ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντίσταση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντίσταση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΙ ΓΝΩΜΗ ΕΧΕΙΣ ;;!!

-Για το καινούργιο αντάρτικο τι γνώμη έχεις; Ρώτησε ο Στατεράς.
-Υπογράψαμε το Λίβανο, την Καζέρτα, τη Βάρκιζα, για ν’ αποφύγουμε τον εμφύλιο πόλεμο. Κανένας τίμιος δεν μπορεί να χαρακτηρίσει τις προθέσεις μας για αντεθνικές, αντιλαϊκές. Ήταν μόνο αφελείς-αφελέστατες. Τι ακολούθησε; Πόσες γυναίκες κουρέψατε, βασανίσατε, βιάσατε. Πόσους αγωνιστές δολοφονήσατε! Γέμισαν ξανά οι φυλακές και τα ξερονήσια. Σήμερα δεν μπορείτε να υποτάξετε το λαό με τα παλιά πολιτικά μέσα. Γι’ αυτό το λόγο σπρώξατε συνειδητά, προμελετημένα, το κίνημα στην ένοπλη αναμέτρηση. Αν εμείς μπορούσαμε να αποφύγουμε τη σύγκρουση, θα το κρίνει το κόμμα μου κι όχι εγώ στο Στρατοδικείο…


«Είμαι περήφανος για το Κόμμα μου…Το φταίξιμο είναι δικό μας…»
10-10-2018



Ανυπόφορη βώχα και ζέστη. Η πόρτα δεν έχει παραθυράκι να γίνεται ρεύμα και να φεύγει ο βρώμικος αέρας. Οι μύγες κάθονται στη «βούτα», ανεβοκατεβαίνουν στους τοίχους κι όταν αυτός ξεχνιέται ή ξαπλώνει και κλείνει τα μάτια, πέφτουν απάνω του να τον φάνε. Τη νύχτα έχει να κάνει με τους κοριούς και τα ποντίκια. Για να ξεφύγει απ’ το σήμερα, αναπολεί τα περασμένα. Άνθρωποι, πράγματα και γεγονότα, παλιά και καινούργια, μικρά και μεγάλα, μπαίνουν στο ίδιο καζάνι, ανακατεύονται, σμίγουν, χωρίζουν και πάλι σμίγουν, χάνονται και πάλι παρουσιάζονται… Η αμαρτωλή Ρώμη με τις μηχανοραφίες της, τα εγκλήματα και τον εκφυλισμό της… παιδεύεται να κρατηθεί στην εξουσία και οι δούλοι με το Σπάρτακο παλεύουν να τη ρίξουν… Ένας κόσμος πεθαίνει κι απ’ τα συντρίμια του γενιέται ένας άλλος… Αλάζει η μορφή, το χρώμα, η εποχή… όμως η πορεία μένει η ίδια: Σκληρή, ματωμένη, ανοδική…

Σε τούτα τα χρόνια γράφτηκε μια απ’ τις μεγαλύτερες σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας. Απ’ τους πάγους και τις τούντρες του βοριά κι ως τις τραχές ακτές της Αδριατικής, κι απ’ τον ένα ωκεανό ως τον άλλο, εκατομύρια άνθρωποι χαίρονται τη λευτεριά τους… Και η πατρίδα μας με τις πολλές πέτρες και το λίγο χώμα, τ’ αμέτρητα βουνά και τα δαντελωτά ακρογιάλια, τις ελιές και τα αμπέλια… κράτησε με τιμή το δικό της χαράκωμα. Μεγάλωσε και φάρδυνε, και δυνάμωσε και ψήλωσε η ψυχή του λαού της… Όμως η αντίδραση, λόγω των δικών μας αδυναμιών, φάνηκε ικανότερη κι αυτός, ένας απ’ τους πολλούς, βρίσκεται τώρα στο απομονωτήριο… Πολλοί σύντροφοι πέθαναν στις φυλακές, στις εξορίες, στο πεζοδρόμιο… με τον καημό να έβλεπαν τη Μεγάλη Μέρα. Αυτός, φυσικά με κάποιες παραλαγές, την είδε και τη χάρηκε… Αλλά σαν άνθρωπος…

Όσο κι αν παιδεύεται, όποιο μονοπάτι κι αν πάρει, όσο μακριά κι αν πάει, γυρίζει πάλι στο κελί. Το σήμερα τον κρατάει γερά γαντζωμένο στα νύχια του… Η ζωή τ’ ανθρώπου κρέμεται κάποτε από ένα τυχαίο γεγονός. Αν βρισκόταν ο μπαρμπα-Θωμάς στο Περιστέρι, θα έπαιρνε το ραβδί του, θα έμπαινε μπροστά και μέσα από χαράδρες και γκρεμούς θα τον περνούσε πέρα απ’ το ποτάμι… Το Λευτέρη θα τον ντουφεκίσαν, πόσο θα πονέσουν οι καημένοι γέροι απ’ το καινούργιο χτύπημα!… Κι ο δικός του ο γέρος! Καρτερούσε κι αυτός τη Λευτεριά…

Ψηλά, κοντά στο τσιμεντένιο νταβάνι, είναι ο φεγγίτης. Τον κοιτάζει με παράπονο. Να μπορούσε να έφτανε ως εκεί! Θα έβλεπε τους φυλακισμένους στο προαύλιο… τις απάνω γειτονιές της Πολιτειούλας… ίσως και τα βουνά πέρα από τον κάμπο. Θα καθόταν εκεί απ’ τα χαράματα ως το σούρουπο και θ’ αγνάντευε τη ζωή. Επίτηδες έβαλαν το φεγγίτη τόσο ψηλά κι επίτηδες δεν αφήνουν στο κελί ούτε κάθισμα, ούτε κρεβάτι…

Στη φυλακή βρίσκονται πολλοί, Κομμουνιστές, Επονίτες, Ελασίτες… Κατάφεραν ν’ αγοράσουν ένα φύλακα και του έστειλαν βιβλία. Πόσο χάρηκε! Και γρήγορα απογοητεύτηκε. Δεν είχαν τίποτα απ’ το δικό του κόσμο. Τα πέταξε στην άκρη. Καλύτερα να ονειροπολεί. Αυτός, ο Παντελής ο Σαλονικιός, ύστερα από λίγες μέρες θα πάψει να πονάει, να χαίρεται, να σκέφτεται… Αντί να τυρανιέται μ’ αυτές τις σκέψεις, καλύτερα να ασχολείται, όσο μπορεί, με τον αγώνα…



Γιατί χάσαμε την Επανάσταση; Ο άνθρωπος πιστεύει πως οι αντιλήψεις του είναι σωστές. Οι αντίθετες ελέγχουν την ορθότητα… όμως εδώ, είναι μοναχός… Και τι θα προστέσουν οι δικές του γνώμες;! Κι άλλοι σύντροφοι και πολλοί απλοί άνθρωποι κι από παλιότερα ακόμα, μιλούσαν. Τώρα τα έδειξε και η ίδια η ζωή. Το κακό έγινε και δεν ξεγίνεται. Σωστά, αλλά δεν θα ήταν άσχημο, αν υπήρχε δυνατότητα, να ακουστούν και οι γνώμες εκείνων, που περιμένουν στην απομόνωση… Κατανόηση ζητάμε απ’ τις επόμενες γενιές κι όχι συγχωροχάρτι. Να μάθουν, πως πολεμήσαμε για τη λευτεριά του τόπου. Κι όχι μόνο «όσοι χόρεψαν σε μαρμαρένια αλώνια…». Όλοι μας και την ψυχή μας, και τη ζωή μας θα δίναμε, αν απ’ αυτό και μόνο θα εξαρτιόταν η ευτυχία του λαού… όμως χάσαμε τον αγώνα! Γιατί;

Όταν οι καταχτητές πάτησαν τον τόπο μας, το Κόμμα έπιασε αμέσως το χαράκωμα. Το ξεκίνημα, παληκαρίσιο, πατριωτικό, έκλεινε απ’ την αρχή τα στοιχεία της αποτυχίας. «Θάνατος στο φασισμό! Λευτεριά στο λαό!» Τι είδος λευτεριά; Σαν εκείνη την παλιά; «Όλοι στ’ άρματα!». Όλοι! Ποιοι; Θα πολεμούσαν και οι φασίστες και οι πράχτορες του ιμπεριαλισμού και οι εκμεταλευτές των εργαζομένων για τη λευτεριά του λαού; Οι ένοιες μπερδεύτηκαν. Εθνική ενότητα για μας είναι η συσπείρωση των λαϊκών δυνάμεων κάτω απ’ την καθοδήγηση της εργατικής τάξης, του ΚΚ, εθνική πολιτική –η εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.

