Στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου (γερμ. Konzentrationslager Dachau) ήταν ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας που δημιούργησε η Γκεστάπο, μετά την άνοδο στην εξουσία του Αδόλφου Χίτλερ, το 1933.
Το στρατόπεδο κατασκευάστηκε στην πόλη Νταχάου, που βρίσκεται κοντά στο Μόναχο. Στο στρατόπεδο αυτό οι ναζιστές συγκέντρωναν και βασάνιζαν, αρχικά τους αντιστασιακούς Γερμανούς και αργότερα αιχμαλώτους από τις χώρες που καταλάμβαναν. Ανάμεσα σ’ εκείνους που πέρασαν από το φριχτό αυτό στρατόπεδο ή βρήκαν το θάνατο εκεί, συγκαταλέγονται και πολλοί Ελληνες αγωνιστές. Ανάμεσα στους κρατουμένους ήταν και ο τότε Γ. Γραμματέας του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης.
Το Νταχάου λειτούργησε μέχρι τη συντριβή της ναζιστικής Γερμανίας το 1945.
Ίδρυση – λειτουργία
Το στρατόπεδο ιδρύθηκε το Μάρτιο του 1933 πάνω στα απομεινάρια ενός εργοστασίου πυρομαχικών του Α’ Παγκοσμίου πολέμου.
Ήταν το πρώτο από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που δημιούργησαν οι Ναζί. Ο Χάινριχ Χίμλερ, ως αρχηγός της Αστυνομίας του Μονάχου, το περιέγραψε επίσημα ως «το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης για πολιτικούς κρατουμένους».
Σε αυτό μεταφέρθηκαν αρχικά αντίπαλοι του καθεστώτος, κομμουνιστές, σοσιαλδημοκράτες και συνδικαλιστές. Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του αριθμούσε, περίπου, 4.800 κρατουμένους. Συν τω χρόνω, όμως, άρχισαν να αυξάνονται, καθώς μεταφέρθηκαν εκεί και Μάρτυρες του Ιεχωβά, Ρομά και ομοφυλόφιλοι.
Πρώτος διοικητής του στρατοπέδου ήταν ο Χίλμαρ Βέκερλε (Hilmar Wakerle), ο οποίος ύστερα από τετράμηνη θητεία αντικαταστάθηκε από τον Τέοντορ Άικε (Theodor Eicke). Το Μάιο του 1933 υπήρχαν ήδη εκεί 1.200 πολιτικοί κρατούμενοι.
Στις αρχές του 1937 ξεκίνησαν εργασίες επέκτασης του στρατοπέδου. Τις εργασίες αυτές υποχρεώθηκαν να εκτελέσουν οι κρατούμενοι, ξεκινώντας από την κατεδάφιση των εγκαταστάσεων του παλαιού εργοστασίου. Χτίστηκαν ξύλινα καταλύματα και βοηθητικές εγκαταστάσεις, μεταξύ των οποίων και κρεματόριο. Οι εργασίες αυτές εκτελέστηκαν μέσα σε φρικτές για τους κρατουμένους συνθήκες και ολοκληρώθηκαν στα μέσα του 1938. Το στρατόπεδο δεν υπέστη σημαντικές κτιριακές αλλαγές μέχρι την απελευθέρωση του από τις συμμαχικές δυνάμεις το 1945.
Το στρατόπεδο αποτελούνταν από 32 κτίρια για κρατουμένους που εναντιώνονταν στο καθεστώς και ένα ήταν δεσμευμένο για «ιατρικά πειράματα». Ολόκληρο το στρατόπεδο περιβαλλόταν από αγκαθωτό ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα, μετά το οποίο ακολουθούσε τάφρος και υπήρχαν επτά εν συνόλω υπερυψωμένες σκοπιές. Το στρατόπεδο αποτέλεσε πρότυπο οργάνωσης και των υπόλοιπων στρατοπέδων που δημιούργησε το ναζιστικό καθεστώς.
