Φάκελος: Ελληνική ποίηση [2018-2019]: Μάνος Ελευθερίου
«Μα τι χρειάζονται οι ποιητές σε τόσο μίζερους καιρούς;» Φρήντριχ Χαίλντερλιν
Το Literature ανοίγει τον φάκελο Ελληνική Ποίηση 2018-2019 και εγκαινιάζει μια νέα σειρά συνεντεύξεων με τους πλέον καταξιωμένους σύγχρονους Έλληνες ποιητές.
Στο πλαίσιο αυτό θα φιλοξενηθούν οι απόψεις των σημαντικότερων Ελλήνων ποιητών της σημερινής εποχής με σκοπό να φανούν οι απόψεις των δημιουργών αναφορικά με το παρόν και το μέλλον της Ελληνικής ποίησης.
Στόχος είναι επίσης να παρουσιαστεί το έργο, οι ιδέες αλλά και η προσωπικότητα των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι επιμένουν να λειτουργούν ποιητικά σε καιρούς τόσο «μίζερους», γράφοντας εκλεκτή ποίηση, στη γλώσσα του Ομήρου και συνεχίζοντας επάξια την αδιάλειπτη για 3000 χρόνια παρουσία της ποίησης στην Ελλάδα.
Επιμέλεια: Τέσυ Μπάιλα
Μας καλοδέχτηκε στο σπίτι του και μας υποδέχθηκε με μια χαρακτηριστική ευγένεια, εκείνη που τον διακρίνει σε κάθε του κίνηση.
Επιμέλεια: Τέσυ Μπάιλα
Σοβαρός, καλοντυμένος και προσηνής δεν κουράστηκε να απαντά στις ερωτήσεις μας με ευχάριστη διάθεση.
Μας εκμυστηρεύτηκε τη μανιώδη σχέση του με το διάβασμα και μας μίλησε για τα 43000 βιβλία, τα οποία δώρισε πρόσφατα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Σύρου.
Για τους μεγάλους ποιητές με τους οποίους γνωρίστηκε τον Ρίτσο, τον Σεφέρη τον Ελύτη, τον Λειβαδίτη, τον Αναγνωστάκη, τις φιλίες που ανέπτυξε μαζί τους.
Μας μίλησε ακόμα για το πώς βλέπει τη νεότερη ποίηση στις μέρες μας και τους νέους ποιητές που του στέλνουν τα έργα τους.
Ο λόγος για τον ποιητή, στιχουργό, επιμελητή εκδόσεων και μυθιστοριογράφο Μάνο Ελευθερίου, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου.
Σε ηλικία 14 ετών η οικογένειά του ήρθε από τη Σύρο στην Αθήνα. Το 1960 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Νέο Ψυχικό.
Η γνωριμία του με τον Άγγελο Τερζάκη το 1955 τον οδήγησε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου όπου παρακολουθούσε ως ακροατής.
Το 1956 γράφτηκε στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου. Το 1960 βρέθηκε στα Γιάννενα για να εκτελέσει την στρατιωτική του θητεία. Εκεί άρχισε να γράφει θεατρικά έργα και ποιήματα.
Σε ηλικία 24 ετών δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Συνοικισμός. Εκεί έγραψε επίσης τους πρώτους στίχους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και «Το τρένο φεύγει στις 8:00» που αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Τον Οκτώβριο του 1963 άρχισε να εργάζεται στο «Reader’s Digest» όπου και παρέμεινε για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Στο μεταξύ κυκλοφόρησαν τα δύο πρώτα του βιβλία με διηγήματα, «Το διευθυντήριο», το 1964 και «Η σφαγή», το 1965 για τα οποία γράφτηκαν εξαιρετικές κριτικές.
Το 1964 παρουσιάστηκε στην ελληνική δισκογραφία.
Συνεργάστηκε με τον Χρήστο Λεοντή και τον Μίκη Θεοδωράκη, το 1967, μια συνεργασία που διακόπηκε όμως λόγω δικτατορίας. Τα συγκεκριμένα τραγούδια πρωτοκυκλοφόρησαν το 1970 στο Παρίσι. Συνεργάστηκε με τον Δήμο Μούτση και με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στον δίσκο «Θητεία».
Έχει συνεργαστεί σχεδόν με όλους τους σημαντικούς Έλληνες συνθέτες.