Οι ίδιοι όροι έχουν διαφορετικό νόημα για την αστική τάξη, που θα δεχόταν ενότητα μ ό ν ο κάτω απ’ τη δική της καθοδήγηση και μ ό ν ο για τα δικά της συμφέροντα. Κοινή λευτεριά και γι’ αυτή και για τους εργαζόμενους δεν υπάρχει. Στις γραμμές του ΕΑΜ πετύχαμε την ενότητα του Έθνους. Με κόπο κι αίμα χτίχαμε το δικό μας κράτος και παραδίναμε τα κλειδιά του στην αντίδραση… Στα χρόνια της κατοχής μπήκαν στο Κόμμα εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες, μικροαστοί, διανοούμενοι με τις αντιλήψεις τους, την ψυχολογία τους… και το Κόμμα, αντί ν’ ανεβάσει το ιδεολογικό-πολιτικό επίπεδο των καινούργιων μελών, αντί να προσανατολίσει τις εαμικές μάζες προς την κοινωνική απελευθέρωση, προσαρμόστηκε στις μικροαστικές αντιλήψεις της βάσης, έχασε τον ταξικό του χαρακτήρα.

Πίσω απ’ την πολιτική της «Εθνικής Ενότητας» ξέχασε την ταξική πάλη… Πίκρα και οδύνη προκαλούν οι τρεχάλες, οι ικεσίες για ενότητα με τον ΕΔΕΣ, την ΠΑΟ, τον Παπαδόγκωνα, την κυβέρνηση του Καΐρου, ακόμα και με τα Τάγματα Ασφαλείας, δηλαδή ενότητα με τους καταχτητές, τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό και την ντόπια αντίδραση… Και η πίκρα γίνεται πιο οδυνηρή, όταν αναλογίζεται, πως η αντίδραση και μέσα κι όξω απ’ την Ελλάδα, αντιμετωπίζοντας το κίνημα ταξικά, προσπαθούσε να το συντρίψει μ’ όλα τα μέσα… Οι όρκοι πίστης στην «Εθνική Ενότητα», στην «ομαλή εξέλιξη», τα παρακάλια, οι κατάρες και τα αναθέματα για τις… παρασπονδίες της αντίδρασης, η κατά κόρο επανάληψη πως είμαστε κατά του εμφυλίου πολέμου –που στην ουσία βαστούσε απ’ την αρχή ως το τέλος της κατοχής—τα κλαψουρίσματα έδειχναν αδυναμία, σύγχυση, πανικό κι όχι… εθνική μεγαλοψυχία. Εθνική μεγαλοψυχία και παληκαριά και προσήλωση στην ομαλή εξέλιξη και νομιμοφροσύνη θα δείχναμε, αν βοηθούσαμε το λαό να πάρει την εξουσία, να απαλαγεί από κάθε ζυγό, εθνικό και κοινωνικό. Στη δική μας «ευγένεια», στο δικό μας «ανθρωπισμό» η αστική τάξη απάντησε με αφάνταστη θηριωδία…

Η Επανάστασή μας, απ’ την ίδια την ιστορική εξέλιξη, ήταν εθνικοαπελευθερωτική, αντιιμπεριαλιστική στο πρώτο στάδιο και αστικοδημοκρατική στο δεύτερο. Την έκανε η εργατιά, η αγροτιά, τα μεσαία στρώματα -ο λαός- με το ντουφέκι, με το τραγούδι, με την ψυχή τους, με το αίμα τους… Σπάνια μια επανάσταση θα πετύχει τόσο ευνοϊκές αντικειμενικές συνθήκες, όμως οι υποκειμενικές!… Το Κόμμα δεν ήταν σε θέση να κρατήσει την εξουσία, ούτε και πάλεβε για την εξουσία. Και το τραγικότερο, την εξουσία που τη δημιουργούσε αντικειμενικά ο αγώνας, την παράδωσε στον ταξικό εχθρό. Η πολιτική του ήταν δεξιο-οπορτουνιστική και η ήτα της Επανάστασης αναπόφεχτη.

Μια αχτίδα χτύπησε τον τοίχο. Ώσπου να σβήσει, θα περάσουν 12 λεφτά. Ύστερα θα τον βγάλουν να κάνει λίγες βόλτες και θα τον κλείσουν πάλι. Μια μέρα φεύγει κι έρχεται η νύχτα και θα ρθει ξανά μια άλλη μέρα. Πέρασαν δυόμιση εβδομάδες, χωρίς να του απαγγείλουν καμιά κατηγορία. Μήπως… Ζωντάνεψε κάποια ελπίδα. Έστω και στο μπουντρούμι… Μόνο στον τάφο δεν υπάρχει ζωή…

Άνοιξε η πόρτα. Ο φύλακας φοβισμένος, άφησε ένα δέμα στο τσιμέντο. «Το στέλνουν οι άλλοι», είπε κι έφυγε γρήγορα-γρήγορα. Το ξετύλιξε. Ρούχα και παπούτσια. Κοίταξε τα δικά του. Τριμένα-λερωμένα. «Σας ευχαριστώ σύντροφοι, μουρμούρισε με πίκρα, μόνο που εδώ δε μου χρειάζονται». Κι απότομα τα μάτια του γέμισαν μελαγχολία. Ζύγωσε και χτύπησε την πόρτα. Φάνηκε ο σκοπός.

-Να με πάτε στον κουρέα. Μ’ έφαγαν τα μαλιά και τα γένια.

Η επόμενη μέρα ήταν μεγαλύτερη απ’ τις άλλες. Έφεξε απ’ τις τέσερες και μισή. Σηκώθηκε μόλις ξημέρωσε. Έβγαλε τα ρούχα του, τα δίπλωσε, τα κράτησε λίγο στο χέρι, τα κοίταξε με αγάπη και τ’ απίθωσε στη γωνιά. Αποχωριζόταν ένα κομάτι της ζωής του. Τώρα και το μπουντρούμι του φαίνεται ζεστό, στοργικό, δικό του. Δε θέλει να το εγκαταλείψει. Ντύθηκε το καινούργιο κοστούμι, φόρεσε το κασκέτο λίγο στραβά, τα παπούτσια… Κατά τις 7 ήρθαν.
-Ετοιμάσου!
-Έτοιμος είμαι.
Στο γήπεδο έπαιζαν μπάλα.
-Γεια-χαρά σας Αετόπουλα! Φώναξε σε κάμποσα παιδιά, που στέκονταν στην είσοδο.
Εκείνα χαμήλωσαν τα μάτια και παρακολουθούσαν βουβά τη συνοδεία που ξεμακραίνει, πλήθος κόσμου πηγαινοέρχεται στους δρόμους, πολλοί τον γνωρίζουν. Τούτος σκύβει το κεφάλι, κείνος γυρίζει τα μάτια αλλού. Άλλοι λυπούνται τα νιάτα του κι άλλοι καμαρώνουν τη λεβεντιά του…

Απ’ τις φυλακές, όξω απ’ την πόλη, τον μετάφεραν επίτηδες ποδαρόδρομο στο δικαστήριο, που βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Στο πρόσωπο ενός ανθρώπου κακοντυμένου, τσακισμένου, κακομοίρη… θα έβλεπε ο κόσμος τον παλιό καπετάνιο, την κατάντια του κινήματος. Ο Παντελής ήταν τότε 46 χρονώ και δεν είχε ούτε μια άσπρη τρίχα στα μαλιά. Μουστάκι μαύρο-ψαλιδισμένο, μάτια μεγάλα-γελούμενα, πρόσωπο στρογγυλό χωρίς ρυτίδες, κοστούμι σιδερωμένο, γραββάτα κόκκινη-καλοδεμένη, παπούτσια λουστρισμένα… Ντυμένος σα να πήγαινε σε πανηγύρι. Μα κείνο που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, ήταν η επιβλητικότητα, η περηφάνια που είχε το βλέμα του, το περπάτημά του.

Ο Στατεράς, στρατοδίκης τώρα, στο διάλειμα του έστειλε ένα σημειωματάκι. «Κάνε μια αποκήρυξη, του έγραφε, έστω και τυπική και μόνο του καινούργιου αντάρτικου, να έχω ένα στοιχείο και θα προσπαθήσω να σου γλυτώσω το κεφάλι». Ο Παντελής το διάβασε, το έχωσε στην τσέπη και σηκώθηκε.

Ο πρόεδρος κατάλαβε, γιατί γέμισε η αίθουσα και δεν τον άφηνε να απολογηθεί. Πάσχιζε να τον περιορίσει σε στερεότυπες απαντήσεις κι ο Σαλονικιός, μέσα από διακοπές και τσακωμούς, προσπαθούσε να πει ό,τι νόμιζε πιο απαραίτητο.

