ή στο εξωτερικό. Ας δούμε λοιπόν πώς έφθασαν τα πράγματα ως εκεί.
Στις αρχές του 1947 ο ελληνικός εμφύλιος άρχισε να μεταβάλλεται σε έναν «πειραματικό», θα λέγαμε, πόλεμο για τις ισχυρές δυνάμεις του δυτικού καπιταλιστικού κόσμου, τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ.
Δύο χρόνια μετά το τέλος του παγκόσμιου πολέμου οι δύο αυτές μητροπόλεις του «δυτικού» κόσμου αντιλαμβάνονταν ότι έμπαιναν σε μία νέα εποχή συγκρούσεων και σε ένα νέο τύπο αναμέτρησης. Πλήθος λαών βρίσκονταν ακόμα κάτω από καθεστώς αποικιοκρατίας και ο ξεσηκωμός τους απειλούσε να ανατρέψει σταθερές της βασισμένης στον ιμπεριαλισμό καπιταλιστικής οικονομίας.
Την επαύριο του πολέμου, ακόμα και στην Ευρώπη, οι λαοί ζητούσαν τα δικά τους δικαιώματα, την εφαρμογή των αξιών για τις οποίες πολέμησαν μέσα από τα κινήματα Αντίστασης.
Αυτό που γινόταν στην Ελλάδα δεν έπρεπε να εξαπλωθεί στην Ευρώπη, ενώ η αναχρονιστική αποικιοκρατική οργάνωση του κόσμου έπρεπε να διατηρηθεί τόσο όσο χρειαζόταν για να οργανωθεί μία διάδοχη κατάσταση σε όφελος πάλι του συστήματος. Δεν έπρεπε η εθνική απελευθέρωση λαών να σημαίνει και κοινωνική τους απελευθέρωση.
Για όλα αυτά ο κομμουνισμός έπρεπε να ανασχεθεί, να περιοριστεί, τα σοσιαλιστικά κράτη, η Σοβιετική Ενωση να περικυκλωθούν, να κλειστούν μέσα σε αυτό που τότε στην Αγγλία όρισαν ως το «σιδηρούν παραπέτασμα».
Ολα αυτά προμήνυαν νέες συγκρούσεις, είτε θερμές, είτε «ψυχρές».
Για την ανάσχεση του κομμουνισμού
Ο ελληνικός εμφύλιος ήταν ένας θερμός πόλεμος στην ευαίσθητη και σημαντική Ευρώπη.
Η έκβασή του είχε καίρια σημασία για το δυτικό στρατόπεδο, για τη Μεγάλη Βρετανία και για τις ΗΠΑ. Στα τέλη του 1946, όταν ο πόλεμος αυτός γενικεύτηκε, στην Ουάσιγκτον η κυβέρνηση του Προέδρου Τρούμαν βρέθηκε μπροστά σε μία αναπάντεχη εξέλιξη: Η Μεγάλη Βρετανία παραδέχτηκε την αδυναμία της να συνεχίσει την εμπλοκή της στα ελληνικά πράγματα.
Η Αυτοκρατορία είχε εξαντληθεί στον αγώνα της ενάντια στην ελληνική Εθνική Αντιφασιστική Αντίσταση, είχε κερδίσει μάχες για να καταλήξει να παραδεχτεί ότι έχασε τον πόλεμο.
Οι Βρετανοί δεν μπορούσαν παρά να φύγουν από την Ελλάδα αποδεχόμενοι δημόσια την πρώτη μεγάλη ήττα της Αυτοκρατορικής τους πολιτικής και ισχύος.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες αυτές οι εξελίξεις σήμαναν κόκκινο συναγερμό.
Η ανάσχεση του κομμουνισμού, ο «Ψυχρός Πόλεμος» έπρεπε άμεσα να αρχίσει. Από την Ελλάδα δε, σε προτεραιότητα...
Σε αυτόν τον πόλεμο που οι Ηνωμένες Πολιτείες κληρονόμησαν επιβάλλονταν ιδιαίτερες προδιαγραφές. Η μαζική στρατιωτική επέμβαση ξένων στρατευμάτων αποκλειόταν στις τότε συνθήκες.