Παράλληλα ασχολήθηκε με παραμύθια για παιδιά και επιμελήθηκε την έκδοση λευκωμάτων με θέμα την Σύρο: Ενθύμιον Σύρας, Θέατρο στην Ερμούπολη, κ.ά.
Το 1994 εκδόθηκε η πρώτη του νουβέλα με τίτλο «Το άγγιγμα του χρόνου». Το 2004 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο: «Ο Καιρός των Χρυσανθέμων», έργο το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2005.
Για τη συνολική του προσφορά βραβεύτηκε το 2013 από την Ακαδημία Αθηνών με το Βραβείο ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη.
Μπορεί η ποίηση να λειτουργήσει ως οδηγός επιβίωσης στις μέρες μας;
Όχι δεν το πιστεύω.
Οδηγός για τη ζωή μας είναι το καθημερινό μας. Το ψωμί μας, όπως έλεγαν οι παλιότεροι. Αν έχεις και χρήματα να αγοράσεις και τυρί, είναι ό,τι πρέπει. Αλλά για να σώσει η ποίηση έναν άνθρωπο αποκλείεται.
Βέβαια υπάρχουν εκείνοι οι άνθρωποι που είναι αφιερωμένοι στον θεό, οι απομονωμένοι σε σπηλιές και σκήτες στο Άγιο Όρος, οι οποίοι διαβάζουν τους μεγάλους ποιητές που έγραψαν ύμνους προς τον θεό. Διαβάζουν τον Δαυίδ, για παράδειγμα, απολυτίκια, κοντάκια, τέτοια εκπληκτικά κείμενα, τα οποία είναι πραγματικά ποίηση και ο καθένας απ’ αυτούς είναι δυο και τρεις ελύτηδες μαζί. Μάλιστα ακόμη και στη νεκρώσιμη ακολουθία ο πανούργος μελωδός, εκτός από τους στίχους έγραφε και τη μουσική μαζί και έχει χρησιμοποιήσει έναν στίχο του Πινδάρου, ο οποίος ήταν ειδωλολάτρης.
Αλλά και τελετές τις εκκλησίες είναι οργανωμένες σύμφωνα με το τυπικό της αρχαίας τραγωδίας. Έχουμε τον πρωταγωνιστή, έχουμε τον χορό που είναι οι ψάλτες, τον άγγελο που είναι ο διάκονος.
Αυτά δεν είναι τυχαία και δεν είναι τυχαίο ότι οι χριστιανοί, έσπασαν με μανία τα περισσότερα αγάλματα της αρχαιότητας.
Ο Πραξιτέλης δεν μπορεί να είχε κάνει μόνο τον Ερμή, για παράδειγμα, θα είχε κάνει περισσότερα έργα. Που είναι;
Η εκδίκηση έφτασε σε βαθμό υστερίας όταν ακριβώς επάνω στα ερείπια του αρχαίου ναού έχτισαν τις εκκλησίες τους, χρησιμοποιώντας το υλικό που ήταν χτισμένοι οι ναοί.
«Ο καθείς και τα όπλα του», έλεγε ο Ελύτης. Τα δικά σας όπλα στην υπηρεσία της ποίησης ποια είναι;
Μάνος Ελευθερίου, φωτογραφία Ντίνα Σαρακηνού |
Πότε γράφει κανείς ποίηση; Όταν δονείται από το πάθος των συναισθημάτων ή όταν απομακρύνεται από αυτό και βλέπει καθαρότερα;
Συμβαίνουν και τα δύο.
Ή γράφεις κάτι εν θερμώ ή αφήνεις τον καιρό να περάσει και σου έρχεται μια έμπνευση.
Υπάρχει κάτι που σε οδηγεί να γράψεις. Βέβαια αν αυτό που έγραψες αξίζει είναι μια άλλη ιστορία. Ύστερα δεν μπορείς να γράψεις κάτι από τη μια στιγμή την άλλη.
Γράφεις ό,τι αισθάνεσαι και μετά από καιρό το ξαναπιάνεις και αν σου αρέσει το θέμα, τότε αποφασίζεις αν θα το συνεχίσεις, για να το τελειώσεις. Και αρχίζεις τη διόρθωση. Μια λέξη από πάνω, μια λέξη από κάτω, αλλάζεις τη σειρά των λέξεων, βρίσκεις άλλες λέξεις, ανοίγεις τα λεξικά, βρίσκεις μια λέξη που θέλεις, ύστερα αφαιρείς μερικούς στίχους, προσθέτεις άλλους, διαγράφεις εκείνους που έγραψες και ξαναρχίζεις από την αρχή. Δεν είναι εύκολη διαδικασία.
