ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Νταχάου:Δείτε τον "ανθρωπισμό" των προγόνων των ΧρυσΑυγουλων:


Στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου

Το στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου (γερμ. Konzentrationslager Dachau) ήταν ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας που δημιούργησε η Γκεστάπο, μετά την άνοδο στην εξουσία του Αδόλφου Χίτλερ, το 1933.

Το στρατόπεδο κατασκευάστηκε στην πόλη Νταχάου, που βρίσκεται κοντά στο Μόναχο. Στο στρατόπεδο αυτό οι ναζιστές συγκέντρωναν και βασάνιζαν, αρχικά τους αντιστασιακούς Γερμανούς και αργότερα αιχμαλώτους από τις χώρες που καταλάμβαναν. Ανάμεσα σ’ εκείνους που πέρασαν από το φριχτό αυτό στρατόπεδο ή βρήκαν το θάνατο εκεί, συγκαταλέγονται και πολλοί Ελληνες αγωνιστές. Ανάμεσα στους κρατουμένους ήταν και ο τότε Γ. Γραμματέας του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης
Το Νταχάου λειτούργησε μέχρι τη συντριβή της ναζιστικής Γερμανίας το 1945.

Ίδρυση – λειτουργία

Το στρατόπεδο ιδρύθηκε το Μάρτιο του 1933 πάνω στα απομεινάρια ενός εργοστασίου πυρομαχικών του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. 
Ήταν το πρώτο από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που δημιούργησαν οι Ναζί. Ο Χάινριχ Χίμλερ, ως αρχηγός της Αστυνομίας του Μονάχου, το περιέγραψε επίσημα ως «το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης για πολιτικούς κρατουμένους». 
Σε αυτό μεταφέρθηκαν αρχικά αντίπαλοι του καθεστώτος, κομμουνιστές, σοσιαλδημοκράτες και συνδικαλιστές. Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του αριθμούσε, περίπου, 4.800 κρατουμένους. Συν τω χρόνω, όμως, άρχισαν να αυξάνονται, καθώς μεταφέρθηκαν εκεί και Μάρτυρες του Ιεχωβά, Ρομά και ομοφυλόφιλοι.

Πρώτος διοικητής του στρατοπέδου ήταν ο Χίλμαρ Βέκερλε (Hilmar Wakerle), ο οποίος ύστερα από τετράμηνη θητεία αντικαταστάθηκε από τον Τέοντορ Άικε (Theodor Eicke). Το Μάιο του 1933 υπήρχαν ήδη εκεί 1.200 πολιτικοί κρατούμενοι.

Στις αρχές του 1937 ξεκίνησαν εργασίες επέκτασης του στρατοπέδου. Τις εργασίες αυτές υποχρεώθηκαν να εκτελέσουν οι κρατούμενοι, ξεκινώντας από την κατεδάφιση των εγκαταστάσεων του παλαιού εργοστασίου. Χτίστηκαν ξύλινα καταλύματα και βοηθητικές εγκαταστάσεις, μεταξύ των οποίων και κρεματόριο. Οι εργασίες αυτές εκτελέστηκαν μέσα σε φρικτές για τους κρατουμένους συνθήκες και ολοκληρώθηκαν στα μέσα του 1938. Το στρατόπεδο δεν υπέστη σημαντικές κτιριακές αλλαγές μέχρι την απελευθέρωση του από τις συμμαχικές δυνάμεις το 1945. 
Το στρατόπεδο αποτελούνταν από 32 κτίρια για κρατουμένους που εναντιώνονταν στο καθεστώς και ένα ήταν δεσμευμένο για «ιατρικά πειράματα». Ολόκληρο το στρατόπεδο περιβαλλόταν από αγκαθωτό ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα, μετά το οποίο ακολουθούσε τάφρος και υπήρχαν επτά εν συνόλω υπερυψωμένες σκοπιές. Το στρατόπεδο αποτέλεσε πρότυπο οργάνωσης και των υπόλοιπων στρατοπέδων που δημιούργησε το ναζιστικό καθεστώς.

Δίπλα στο στρατόπεδο υπήρχαν και άλλες εγκαταστάσεις των SS, όπως η «Σχολή ιατρικής εκπαίδευσης» και η «Σχολή οικονομικής διαχείρισης» για στελέχη της οργάνωσης, καθώς και ένα κέντρο εκπαίδευσης για την οργάνωση και διοίκηση στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Οι πλέον διάσημοι «απόφοιτοι» αυτού του κέντρου ήταν ο Ρούντολφ Χες (Rudolf Hoess), ο οποίος έγινε διοικητής του στρατοπέδου εξόντωσης του Άουσβιτς (Auschwitz), ο Άντολφ Άιχμαν και ο Γιόζεφ Κράμερ (Josef Kramer), Διοικητής του Στρατοπέδου Μπέργκεν – Μ πέλσεν (Bergen – Belsen).

Δημιουργήθηκαν, επίσης, δευτερεύοντα στρατόπεδα για τη διαμονή κρατουμένων που εκμισθώνονταν σε επιχειρήσεις και, αργότερα, ένα μικρότερο στρατόπεδο για γυναίκες κρατούμενες (1944).

Αμέσως μετά την ολοκλήρωση των εργασιών, στάλθηκαν εκεί αρκετές χιλιάδες συλληφθέντες στην Αυστρία, πολλοί από τους οποίους ήταν Εβραίοι.

Ο αριθμός των κρατουμένων μεγάλωσε ακόμη περισσότερο ύστερα από τα γεγονότα της Νύχτας των Κρυστάλλων, το Νοέμβριο του 1938. Τότε μεταφέρθηκαν εκεί, περίπου, 10.000 Εβραίοι. Οι περισσότεροι, όμως, αποχώρησαν ύστερα από μερικούς μήνες, αφού υπέγραψαν δήλωση υποχρεωτικής μετανάστευσης.

Ο αριθμός των κρατουμένων αυξήθηκε σημαντικά από το 1940 και ύστερα. Οι κρατούμενοι περνούσαν μια πύλη, η οποία έφερε την επιγραφή “Arbeit macht frei» (Η εργασία απελευθερώνει).
 Περίπου 33.000 κρατούμενοι διαμοιράστηκαν σε «θυγατρικά» στρατόπεδα και από εκεί εκμισθώνονταν σε επιχειρήσεις και βιομηχανίες, τόσο ιδιωτικές όσο και κρατικές, για χειρωνακτική εργασία. Τα χρήματα της εκμίσθωσης, φυσικά, δεν κατέληγαν στους κρατουμένους, αλλά στο Ταμείο των SS.
Κατά τη διάρκεια της ύπαρξης του εγκλείστηκαν σ’ αυτό 250 χιλιάδες άνθρωποι από 24 χώρες.

Στο Νταχάου διεξάγονταν εγκληματικά «ιατρικά πειράματα» πάνω σε ανθρώπους.
 Κατά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (1939-1945) το στρατόπεδο είχε, περίπου, 125 τμήματα και τα λεγόμενα «εξωτερικά αποσπάσματα», που εργάζονταν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Νότια Γερμανία και την Αυστρία. 
Αν και το Νταχάου δεν ήταν στρατόπεδο εξόντωσης, περίπου, 70 χιλιάδες υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια ή θανατώθηκαν. 
140 χιλιάδες μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα και μόνο 30 χιλιάδες επέζησαν ως την απελευθέρωση. Δεν είναι, επίσης, καταγεγραμμένα όλα τα θύματα των ιατρικών πειραμάτων που εκτελούνταν εκεί με προϊστάμενο το δρα Ζίγκμουντ Ράσερ (Sigmund Rascher), μέλος των Waffen-SS (Ενόπλων SS), που έκανε έρευνες για λογαριασμό της Λουφτβάφε. Φυσικά, οι εντολές των SS ήταν να εκτελείται οποιοσδήποτε κρατούμενος υπέπιπτε στο παραμικρό παράπτωμα.