Η Ελλάδα βρισκόταν στην Ευρώπη και ακόμα περισσότερο, στα πάντα ευαίσθητα Βαλκάνια. Ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα μετείχαν ακόμα σε κυβερνήσεις εθνικής ενότητας στα δυτικά κράτη - στη Γαλλία και την Ιταλία για παράδειγμα - και οι λαοί της ηπείρου δε θα έβλεπαν με καλό μάτι μια αμερικανική στρατιωτική ανάμειξη για την ανάσχεση του κομμουνισμού σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Ο ίδιος ο αμερικανικός λαός δύσκολα θα δεχόταν μία εκστρατεία για την προάσπιση βρετανικών, όπως το έβλεπαν τότε, θέσεων και συμφερόντων.
Στον ελληνικό λοιπόν εμφύλιο πόλεμο η λύση έπρεπε να προέλθει από μέσα και η Αμερική θα έπρεπε να βρει τρόπους που θα απέτρεπαν τη δική της άμεση στρατιωτική εμπλοκή, ενώ ταυτόχρονα θα οδηγούσαν στο επιθυμητό για τα συμφέροντα του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου αποτέλεσμα.
Καθώς το μονοπώλιο στα πυρηνικά δε φαινόταν να μπορεί να αντιμετωπίσει τη δικαίως αναμενόμενη οργή των λαών, το χρήμα ήταν το βασικό όπλο, το συγκριτικό πλεονέκτημα των Ηνωμένων Πολιτειών εκείνο το διάστημα.
Αξονας της αμερικανικής πολιτικής θα ήταν ακριβώς αυτό.
Η πολιτική της ανάσχεσης του κομμουνισμού εξειδικεύτηκε σε μία σειρά πολιτικές διακηρύξεις που στην ουσία τους έμοιαζαν με οικονομικά προγράμματα. Το Δόγμα Τρούμαν με ειδική αναφορά στην Ελλάδα και τη γειτονική της Τουρκία και το περίφημο Σχέδιο Μάρσαλ ήταν ο παρονομαστής αυτής της νέας πολιτικής.
Τα δολάρια θα στήριζαν καθεστώτα ή θα μετέβαλαν όσα από αυτά δεν ήταν της αρεσκείας των ΗΠΑ.
Στις χώρες της δυτικής Ευρώπης οι κυβερνήσεις εθνικής ενότητας καταργήθηκαν και οι κομμουνιστές απομονώθηκαν καθώς απαράβατος όρος για την εκταμίευση της αμερικανικής βοήθειας ήταν η μη συμμετοχή κομμουνιστών στα κυβερνητικά σχήματα των κρατών που θα μετείχαν στο πρόγραμμα.
Ηταν ο πρώτος μεγάλος πολιτικός εκβιασμός, η πρώτη ωμή επέμβαση. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε επιχειρησιακά αρχίσει.
Για την Ελλάδα και το δικό της θερμό πόλεμο, οι επιλογές αυτές της αμερικανικής πολιτικής είχαν τεράστια σημασία.
Στις 20 Ιουνίου 1947 η ελληνο-αμερικανική συμφωνία άνοιξε το δρόμο στις νέες εξελίξεις. Η χώρα θα γινόταν ένα πεδίο ασκήσεων όπου οι δυνατότητες των αμερικανικών επιλογών - αυτό το «νέο είδος πολέμου» - θα δοκιμάζονταν σε έναν πραγματικό, ευρωπαϊκό πόλεμο.
Εσβησαν ολόκληρα χωριά απ' το χάρτη
Την άνοιξη του 1947, πριν ακόμα ολοκληρωθούν θεσμικά και οργανωτικά οι αμερικανικοί σχεδιασμοί, ο κυβερνητικός στρατός άρχισε να εφαρμόζει στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Ρούμελη, δοκιμαστικά τα νέα σχέδια.
Ο στόχος ήταν απλός: ολόκληροι οι πληθυσμοί των ορεινών χωριών καθώς και οι αντίστοιχοι των «ύποπτων» ή αμφισβητούμενων περιοχών θα έπρεπε προοδευτικά να μεταφερθούν σε ελεγχόμενους από τις κυβερνητικές δυνάμεις χώρους.