-Είμαι περήφανος για το Κόμμα μου. Στο Έπος της Εθνικής Αντίστασης θα βρεις τους αγώνες του, τις θυσίες του, τα ιδανικά του… Όπως πάντοτε, έτσι και στα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς. Μόνο αυτό βρέθηκε δίπλα στο λαό και, μπαίνοντας μπροστά, έδειξε στο Έθνος το δρόμο της σωτηρίας, της τιμής… Όταν η χιτλερική μπότα σουλατσάριζε προκλητικά στις αχτές της Μάγχης και πάγωνε τις καρδιές των Εγγλέζων, σύσωμος ο λαός μας σήκωνε περήφανα το ανάστημά του ενάντια στο φασισμό… κι όταν κερδίσαμε τη λευτεριά μας με χίλιες-δυο θυσίες, ήρθαν οι «σύμαχοί» μας -οι Εγγλέζοι- και μαζί με τους δικούς μας -λιποτάχτες και συνεργάτες των καταχτητών- μας την πήραν…

Το φταίξιμο είναι δικό μας. Ξεχάσαμε την ακατάλυτη αλήθεια: Ο λύκος δεν παίζει με τ’ αρνί. Ανοίξαμε την πόρτα και, μόλις μπήκε στο μαντρί… Από αγάπη στο λαό, φοβηθήκαμε μη χυθεί λίγο αίμα παραπάνω και θα χρειαστούν καινούργιοι αγώνες, καινούργιες θυσίες, καινούργιο αίμα… Νίκησε η αντίδραση, όμως είναι αδύνατο να γονατίσει ένα λαό, που χάρηκε έστω και για λίγο τη λευτεριά, που ένιωσε τη δύναμή του και κατάλαβε τι είναι ικανός να κάνει…
-Σταμάτα! Αυτό είναι προπαγάνδα κι όχι απολογία, τον έκοψε ο πρόεδρος και, γυρίζοντας στους άλλους ρώτησε:
-Καμιά απορία;
-Για το καινούργιο αντάρτικο τι γνώμη έχεις; Ρώτησε ο Στατεράς.
-Υπογράψαμε το Λίβανο, την Καζέρτα, τη Βάρκιζα, για ν’ αποφύγουμε τον εμφύλιο πόλεμο. Κανένας τίμιος δεν μπορεί να χαρακτηρίσει τις προθέσεις μας για αντεθνικές, αντιλαϊκές. Ήταν μόνο αφελείς-αφελέστατες. Τι ακολούθησε; Πόσες γυναίκες κουρέψατε, βασανίσατε, βιάσατε. Πόσους αγωνιστές δολοφονήσατε! Γέμισαν ξανά οι φυλακές και τα ξερονήσια. Σήμερα δεν μπορείτε να υποτάξετε το λαό με τα παλιά πολιτικά μέσα. Γι’ αυτό το λόγο σπρώξατε συνειδητά, προμελετημένα, το κίνημα στην ένοπλη αναμέτρηση. Αν εμείς μπορούσαμε να αποφύγουμε τη σύγκρουση, θα το κρίνει το κόμμα μου κι όχι εγώ στο Στρατοδικείο…

Για να μη δημιουργηθεί καμιά παρανόηση σχετικά με τη στάση του Στατερά, πρέπει να αναφερθεί πως η απόφαση με δική του επιμονή, πάρθηκε ομόφωνη.

Στο γλυκοχάραμα βγήκε η συνοδεία απ’ την πόλη. Πήρε το φιδωτό-ανηφορικό δρομάκι κι έφτασε στο υψωματάκι της Αγίας Τριάδας.
-Η τελευταία σου θέληση; Ρώτησε τυπικά ο επικεφαλής του αποσπάσματος.
-Να τραγουδήσω.
Ο κάμπος χάνεται μες την τωρινή καταχνιά. Στην ανατολή προβαίνει ο ήλιος. Η Πυραμίδα βάφτηκε κιόλας τριανταφυλιά. Μια καινούργια μέρα αρχίζει. Η ζωή με τις χαρές και τις λύπες της, τους καημούς και τα πάθη της, με τις αρετές και τις κακίες της, τραβάει το δρόμο της…

Ο Παντελής έριξε μια ματιά ολόγυρα, ανάσανε βαθιά το πρωινό αγέρι, που κατέβαινε απ’ τις βουνοκορφές, αποχαιρέτησε με μια κίνηση τον τόπο και δεν πρόλαβε να τραγουδήσει παρά μόνο μια στροφή:
«Ψηλά απ’ της Ρωσίας τα χιόνια
θα φυσήξει πάλι ο βοριάς…».

Οι αλήτες μπήκαν στο σπίτι του Σαλονικιού κι όσα δεν μπορούσαν να τα σηκώσουν, τα έκαναν γιαλιά-καρφιά. Κατούρησαν, αποπάτησαν, λέρωσαν τις σκάλες, τα μάρμαρα, τους τοίχους… Δυο βδομάδες αργότερα οι αρχές εγκατέστησαν στο μέγαρο ένα εγγλέζικο τμήμα και περιόρισαν το γέρο σ’ ένα δωμάτιο του ισογείου. Εκεί ζούσε κρεβατωμένος, με την ενίσχυση της Αλληλεγγύης. Κείνο το απόγιομα ένιωθε δυνατούς πόνους στα κόκαλα κι ένα βάρος στην καρδιά. Για να ξεγελάσει τον εαυτό του, παρακάλεσε τη γυναίκα της υπηρεσίας να του φέρει ένα ζεστό. Μπήκε ο ταχυδρόμος και του πέταξε στο κρεβάτι μια εφημερίδα. Στην τρίτη σελίδα ήταν υπογραμμισμένη με κόκινο μολύβι η εκτέλεση. Όταν γύρισε η γυναίκα, στο αχαμνό μάγουλο του γερο-Σαλονικιού δεν είχε στεγνώσει ακόμα το τελευταίο δάκρυ…

–Ήταν ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κώστα Μπόση «Ο Θωμάς ο Καρατζάς» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978), που μπορείτε να δείτε στο διαδίκτυο, πατώντας εδώ.

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Πριν 76 Xρόνια:-ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΞΕΝΟΥΣ & ΤΟΥΣ ΝΤΟΠΙΟΥΣ ΑΙΜΑΤΟΡΟΥΦΗΧΤΑΔΕΣ:

,,Ο λαός που τσακίζεται από την υπέρτερη βία για μια στιγμή, δεν είναι ακόμα σκλάβος. Σκλάβος γίνεται από τη στιγμή που ψυχικά δέχεται τη σκλαβιά. Κι’ αυτό κοιτάζουνε να πετύχουν οι εχθροί μας με τη φωνή των προδοτών. Και η άλλη μορφή της μοιρολατρείας είναι το ίδιο ολέθρια όταν λέει: «Ας σταυρώσουμε τα χέρια κι’ ας περιμένουμε να μας ελευθερώσουν άλλοι!» Γιατί και τούτη η μορφή της μοιρολατρείας είναι αποδοχή της σκλαβιάς. Όποιος δέχεται να του χαρίσουν άλλοι τη λευτεριά του, αυτός ομολογεί κιόλας πως είναι σκλάβος και το πολύ - πολύ πρόκειται ν’ αλλάξει αφέντη. Όχι! κανένα είδος συμβιβασμό, κανένα είδος μοιρολατρεία δεν αποδέχεται ο λαός ο ελληνικός. [...],,