Δίπλα στο στρατόπεδο υπήρχαν και άλλες εγκαταστάσεις των SS, όπως η «Σχολή ιατρικής εκπαίδευσης» και η «Σχολή οικονομικής διαχείρισης» για στελέχη της οργάνωσης, καθώς και ένα κέντρο εκπαίδευσης για την οργάνωση και διοίκηση στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Οι πλέον διάσημοι «απόφοιτοι» αυτού του κέντρου ήταν ο Ρούντολφ Χες (Rudolf Hoess), ο οποίος έγινε διοικητής του στρατοπέδου εξόντωσης του Άουσβιτς (Auschwitz), ο Άντολφ Άιχμαν και ο Γιόζεφ Κράμερ (Josef Kramer), Διοικητής του Στρατοπέδου Μπέργκεν – Μ πέλσεν (Bergen – Belsen).
Δημιουργήθηκαν, επίσης, δευτερεύοντα στρατόπεδα για τη διαμονή κρατουμένων που εκμισθώνονταν σε επιχειρήσεις και, αργότερα, ένα μικρότερο στρατόπεδο για γυναίκες κρατούμενες (1944).
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση των εργασιών, στάλθηκαν εκεί αρκετές χιλιάδες συλληφθέντες στην Αυστρία, πολλοί από τους οποίους ήταν Εβραίοι.
Ο αριθμός των κρατουμένων μεγάλωσε ακόμη περισσότερο ύστερα από τα γεγονότα της Νύχτας των Κρυστάλλων, το Νοέμβριο του 1938. Τότε μεταφέρθηκαν εκεί, περίπου, 10.000 Εβραίοι. Οι περισσότεροι, όμως, αποχώρησαν ύστερα από μερικούς μήνες, αφού υπέγραψαν δήλωση υποχρεωτικής μετανάστευσης.
Ο αριθμός των κρατουμένων αυξήθηκε σημαντικά από το 1940 και ύστερα. Οι κρατούμενοι περνούσαν μια πύλη, η οποία έφερε την επιγραφή “Arbeit macht frei» (Η εργασία απελευθερώνει).
Περίπου 33.000 κρατούμενοι διαμοιράστηκαν σε «θυγατρικά» στρατόπεδα και από εκεί εκμισθώνονταν σε επιχειρήσεις και βιομηχανίες, τόσο ιδιωτικές όσο και κρατικές, για χειρωνακτική εργασία. Τα χρήματα της εκμίσθωσης, φυσικά, δεν κατέληγαν στους κρατουμένους, αλλά στο Ταμείο των SS.
Κατά τη διάρκεια της ύπαρξης του εγκλείστηκαν σ’ αυτό 250 χιλιάδες άνθρωποι από 24 χώρες.
Στο Νταχάου διεξάγονταν εγκληματικά «ιατρικά πειράματα» πάνω σε ανθρώπους.
Κατά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (1939-1945) το στρατόπεδο είχε, περίπου, 125 τμήματα και τα λεγόμενα «εξωτερικά αποσπάσματα», που εργάζονταν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Νότια Γερμανία και την Αυστρία.
Αν και το Νταχάου δεν ήταν στρατόπεδο εξόντωσης, περίπου, 70 χιλιάδες υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια ή θανατώθηκαν.
140 χιλιάδες μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα και μόνο 30 χιλιάδες επέζησαν ως την απελευθέρωση. Δεν είναι, επίσης, καταγεγραμμένα όλα τα θύματα των ιατρικών πειραμάτων που εκτελούνταν εκεί με προϊστάμενο το δρα Ζίγκμουντ Ράσερ (Sigmund Rascher), μέλος των Waffen-SS (Ενόπλων SS), που έκανε έρευνες για λογαριασμό της Λουφτβάφε. Φυσικά, οι εντολές των SS ήταν να εκτελείται οποιοσδήποτε κρατούμενος υπέπιπτε στο παραμικρό παράπτωμα.