Η μέθοδος ήταν απλή. Οταν οι στρατιώτες έφθαναν σε ένα χωριό ανακοίνωναν στους κατοίκους ότι σε δύο, τρεις ή τέσσερις ώρες ή κάτι τέτοιο, όφειλαν να τους ακολουθήσουν.
Οι πρώτες εικόνες από καραβάνια αιφνίδια ξεσπιτωμένων χωρικών άρχισαν να εμφανίζονται στο έκπληκτο κοινό στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Για να εξωραΐσουν την επιχείρηση αυτή βάπτισαν τα καραβάνια αυτά της δυστυχίας ως «συμμοριόπληκτους» ακριβώς για ν' αποκρύψουν ότι αυτά ήσαν τα πρώτα θύματα του νέου πειράματος με στόχο την υποταγή ενός ατίθασου λαού που μόλις είχε νικήσει και τη Βρετανία.
Οι βομβαρδισμοί των χωριών, ειδικά όσων βρίσκονταν κοντά στα σύνορα ή κατοικούνταν από μειονοτικούς πληθυσμούς, σλαβομακεδονικούς στην περιοχή εδώ, συμπλήρωναν την πίεση και καλούσαν έμπρακτα τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Νέα είδη τρομοκρατικών πολεμοφοδίων επιστρατεύτηκαν, μεταξύ τους οι βόμβες βενζίνης, πρόδρομοι των «Ναπάλμ», που προκαλούσαν τρομερά εγκαύματα, κατέκαιγαν τα χωριά μαζί με τους κατοίκους τους.
Οι αριθμοί των εκτοπισθέντων αυτών συμμοριόπληκτων εκπλήσσουν ακόμα και σήμερα.
Στην αιχμή της εφαρμογής αυτών των σχεδίων, στο τέλος του 1948 και το 1949, οι αριθμοί τους έφθασαν τις 700.000, οι οποίοι προστιθέμενοι στις 300.000 «μη υποχρεωτικά» μετακινηθέντες πρόσφυγες (στην Πελοπόννησο όπου εξαπλωνόταν η τρομοκρατία της «Χ» ίσως εκατό χιλιάδες άτομα έφυγαν, προς την Αθήνα κυρίως) φθάνουν αθροιστικά το ένα εκατομμύριο άτομα: το 10 - 15% του τότε συνολικού πληθυσμού της χώρας δηλαδή ή το 20 με 25% του πληθυσμού της υπαίθρου.
Ολα αυτά τα καραβάνια της δυστυχίας κατέληξαν στις παραγκουπόλεις των «προσφυγικών» στις παρυφές των πόλεων κάτω από το άγρυπνο βλέμμα στρατιωτών και Χωροφυλάκων.
Τα φυλάκια και τα συρματοπλέγματα στο όνομα της μη επικοινωνίας των εκτοπισθέντων με τους συμμορίτες, έκαναν αυτές τις αυτοσχέδιες συνοικίες να μοιάζουν με εβραϊκά γκέτο της ναζιστικής Νέας Ευρώπης.
Οπωσδήποτε μία μετακίνηση πληθυσμών σε αυτή την έκταση δεν ήταν δυνατό να γίνει χωρίς την αμερικανική χρηματοδότηση.
Μη φανταστεί κανείς ότι τα αμερικανικά δολάρια, μετεξελιγμένα σε «δραχμές ανοικοδομήσεως» δόθηκαν ως ενίσχυση στους αναξιοπαθούντες εκτοπισμένους. Το αντίθετο συνέβη.
Η χρηματοδότηση αυτή δόθηκε σε τοπικούς εργολάβους, εργοστασιάρχες, επιχειρηματίες για να απασχολούν με την κατώτατη δυνατή αμοιβή και χωρίς πολλές πολλές υποχρεώσεις αυτό το εξαθλιωμένο εργατικό δυναμικό στις δικές τους επιχειρήσεις.