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΛΗΝΟΣ: «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», 1942
« Όταν η Γερμανία ύστερα από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο καταδικάστηκε να πληρώνει 2 δισεκατομμύρια μάρκα το χρόνο συνολική αποζημίωση για όλες τις τεράστιες ζημιές που είχε προξενήσει σ’ όλο τον κόσμο, έβγαλε φοβερές φωνές για την τρομερή αδικία της «ληστρικής» συνθήκης των Βερσαλλιών, και δικαιολογεί και το σημερινό ακόμη πόλεμο επειδή τότες εζήτησαν να την πνίξουν. Μα τί να πει λοιπόν η μικρή, φτωχή κι’ ερημωμένη Ελλάδα, που δεν έβλαψε κανένα, που κανενός τη χώρα δεν πήγε να καταπατήσει, ούτε κανενός να πάρει τα αγαθά, όταν οι καταχτητές της τής ερούφηξαν κι’ όλας σ’ ένα χρόνο μέσα δυόμιση δισεκατομμύρια μάρκα.
[...]
Και τώρα, πάνε δεκαοχτώ μήνες που εβάλθηκαν όλοι τούτοι οι «αρχοντολαοί» να δημιουργήσουνε τη «νέα τάξη πραγμάτων» και στην Ελλάδα. Και ο Ελληνικός λαός τη γνώρισε, ή καλλίτερα, την ξαναγνώρισε τη νέα τάξη των πραγμάτων, που είναι τόσο παλιά όσο και ο κόσμος, και λέγεται με την αληθινή της λέξη «σκλαβιά». Μαύρη σκλαβιά και αρπαγή και βαρβαρότητα, και μπασιμπουζουκισμός και λεηλασία και ερήμωση της χώρας. Είναι η τάξη που ήθελαν να φέρουνε σε τούτη τη χώρα οι βάρβαροι της Ασίας, οι Πέρσες, οι Ούννοι, οι Μογγόλοι του Ταμερλάνου και του Τσιγγισχάν, οι Τούρκοι του Μουχαμέτη, με μόνη τη διαφορά, πως ετούτη τη φορά συνδέεται η τάξη αύτη και με την επιστημονικά ωργανωμένη ληστεία. Ό,τι είχε δημιουργήσει η εργασία του Ελληνικού λαού στα εκατό χρόνια της ελεύτερης ζωής του, όλα τα υλικά μας αγαθά εξαφανίστηκαν.
[...]
Και αφού μας αφαιρέσανε όλα τα μέσα της δουλειάς και μας λιμοχτονούνε, μας κατηγοράνε γιατί είμαστε, λέει, τεμπέληδες, καφενόβιοι κι αεριτζήδες και θα μας βάλουνε, λέει, αυτοί να δουλεύουμε όπως ξέρουν αυτοί να βάζουνε τους σκλάβους να δουλεύουνε.
Και δίπλα σ’ αυτή την άμεση καταλήστεψη βαδίζει από κοντά η επιστημονικά ωργανωμένη ληστεία. Σ’ όλες τις ελληνικές εμπορικές, βιομηχανικές και τραπεζιτικές επιχειρήσεις μπαίνουνε με το «έτσι θέλω», και αρπάζουν το 51% από τις μετοχές, υποδουλώνοντας έτσι με μιας για αιώνα τον άπαντα - όπως νομίζουν - την εργασία του Ελληνικού λαού. Στην αρχή θέλανε να μας ξεγελάσουνε με τα τυπωμένα χαρτιά τους τα μάρκα και τις λιρέττες της κατοχής, πως τάχα μας πλερώνουνε ό,τι αγοράζουνε. Ενώ απλούστατα το κλέβανε: Γιατί το χαρτί αυτό δεν είχε καμμιάν αξία ανταλλαχτική μέσα στη Γερμανία και την Ιταλία, δηλαδή μας έπαιρναν τα δικά μας πράματα χωρίς να υποχρεώνονται να μας δώσουνε τίποτα δικό τους, μας επλήρωναν με φρέσκο αέρα.
[...]
Η πιο άναντρη, η πιο συχαμερή τυραννία που παρουσιάστηκε ποτές απάνω στη γη. Αληθινά «νέα τάξη» στον κόσμο. Ξαναγύρισμα στην πρωτόγονη βαρβαρότητα, κατάργηση κάθε νόμου, κάθε ηθικής, κάθε δίκιου. Ο νόμος της Ζούγκλας απάνω στην Ευρώπη! Αυτή είναι η νέα Ευρωπαϊκή τάξη.
[...]
Όταν ο Χίτλερ επροετοίμαζε στα κρυφά τα εγκληματικά του σχέδια για την υποδούλωση των Ευρωπαϊκών λαών, συζητώντας κάποιαν ημέρα μ’ ένα φίλο του που τον ερωτούσε με ποιον τρόπο θα νικήσει την εσωτερική αντίσταση των λαών και θα την παραλύσει, είπε με τη συνειθισμένη του ξετσιπωσιά: «Σε κάθε τόπο θα βρεθούνε κάμποσα φιλόδοξα και ιδιοτελή καθάρματα, που θα εξυπηρετήσουν πρόθυμα τους σκοπούς μου, γιατί αυτό θα είναι ο μόνος τρόπος για να αναδειχτούν και να πλουτίσουνε στη χώρα τους». Και η πρόβλεψή του αυτή επραγματοποιήθηκε δυστυχώς. Γιατί σ’ όλες τις χώρες βρέθηκαν οι διάφοροι Λαβάλ και Κουίσλιγκ για να προδώσουνε τον τόπο τους. Έτσι και στη δική μας χώρα από την πρώτη στιγμή έτρεξαν κοντά στους καταχτητές τα φιλόδοξα και ιδιοτελή καθάρματα.
Έτρεξαν πρώτα - πρώτα οι Τσολάκογλοι, οι Μπάκοι, οι Γκοτζαμάνηδες, οι Καραμάνοι, στρατηγοί απάτριδες, πολιτικάντηδες, τυχοδιώχτες. Με την πρόφαση να περισώσουνε τάχα κάτι από την καταστροφή, μα στην πραγματικότητα για να εξασφαλίσουν αξιώματα, πρωτοκαθεδρίες, φαγοπότια, ρεμούλες για τον εαυτό τους, τους συγγενείς τους και τους φίλους τους, εδέχθηκαν να κυλιούνται καθημερινά στη λάσπη της προδοσίας, να κοψομεσιάζονται, να υποβοηθούνε τη λεηλασία και την ερήμωση της χώρας τους και να δίνουνε πρόσχημα νομιμότητας σ’ όλα τα άτιμα κακουργήματα των καταχτητών, να τα κρύβουν από το λαό και να παρουσιάζουν και τον ίδιο το λαό πως αποδέχεται, πως εγκρίνει, πως είναι τάχα ενθουσιασμένος από την εκμηδένισή του και από τη σκλαβιά του. Ένας υπουργός είχε κάποτε την αναισχυντία να πει σε φίλους του που τον ρωτήσανε πως μένει στην κυβέρνηση αφού ο λαός πεθαίνει στους δρόμους από την πείνα: «Εγώ έχω το αυτοκίνητό μου. Καλά τρώγω και πίνω. Ο λαός, που ήθελε πόλεμο, ας βγάλει τώρα μάτια του».
.
Αυτά λοιπόν τα φιλόδοξα και ιδιοτελή καθάρματα κρύβουν από το λαό όλα τα εγκλήματα των καταχτητών, τους παρουσιάζουν για ευεργέτες του λαού, τους καίνε λιβανωτό, γιατί τάχα μας έστειλαν δέκα κουτιά γάλα, τη στιγμή που μας απογυμνώνουν από όλα μας τα αγαθά. Αυτοί κρύβουν από το λαό πως η Μακεδονία και η Θράκη κατακυρώθηκαν στους Βουλγάρους φασίστες και ρημάζεται απ’ αυτούς, πως την Ήπειρο την προορίζουν για την Ιταλική Αλβανία, [...]
[...]Ό,τι πουλάει ο καθένας από μας για να φτωχοζήσει, το ρολόϊ του, το χαλί του, τη βέρα του, το κόσμημα της γυναίκας του, την εικόνα, όλα πέρασαν στα χέρια των τσακαλιών. Αυτοί κάνουν όλες τις μεγάλες βρώμικες επιχειρήσεις σε συνεργασία με υπουργούς και με ξένους. Αυτοί είναι οι πραγματικοί δημιουργοί της μαύρης αγοράς και όχι ο φτωχός μεταπωλητής, που προσπαθεί να ζήσει την οικογένειά του πουλώντας πέντε οκάδες τομάτες ή τρεις οκάδες μαρίδα. Και όμως, η κυβέρνηση κυνηγάει ετούτους εδώ τους φτωχούς βιοπαλαιστές, και κανένα, μα κανένα «τσακάλι» δεν ετόλμησε να θίξει. Μα πώς να το θίξει; Είναι κοινοί συμμορίτες μαζί τους και τρώνε κάθε μέρα στα πλούσια τραπέζια τους. Οι προδότες και τα τσακάλια άνοιξαν το δρόμο στην ηθική εξαχρείωση.
[...]
Από τη μια στιγμή στην άλλη, όλα τα στρώματα του λαού μας είδανε να αναποδογυρίζεται και να γκρεμίζεται γύρω τους το οικοδόμημα της ζωής τους. Ο εργάτης έχασε τη δουλειά του, βρέθηκε στο δρόμο απένταρος. Μα και όποιος είχε δουλειά, το μεροκάματο του έγινε με μιας μηδενικό των μηδενικών. Ό,τι κέρδιζε όλο το μήνα δεν του έφτανε πια για να ζήσει ούτε μιαν ημέρα. [...] Στην ίδια θέση βρέθηκαν όλοι οι μισθωτοί. Ο ιδιωτικός και δημόσιος υπάλληλος, ο τραγικός αυτός αιώνιος ακροβάτης ανάμεσα στην πείνα και στην κοινωνική αξιοπρέπεια, έχασε κάθε ισορροπία. Το κρυφό μαρτύριό του έγινε τώρα πια φανερό. Σιγά - σιγά αποσκελετώθηκε αυτός και η φαμελιά του. Τα ρούχα του κυλάν από πάνω του, το πρόσωπό του εσούρωσε. Όλοι γέρασαν με μιας και στα μάτια τους ζωγραφίστηκε η μαύρη έγνοια και η αγωνία η θανάσιμη. Η διάσταση ανάμεσα στο εισόδημα και στα πιο απαραίτητα έξοδα της ζωής έγινε τρομαχτική. Όλος ο μισθός δε φτάνει για να αγοράσει τα τρόφιμα δέκα ημερών, πέντε ημερών, τριών ημερών, μιας ημέρας. Όλος ο μισθός ενός μηνός δε φτάνει για να περάσει ένα ζευγάρι σόλες στα τρύπια παπούτσια του!
.
Και όλοι αυτοί, εργάτες, υπάλληλοι, επαγγελματίες, βιοτέχνες, εισοδηματίες, που άνοιξε με μιας βαθύς ο λάκκος μπροστά τους, άρχισαν να ξεπουλάνε ό,τι βρισκότανε σπίτι τους. Δαχτυλίδια, βέρες, ρολόγια, έπιπλα, χαλιά, τεντζερέδια, πιατικά, παπλώματα, κουβέρτες, ρουχισμός, πήρανε το δρόμο της αγοράς. Κάθε μικροοικονομία εξανεμίστηκε. Ό,τι κρυβότανε για στήριγμα των γηρατειών, η προίκα των κοριτσιών, το κεντητό προσκέφαλο, τα νυφικά σεντόνια, όλα πήρανε το δρόμο της αγοράς. Τα καταπίνει κάθε μέρα ο σκοτεινός λάκκος και όμως το τρομαχτικό φάσμα της πείνας είναι εκεί μπροστά τους. Ε! η ζωή είναι αβάσταχτη. Η σκλαβιά έγινε αβάσταχτη. Ο θάνατος είναι μπροστά μας. Λοιπόν τί περιμένουμε;
[...]
Οι ξένοι καταχτητές και οι ντόπιοι αιματορουφηχτάδες ένα σκοπό έχουνε: Να μας λυγίσουνε τις ψυχές κάτω από τα χτυπήματα της συμφοράς, να σπάσουνε τα ζωτικά νεύρα της ζωής μας, να τσακίσουνε την ψυχική μας αντίσταση, να μας κάνουνε να δεχτούμε τη μαύρη μοίρα που μας ετοιμάζουνε, να μας ρίξουνε στην απελπισία και στη μοιρολατρεία.
Μα ο λαός αυτός με την τρισχιλιόχρονη ιστορία, που πέρασε μέσα σε τόσες συμφορές χωρίς να χάσει ποτέ την ελπίδα και τη δύναμη της άρνησης απέναντι σε κάθε καταχτητή, δε θα λυγίσει και τώρα και δε θα απελπιστεί. Και τώρα ολόψυχα ενωμένος θα ριζώσει στο χώμα το ελληνικό και στην ιστορία την ελληνική, και με ατσαλωμένη την ψυχή θα αντιτάξει στους τυράννους το «όχι», το «όχι» το οριστικό και αμετάκλητο. Και αυτό πραγματικά κάνει.
Δεν τον ελύγισεν η συμφορά και η παραζάλη, και τώρα συγκεντρώνει τις δυνάμεις του για να το πει το «όχι» αυτό το μεγαλόφωνο και να το στηρίξει με όλα τα κορμιά και όλες τις αδάμαστες ψυχές. Αληθινά ο φριχτότερος εχθρός μας τούτη τη στιγμή θα ήταν η παθητική αποδοχή της μοίρας μας, θα ήταν η αποκαρδίωση, η απελπισία και η μοιρολατρεία.
[...]
Ο λαός που τσακίζεται από την υπέρτερη βία για μια στιγμή, δεν είναι ακόμα σκλάβος. Σκλάβος γίνεται από τη στιγμή που ψυχικά δέχεται τη σκλαβιά. Κι’ αυτό κοιτάζουνε να πετύχουν οι εχθροί μας με τη φωνή των προδοτών. Και η άλλη μορφή της μοιρολατρείας είναι το ίδιο ολέθρια όταν λέει: «Ας σταυρώσουμε τα χέρια κι’ ας περιμένουμε να μας ελευθερώσουν άλλοι!» Γιατί και τούτη η μορφή της μοιρολατρείας είναι αποδοχή της σκλαβιάς. Όποιος δέχεται να του χαρίσουν άλλοι τη λευτεριά του, αυτός ομολογεί κιόλας πως είναι σκλάβος και το πολύ - πολύ πρόκειται ν’ αλλάξει αφέντη. Όχι! κανένα είδος συμβιβασμό, κανένα είδος μοιρολατρεία δεν αποδέχεται ο λαός ο ελληνικός. [...]
Όχι! Δεν υπάρχει συμβιβασμός και μοιρολατρική αποδοχή της σκλαβιάς. Ένας και μόνος δρόμος ανοίγεται μπροστά μας. Ο δρόμος της ενεργητικής αντίστασης, ο δρόμος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Αντίσταση ενεργητική. Παλλαϊκός αγώνας για την κατάχτηση την οριστική και την κατοχύρωση την οριστική της λευτεριάς. Αυτή είναι η ηρωϊκή διάθεση του ελληνικού λαού μέσα στην αγωνία του. Η αγωνία του ελληνικού λαού, είναι η αγωνία λαού που θέλει να ζήσει και θα ζήσει. Που θα παλαίψει όλος μαζί ενωμένος, που θα παλαίψει και θα νικήσει.[...]