Δημιουργήθηκε πρόβλημα με τη διαχείριση των πτωμάτων, καθώς το αρχικό κρεματόριο διέθετε μόνο δύο αποτεφρωτήρες. Κατασκευάστηκε, έτσι, επέκτασή του με τέσσερις επιπλέον αποτεφρωτήρες και στην επέκταση αυτή συμπεριλήφθηκαν εξαρχής και πέντε θάλαμοι αερίων (έναρξη κατασκευής 1942, ολοκλήρωση το 1943). Οι θάλαμοι αυτοί δεν προορίζονταν για την εξόντωση κρατουμένων αλλά για την απολύμανση, καθώς υπήρχε έντονος και δικαιολογημένος ο φόβος για εμφάνιση τύφου που οφειλόταν στις φθείρες (ψείρες).

Ο πέμπτος θάλαμος χρησιμοποιήθηκε για εξόντωση κρατουμένων, καθώς παρουσιάζει σαφείς κατασκευαστικές διαφορές από τους υπόλοιπους τέσσερις και πιθανότατα προοριζόταν για χρήση στο πλαίσιο του Προγράμματος ευθανασίας Τ-4, όπως φαίνεται από επιστολή του Ράσερ στον Χίμλερ, το 1942.

Προς το τέλος του πολέμου, οι συνθήκες διαβίωσης χειροτέρευσαν σημαντικά, καθώς δεν υπήρχαν και τα σχετικά εφόδια, ενώ οι SS μετέφεραν εκεί συνεχώς κρατουμένους από τα στρατόπεδα που βρίσκονταν σε κατεχόμενες χώρες, φοβούμενοι είτε την απελευθέρωση είτε τη δραπέτευσή τους.

Οι συνθήκες υγιεινής ήταν ανύπαρκτες, με αποτέλεσμα το θάνατο, περίπου, 15.000 ατόμων την περίοδο αυτή, ενώ συνεχίζονταν και οι εκτελέσεις αιχμαλώτων πολέμου από αποσπάσματα.

Η παράνομη οργάνωση κρατουμένων, που λειτουργούσε στο Νταχάου με επικεφαλής διεθνή επιτροπή, οργάνωσε εξέγερση στις 28 Απριλίου 1945, μια ημέρα πριν φτάσουν τα αμερικανικά στρατεύματα, και έτσι ματαιώθηκε το ναζιστικό σχέδιο εξόντωσης των επιζώντων κρατουμένων.

Το στρατόπεδο απελευθερώθηκε στις 28 Απριλίου 1945. Οι διοικητές του, Βάις και Ότο, πρόλαβαν να διαφύγουν. Οι κρατούμενοι δεν απελευθερώθηκαν αμέσως, γιατί υπήρχε φόβος εξάπλωσης του τύφου, που είχε ξεσπάσει στο στρατόπεδο κατά τις τελευταίες ημέρες λειτουργίας του.

Το θέαμα που αντίκρισαν οι απελευθερωτές του ήταν από τα πλέον φρικτά που μπορεί να αντικρίσει άνθρωπος, όπως περιγράφουν ο Βίκτωρ Μάουρερ, εκπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού, και οι Αμερικανοί αξιωματικοί και στρατιώτες που μπήκαν στο στρατόπεδο.

Το 1960 έγιναν τα αποκαλυπτήρια μνημείου για εκείνους που χάθηκαν στο Νταχάου. Σήμερα, το Στρατόπεδο του Νταχάου έχει μετατραπεί σε ιστορικό μνημείο.

Από την ειδική έκδοση της πανελλήνιας Ενωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης – Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας «Αντιφασιστική επίσκεψη σε ναζιστικά στρατόπεδα»

ΑΠΟ HERKO  ΑΠΡ 24, 201
στο Ατέχνως 

Σάββατο 22 Απριλίου 2017

Είσαι φίλαθλος-οπαδός του Ολυμπιακού:Στείλε Τη στα χρυσαυγουλα:

Ο ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού που οι Κασιδιάριδες έστειλαν στο εκτελεστικό απόσπασμα
«Σύντροφοι, χαίρομαι που σαν αθλητής θα κόψω αύριο το πρωί το νήμα, χαρίζοντας σε όλους τους φιλάθλους την ωραιότερη νίκη της ζωής μου. Νενικήκαμεν. Ζήτω οι Ολυμπιονίκες του Σοσιαλισμού. Γεια σας συναθλητές μου» 

Οι τελευταίες στιγμές του ήρωα του ΕΛΑΣ Νίκου Γόδα 
Νησάκι Λαζαρέτο, Κέρκυρα. Ξημερώματα 19ης Νοεμβρίου 1948 
Κατέβηκε τα πέτρινα σκαλοπάτια με σταθερό βήμα. 
Προχώρησε λίγα μέτρα, συνοδεία των αστυφυλάκων, προς τον χώρο εκτελέσεων. Στάθηκε στη μέση. 
Το ύφος του δεν πρόδιδε φόβο. 
Έβγαλε το πανωφόρι του και έμεινε μόνο με τη φανέλα. Την κόκκινη φανέλα με τις λευκές κάθετες ρίγες. Κοίταξε το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο αξιωματικός κρατούσε ένα μαύρο ύφασμα. Τον πλησίασε και τον ρώτησε: «Μελλοθάνατε, έχεις κάποια τελευταία επιθυμία;». 
Ο άνδρας τού αποκρίθηκε: «Έχω. Να μου ρίξετε και να με δολοφονήσετε με τη φανέλα του Ολυμπιακού, και να μη μου δέσετε τα μάτια, για να βλέπω τα χρώματα της ομάδας μου πριν από τη χαριστική βολή». 
Στο «επί σκοπόν» έφερε το αριστερό του χέρι στην καρδιά και έπιασε το σήμα της αγαπημένης του ομάδας. Τράβηξε την μπλούζα και χαμήλωσε το κεφάλι. Φίλησε τον δαφνοστεφανωμένο έφηβο και φώναξε: «Ζήτω ο Ολυμπιακός, ζήτω ο Δημοκρατικός Στρατός, ζήτω το ΚΚΕ». 
Στο «Πυρ» τα μάτια του τρεμόπαιξαν, πριν οι σφαίρες τού ξεσκίσουν το κορμί και κόψουν το νήμα της ζωής του στα 28 του χρόνια. 