Από τη σκοπιά αυτή η χώρα γύρισε πίσω στα χρόνια της Κατοχής, στα 1942, όταν σχεδόν τριακόσιες χιλιάδες εργαζόμενοι απασχολούνταν, για μια μπουκιά ψωμί, σε ελληνικές εταιρείες, υπηρεσίες ή εργολάβους που δούλευαν για τις ανάγκες του κατακτητή, άμεσα ή έμμεσα. Με τον τρόπο αυτό συνεχιζόταν το κτίσιμο ενός αρπακτικού ελληνικού καπιταλισμού για να κυβερνήσει μεταπολεμικά τη χώρα.
Οι «παιδουπόλεις» της Φρειδερίκης
Τον Ιούλιο του 1947, την ίδια πάνω κάτω εποχή που η αμερικανική χρηματοδότηση επέτρεψε το άνοιγμα του στρατοπέδου «αναμόρφωσης» στο Μακρονήσι, ολοκληρώθηκε και η επεξεργασία των ειδικών εκείνων σχεδίων που αφορούσαν τα παιδιά.
Η νέα βασίλισσα από τον Απρίλιο μόλις του ίδιου έτους, βασίλισσα Φρειδερίκη επικεφαλής 72 «κυριών» της καλής αθηναϊκής κοινωνίας - πολλές από τις οποίες ήσαν κυρίες επί των τιμών των ανακτόρων ενώ ανάμεσά τους διακρίνονταν μέλη των πλέον διάσημων οικογενειών του ελληνικού καπιταλισμού - δημιούργησαν το Βασιλικό Οργανισμό Προνοίας με διακηρυγμένο στόχο την περίθαλψη των παιδιών της χώρας.
Εξυπακούεται ότι για να τα περιθάλψουν οι φιλεύσπλαχνες αυτές κυρίες τα παιδιά θα έπρεπε πρώτα να τα συγκεντρώσουν, να τα αποσπάσουν από τις οικογένειές τους και από τον τόπο όπου γεννήθηκαν και κατοικούσαν.
Από τη βασιλική πρόνοια ανατέθηκε πολύ γρήγορα στον κυβερνητικό στρατό ένα αληθινό «σαφάρι» παιδιών από τις «ύποπτες» ειδικά περιοχές της χώρας. Η Βασιλική Πρόνοια πολύ γρήγορα έγινε ένας τεράστιος οργανισμός, ένα αληθινό κράτος μέσα στο κράτος.
Οι συνολικοί αριθμοί των παιδιών που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στάλθηκαν στα διάφορα ιδρύματα της Πρόνοιας παραμένει εφτασφράγιστο μυστικό - όπως συμβαίνει εξάλλου και με το συνολικό αριθμό οπλιτών ή πολιτών που «αναμορφώθηκαν» στο στρατόπεδο της Μακρονήσου. Τα σχετικά αρχεία είναι κλειστά και οι αριθμοί που έχουν δοθεί κατά καιρούς από τις κρατικές υπηρεσίες δύσκολα μπορεί να γίνουν πιστευτοί. Οι «απολογητές» του συστήματος (Μανούκας) δηλώνουν ότι ο αριθμός των παιδιών αυτών κυμάνθηκε γύρω στις 20.000, ενώ ο ίδιος αριθμός (που ενίοτε έφθασε ως 25.000) προβλήθηκε στις διάφορες επετειακές κυρίως εκδηλώσεις για το ζήτημα αυτό. Πίσω από αυτές τις μετρήσεις διακρίνουμε την πολιτική ανάγκη να παρουσιαστεί μικρότερος ο αριθμός των παιδιών που εκτοπίστηκαν με τα κυβερνητικά μέτρα από τον αντίστοιχο των παιδιών που φιλοξενήθηκαν στις λαϊκές δημοκρατίες και ο οποίος κυμάνθηκε ανάμεσα στις 25 και 28.000 άτομα.