Aπό Dionisis Vitsos
Χθες στις 10:09 π.μ.

Κυριακή 20 Μαΐου 2018

Οι «Άτακτοι» Κρήτες !!


Σαν σήμερα, 20 Μαίου του 1941, βρακοφόροι Κρητικοί επιτίθενται αναίτια σε Γερμανούς αλεξιπτωτιστές...😵

...Θυμάστε αυτή την ιστορία με τον Γερμανό καθηγητή Χάινς Ρίχτερ, το φρικτό αυτό φιλοναζί παραχαράχτη της ιστορίας, που στο βιβλίο του για τη Μάχη της Κρήτης λέει ότι για όλα αυτά που έκαναν οι Ναζί στην Κρήτη φταίει ο λαός που αντιστάθηκε...

...Και την ανακύρηξή του από το Πανεπιστήμιο Κρήτης, το 2014, ως επίτιμο διδάκτορα...
...Και που κατόπιν, εξ' αιτίας της κατακραυγής και της θύελλας διαμαρτυριών, τόσο από κοινωνικούς, επιστημονικούς και πολιτικούς φορείς του νησιού όσο και από συγγενείς των θυμάτων, το Πανεπιστήμιο ακύρωσε μεν τον τίτλο το 2017, αλλά δηλώσε αδυναμία της ανάκλησής του τίτλου...
...Και ο οποίος τίτλος ανακλήθηκε οριστικά μόλις στις 29/3/2018 (ούτε τρεις μήνες πριν!!!😱) μετά από πολύωρη συνεδρίαση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Το σκεπτικό της ανάκλησης βασίστηκε όχι στην παραδοχή από πλευράς Πανεπιστημίου της φιλοναζιστικής παραχάραξης της Ιστορίας απο μεριάς Ρίχτερ, αλλά στο γεγονός ότι ο καθηγητής Ρίχτερ έκανε δημοσίως απαξιωτικές δηλώσεις για το ελληνικό πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο Κρήτης ειδικότερα, πράξη που θεωρείται ότι προσβάλλει το ίδρυμα και το διεθνές κύρος του. (!!!) 😨😵

http://agonaskritis.gr/%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CE%AC%CE%…/***


Ελενη Μαρκακη


***

“Και πάλι (δυστυχώς) για τον κο Ρίχτερ”: Απάντηση καθηγητή Γιώργου Μαργαρίτη στη συνέντευξη στήριξης του στην Καθημερινή