Λίγες ώρες νωρίτερα 
Οι μελλοθάνατοι στο κάτεργο της Κέρκυρας μόλις είχαν πάρει το δείπνο τους. Ο Νίκος Γόδας είχε καλή διάθεση. Πήγε στο κελί του, έψησε μάλιστα και έναν τούρκικο καφέ, άναψε τσιγάρο, έφερε το πρόσωπό του στο μικρό φινιστρίνι της σιδερένιας πόρτας του και άρχισε να σιγοτραγουδάει για να τον ακούνε οι συγκρατούμενοί του: «Απόψε γύρισα νωρίς, στην καμαρούλα μας μην απορείς…». 
Από τα διπλανά κελιά οι σύντροφοί του τον επευφημούσαν με σιγανή φωνή και κάποιοι δειλά τον χειροκροτούσαν. 
Ξαφνικά στην πτέρυγα έπεσε σιωπή. Ακούστηκαν τα βαριά βήματα από μια ομάδα δεσμοφυλάκων και χωροφυλάκων που περπατούσαν στον άδειο διάδρομο. Τα βήματα πλησίαζαν και δημιουργούσαν ηχώ. Σταμάτησαν μπροστά από το κελί του παίκτη του Ολυμπιακού και ξεκλείδωσαν. 
Οι σύντροφοί του κατάλαβαν ότι πλέον είχαν έρθει τα στερνά του. «Γεια σου Νικόλα» φώναζαν και χτυπούσαν με τις μεταλλικές τσάσκες τους τα κάγκελα των πορτών τους. 
Η πόρτα άνοιξε βαριά με έναν ανατριχιαστικό ήχο. Μέσα στο κελί του Γόδα βρίσκονταν και άλλοι δυο συγκρατούμενοί του. 
Ήξεραν όλοι πως οι χωροφύλακες είχαν έρθει για να πάρουν κάποιον, αλλά δεν ήξεραν ποιον. 
Μόνο ο Γόδας κάθισε ψύχραιμος στο κρεβάτι του με το πανωφόρι του ριγμένο στους ώμους του και συνέχισε να καπνίζει. 
Ένιωθε ότι ήρθαν για εκείνον. 
Ο επικεφαλής χωροφύλακας τον κοίταξε κατευθείαν και του είπε: «Νίκο, ήρθε κάποιος από τους παράγοντες του Ολυμπιακού και σε θέλουνε στο γραφείο του διευθυντή». 
Ο Γόδας χαμογέλασε: «Μα εξήγησα στον κ. Διευθυντή ότι δεν τον χρειάζομαι». 
Ο χωροφύλακας συνέχισε: «Σε θέλει όμως αυτός». 
Ο Γόδας κοίταξε τους υπόλοιπους χωροφύλακες. Είχαν όλοι χαμηλωμένο το κεφάλι και κανείς δεν τον κοίταζε. 
Αμέσως κατάλαβε: «Είσαστε ψεύτες, βρε! Ντροπή σας! Μου παίζετε ένα άτιμο παιχνίδι. Πέστε μου καθαρά, πάω για εκτέλεση, ναι ή όχι;». 
Ο επικεφαλής χωροφύλακας δεν βρήκε το θάρρος να πει την αλήθεια: «Όχι, στ’ ορκίζομαι, στο γραφείο σε θέλουν». 
Ο ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, που είχε καταπλήξει τους πάντες με το ταλέντο του, την ταχύτητα και τη δύναμή του στο γήπεδο, ο άνδρας από το Αϊβαλί που είχε τιμήσει τη φανέλα του Ολυμπιακού, ο άνθρωπος που κυνήγησε λυσσασμένα τους προδότες Έλληνες και τους χαφιέδες του Μπλόκου της Κοκκινιάς, χαμογέλασε πικρά: «Τους όρκους σας τους ξέρω. Σταθείτε, λοιπόν, να ντυθώ κι έρχομαι». 
Ξεντύθηκε, και για τελευταία φορά έβαλε κατάσαρκα το λευκό παντελονάκι και την ερυθρόλευκη φανέλα που τα είχε κρυμμένα στη βαλίτσα. 
Από πάνω φόρεσε το παλτό του με τον γιακά όρθιο. 
Η πομπή του θανάτου περνούσε από τα κελιά. Οι κρατούμενοι έκλαιγαν. Κάποιοι από αυτούς έσπαγαν την παγερή σιωπή: «Βάστα γερά, Νικόλα, αδερφέ μας», «Καλή αντάμωση, Νίκο». 

Με την ερυθρόλευκη φανέλα ο Νίκος Γόδας συνοδευόμενος από χωροφύλακες, οδηγείτο στο απόσπασμα. Στη μέση της ακτίνας των μελλοθανάτων σταμάτησε. 
Κοίταξε γύρω του. 
Κοίταξε ψηλά στα άλλα κελιά. Τότε αποχαιρέτησε και εκείνος τους συντρόφους του: «Σύντροφοι, χαίρομαι που σαν αθλητής θα κόψω αύριο το πρωί το νήμα, χαρίζοντας σε όλους τους φιλάθλους την ωραιότερη νίκη της ζωής μου. Νενικήκαμεν. Ζήτω οι Ολυμπιονίκες του Σοσιαλισμού. Γεια σας συναθλητές μου». 
Τρία χρόνια πριν 
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Έκτακτο Στρατοδικείο 
Η δικαστική αίθουσα ήταν κατάμεστη. 
«Συγγενείς» των θυμάτων, μαυροφορεμένες γυναίκες με μαντίλες, πατέρες που κοίταζαν το πάτωμα και άναβαν το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, αδέρφια που περίμεναν να λιντσάρουν τους κατηγορουμένους. Ηλεκτρισμός. Οι στρατοδίκες πίστευαν ότι θα είχαν ένα εύκολο έργο. 
Η πλαϊνή πόρτα άνοιξε και οι 25 κατηγορούμενοι, δεμένοι με χειροπέδες, ο ένας πίσω από τον άλλον, προχώρησαν προς το εδώλιο. 
Δεν είχαν το κεφάλι σκυμμένο όπως θα περίμενε κάποιος. Κοίταζαν τον κόσμο με γεμάτο βλέμμα, δίχως προκλήσεις. 
Οι συγγενείς ξέσπασαν και κάποιοι άρχισαν να πλησιάζουν επικίνδυνα: «Δολοφόνοι», «Κατσαπλιάδες», «Κουμμούνια, θα πεθάνετε», «Αλήτες», «Θάνατος».
 Η δύναμη της χωροφυλακής και οι στρατιώτες μέσα στην αίθουσα δήθεν συγκρατούσαν το οργισμένο πλήθος, αλλά το άφησαν σε κοντινή απόσταση από τους κατηγορουμένους. Μπορούσε άνετα να τους προπηλακίζει και να τους φτύνει. 
Σε λίγες στιγμές θα ξεκινούσε άλλη μια 
δίκη - παρωδία, από τις πολλές που έστηνε το καθεστώς για να στείλει στην εξορία και στον θάνατο εκείνους που πολέμησαν τον κατακτητή. 
Μάρτυρες κατηγορίας φυσικά δεν ήταν άλλοι παρά πρώην συνεργάτες των Ες Ες και πρωταγωνιστές της σφαγής του Μπλόκου της Κοκκινιάς, 
που τότε κατέδιδαν Έλληνες στους Γερμανούς και τώρα, με τον μανδύα της εθνικοφροσύνης, έλυναν και έδεναν. 

Οι κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν την ποινή του θανάτου. Το κατηγορητήριο ανέφερε ότι στο Άσυλο Αλητοπαίδων Κοκκινιάς, οι κομμουνιστές κατέσφαξαν 400 αθώους πολίτες κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών. 
Οι εξαγριωμένοι «συγγενείς» των θυμάτων ζητούσαν εκδίκηση. Το ίδιο και ο Τύπος της εθνικής παρατάξεως που με πηχυαίους τίτλους μιλούσε για «θανόντες εθνικόφρονες, θύματα του ΕΛΑΣ στο λεγόμενο “Άσυλο Αλητοπαίδων”». 