Γράφεις ό,τι αισθάνεσαι και μετά από καιρό το ξαναπιάνεις και αν σου αρέσει το θέμα, τότε αποφασίζεις αν θα το συνεχίσεις, για να το τελειώσεις. Και αρχίζεις τη διόρθωση. Μια λέξη από πάνω, μια λέξη από κάτω, αλλάζεις τη σειρά των λέξεων, βρίσκεις άλλες λέξεις, ανοίγεις τα λεξικά, βρίσκεις μια λέξη που θέλεις, ύστερα αφαιρείς μερικούς στίχους, προσθέτεις άλλους, διαγράφεις εκείνους που έγραψες και ξαναρχίζεις από την αρχή. Δεν είναι εύκολη διαδικασία.
Υπάρχουν ποιητές οι οποίοι έγραφαν μια κι έξω. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης μάς έλεγε ότι ελάχιστες λέξεις έχει αλλάξει από τη στιγμή που έγραψε ένα ποίημα. Το έγραφε εν θερμώ.
Άλλοι δουλεύουν επί σειρά χρόνων ένα ποίημα. Έχουμε τον Καβάφη, για παράδειγμα. Το ποίημά του «Φωνές» γράφτηκε αρχικά στην καθαρεύουσα. Ύστερα από πάρα πολλά χρόνια, δεκαπέντε μου φαίνεται, ο Καβάφης το έπιασε και το ξαναδούλεψε και το έφερε στη δημοτική, αλλά έγινε ένα αριστούργημα βέβαια.
«Ο καθείς και τα όπλα του», έλεγε ο Ελύτης. Τα δικά σας όπλα στην υπηρεσία της ποίησης ποια είναι;
«Ο καθείς και τα όπλα του».
Κάποτε μου ξέφυγε, χωρίς να το καταλάβω και κάνοντας μια ψευδομοιοκαταληξία το είπα: «Ο καθείς και τα κόλπα του» και το έμαθε ο Ελύτης και γελούσε και μου τηλεφώνησε και μου είπε: «είναι καταπληκτικό αυτό που είπες, γέλασα με την ψυχή μου» και το έγραψε και η Μάρω Δούκα.
Επί της ουσίας όμως, δεν ξέρω πραγματικά πώς λειτουργεί όλο αυτό. Κάποια στιγμή έχω μια έμπνευση—να το πω χαρά;– και με οδηγεί στο να γράψω κάτι. Και επειδή γράφω πολλά είδη, το ένα με ξεκουράζει από το άλλο. Δεν κάθομαι δηλαδή στο τραπέζι και λέω τώρα θα γράψω ποίηση, δε μου έχει συμβεί ποτέ αυτό. Συνήθως διορθώνω και κάποτε είχα τη μανία και κρατούσα και τις διαδοχικές μορφές ενός ποιήματος για να δω πώς έφτασε στην οριστική του μορφή. Αλλά μετά διαπίστωσα ότι ήταν μάταιο επειδή μάζευα ατέλειωτα χαρτιά. Έτσι τα πέταξα και κράτησα την τελευταία μορφή. Αλλά δε γράφεις για να κλείσεις το μάτι στην αιωνιότητα ή στην αθανασία.
Γράφεις έναν καημό που έχεις για ένα θέμα, μια αγάπη, οτιδήποτε. Από εκεί και πέρα αξίζει ο κόπος να δημοσιευθεί;
Γιατί όταν δημοσιεύσεις κάτι είσαι εκτεθειμένος πια να σε παραλάβει η κριτική.
Και μπορεί εσένα να σου αρέσει αυτό που έγραψες αλλά αξίζει να δημοσιευθεί; Το δίνεις τότε σε ορισμένους ανθρώπους να το κοιτάξουν και βεβαίως ο καθένας έχει τις δικές του αναστολές, τις δικές του παρατηρήσεις, προσπαθείς να το σουλουπώσεις καλύτερα, κάποιοι σου λένε καίριες παρατηρήσεις.