Με αφορμή συνέντευξη που παραχώρησε ο Γερμανός καθηγητής Χάινς Ρίχτερ στην “Καθημερινή”, ο καθηγητής Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής σύγχρονης και πολιτικής ιστορίας στο ΑΠΘ, απαντά στον Γερμανό συνάδελφό του για τις θηριωδίες των γερμανών στην Κρήτη:
Στην εφημερίδα Καθημερινή, στις 5 Δεκεμβρίου 2015 (ημερομηνία ηλεκτρονικής έκδοσης) φιλοξενήθηκε συνέντευση του Γερμανού «ιστορικού» Χάϊνς Ρίχτερ στην δημοσιογράφο Λίνα Γιάνναρη. Η συνέντευξη έφερε τον τίτλο «Η ιστορική επιστήμη στο εδώλιο», και με τον τρόπο που παρουσιάστηκε προφανώς στιγμάτιζε την δικαστική διώξη εναντίον του «ιστορικού». Μέσα από τον τίτλο και τα συμφραζόμενα η δημοσιογράφος και η εφημερίδα θεώρησαν ότι διώκεται και δικάζεται η ιστορική έρευνα και όχι η ανοικτή προάσπιση ναζιστικών πρακτικών και νεο-ναζιστικών «ιστορικών θέσεων».
Η ίδια η τεχνική της συνέντευξης στήριξης στον αναξιοπαθούντα «ιστορικό» δημιουργεί ερωτηματικά. Πραγματικά γίνεται αναφορά στο αδύναμο σημείο του κατηγορητηρίου, δηλαδή στον ισχυρισμό του Ρίχτερ ότι η «επιχείρηση Μαρίτα», όπως και η αντίστοιχη με το κωδικό όνομα «Ερμής» (εισβολή στα Βαλκάνια και στην Κρήτη αντίστοιχα) δεν επηρέασε την γενικώτερη πορεία του πολέμου, δηλαδή το ημερολόγιο της ήδη προγραμματισμένης εισβολής των ναζί στην Σοβιετική Ένωση. Αυτό το σημείο υπήρξε πραγματικά αντικείμενο επιστημονικής συζήτησης η οποία και έχει καταλήξει σε συμπεράσματα τα οποία θεμελιώνονται σε σημαντική βιβλιογραφία.
Πίσω όμως από ετούτο το ζήτημα υποκρύπτεται η ανοικτή αναθεώρηση της ιστορίας στην κατεύθυνση της αποκατάστασης του ναζισμού και των στρατιωτικών πρακτικών του. Μεταφέρω κατά λέξη από το άρθρο της Καθημερινής τα λόγια του Ρίχτερ (αυτολεξεί καθότι σε εισαγωγικά).
«Δεν είναι μόνο η αρχαία Ελλάδα που έχει τους μύθους της, τους έχει και η σύγχρονη» (…) «Είναι αλήθεια ότι οι άτακτοι Κρήτες σκότωναν αρχικά μόνο τους τραυματισμένους αλεξιπτωτιστές, επειδή δεν είχαν όπλα, αλλ΄στην αρχή δεν υπήρχε οργανωμένη αντίσταση ούτως ή άλλως. Οι Γερμανοί όμως αντέδρασαν με αντίποινα. Αυτό που έγραψα είναι ότι μέχρι την Επιχείρηση Ερμής (σ.σ. εναντίον της Κρήτης), ο Β’ Π.Π. υπήρξε σχετικά «καθαρός» πόλεμος, στον οποίο όλες οι πλευρές σέβονταν το διεθνές δίκαιο του πολέμου (σ.σ. Συμβάσεις της Χάγης). Ήταν όταν ξεκίνησαν αυτές οι επιθέσεις και τα αντίποινα που ο πόλεμος έγινε «βρώμικος». Αυτή είναι η άποψη της διεθνούς ιστοριογραφίας».
Η διεθνής ιστοριογραφία, την οποία επικαλείται λέει πολλά για τον ναζισμό τα οποία ο κος Ρίχτερ είτε δεν γνωρίζει είτε –το χειρότερο- κάνει πως δεν τα γνωρίζει. Υποψιαζόμαστε αρχικά ότι δεν γνωρίζει την λέξη, την έννοια και την ιστορική παρουσία του ναζισμού καθότι σε όλη του τη συνέντευξη η λέξη απουσιάζει. Καθώς δεν γνωρίζει τον ναζισμό εξυπακούεται ότι δεν γνωρίζει τίποτε περί των ρατσιστικών νόμων της Νυρεμβέργης που εκπορεύονται από την προγραμματική (από το 1919) στο ναζιστικό κόμμα απόρριψη του ρωμαϊκού δικαίου και αντικατάστασή του από το «φυλετικό-παραδοσιακό». Στο τελευταίο οι όποιοι «υπάνθρωποι» βρίσκονταν αυτόματα εκτός δικαίου και άρα μπορεί να τους σκοτώσει κανείς με την ίδια «νομική» διαδικασία με την οποία θανατώνουμε τα ζώα. Συνακόλουθα δεν φαίνεται να γνωρίζει όρους όπως «Volksturmskampf “ (φυλετικός πόλεμος), “Flurbereiningung” (μεθοδική –φυλετική- εκκαθάριση) ή «Endlosung” (τελική λύση), όλες δηλαδή τις «αξίες» που συνόδεψαν τον ναζιστικό πόλεμο από τις πρώτες κιόλας ώρες της εισβολής στην Πολωνία.
Δεν φαίνεται επίσης να γνωρίζει τα “Einsatzgruppen” (εκκαθαριστικά αποσπάσματα της Ειδικής Ασφάλειας) επιφορτισμένα από τον Σεπτέμβριο κιόλας του 1939 με την εφαρμογή της «δημογραφικής μηχανικής», την -με φυλετικά κριτήρια- αναδιαμόρφωση των κατακτημένων εδαφών. Δεν φαίνεται να γνωρίζει την παρέμβαση του αρχηγού του γερμανικού Γενικού Επιτελείου, στρατηγού Χάλντερ, στις 9 Σεπτεμβρίου 1939, που εξηγούσε στους υφιστάμενους ότι «είναι μέσα στις προθέσεις του Χίτλερ και του Γκαίρινγκ η καταστροφή και η εξόντωση του πολωνικού λαού» έτσι ώστε οι στρατιωτικοί να μην διστάζουν στην μαζική εξόντωση αμάχων (Browning, 17). Δεν φαίνεται να γνωρίζει την απογοήτευση που επικράτησε στις τάξεις της γερμανικής στρατιωτικής και ναζιστικής ηγεσίας όταν στα τέλη του 1939, στον απολογισμό της επιχείρησης για εκκαθάριση της πολωνικής “ιντελλιγκέντσιας” διαπιστώθηκε ότι μόνο (!) 50.000 Πολωνοί έγινε δυνατό να εξοντωθούν. Ο αριθμός κρίθηκε απαράδεκτος καθώς με τέτοιους ρυθμούς η επιχείρηση δεν θα τελείωνε ποτέ… (Browning, 35).
Αναφερθήκαμε στην Πολωνία του 1939 καθότι ο κος Ρίχτερ υποστηρίζει ότι ο πόλεμος που εξαπέλυσαν οι ναζί ήταν εξαιρετικά «καθαρός» μέχρι που οι «άτακτοι» της Κρήτης άρχισαν να σκοτώνουν τραυματίες προκαλώντας με τον τρόπο αυτό τα γερμανικά αντίποινα! Καθώς ο κος Ρίχτερ φαίνεται πως έχει ελάχιστη σχέση με την ιστορία προφανώς αγνοεί ότι τον Μάϊο του 1941, τον καιρό της μάχης της Κρήτης, ο ναζιστικός τρόπος πολέμου είχε ήδη προγραμματιστεί για την απόλυτη αγριότητα. Τα σχέδια εισβολής στην Σοβιετική Ένωση εμπεριείχαν την προγραμματισμένη εξόντωση είκοσι ως τριάντα εκατομμυρίων ανθρώπων με τις «εκκαθαρίσεις» και με την πείνα που θα δημιουργούσε η με βάση τα σχέδια καταλήστευση όλων των πόρων ζωής στα κατακτημένα εδάφη. Για να το περιγράψω με τα λόγια του ίδιου του Χίμμλερ, «(ο πόλεμος) είναι ζήτημα ύπαρξης, πρόκειται για μια φυλετική σύγκρουση ανελέητη, στην οποία θα εξοντωθούν 20 με 30 εκατομμύρια Σλαύοι και Εβραίοι, είτε με τη στρατιωτική δράση, είτε με την πρόκληση επισιτιστικής κρίσης» (ομιλία σε σύσκεψη των ανώτατων διοικητών των Ες Ες στις 12-13 Ιουνίου 1941) (Browning, 240). Κατά τα άλλα, κατά τον κο Ρίχτερ, ο πόλεμος έπαψε να είναι καθαρός επειδή οι αγρότες της Κρήτης –υπερασπιζόμενοι τον τόπο τους από το επερχόμενο θηρίο- “σκότωναν τραυματίες….” !
Αν και ορίζεται ως ιστορικός ο κος Ρίχτερ δεν έχει αντιληφθεί τίποτε από τα παραπάνω αν και όλα τα παραπάνω –και πολύ περισσότερα– είναι πολύ γνωστά στην ιστοριογραφία που επικαλείται. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε παράξενη την τόση άγνοια ενός ιστορικού. Στην πραγματικότητα κάτι άλλο συμβαίνει. Ο κος Ρίχτερ αδιαφορεί για την ιστορία και περιφρονεί τα ιστορικά έργα. Χρησιμοποιεί την ακαδημαϊκή ιδιότητά του απλά και μόνο για να κάνει νεο-ναζιστική προπαγάνδα.
Το τι ακριβώς θέλει να πετύχει φαίνεται σε ένα άλλο απόσπασμα (και αυτό κατά λέξη) της ίδια συνέντευξης. «Είδα (περπατώντας από την Έδεσσα στα Γιάννενα) ερείπια χωριών που είχαν καταστραφεί από τους Ιταλούς, τους Γερμανούς, τους εθνικιστές και τους κομμουνιστές». Ναζισμός, ποιος ναζισμός; Ο Ρίχτερ θεωρεί ότι οι ναζί, οι Γερμανοί, δεν έκαναν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγώτερο από αυτό που και οι κομμουνιστές έκαναν! Δεν τα λέει τυχαία όλα αυτά. Για επιχείρηση αποκατάστασης του ναζισμού πρόκειται. Μια επιχείρηση όπου περισσεύει το θράσος. Νεο-ναζισμός λέγεται το φαινόμενο και δεν έχει καμία σχέση με την ιστορία.
Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι όλα αυτά τα προφανή αποσιωπούνται από τους εγχώριους υπερασπιστές του κου Ρίχτερ. Θα μπορούσε κανείς να κατανοήσει τη σκοπιμότητα της εφημερίδας Καθημερινή και του δημοσιογραφικού συγκροτήματος στο οποίο ανήκει. Ο χώρος αυτός έχει καταστεί το επίσημο βήμα έκφρασης των διαφόρων κινήσεων «φίλων του δωσιλογισμού» και σπεύδει με ενθουσιασμό να προβάλει τα εφευρήματά τους. Έχει λοιπόν κάθε λόγο να θεωρεί ότι ο «διωγμός» κατά του κου Ρίχτερ οδηγεί την «ιστορική επιστήμη στο εδώλιο».
Αντίθετα προκαλεί θλίψη η στάση πανεπιστημιακών τμημάτων που αδυνατούν να ξεχωρίσουν την διαφορά ανάμεσα στην επιστήμη της ιστορίας και της νεο-ναζιστικής προπαγάνδας. Ιδιαίτερα θλιβερή είναι η στάση του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης στο οποίο ο γράφων υπηρέτησε για είκοσι περίπου χρόνια. Αυτό θα όφειλε να ξέρει και να καταλαβαίνει. Το Τμήμα αυτό δεν βρήκε τίποτα να πει όταν ο κος Ρίχτερ θεώρησε τους ηρωϊκούς αγωνιστές της μάχης της Κρήτης υπαίτιους για τον εκβαρβαρισμό του πολέμου…. Αντίθετα σήμερα σπεύδει να διαμαρτυρηθεί διότι διώκεται «ενας ιστορικός», καθώς και η «ελευθερία της επιστημονικής έρευνας» (Ψήφισμα Τ.Ι.Α. 2 Δεκεμβρίου 2015)! Μα είναι τόσο δύσκολο πλέον να ξεχωρίσουν οι ακαδημαϊκοί το τι συνιστά επιστήμη και τι ναζιστική προπαγάνδα!