Οι στρατοδίκες είχαν βγάλει από πριν την απόφασή τους. Οι «συγγενείς» περίμεναν να την ακούσουν πώς και πώς. 
«Το σφαγείο των Δεκεμβριανών», «Η νέα Ούλεν», «Οι κομμουνιστές έσφαζαν 
ακόμη και παιδιά με στομωμένα κονσερβοκούτια και πετούσαν τα θύματά τους σε ομαδικούς τάφους». 
Οι μάρτυρες κατηγορίας αναφέρονταν σε ομαδικούς τάφους στη βορινή πλευρά του Ασύλου με 70 πτώματα. Σε παραπλήσιο πηγάδι γεμάτο πτώματα αγνώστου αριθμού. 
Σε μια σπηλιά στο Σχιστό με 27 πτώματα χωροφυλάκων και συνολικά μέχρι και 107 πτώματα. Οι εφημερίδες χαρακτήρισαν τη χαράδρα στο Σχιστό ως «Κόκκινη Χαράδρα, η οποία δέχθηκε εκατοντάδες θανόντες».
Τι κι αν, όπως αποδείχτηκε, τα περισσότερα πτώματα και τα περισσότερα πειστήρια από πτώματα ανήκαν σε ΕΛΑΣίτες.
 Τι κι αν μεγάλος αριθμός θυμάτων ανήκε σε φονευθέντες από τους Γερμανούς λίγο πριν από την αποχώρησή τους, καθώς στο Άσυλο στρατοπέδευε γερμανική μονάδα. Ψιλά γράμματα. Τι κι αν παρουσιάστηκαν στοιχεία από την υπεράσπιση ότι χειρουργοί είχαν διαταχθεί από την Ασφάλεια να κόβουν μαστούς από γυναικεία πτώματα και να δημιουργούν κακώσεις σε άλλα πτώματα, ώστε οι ιατροδικαστές να συντάσσουν εκθέσεις αποδίδοντας ευθύνες στους ΕΛΑΣίτες. 
Τίποτε δεν συγκίνησε τα αυτιά των στρατοδικών. Ακόμη και όταν παρουσιάστηκε γυναίκα που κατέθεσε πως έχασε τον άνδρα της από καρδιά και τον είχε στο νεκροτομείο. Την επομένη που πήγε να τον πάρει για να τον θάψει, οι χωροφύλακες της έδειξαν έναν κουβά με κομμένα τα μέλη του και το κεφάλι του και της είπαν πως το έκαναν οι κομμουνιστές: «Μα χθες ήταν αρτιμελής. Τι μου λέτε; Ο άνδρας μου πέθανε από καρδιά». 
Οι στρατοδίκες απαντούσαν: 
«Δεν μας ενδιαφέρουν, μάρτυς, τα οικογενειακά σας. Επί του θέματος να μας μιλήσετε». Και η χήρα απάντησε: «Μα για το θέμα σας μιλάω. Ο άνδρας μου δεν φονεύτηκε στο Άσυλο όπως λέτε. Πέθανε από καρδιά. Δεν μένουμε στην Κοκκινιά»...
Ψιλά γράμματα. 

Ακόμη και όταν η υπεράσπιση έφερε τα ντοκουμέντα από το ληξιαρχείο που αποτύπωναν την αλήθεια, δεν ίδρωσε κανενός το αυτί. 
Οι στρατοδίκες στο έργο τους και οι «συγγενείς» στο δικό τους. 
Τι έγραφαν τα ντοκουμέντα; 
Οι ληξιαρχικές εγγραφές θανάτων αναφέρουν: Στο χρονικό διάστημα από 18.11.1944 έως 26.1.1945 εγγράφηκαν 29 θάνατοι με αιτιολογία την εκτέλεση από τους στασιαστές (ΕΛΑΣιτες). 
Επρόκειτο για άνδρες, εκ των οποίων οι 20 ανήκαν στη Χωροφυλακή και εξ αυτών οι 13 είχαν τόπο κατοικίας τον Πειραιά ή την Αθήνα, δηλαδή δεν ήταν Κοκκινιώτες. 
Τα επίσημα έγγραφα μιλούσαν για νεκρούς κατά τις μάχες των Δεκεμβριανών. 
Όσο για τα εκατοντάδες φρικτά βασανισμένα και παραμορφωμένα πτώματα, εκείνα ανήκαν ακόμη και σε καρδιοπαθείς που πέθαναν σε άλλες περιοχές. Ψιλά γράμματα… 

Η «σκληρή κομμουνιστική» Κοκκινιά έπρεπε να διαλυθεί. 
«Η Μόσχα της Αττικής» έπρεπε να πάψει να υπάρχει. 
Στους κατηγορουμένους έπρεπε να δοθεί ένα καλό μάθημα. 
Και ένας από αυτούς, ο Νίκος Γόδας, έπρεπε παραδειγματικά να τιμωρηθεί. 
Ή να αποκηρύξει… 
Για τον λόγο αυτόν του είχαν φορτώσει στον φάκελό του την κατηγορία της δολοφονίας…70 ανδρών της Χωροφυλακής!!! 

Οι μάρτυρες κατηγορίας δεν ξεπερνούσαν τους 75, ενώ οι μάρτυρες υπεράσπισης ήταν περισσότεροι από 100. Η στημένη κωμωδία έφτασε στο αποκορύφωμά της όταν κλήθηκαν να καταθέσουν ως μάρτυρες κατηγορίας τρεις άνθρωποι που όλος ο Πειραιάς ήθελε να λιντσάρει. 

Θεόδωρος Σαραντάρης: Πράκτορας της Ειδικής Ασφάλειας.
 Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι Γερμανοί τον έστειλαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Από εκεί που μια Πρωτομαγιά ξεκίνησαν 200 πατριώτες για να εκτελεστούν στην Καισαριανή από τους ναζί. Φυσικά δεν τον έστειλαν «ως» κρατούμενο, αλλά «σαν» κρατούμενο. 
Ο Σαραντάρης έδινε πληροφορίες στους Γερμανούς για όλους τους κρατουμένους. 
Λίγο αργότερα ο Σαραντάρης, με τα μηχανοκίνητα του Μπουραντά και μεγάλες μονάδες των Ες Ες, περικύκλωσαν την Κοκκινιά και δολοφόνησαν εν ψυχρώ Έλληνες πατριώτες. 
Λουκάς και Δημήτρης Κασιδιάρης: Αδέλφια από τα Μανιάτικα του Πειραιά. Ο ένας ήταν πρεσαδόρος και ο άλλος οδηγός. Τα αδέλφια Κασιδιάρη ήταν από τους πρωταιτίους του Μπλόκου της Κοκκινιάς. 
Δίχως να φορούν κουκούλα και ενώ οι Γερμανοί είχαν γονατιστούς όλους τους άνδρες της περιοχής, τα αδέλφια Κασιδιάρη περνούσαν ανάμεσά τους και έδειχναν με το δάχτυλο στους Γερμανούς ποιοι έκαναν αντίσταση. 
Οι Γερμανοί, δίχως δεύτερη κουβέντα, τους σήκωναν όρθιους, τους έστηναν στον τοίχο και τους δολοφονούσαν. 
O Λουκάς και ο Δημήτρης Κασιδιάρης ανήκαν στην Ειδική Ασφάλεια, που συνεργαζόταν με τους Γερμανούς επί Κατοχής. 
Δεν πολέμησαν για την απελευθέρωση, δεν έχυσαν το αίμα τους για την ελευθερία όπως χιλιάδες άλλοι άνθρωποι. 
Προτίμησαν να συνεργαστούν με τους ναζί και να προδίδουν. 

Από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει πως όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας, άνηκαν είτε στα Τάγματα Ασφαλείας είτε στην Ειδική Ασφάλεια είτε ήταν χωροφύλακες, ενωμοτάρχες, μοίραρχοι κ.ο.κ. 
Όπως, για παράδειγμα, 
και ο μάρτυρας κατηγορίας Γεώργιος Σγούρος, που ως αρχηγός του Β’ Τάγματος Ασφαλείας οργάνωσε το Μπλόκο στην Κοκκινιά τον Αύγουστο του 1944. 
Στον καταιγισμό ερωτήσεων 
από την υπεράσπιση ο ταγματασφαλίτης αρκέστηκε να πει πως «σε αυτό το Μπλόκο (της Κοκκινιάς) μερίμνησε για να σωθεί κόσμος». 