Κάποτε μου ξέφυγε, χωρίς να το καταλάβω και κάνοντας μια ψευδομοιοκαταληξία το είπα: «Ο καθείς και τα κόλπα του» και το έμαθε ο Ελύτης και γελούσε και μου τηλεφώνησε και μου είπε: «είναι καταπληκτικό αυτό που είπες, γέλασα με την ψυχή μου» και το έγραψε και η Μάρω Δούκα.
Επί της ουσίας όμως, δεν ξέρω πραγματικά πώς λειτουργεί όλο αυτό. Κάποια στιγμή έχω μια έμπνευση—να το πω χαρά;– και με οδηγεί στο να γράψω κάτι. Και επειδή γράφω πολλά είδη, το ένα με ξεκουράζει από το άλλο. Δεν κάθομαι δηλαδή στο τραπέζι και λέω τώρα θα γράψω ποίηση, δε μου έχει συμβεί ποτέ αυτό. Συνήθως διορθώνω και κάποτε είχα τη μανία και κρατούσα και τις διαδοχικές μορφές ενός ποιήματος για να δω πώς έφτασε στην οριστική του μορφή. Αλλά μετά διαπίστωσα ότι ήταν μάταιο επειδή μάζευα ατέλειωτα χαρτιά. Έτσι τα πέταξα και κράτησα την τελευταία μορφή. Αλλά δε γράφεις για να κλείσεις το μάτι στην αιωνιότητα ή στην αθανασία.
Γράφεις έναν καημό που έχεις για ένα θέμα, μια αγάπη, οτιδήποτε. Από εκεί και πέρα αξίζει ο κόπος να δημοσιευθεί;
Γιατί όταν δημοσιεύσεις κάτι είσαι εκτεθειμένος πια να σε παραλάβει η κριτική.
Και μπορεί εσένα να σου αρέσει αυτό που έγραψες αλλά αξίζει να δημοσιευθεί; Το δίνεις τότε σε ορισμένους ανθρώπους να το κοιτάξουν και βεβαίως ο καθένας έχει τις δικές του αναστολές, τις δικές του παρατηρήσεις, προσπαθείς να το σουλουπώσεις καλύτερα, κάποιοι σου λένε καίριες παρατηρήσεις.
Μάνος Ελευθερίου, φωτογραφία Ντίνα Σαρακηνού |
Εσείς έχετε κάποιους ανθρώπους τους οποίους εμπιστεύεστε;
Έχω ορισμένους ανθρώπους που με βοηθάνε.
Είναι ποιητές και οι ίδιοι;
Ναι, είναι ποιητές. Ένα όνομα θα σας πω. Ο Στρατής Πασχάλης. Ξέρει την ποίηση, είναι και ο ίδιος ποιητής αλλά ξέρει και να διορθώνει, κάτι που είναι πολύ σημαντικό.
Η δική σας καθημερινότητα τι περιλαμβάνει;
Διαβάζω μανιακά. Κυρίως Ιστορία.
Ο Γιώργος Ιωάννου έλεγε ότι διαβάζει Ιστορία και κλαίει. Και βεβαίως τους παλιούς συγγραφείς, τόσο τους Έλληνες όσο και τους ξένους, στους οποίους επανέρχομαι συνεχώς.
Καταρχάς τους Γάλλους, τον Φλομπέρ, τον Μπαλζάκ, τους μεγάλους. Πρέπει κανείς να τους διαβάζει συνεχώς, γιατί ανακαλύπτει νέα πράγματα. Τον Ντοστογιέφσκι. Τον Τολστόι, ένα πηγάδι απύθμενο. Τον Τσέχωφ. Αλλά και νεότερους ποιητές
. Σε ανθολογίες για παράδειγμα όπου ο ανθολόγος έχει βρει τα καλύτερα και τα έχει συγκεντρώσει για να αντιπροσωπεύσει έναν ποιητή, βρίσκοντάς το καίριο και το ουσιώδες του ποιητή.
Υπάρχουν νεότεροι ποιητές, οι οποίοι κάνουν θραύση. Ο Γιάννης ο Βαρβέρης, είναι σπουδαίος ποιητής, ο Γιάννης ο Κοντός, ο Βλαβιανός, ο Φωστιέρης και βεβαίως ο μέγας Νίκος Καρούζος, ο Θωμάς ο Γκόρπας, δεν είναι τυχαίοι ποιητές. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι θαυμάσιοι. Η Ρούκ είναι σπουδαία.