Γεγονός είναι ότι ανάμεσα στα 1947 και το 1950 λειτούργησαν 53 «παιδουπόλεις», πολλές από τις οποίες ήταν πραγματικές πόλεις ή μάλλον πραγματικά και πολυάνθρωπα στρατόπεδα εγκλεισμού (Φιλιππιάδα, όπου οι εγκαταστάσεις φαίνονται ακόμα). Συμπληρωματικά δε, δίπλα σε αυτές λειτούργησαν ποικιλώνυμα άλλα ιδρύματα «παιδικές στέγες» κλπ. χωρίς να συμπεριλάβουμε τα ιδρύματα για τα παιδιά των πολιτικών φυλακισμένων, για τα ορφανά ή το ειδικό στρατόπεδο ανήλικων αιχμαλώτων που λειτούργησε στη Λέρο όπου στέλνονταν όσοι αιχμάλωτοι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού δεν είχαν συμπληρώσει το 21ο έτος. Προφανώς, ένας μηχανισμός αυτού του μεγέθους δεν μπορεί να έγινε για να φιλοξενήσει απλά και μόνο είκοσι χιλιάδες άτομα (λιγότερα από τετρακόσια δηλαδή για κάθε παιδόπολη).
Θα ήταν ίσως περιττό να περιγράψουμε τη ζωή αυτών των παιδιών που από κοντά γνώρισαν τη Βασιλική Πρόνοια. Οι τύχες τους ήταν κυμαινόμενες αλλά πάντοτε ανάλογες με την τύχη του λαού τους. Τα πιο τυχερά ήσαν όσα μπόρεσαν το ταχύτερο να επανενωθούν με τις οικογένειές τους και να βγουν από αυτό το σύστημα, έστω για να ζήσουν μέσα στη φτώχεια.
Πολλά ακούγονται σήμερα ακόμα για τις «υιοθεσίες» στο εξωτερικό, για τη χρησιμοποίηση των παιδιών αυτών ως φθηνό εργατικό δυναμικό (μαθητευόμενοι βλέπετε) σε επιχειρήσεις ή ακόμα για τα «προξενιά» διαμέσου των ιδρυμάτων της Πρόνοιας (και τη συμβολή στην προικοδότηση της Βασιλίσσης) που οδήγησαν σε ένα τεράστιο κύμα αφύσικων γάμων τα επόμενα χρόνια: με τεράστιες λόγου χάρη διαφορές ηλικίας μεταξύ του γαμπρού και της αποκτηθείσας από το ίδρυμα συζύγου...
Οταν προχωρήσει - όταν αφεθεί να προχωρήσει - η σχετική έρευνα στη χώρα μας (με πρόσβαση στα αρχεία λόγου χάρη) πολλά θα ξέρουμε για τον κοινωνικό κόσμο των νικητών του εμφυλίου πολέμου, για τις αξίες του. Τα περισσότερα δε θα είναι ευχάριστα υποπτεύομαι... ούτε για τους απολογητές αυτού του συστήματος.
Γύρισαν μορφωμένα και βοήθησαν την πρόοδο της πατρίδας τους
Από τα παιδιά που βρέθηκαν στο εξωτερικό (Λαϊκές Δημοκρατίες) περίπου 5.000 έφυγαν από τις χώρες υποδοχής για να συναντηθούν με τις οικογένειές τους, είτε πίσω στην Ελλάδα, είτε σε χώρες μετανάστευσης, την Αυστραλία, τον Καναδά, τις ΗΠΑ, τη δυτική Ευρώπη. Από τα υπόλοιπα, ένα μεγάλο ποσοστό μορφώθηκε και όταν μετά το 1974 επέστρεψε στην Ελλάδα, βρήκε, παρά τις δυσκολίες που ακόμα και η μεταπολίτευση έβαζε στην επιστροφή και στην επανένταξή τους, τρόπους να βοηθήσει την πρόοδο της πατρίδας τους.
Σημειώνω ότι τα ιδρύματα που τους φιλοξένησαν εκεί, σε πάρα πολλές από αυτές τις χώρες, ήταν ιδρύματα που οικονομικά στηρίζονταν στην κατάσχεση περιουσιών δωσιλόγων, συνεργατών των Γερμανών στη διάρκεια του πολέμου.
Πολλά από αυτά τα παιδιά φιλοξενήθηκαν σε απρόσμενα καλούς χώρους. Η ταινία «η αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδος» που γύρισε τότε ο ΔΣΕ, όταν δείχνει τα παιδιά να φιλοξενούνται σε πύργους δε λέει ψέματα. Είναι οι πύργοι που κατασχέθηκαν στη Τσεχοσλοβακία, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, από αριστοκράτες οι οποίοι φυσικά τον καιρό των δυσκολιών είχαν ταχθεί με τους εχθρούς της πατρίδας για να προστατέψουν τα δικαιώματα της δικής τους κοινωνικής τάξης.