Και οι μέρες περνούσαν και οι κατηγορίες έπεφταν στο κενό η μια μετά την άλλη, αλλά «οι στασιαστές έπρεπε να παταχθούν».
 Και κάποιο ξημέρωμα στις 4.30 το πρωί οι στρατοδίκες έβγαλαν την απόφασή τους.
Έντεκα από τους κατηγορουμένους «εις θάνατον», εννέα σε ισόβια και πέντε απαλλάχθηκαν. 
Ανάμεσα στους 11, 
ήταν και ο ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, ο λοχαγός του ΕΛΑΣ Νίκος Γόδας. 

Ο Νίκος Γόδας, το 1944, πολέμησε τους Γερμανούς και τους Έλληνες συνεργάτες τους, επικεφαλής του επίλεκτου 5ου λόχου του ΕΛΑΣ, στη μάχη της 7ης Μαρτίου στην Κοκκινιά. 
Επίσης έλαβε μέρος σε μάχες στον Πειραιά και στο Πέραμα, όπως και στην κρίσιμη επιχείρηση για την προστασία της Ηλεκτρικής Εταιρείας (Power, η σημερινή ΔΕΗ Κερατσινίου) από γερμανικό σαμποτάζ, κατά την εκκένωση της Αθήνας και του Πειραιά από τις κατοχικές δυνάμεις. 
Κάποιοι είπαν πως, κατά τη διάρκεια της «μάχης της Ηλεκτρικής» με τους Γερμανούς, ο Γόδας βρέθηκε στα πολυβολεία του όρους Αιγάλεω και από ’κεί κατέρριψε ένα γερμανικό αεροσκάφος. 

Φήμες που οργίαζαν, έλεγαν πως πολλοί άνθρωποι, απλοί ολυμπιακοί που καμία σχέση δεν είχαν με τα πολιτικά, επισκέφτηκαν τον Μιχάλη Μανούσκο, Πειραιώτη μεγαλοβιομήχανο με εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας και τότε πρόεδρο του Ολυμπιακού, και ζήτησαν να μεσολαβήσει για να μην εκτελεστεί ο Γόδας
Ο Μανούσκος, ο οποίος ήταν και δήμαρχος του Πειραιά, ενώ το 1951 υποψήφιος βουλευτής με τον συνδυασμό του Παπάγου «Ελληνικός Συναγερμός», φέρεται να απάντησε για τον Γόδα: «Όπως έστρωσε να κοιμηθεί». 

Ο θάνατος δεν τρόμαξε τον Γόδα. 
Ποτέ του δεν τον φοβήθηκε. Ο ίδιος ενώ ήξερε τη μοίρα του αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Έμεινε πιστός στις ιδέες του. 
Κάποια στιγμή σε μια μάχη με τους Άγγλους γύρω και μέσα στο νεκροταφείο της Ανάστασης, ο ανθυπολοχαγός του ΕΛΑΣ Σταμάτης Σκούρτης άκουσε τον λοχαγό του, Νίκο Γόδα, καθώς οι σφαίρες σφύριζαν δίπλα του, να αυτοσαρκάζεται, να γελά και να λέει: «Ωραία θα ’ναι να σκοτωθούμε εδώ, δεν θα χρειασθούμε και τάφο». 
Ο Νίκος Γόδας, εκτός από τον Ολυμπιακό, λάτρευε και τα ρεμπέτικα ως γνήσιος Ίωνας και Πειραιώτης. Μετά την εκτέλεσή του, επεστράφησαν στην οικογένειά του τα ρούχα και το ρολόι του. 
«Τα ρούχα, το ρολόι μου, θα στα γυρίσω πίσω, γιατί μες στο Γεντί-Κουλέ τα νιάτα μου θ’ αφήσω» λέει ένα ζεϊμπέκικο του Τσιτσάνη, που ο Γόδας σιγοτραγουδούσε στο κελί του. 
Ο Σταμάτης Σκούρτης και ο Σπύρος Ανδρεάδης, οι δυο μελλοθάνατοι μαζί με τον Γόδα, σώθηκαν ύστερα από παρέμβαση του ΟΗΕ το 1949. 

* Πληροφορίες από το ντοκιμαντέρ του Χρήστου Γόδα για τον θείο του, Νίκο 
** Πληροφορίες και πρακτικά της δίκης από τον ιστοτοπο: redagainstthemachine.gr
***Το σκίτσο του Νίκου Γόδα είναι από του Κωνσταντίνου Ρουγγέρη από τον "Οδηγητή" 
**** ΣΣ: Η φωτογραφία αρχής, με τον ταγματασφαλίτη δεν απεικονίζει τον Λουκά ή τον Δημήτρη Κασιδιάρη από τη Λάγια Λακωνίας. Κάθε ομοιότητα με το επίθετο επαφίεται στην κρίση και τη λογική του αναγνώστη. 

Δημοσιεύτητκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1962 στις 30-03-17.

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Πλεονάσματα: Φίλε μου μην Χαίρεσαι θέλουν κι..Άλλα..Δες Τι λέει το ΚΚΕ:


ΚΚΕ
Σχόλιο για την ανακοίνωση των πλεονασμάτων από την ΕΛΣΤΑΤ




Σε σχόλιό του το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ, για την ανακοίνωση των πλεονασμάτων από την ΕΛΣΤΑΤ, αναφέρει: 
«Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ εμφανίζει ως επιτυχία τα ματωμένα πλεονάσματα των περικοπών και της φοροληστείας, 
κρύβοντας ότι η πολιτική αυτή, όχι μόνο θα συνεχιστεί, αλλά και θα ενταθεί με το νέο πακέτο μέτρων που ετοιμάζει να φέρει προς ψήφιση στη Βουλή.

Στην ουσία κάνει αυτό που έκανε παλιότερα η κυβέρνηση των ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, με τους οποίους σήμερα αλλάζει ρόλους, ώστε από κοινού να κρύψουν τη στρατηγική τους σύμπλευση στην πολιτική χρεοκοπίας του λαού».

,,Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας,,


«Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων / εμείς καθόμασταν τα βράδια /και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου / Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας».

Ο Τάσος Λειβαδίτης (1922- 1988) είναι ο ποιητής που έγραψε αυτούς τους στίχους, ο ποιητής που μας θυμίζει ότι πάντα «φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Γεννήθηκε, σαν χτες, 20 Απριλίου 1922. 

Ακολουθεί η «Δραπετσώνα» του, μελοποιημένη από τον Μίκη Θεοδωράκη, σε δύο εκτελέσεις, η μια από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, σε μια από τις τελευταίες του εμφανίσεις, και η άλλη από τον Δημήτρη Μητροπάνο. Στη συνέχεια το ποίημα του «Αιώνας εμπορίου». 

Δραπετσώνα



Αιώνας εμπορίου 

H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο 
εμπόριο
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους 
λαχειοπώλες
διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία
δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;

«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν 
ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές 
περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ’ όλη τη βέβαιη νειότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελλοί να τα 
μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας, 
δολλάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν 
μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,

κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ’ τη φιλάργυρη αιωνιότητα, 
σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. 

Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
σ’ όλη τη ζωή μου.

παρουσίαση κειμένου:Viva La Revolucion

«Και Καθαρίζουμε τα Κομμούνια, και Μπορούμε και Κοιμόμαστε με Ανοιχτά Παράθυρα.»