Βεβαίως έχουμε και σπουδαίους μυθιστοριογράφους στη σύγχρονη γενιά. Ο Παπαμάρκος, ο Γιάννης ο Μακριδάκης, γροθιά στα μούτρα είναι ο Μακριδάκης. Η Μάρω Δούκα, η Ζυράννα Ζατέλη, η Καρυστιάνη, η Ρέα Γαλανάκη.
Το σημαντικό είναι ότι ανανεώνονται από βιβλίο σε βιβλίο. Δε γράφουν με μανιέρα.
Αν γράφατε εσείς σήμερα «γράμμα σε έναν νέο ποιητή» τι θα τον συμβουλεύατε να κάνει;
Δε θα μπορούσα να του γράψω. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Έχει γράψει βεβαίως ο Ρίλκε γράμμα σε έναν νέο ποιητή. Έχει μάλιστα μεταφραστεί το 1945, αν δεν κάνω λάθος από τον Μάριο Πλωρίτη.
Διαβάζω μανιακά. Κυρίως Ιστορία.
Ο Γιώργος Ιωάννου έλεγε ότι διαβάζει Ιστορία και κλαίει. Και βεβαίως τους παλιούς συγγραφείς, τόσο τους Έλληνες όσο και τους ξένους, στους οποίους επανέρχομαι συνεχώς.
Καταρχάς τους Γάλλους, τον Φλομπέρ, τον Μπαλζάκ, τους μεγάλους. Πρέπει κανείς να τους διαβάζει συνεχώς, γιατί ανακαλύπτει νέα πράγματα. Τον Ντοστογιέφσκι. Τον Τολστόι, ένα πηγάδι απύθμενο. Τον Τσέχωφ. Αλλά και νεότερους ποιητές
. Σε ανθολογίες για παράδειγμα όπου ο ανθολόγος έχει βρει τα καλύτερα και τα έχει συγκεντρώσει για να αντιπροσωπεύσει έναν ποιητή, βρίσκοντάς το καίριο και το ουσιώδες του ποιητή.
Υπάρχουν νεότεροι ποιητές, οι οποίοι κάνουν θραύση. Ο Γιάννης ο Βαρβέρης, είναι σπουδαίος ποιητής, ο Γιάννης ο Κοντός, ο Βλαβιανός, ο Φωστιέρης και βεβαίως ο μέγας Νίκος Καρούζος, ο Θωμάς ο Γκόρπας, δεν είναι τυχαίοι ποιητές. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι θαυμάσιοι. Η Ρούκ είναι σπουδαία.
Βεβαίως έχουμε και σπουδαίους μυθιστοριογράφους στη σύγχρονη γενιά. Ο Παπαμάρκος, ο Γιάννης ο Μακριδάκης, γροθιά στα μούτρα είναι ο Μακριδάκης. Η Μάρω Δούκα, η Ζυράννα Ζατέλη, η Καρυστιάνη, η Ρέα Γαλανάκη.
Το σημαντικό είναι ότι ανανεώνονται από βιβλίο σε βιβλίο. Δε γράφουν με μανιέρα.
Μάνος Ελευθερίου, φωτογραφία Τέσυ Μπάιλα |
Δε θα μπορούσα να του γράψω. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Έχει γράψει βεβαίως ο Ρίλκε γράμμα σε έναν νέο ποιητή. Έχει μάλιστα μεταφραστεί το 1945, αν δεν κάνω λάθος από τον Μάριο Πλωρίτη.
Δυο τρεις συμβουλές θα μπορούσα να του πω. Έρχεται εδώ ένας νέος ποιητής που τον θεωρώ σπουδαίο. Τάσος Θεοτόκης λέγεται, έβγαλε μάλιστα πρόσφατα το πρώτο του βιβλίο.
Αλλά και τα νέα παιδιά που μου στέλνουν τα βιβλία τους γράφουν καίρια ποιήματα και γράφουν για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όχι επειδή εισάγουν στην ποίηση νέο λεξιλόγιο αλλά και επειδή καταλαβαίνει κανείς ό,τι γίνεται σήμερα στην Ελλάδα.