Κυριακή 29 Απριλίου 2018

ΜΑΡΤΥΡΊΕΣ -Γ.Βόγλη, Ρίτας Μπούμη Παπά- ΓΙΑ ΤΟΥΣ 200 ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΉΣ


Οι μελλοθάνατοι ανεβαίνουν το Γολγοθά τους τραγουδώντας, μας προτρέπουν να μη λυγίσουμε, πετούν ενθύμια, δαχτυλίδια, χαρτάκια, τα ρούχα τους, παραγγελίες για τους δικούς των και αποχαιρετούν περήφανοι τους ανθρώπους και τον κόσμο, σίγουροι για κείνο που πίστευαν. Ένας μεγάλος ήλιος από τον Υμηττό τους το επιβεβαίωνε με όλο το φως του.

--Θα πω μια πραγματική ιστορία. 
Μικρός μεγάλωσα στο Βύρωνα, σε ένα ύψωμα. 
Εκεί ακούγαμε κάθε μέρα τα μυδράλια από το Σκοπευτήριο της Καισαριανής και από τις ριπές υπολογίζαμε περίπου πόσες ήταν οι εκτελέσεις.
Την Κυριακή την 1η του Μάη του 1944, έγινε η μεγάλη εκτέλεση των 200.
Αυτή η εκτέλεση κράτησε σχεδόν ολόκληρη την ημέρα. Όλος ο κόσμος ήταν στις πόρτες και στα παράθυρα. Νεκρική σιγή. Δεν μιλούσε κανείς. 
Κάποτε τα μυδράλια σταμάτησαν. 

Προς στο σούρουπο, από κάτω στο δρόμο φάνηκαν κάποιες μικρές φλογίτσες που ανέβαιναν.

 Όσο η πορεία ανέβαινε πλήθαινε, γιατί ο κόσμος έβγαινε από τα σπίτια του και ακολουθούσε.
Κρατούσαν μικρά δαδιά. Τότε δεν υπήρχαν κεριά. Ακολουθήσαμε κι εμείς. 
Φτάσαμε σ’ ένα πλάτωμα που ήταν ένα μεγάλο σταυροδρόμι.
Από όλους τους δρόμους ερχόταν κόσμος με δαδιά αναμμένα. Εκεί σιωπηλά γονατίσαμε και με σκυφτό το κεφάλι, ψάλλαμε, το «Πέσατε θύματα, αδέλφια μου εσείς». 

Αυτή η ενότητα, και αυτή η ομοψυχία που υπήρχε, ήταν αυτό που έκανε τη διαφορά με το σήμερα.
Η ουσία, είναι μία τώρα, να ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα αφυπνιστεί ο κόσμος, και θα κατέβει πραγματικά στους δρόμους να διεκδικήσει αυτό που του ανήκει. 
Γιατί αυτό πρέπει να γίνει. 
Δεν έχουμε καμία άλλη λύση. 
Δεν θα μας λυπηθεί κανένας, δεν θα φροντίσει κανένας για μας, παρά μόνο εάν διεκδικήσουμε. 
Πρέπει να απαιτούμε, και όχι να επαιτούμε…
(από συνέντευξη του Γιάννη Βόγλη στο tvxs το 2010)



Αντιγραφή από Konstantinos Mpourxas

*******************************
--Νοέμβρη του 1985 η «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ» (μηνιαία επιθεώρηση τέχνης, τεύχος 25), ένα πολύ καλό περιοδικό της εποχής για θέματα πολιτισμού, έφερε στο φως της δημοσιότητας ένα κείμενο της Ρίτας Μπούμη Παπά για τη σφαγή των 200 κομμουνιστών από τους Γερμανούς καταχτητές στην Καισαριανή, την 1η Μάη 1944. 
Μια συγκλονιστική μαρτυρία της ποιήτριας που «έζησε» η ίδια τη θυσία των παλληκαριών από το σπίτι της που βρισκόταν λίγα μόλις μέτρα από το Σκοπευτήριο. 
Η μεταφορά στο πληκτρολόγιο έγινε χωρίς να γνωρίζουμε πότε ακριβώς γράφτηκε το κείμενο (δεν αναφέρεται ούτε στο περιοδικό). 
Απ’ όσο όμως είναι γνωστό, δεν εκδόθηκε ποτέ σε βιβλίο με άλλα έργα της.

"Αν στη μεταπολεμική ελληνική κατάσταση δεν επικρατούσαν, χάρη στην υποστήριξη των ξένων, οι δυνάμεις εκείνες που κατά τη διάρκεια της γερμανοϊταλικής στρατιωτικής κατοχής ανέχτηκαν παθητικά τον εχθρό και τα εγκλήματά του ή και συνεργάστηκαν κιόλας μαζί του, 

αν εύρισκε την οφειλόμενη δικαίωση ο αγώνας της εθνικής αντίστασης των Ελλήνων και ζυγιζόταν σαν την πιο πολύτιμη και ακριβή ύλη το αίμα ηρώων και μαρτύρων που έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά της πατρίδας σύμφωνα με τις ιστορικές παραδόσεις μας, αν τέλος δεν αντικρίζαμε με τόση παγερή αδιαφορία τα δάκρυα των αμέτρητων απορφανισμένων θυμάτων, η Πρωτομαγιά του 1944, θ΄αντιπροσώπευε μια από τις Μεγάλες Παρασκευές του Έθνους μας, και ο χώρος του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής, τον πιο ιερό Γολγοθά του.

Ο χαρακτηρισμός Γολγοθάς δε δίνεται ούτε αψήφιστα ούτε σαν σχήμα λόγου. Έχουμε ζυγίσει το βάρος του, επί μια ολόκληρη τετραετία, όταν στην καταιγίδα της κατοχής είχαμε απαγγιάσει σ’ ένα υπόγειο, εκατό μέτρα απ’ το Σκοπευτήριο και μας ξυπνούσαν κάθε αυγή, οι κραυγές των μελλοθανάτων, που τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο και αποχαιρετούσαν τον κόσμο, οι ριπές των εκτελεστικών αποσπασμάτων και οι ξηρές χαριστικές βολές.

 Είναι αυτή η σύμπτωση που μας έκανε να ζήσουμε το μαρτύριο της σφαγής των διακοσίων, μια γελαστή και ηλιόλουστη μέρα γεμάτη λουλούδια και πουλιά. 
Μαζί μας παρακολούθησαν τη σφαγή και δυο άλλοι φίλοι διανοούμενοι που κατοικούσαν κι αυτοί στην ίδια τούτη συνοικία. 
Ο Κωστής Μεραναίος και ο Γιώργος Βασιλόπουλος, διευθυντής του θαρραλέου περιοδικού «Καλλιτεχνικά Νέα», που τολμούσε να εκδίδεται στα χρόνια της Κατοχής.