Εκτός των...Άλλων...:


Lefteris Karozas
21 Απριλίου 2015:
Πίσω από αυτό το συμβολο χαρτί, κρύβεται μια ολόκληρη ιστορία του Λευτέρη η οποία δεν διαφέρει και πολύ από εκείνες εκατοντάδων και χιλιάδων άλλων φίλων, συναγωνιστων και συντρόφων . Αυτή ήταν η εγκληματική χούντα του 1967 -74 με αποκορύφωμα το πολυτεχνείο και την προδοσία της Κύπρου.
*******

Βίος και πολιτεία του αρχιβασανιστή Θεοφιλογιαννάκου - Έβαζε πυρωμένες βελόνες στις ουρήθρες των θυμάτων του


«Είμαι Λάκων, υιός διδασκάλου, έχω ανατροφή ελληνοχριστιανική και είχα την τιμή να συμμετάσχω ενεργώς στην επανάσταση της 21ης Απριλίου. Στη Σπάρτη έμαθα ότι ένας είναι ο εχθρός, ο κομμουνισμός και οι συνοδοιπόροι του. Ο κομμουνιστής είναι ένα τομάρι που δεν σκέπτεται την πατρίδα».
Απολογία του αρχιβασανιστή, απότακτου αξιωματικού Θεόδωρου Θεοφιλογιαννάκου κατά τη «Δίκη της Χούντας»

Βασ. Σοφίας, Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας. 20 Αυγούστου 1968
Στον μακρύ διάδρομο υπήρχαν δεξιά και αριστερά σιδερένιες πόρτες με ένα μικρό μόνο παραθυράκι. Η κάθε πόρτα οδηγούσε σε ένα παγωμένο, ανήλιο, γεμάτο υγρασία, αίματα και περιττώματα, κελί. Σε μια άκρη υπήρχε ένα βρόμικο πολυκαιρισμένο στρώμα. 
Ο νεαρός άνδρας είχε χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Καθόταν κατάχαμα και κοίταζε το κενό στον απέναντι τοίχο: «Άλλη μια μέρα, πρέπει να αντέξω άλλη μια μέρα» σκέφτηκε. Το σώμα του ήταν όλο μια πληγή. Πονούσε φρικτά. Εκεί που οι σάρκες δεν είχαν ανοίξει ακόμη, το δέρμα είχε πάρει ένα μπλαβί, μαύρο χρώμα. Κάθε κίνηση που έκανε του έφερνε ζαλάδα.
Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και με θόρυβο. Τρεις άνδρες μπήκαν μέσα στο κελί. Φορούσαν χακί παντελόνι και αρβύλες. Δεν μίλησαν. Έβγαλαν τα πουκάμισά τους, τα δίπλωσαν σχεδόν με τελετουργικές κινήσεις και ετοιμάστηκαν. Μαζί τους ετοιμάστηκε και ο κρατούμενος. 
Ήξερε τι τον περίμενε.


«Τα πεθαμένα σου, ρε αλήτη»
είπε ξαφνικά ο πιο ψηλός και του έριξε μια κλοτσιά στο πρόσωπο όπως ήταν καθισμένος επάνω στο στρώμα. Οι άλλοι δύο τον σήκωσαν όρθιο. 
Ο άνδρας, αν και δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του από το ισχυρό χτύπημα, ένιωθε σαν να έβλεπε από ψηλά τα όσα διαδραματίζονταν στο κελί. Σαν να μην ήταν εκείνος, αλλά κάποιος άλλος. Οι γροθιές του ψηλού άνδρα έπεφταν σαν έμβολα στο πρόσωπο και το στομάχι του. «Πρέπει τώρα να χάσω τις αισθήσεις μου, τώρα, σε παρακαλώ» ικέτευσε σιωπηλά γιατί γνώριζε τι θα ακολουθούσε. Ο ψηλός κάποια στιγμή κουράστηκε. Πόνεσαν και τα κόκαλα των χεριών του από τις μπουνιές. «Κοίτα ο κερατάς, μάτωσε και με λέρωσε. Την Παναγία σου μέσα, σκατόπαιδο» ούρλιαξε.


Είχε έρθει η σειρά του επόμενου βασανιστή. Εκείνου με τις μεγάλες πλάτες και την κτηνώδη δύναμη, που στο χωριό του, όταν ήταν μικρός, τα άλλα παιδάκια τον κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του και τον φώναζαν «μπουνταλά». 
Πήρε φόρα στο στενό κελί και σαν ποδοσφαιριστής άρχισε να κλοτσάει τον κρατούμενο μέχρι να λαχανιάσει. Στο στομάχι, στην κοιλιά, στα καλάμια, στα γεννητικά όργανα. «Βρομιάρη, δολοφόνε» φώναζε. Λίγο πριν ο μαυρομάλλης άνδρας, που βρισκόταν στη μέση, χάσει τις αισθήσεις του, πρόσεξε τα βρόμικα κατακίτρινα δόντια του βασανιστή του. Ύστερα έγειρε το κεφάλι και καυτά ούρα έφυγαν από μέσα του λεκιάζοντας το ήδη βρόμικο και σκισμένο παντελόνι του...

Βαριά βήματα ακούστηκαν από τον διάδρομο. Στην πόρτα πρόβαλε ένας τέταρτος άνδρας. Οι βασανιστές, ιδρωμένοι και ματωμένοι από τα αίματα του θύματός τους, ίσιωσαν το κορμί τους. «Ηλίθιοι, σας είπα να μου τον ζεστάνετε, όχι να τον αφήσετε αναίσθητο. Ξεντύστε τον και συνεφέρτε τον». Ο λοχαγός Πεζικού και υποδιοικητής του ΕΑΤ - ΕΣΑ Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, από τη Λακωνία, χάζευε ηδονιζόμενος τα «παλικάρια» του που ξέντυναν με κοφτές κινήσεις τον ανυπεράσπιστο άνδρα. «Άλλο ένα τσογλάνι. Ποιητής σου λέει. Γαμώ τη μόρφωσή τους».


Ο άνδρας στάθηκε με δυσκολία στα πόδια του. Ήταν ολόγυμνος. Ο Θεοφιλογιαννάκος, με αργά βήματα, έκανε έναν γύρο από τον σακατεμένο νέο που τον υποβάσταζαν οι δυο από τους τρεις ΕΣΑτζήδες. Άναψε τσιγάρο. Πήρε μια βαθιά τζούρα. Η καύτρα έγινε βαθιά πορτοκαλί. Έφερε το τσιγάρο στο στήθος του άνδρα. Τον κοίταζε σαδιστικά στα μάτια. Ακούμπησε τη δεξιά του ρώγα. Το θύμα ούρλιαξε. Κάποιος του έπιασε τα μαύρα του μαλλιά και του σήκωσε το κεφάλι. Ο βασανιστής συνέχιζε να τον κοιτάζει προκλητικά. Δεν πίεσε το τσιγάρο έστω για να σβήσει. Απλά το ακουμπούσε στη ρώγα του θύματός του. Η μυρωδιά της καμένης σάρκας γέμισε το δωμάτιο.
«Μην τον αφήσετε να λιποθυμήσει, κακομοίρηδες, εσείς θα την πληρώσετε» διέταξε τους τρεις βοηθούς του ο υποδιοικητής. Έφερε το πρόσωπό του κοντά στο πληγιασμένο και πρησμένο πρόσωπο του άνδρα. «Θα μιλήσεις, σκύλας γιε;» τον ρώτησε με φωνή που ακουγόταν ελάχιστα. Ταυτόχρονα με το δεξί του χέρι έπιασε τους όρχεις του βασανιζόμενου και με δύναμη τους έστριψε. Και όλο τους έστριβε. Ο πόνος ήταν αφόρητος. «Δεν θα μιλήσεις;». Ο τέταρτος βασανιστής της «παρέας», που για λίγο είχε βγει από το δωμάτιο, επέστρεψε με ένα καμινέτο μικρό, σαν αυτό που ψήνουν τους τούρκικους καφέδες. Για ώρα δεν συμμετείχε. Η δουλειά του ήταν άλλη. Άναψε το καμινέτο και στη φλόγα του έφερε για πολλή ώρα μικρά σύρματα και μακρόστενες μυτερές βελόνες.
Φορούσε γάντια για να μην καεί. Όταν οι βελόνες πύρωσαν, με ένα σαδιστικό χαμόγελο ο Θεοφιλογιαννάκος φόρεσε κι εκείνος ένα γάντι κι έπιασε μια βελόνα που είχε γίνει κατακόκκινη. «Βαστάτε τον καλά να μην κουνιέται». Με σταθερό χέρι, σαν χειρουργού, έπιασε το πέος του θύματος και με το άλλο έσπρωξε αργά την πυρωμένη βελόνα μέσα στην ουρήθρα. 
Ίσως είναι από τους πόνους που κανείς μα κανείς δεν μπορεί να περιγράψει. Το θύμα σφάδαζε, τα μάτια του γύρισαν. Τα πνευμόνια του δεν μπορούσαν να πάρουν αέρα μέσα τους για να ουρλιάξει. Μούγκριζε. Ο αρχιβασανιστής ηδονιζόταν, το ανυπεράσπιστο θύμα του έσβηνε.