Δημιουργήθηκε πρόβλημα με τη διαχείριση των πτωμάτων, καθώς το αρχικό κρεματόριο διέθετε μόνο δύο αποτεφρωτήρες. Κατασκευάστηκε, έτσι, επέκτασή του με τέσσερις επιπλέον αποτεφρωτήρες και στην επέκταση αυτή συμπεριλήφθηκαν εξαρχής και πέντε θάλαμοι αερίων (έναρξη κατασκευής 1942, ολοκλήρωση το 1943). Οι θάλαμοι αυτοί δεν προορίζονταν για την εξόντωση κρατουμένων αλλά για την απολύμανση, καθώς υπήρχε έντονος και δικαιολογημένος ο φόβος για εμφάνιση τύφου που οφειλόταν στις φθείρες (ψείρες).
Ο πέμπτος θάλαμος χρησιμοποιήθηκε για εξόντωση κρατουμένων, καθώς παρουσιάζει σαφείς κατασκευαστικές διαφορές από τους υπόλοιπους τέσσερις και πιθανότατα προοριζόταν για χρήση στο πλαίσιο του Προγράμματος ευθανασίας Τ-4, όπως φαίνεται από επιστολή του Ράσερ στον Χίμλερ, το 1942.
Προς το τέλος του πολέμου, οι συνθήκες διαβίωσης χειροτέρευσαν σημαντικά, καθώς δεν υπήρχαν και τα σχετικά εφόδια, ενώ οι SS μετέφεραν εκεί συνεχώς κρατουμένους από τα στρατόπεδα που βρίσκονταν σε κατεχόμενες χώρες, φοβούμενοι είτε την απελευθέρωση είτε τη δραπέτευσή τους.
Οι συνθήκες υγιεινής ήταν ανύπαρκτες, με αποτέλεσμα το θάνατο, περίπου, 15.000 ατόμων την περίοδο αυτή, ενώ συνεχίζονταν και οι εκτελέσεις αιχμαλώτων πολέμου από αποσπάσματα.
Η παράνομη οργάνωση κρατουμένων, που λειτουργούσε στο Νταχάου με επικεφαλής διεθνή επιτροπή, οργάνωσε εξέγερση στις 28 Απριλίου 1945, μια ημέρα πριν φτάσουν τα αμερικανικά στρατεύματα, και έτσι ματαιώθηκε το ναζιστικό σχέδιο εξόντωσης των επιζώντων κρατουμένων.
Το στρατόπεδο απελευθερώθηκε στις 28 Απριλίου 1945. Οι διοικητές του, Βάις και Ότο, πρόλαβαν να διαφύγουν. Οι κρατούμενοι δεν απελευθερώθηκαν αμέσως, γιατί υπήρχε φόβος εξάπλωσης του τύφου, που είχε ξεσπάσει στο στρατόπεδο κατά τις τελευταίες ημέρες λειτουργίας του.
Το θέαμα που αντίκρισαν οι απελευθερωτές του ήταν από τα πλέον φρικτά που μπορεί να αντικρίσει άνθρωπος, όπως περιγράφουν ο Βίκτωρ Μάουρερ, εκπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού, και οι Αμερικανοί αξιωματικοί και στρατιώτες που μπήκαν στο στρατόπεδο.
Το 1960 έγιναν τα αποκαλυπτήρια μνημείου για εκείνους που χάθηκαν στο Νταχάου. Σήμερα, το Στρατόπεδο του Νταχάου έχει μετατραπεί σε ιστορικό μνημείο.
Από την ειδική έκδοση της πανελλήνιας Ενωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης – Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας «Αντιφασιστική επίσκεψη σε ναζιστικά στρατόπεδα»
ΑΠΟ HERKO ΑΠΡ 24, 201
στο Ατέχνως