(...) Τα πειράματα των ΗΠΑ με τα παιδιά της Ελλάδας δεν είχαν συνέχεια. Ενα τσουνάμι πολέμων της αποαποικιοποίησης, θα λέγαμε, ακύρωσε τέτοιου είδους πρακτικές. Δεν ήταν δυνατόν σε πολέμους που συμβαίνουν ταυτόχρονα σε τέσσερα σημεία του ορίζοντα να μαζεύονται τα παιδιά. Στο κάτω κάτω, την ίδια εποχή με τον ελληνικό εμφύλιο διεξαγόταν ο εμφύλιος πόλεμος στην Κίνα και θα ήταν μάλλον αστείο να μαζέψουν τον πληθυσμό και τα αντίστοιχα παιδιά. Αλλαξαν αυτές οι τακτικές και αν θέλετε σε τέτοιο βαθμό, σε τέτοια έκταση ποτέ δεν ξαναείχαμε στην ιστορία εφαρμογή παρόμοιων μεθόδων.
Με τον τρόπο τους, τα παιδιά αυτά μετείχαν της πολιτικής εξέλιξης της Ελλάδας. Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος έληξε με διαφορετικό τρόπο από ό,τι έληξαν οι περισσότεροι εμφύλιοι πόλεμοι του καιρού μας. Συνήθως στους εμφύλιους πολέμους, το στρατόπεδο που χάνει τον πόλεμο συνθλίβεται, εξαφανίζεται, καταστρέφεται πλήρως.
Στον ελληνικό εμφύλιο, ο ΔΣΕ και ένα μεγάλο μέρος του μηχανισμού του ΚΚΕ, της πολιτικής έκφραση της κοινωνίας που αντιστάθηκε τόσα χρόνια στους κατακτητές και στην άρχουσα τάξη, έφυγε συγκροτημένα, υποχώρησε, στις ανατολικές χώρες. Μαζί και μεγάλο μέρος της κοινωνίας και τα παιδιά που αναφέραμε.
Ετσι δεν είχαμε μια εξέλιξη όπως, π.χ., στον ισπανικό εμφύλιο, ή στον αμερικανικό εμφύλιο, να καταστραφεί, να εξαφανιστεί ο κόσμος του ηττημένου. Ο κόσμος του «ηττημένου», η πολιτική του έκφραση έμεινε ζωντανή και αυτό αν θέλετε λειτούργησε σαν φάντασμα, σαν απειλή για το μεταπολεμικό κόσμο των νικητών στην Ελλάδα. Δίκιο είχανε. Το μέρος αυτό της κοινωνίας μπόρεσε να διατηρήσει τους πολιτικούς του μηχανισμούς και σήμερα ακόμη να τους έχουμε να διαφεντεύουν τα δικαιώματα του λαού της Ελλάδας. Η παρουσία αυτών των παιδιών, ο τρόπος που μορφώθηκαν, που ακτινοβόλησαν στους της εξορίας τόπους όπου βρέθηκαν, είχε καίριες πολιτικές επιπτώσεις και για την εξέλιξη εδώ.
Ο πόλεμος ενάντια στο λαό της Ελλάδας, εξακολούθησε ανοιχτός μέχρι το 1974.
Και κάτι τελευταίο που πρέπει να αναφέρουμε.
Πολλά από τα παιδιά, όπως και πολλοί από τους πληθυσμούς που φύγανε, ειδικά από την περιοχή στην οποία μιλάμε σήμερα ανήκανε σε μια ιδιαίτερη ομάδα της ελληνικής κοινωνίας, τους Σλαβομακεδόνες. Ακόμα και σήμερα ένα μέρος αυτών των τότε προσφύγων εξακολουθεί να είναι ανεπιθύμητο στον τόπο μας. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανείς λόγος για να διαιωνίζεται αυτό το κατάλοιπο αυτής της σκοτεινής εποχής και αυτών των αποτυχημένων σε τελευταία ανάλυση πολιτικών.
*Ο Γιώργος Μαργαρίτης
είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ
Το αλιεύσαμε απο εδώ