Ο βασανισμένος νέος ένιωσε το στομάχι του να φτάνει στον λαιμό του. Έκανε εμετό. Μια πράσινη χολή έσταξε επάνω στο γυμνό κορμί του. Κούνησε το κεφάλι του με δυσκολία πάνω-κάτω. Ο λοχαγός σαν να χάρηκε. Τράβηξε αργά τη ματωμένη βελόνα που πλέον είχε παγώσει και πλησίασε.
 Τότε ο Αλέκος Παναγούλης τον έφτυσε στο πρόσωπο προκλητικά με όση δύναμη είχε μέσα του.
Ο αποτυχημένος πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας, που δεν περίμενε τέτοια αντίδραση, ούρλιαξε. 
«Θα τον σκοτώσω τον πούστη. Αφήστε τον. Το τελευταίο του κομμάτι δεν θα το γνωρίσει η σκύλα που τον γέννησε». Ως διά μαγείας το ένα του χέρι βρέθηκε να βαστάει ένα συρμάτινο βούρδουλα. Άρχισε να χτυπάει στα τυφλά επάνω στις πληγές σαν μαινόμενος ταύρος και να βρίζει.
 Ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του Παναγούλη και όλα γύρω του μαύρισαν.
Διόνυσος Αττικής, στρατόπεδο 505 Τάγματος Πεζοναυτών.
Τέλη Μαΐου 1973
Το υπηρεσιακό τηλέφωνο του ταγματάρχη Θεόδωρου Θεοφιλογιαννάκου, διοικητή του στρατοπέδου, χτυπούσε σαν τρελό. Εκείνος καθόταν στο γραφείο του, το άκουγε, αλλά δεν απαντούσε. Με το μικρό του δάχτυλο έξυνε τη μύτη του και σκεφτόταν όλο μίσος, χρόνια πριν, «που τα κομμούνια τον έδιωξαν από την αεροπορία ως αποτυχημένο». 
Στο μυαλό του ήρθε και η δίκη του ΑΣΠΙΔΑ, όπου είχε καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας. Το τηλέφωνο συνέχιζε να χτυπάει, αλλά το μυαλό του ήταν αλλού. Ένιωθε υπερήφανος για εκείνη τη δίκη, όπου τα «κομμούνια οι άλλοι αξιωματικοί» είχαν το θράσος να διαβάζουν την εφημερίδα «Τα Νέα» και το πλήρωσαν.


Ξαφνικά η διάθεση του χάλασε. Σκέφτηκε την εξέτασή του από τον συνήγορο υπεράσπισης, κάποιο κομμούνι και εκείνος, με το όνομα Ευάγγελος Γιαννόπουλος.
«Ωραία του τα είπα, τον αποστόμωσα τον συμμορίτη: “Οι λοχαγοί είναι λεβέντες και πολεμάνε” του είπα». «“Οι ψεύδορκοι όμως λοχαγοί σαν κι εσένα δεν είναι λεβέντες και πάνε φυλακή” είχε το θράσος να μου απαντήσει. Και μετά με τι κορμοστασιά και χάρη είχα γυρίσει στην έδρα και είχα πει: “Διαμαρτύρομαι, κύριε πρόεδρε, διότι υβρίζομαι ως ψεύδορκος. Παρακαλώ να σημειωθεί η ύβρις εις τα πρακτικά, διά να υποβάλω μήνυσιν. Δεν μπορώ να ανέχομαι να με συκοφαντούν”».
Τελικά το τηλέφωνο τον επανέφερε στην πραγματικότητα. 
Απάντησε, ενώ το χέρι του δεν είχε σταματήσει να σκαλίζει τη μύτη του. 
«Θεοφιλογιαννάκος» είπε κοφτά και από την άλλη άκρη άκουσε τον υφιστάμενό του στην ΕΣΑ Νίκο Χατζηζήση: «Κύριε διοικητά, μας φέρανε τον Μουστακλή...». Σιωπή. 
Ο άκαπνος βασανιστής Χατζηζήσης περίμενε από τον άκαπνο προϊστάμενό του μια απάντηση. 
Τι συμβουλή να έδινε όμως για τον Σπύρο Μουστακλή; Πολέμησε τρία χρόνια στο πλευρό του Ζέρβα, έλαβε μέρος στον εμφύλιο, πήγε στην Κορέα... 
Ένας στρατιώτης γεμάτος ανδραγαθήματα. Αλλά τώρα άλλαξε. Έγινε και εκείνος κομμούνι και θέλει να ρίξει την «εθνοσωτήριον επανάστασιν». Πήρε μέρος και στο Κίνημα του Ναυτικού, ο άθλιος.


«Τα προβλεπόμενα» απάντησε στον υφιστάμενό του κι εκείνος κατάλαβε. «Αααα και πού ’σαι; Πριν την φάλαγγα συμβούλεψέ τον, τάχα μου φιλικά, να μην βγάλει τα παπούτσια του, γιατί έτσι θα αντέξει περισσότερο και δεν θα πονάει από τα χτυπήματα» είπε. 
Έκλεισε το τηλέφωνο κι άρχισε να γελάει δυνατά. Ήξερε πως το χειρότερο στο συγκεκριμένο βασανιστήριο ήταν ο βασανιζόμενος να φοράει παπούτσια. Στην αρχή δεν θα πονούσε, αλλά μετά τα πόδια του θα πρήζονταν και οι σάρκες θα ξεχείλωναν τόσο πολύ από το πόδι, που θα έβγαιναν έξω από το κλειστό παπούτσι.
Ο Θεοφιλογιαννάκος σηκώθηκε, κοίταξε το «γεμάτο» πρόγραμμα ανακρίσεων και μετά ευχαριστημένος κατευθύνθηκε προς τα κελιά. Στο στρατόπεδό τους είχαν φέρει και νέο όργανο βασανισμού, το περίφημο «στεφάνι». Κάτι σαν το αγκάθινο στεφάνι του Ιησού, αλλά από σίδερο και με ελάσματα για να ανοιγοκλείνει. 
Ήταν χαρούμενος.