Εκτός από εκείνα τα μελίρρυτα ερωτικά ποιήματα βέβαια. Γιατί για να γράψεις ερωτική ποίηση πρέπει να είσαι σπουδαίος τεχνίτης, για να μη γίνει σαχλό.
Υπάρχει ένα ερωτικό ποίημα του Καβάφη το «Εν τω μηνί Αθύρ». Νομίζω ότι τέτοιο ποίημα δε θα ξαναγραφτεί ποτέ.
Μάνος Ελευθερίου, φωτογραφία Τέσυ Μπάιλα |
Ο Βαλερύ έλεγε ότι: «ένα Ποίημα δεν τελειώνει ποτέ. Μόνο εγκαταλείπεται». Συμμερίζεστε αυτή την άποψη;
Έτσι είναι. Ουσιαστικά γράφεις πάντα ένα ποίημα με πολλές παραλλαγές.
Μάνος Ελευθερίου, Γιάννης Ρίτσος, Αγγελική Ελευθερίου |
Η δική σας εμμονή ποια είναι;
Αυτό που λέει ο σοφός και «πανούργος» Σεφέρης: Το σώμα. Κυριολεκτικά και μη.
Ο Σεφέρης έχει γράψει μέσα στο ημερολόγιό του ότι του είπε ο Έλιοτ πως ήταν τόσο έξυπνος ο Βαλερύ ώστε δεν είχε καμιά φιλοδοξία στη ζωή του.
Και λέω τώρα εγώ: «Θεέ μου, εγώ που δεν έχω καμιά φιλοδοξία στη ζωή μου γιατί να μην είμαι και λίγο έξυπνος;»
Ο Βαλερύ υπήρξε μια σπουδαία μορφή. Μου αρέσει πάρα πολύ.
Μάνος Ελευθερίου, φωτογραφία Ντίνα Σαρακηνού |
Ο σύγχρονος αναγνώστης είναι ικανός να «ξεκλειδώσει» τα μυστικά της ποίησης ή έχει απομακρυνθεί τόσο πολύ απ’ αυτή επειδή έχει χάσει την παρθενικότητα των αισθήσεών του;
Πιστεύω πως, ναι, μπορεί. Ο αναγνώστης έχει πιο πολλά μυστικά όμως. Αλλά έχει και τα αντικλείδια για να ξεκλειδώσει τα ποιήματα.
Μάνος Ελευθερίου, φωτογραφία Τέσυ Μπάιλα |
Διαβάζει σήμερα όσο πρέπει ο Έλληνας αναγνώστης ποίηση;
Όχι. Είναι μετρημένο το αναγνωστικό κοινό της ποίησης.
Περίπου 2000-3000. Υπάρχει βέβαια η Κική Δημουλά με μεγάλο αναγνωστικό κοινό, 8000-10000. Είναι και σπουδαία ποιήτρια, έγινε ακαδημαϊκός, έχει μια επιφάνεια τεράστια και ευτυχώς διαβάζεται.
Πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη ενός σύγχρονου ποιητή που καλείται να γράψει σε μια γλώσσα στην οποία γράφεται ποίηση ανελλιπώς για 3000 χρόνια;
Μα δε θα μπορούσε να σταματήσει. Όπως δε σταμάτησε η γλυπτική, η ζωγραφική, το θέατρο, το οποίο ανθίζει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Υπάρχουν πολύ ωραίες παραστάσεις.
Τελικά, κ. Ελευθερίου, χρειάζονται οι ποιητές σε τόσο μίζερους καιρούς;
Και βέβαια. Ό,τι γράφει ο καθένας με τη δυνατότητα που έχει, ομορφαίνει τον κόσμο. Δεν έχει σημασία αν γράψει το αριστούργημα του κόσμου. Τα αριστουργήματα είναι λίγα. Οι χαρές όμως είναι περισσότερες.
Ντίνα Σαρακηνού, Μάνος Ελευθερίου, Τέσυ Μπάιλα |
Μάνος Ελευθερίου, Τέσυ Μπάιλα |
Η κ. Μάνος Ελευθερίου, διαβάζει για το Literature.gr απόσπασμα από το ποιημά του με τίτλο: ”Το πλοίο Ναυκρατούσα” από την συλλογή ”Τα ομοιοκατάληκτα”, Εκδόσεις Μεταίχμιο