Εκείνος, ένας ταγματάρχης, είχε καταφέρει να παίρνει μισθό σχεδόν πρωθυπουργού. «Να μας ζήσεις, Παπαδόπουλε».
Σκέφτηκε. «Και καθαρίζουμε τα κομμούνια, και μπορούμε και κοιμόμαστε με ανοιχτά παράθυρα. Ζήτω η επανάστασις». Και αμέσως μετά έκανε τους υπολογισμούς για τον μισθό που έπαιρνε τον μήνα: «Ο βασικός και για κάθε ανάκριση 450 δραχμές επιπλέον. Συν τα επιδόματα. Συν τα... ανθυγιεινά, συν το επίδομα θέσης. Μα ποιος είμαι; Κάθε μήνα 1.200 δολάρια στην τσεπούλα».

Δικαστικές φυλακές Κορυδαλλού, Αύγουστος 1975

Η δίκη της χούντας βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Οι πρωταίτιοι, αμετανόητοι και προκλητικοί, έπαιζαν με τα νεύρα ενός ολόκληρου λαού. Πολλοί από αυτούς που διέλυσαν την πατρίδα και παρουσιάστηκαν σαν «σωτήρες» είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς την περίοδο της Κατοχής. Άνθρωποι αμόρφωτοι, μιλούσαν σε «βλαχοκαθαρεύουσα», ένα μείγμα αρχαίων ελληνικών, καθαρεύουσας και δημοτικής, και προκαλούσαν αηδία.

Οι πρωταίτιοι δεν δικάστηκαν για τα αμέτρητα οικονομικά τους σκάνδαλα που διέλυσαν τη χώρα και γέμισαν τις τσέπες τους (και ας λένε οι σημερινοί νοσταλγοί τους ότι «πέθαναν στην ψάθα»).
 Ούτε δικάστηκαν για τον πνευματικό μεσαίωνα στον οποίο έριξαν την Ελλάδα.
 (Με διάταγμά τους απαγορεύτηκε η κυκλοφορία 1.046 έργων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος, ο Αριστοτέλης, ο Αριστοφάνης, ο Σαρτρ, ο Μαν, ο Καμύ, ο Γκόρκι, ο Βάρναλης, ο Λόρκα, ο Παλαμάς, ο Κάφκα, ο Καζαντζάκης ήταν όλοι απαγορευμένοι επειδή «διέφθειραν τις ψυχές των Ελλήνων χριστιανών».

Το πνευματικό επίπεδο του Παπαδόπουλου, του Παττακού και της υπόλοιπης «παρεούλας» ξεκινούσε και σταματούσε στις ταινίες «μελό» και τις ψευδοπατριωτικές πολεμικές ταινίες του Τζέιμς Πάρις).
Οι πρωταίτιοι ήταν εγκληματίες και γι’ αυτό δικάστηκαν.



Ο Αλέκος Παναγούλης κατέθεσε: 
«Η ανάκριση άρχισε κλιμακούμενη από της περιοχής των γρονθοκοπημάτων, των εγκαυμάτων, της φάλαγγος και των ραβδισμάτων μέχρι και της περιοχής των σεξουαλικών βασανιστηρίων. Ο Θεοφιλογιαννάκος, ο ίδιος προσωπικά, με χτύπησε με ένα καλώδιο κατ’ επανάληψη σε όλο μου το σώμα. Υπάρχουν ακόμη στην περιοχή των ώμων μου σημάδια γιατί το άκρο του καλωδίου ήταν δεμένο με σύρμα και δημιούργησε μεγαλύτερη πληγή. Και στη μια πλευρά και στην άλλη». Και στη συνέχεια, δίχως να κοιτάξει τον άνθρωπο στο εδώλιο για να μην του δώσει αξία, συνέχισε: «Μια ημέρα με κρατούσαν τα πρωτοπαλίκαρά του κι εκείνος μου είχε φράξει τις αναπνευστικές οδούς. Μύτη και στόμα. Τον δάγκωσα με όλη μου τη δύναμη. Στα επόμενα βασανιστήρια ο άνδρας αυτός, φοβούμενος, έκανε το ίδιο, αλλά χρησιμοποιούσε μαξιλάρια».
Ο στρατοδίκης Μιχάλης Ζούβελος ανέφερε για τον Θεοφιλογιαννάκο
«Οργάνωσε κατά ζηλευτόν τρόπον ένα πλήρες δίκτυο παρακολουθήσεως, συλλήψεων, εκφοβισμού. Διαπνεόμενος από τυφλόν αντικομμουνισμόν, είμαι βέβαιος ότι, αν συνέβαινε ένας ισχυρός καταστρεπτικός σεισμός, ο μόνος εν Ελλάδι που θα τον απέδιδε στους κομμουνιστάς είναι ο –ταγματάρχης τότε– Θεοφιλογιαννάκος».

Ο Θεοφιλογιαννάκος μέχρι το τέλος του παρέμεινε αμετανόητος. 
Καταδικάστηκε σε ισόβια, αλλά χρόνια μετά κυκλοφορούσε ελεύθερος, ενώ τα καλοκαίρια απολάμβανε τζάμπα διακοπές μαζί με τον Παττακό σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο της Αναβύσσου.

Ο Χατζηζήσης μέσα στη φυλακή κάθε πρωί συνέχισε να δίνει αναφορές στον Παπαδόπουλο σαν να ήταν στον στρατό. Κάποια στιγμή θεώρησε ότι οι Αμερικανοί θέλουν να τον σκοτώσουν. Ότι του διοχετεύουν ειδικά ραδιοκύματα στον εγκέφαλο για να τον τρελάνουν. Σταμάτησε να κοιμάται σε οποιοδήποτε κρεβάτι ήταν μεταλλικό για να μην τον πιάνουν τα ραδιοκύματα.


Ο Αλέξανδρος Παναγούλης, λίγες ημέρες προτού δημοσιεύσει προσωπική του έρευνα για τα όργανα και τους βασανιστές τις χούντας, χάνει τη ζωή του στα 36 του χρόνια σε ένα περίεργο τροχαίο στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης. 
Η αποκάλυψη των φακέλων, που δεν έλαβε χώρα ποτέ, λέγεται ότι περιείχε αδιαμφισβήτητες αποδείξεις εις βάρος ορισμένων πολιτικών που συνεργάστηκαν με τη χούντα.


Ο Σπύρος Μουστακλής, λίγες ημέρες μετά το τηλεφώνημα Θεοφιλογιαννάκου - Χατζηζήση, μεταφέρθηκε στο 401 ΓΣΝΑ, όπου εισήλθε με το ψευδώνυμο «Μιχαηλίδης» και αιτιολογία εισαγωγής «τρακάρισμα στον Ιππόδρομο συνεπεία εγκεφαλικού». 
Η πραγματικότητα ήταν φυσικά άλλη. Επί 47 ημέρες βασανίστηκε απάνθρωπα. Κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων ένα βίαιο χτύπημα στην καρωτίδα του προκάλεσε εγκεφαλικό.
Ο Σπύρος Μουστακλής για τρία χρόνια δεν μπορούσε να περπατήσει. Δεν ξαναμίλησε ποτέ φυσιολογικά μέχρι να πεθάνει.

Ο Στέλιος Παττακός, ο «διασκεδαστής» της άθλιας τριανδρίας και ο κατά γενική ομολογία γκαφατζής της «παρέας», παρέμεινε προκλητικά αμετανόητος.

Για τον ήρωα Μουστακλή, με τους τόσους πολέμους στο ενεργητικό του, ο «πλακατζής» Παττακός είχε δηλώσει κυνικά: 
«Καλά του κάναμε. Να ησυχάσουμε. Η δύναμις επιβάλλεται δια παντός τρόπου. Ό,τι δε λύνεται, κόβεται. Σπαθί».
21.4.2017 / ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΛΕΒΕΝΤΟΓΙAΝΝΗΣΔημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1965 στις 20-04-2017