Την προηγούμενη, με είχε ξυπνήσει ένα εφιαλτικό όνειρο: 


κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί στο Σκοπευτήριο και μέχρι τον περίγυρό του, πλήθος λαμπάδες έκαιγαν στην άσφαλτο σαν φλόγινα στάχυα κι ένας άνεμος σκοτεινός πάλευε να τα σβήσει. Μα οι φλόγες αντί να σβήνουν ενώνονταν για να μετατρέψουν το δρόμο σ’ ένα ποτάμι από φωτιά!
Την άλλη μέρα το όνειρο «βγήκε».

Η Πρωτομαγιά είχε ξημερώσει ολόστιλπνη σα να είχε βγει μόλις απ’ το λουτρό της και μοσχοβολούσε. Βαθυγάλανος ο ουρανός πάνω απ’ τον Υμηττό. 

Η ανοιξιάτικη φύση, σ’ όλη της την έκρηξη, αύξαινε τη δίψα μας για ειρήνη και για ευτυχία. 
Κάτω από τις ταπεινές στέγες ξυπνούσαν οι εργατικοί πληθυσμοί, ανύποπτοι για την τραγωδία που σε λίγες ώρες θα παίζονταν στη συνοικία τους.

Ώρα επτά. Τα πρώτα γερμανικά στρατιωτικά αποσπάσματα κυκλώνουν τη συνοικία μας.

 Δεν ήταν η πρώτη φορά. Συχνά ο κατακτητής μας περικύκλωνε και μπλοκάριζε τα φτωχόσπιτα, ψάχνοντας να βρει τους αποφασισμένους που τον πολεμούσαν. 
Μα τώρα ήταν κάπως αλλιώς. 
Οι Γερμανοί είχαν πιάσει τις γωνιές όλων των δρόμων με όπλα και πρόσωπα στραμμένα απειλητικά προς τα σπίτια μας και απαγόρευαν την έξοδο των κατοίκων, που παρακολουθούσαν πίσω από τα τζάμια, με αγωνία και μίσος τους στρατιώτες της Βέρμαχτ.

Η είδηση φτάνει σαν αέρας, και περνώντας απ’ τις χαραμάδες διαδίδεται από σπίτι σε σπίτι. «Θα εκτελεστούν 200 κρατούμενοι σε αντίποινα για το φόνο ενός Γερμανού στρατηγού». 

Είναι δυνατό να διαπραχθεί τέτοια ομαδική σφαγή μέσα σ’ ένα πρωινό γεμάτο αρώματα και πεταλούδες, κάτω από έναν ουρανό κεντημένο με παιδικούς χαρταετούς; 

Είναι!
Στις 8 αρχίζει η μεταφορά των κρατουμένων με κείνα τα σκοτεινά καμιόνια της Βέρμαχτ, που είχαν το χρώμα του γραφίτη. 

Οι μελλοθάνατοι ανεβαίνουν το Γολγοθά τους τραγουδώντας, μας προτρέπουν να μη λυγίσουμε, πετούν ενθύμια, δαχτυλίδια, χαρτάκια, τα ρούχα τους, παραγγελίες για τους δικούς των και αποχαιρετούν περήφανοι τους ανθρώπους και τον κόσμο, σίγουροι για κείνο που πίστευαν. Ένας μεγάλος ήλιος από τον Υμηττό τους το επιβεβαίωνε με όλο το φως του.
Οι ταράτσες των γύρω σπιτιών γεμάτες θεατές που ζητούσαν να παρακολουθήσουν και να διαφυλάξουν στη μνήμη τους την πρωτοφανή τραγωδία μέχρι το τέλος. 
Τότε άρχισαν να πηδούν απ’ τα καμιόνια οι πρωταγωνιστές και να διασχίζουν το διάδρομο, οι περισσότεροι με τα πουκάμισα, ξέστηθοι, να μπερδεύονται οι σιλουέτες τους με τα θάμνα και τα κυπαρίσσια. 

Δεν ήταν ούτε ένας, ούτε δυο, ούτε δέκα σαν άλλες φορές. Κι αυτό το συγκλονιστικό πέρασμα, με τον πρωινό ήλιο που τους κυνηγά μέσα από τα δέντρα για να τους χαϊδέψει, κρατά απίστευτα πολύ, σα να το παρατείνει σκόπιμα ένας σαδιστής σκηνοθέτης.
Ύστερα από τα προκαταρκτικά, που άργησαν κι αυτά πολύ, και το τυπικό διάβασμα ενός καταλόγου, απ’ τον οποίο ο ήρωας Ναπολέων Σουκατζίδης αρνείται να εξαιρεθεί, όπως του πρότειναν οι δήμιοι, που σαν γερμανομαθή τον χρειάζονταν για διερμηνέα, οι μελλοθάνατοι χωρίζονται σε ομάδες. 
Έτσι, σ’ ένα διαπασών από πατριωτικά τραγούδια, ζητωκραυγές, ηρωικές προτροπές των αμέσως επόμενων προς εκείνους που ήδη προχωρούσαν στο σφαγείο, οι ομάδες οδηγούνται προς το παμφάγο χαντάκι, που ήταν σκαμμένο στη ρίζα του ψηλού τοίχου.

Ξαφνικά η καμπάνα του μοναστηριού της Ανάληψης αρχίζει να χτυπά πένθιμα όπως τη Μεγάλη Παρασκευή, από έναν Ελασίτη που είχε σκαρφαλώσει στο καμπαναριό. 


Οι ήχοι ανατριχιάζουν τη συνοικία. Πίσω απ’ τα τζάμια, στις ταράτσες, ανάβουν κεριά, καπνίζουν θυμιατήρια, σταυροκοπιούνται γριούλες. Κάτι μικρές κακοραμμένες γαλανόλευκες σημαίες, έτοιμες να υποδεχτούν το μεγάλο μήνυμα της νίκης που ερχόταν δρομαίο από τις ρώσικες στέπες, υψώνονται στα δωμάτια κι ανεμίζουν με ευλάβεια στα χέρια των παιδιών.
Ένας βοσκός στο λόφο της Ανάληψης, στήνει με τη φλογέρα του ένα λυπητερό κλέφτικο σκοπό, και κείνη τη στιγμή έλεγες πως η ψυχή της Ρωμιοσύνης ροβολούσε από τον Υμηττό προς την αδούλωτη πόλη της Αθήνας. 
Μέσα σε λίγες στιγμές οι μελλοθάνατοι έχουν καλύψει την απόσταση που μεσολαβεί από το μάρτυρα στον άγιο, από το ιστορικό γεγονός στο θρύλο. 

Τις πρώτες ομοβροντίες ακολουθούν οι θρήνοι και οι κατάρες των περιοίκων. Τα σπαρακτικά λόγια των γυναικών του λαού που τους απαγορεύεται να τρέξουν, να πλύνουν τα κορμιά των παλικαριών, απ’ τα αίματα, να τα τυλίξουν σε δροσερό σεντόνι, να τα νεκροστολίσουν, να τα κλάψουν, όπως θα ΄κανε – αν μπορούσε – η πιο χαροκαμένη μάνα της γης, η Ελλάδα.
Η εκτέλεση κρατά τέσσερις ολόκληρες ώρες. Όσο βαστά σ’ ένα κανονικό σφαγείο. 
Μια μια ομάδα, προχωρεί προς την τάφρο τραγουδώντας. 

Οι σφαίρες των οπλοπολυβόλων γαζώνουν με θυμό, τα σώματα λυγίζουν, πέφτουν στο χώμα που έχει γίνει πηλός απ’ το αίμα, και οι χαριστικές βολές του ναζιστή υπαξιωματικού, δίνουν τέλος στο σφαδασμό των σωμάτων. Ύστερα τα πτώματα σέρνονται από κει ματωμένα και φορτώνονται σε χειροκίνητα καρότσια για να οδηγηθούν έξω, όπου περιμένει η σκοτεινή φάλαγγα των φορτηγών αυτοκινήτων, για να παραλάβει και να μεταφέρει στους τάφους τα σφάγια. Η τάφρος ανασκάφτεται με τσαπιά, γρήγορα και κάθε φορά, για ν’ ανεβεί στην επιφάνεια άλλο χώμα, πιο στεγνό, και η επόμενη ομάδα προχωρεί με τις λέξεις Ελλάδα και ελευθερία στα χείλη.
Οι Αυστριακοί άντρες των πρώτων εκτελεστικών αποσπασμάτων, δεν αντέχουν, λιποθυμούν, για να εξοργίσουν τους επικεφαλής Γερμανούς αξιωματικούς, που δυο φορές τους αντικατάστησαν με άλλους στρατιώτες πιο ψύχραιμους.

Μεσημέρι. 

Το μακάβριο έργο των σφαγέων τελείωσε. Οι αξιωματικοί της Βέρμαχτ, μπαίνουν, βολεύονται στην κούρσα τους και ξεκινούν. Πίσω τους ακολουθεί η φάλαγγα των καμιονιών με το φορτίο της.
Το αίμα των μαρτύρων της ελευθερίας, ζεστό ακόμα, στάζει από τα οχήματα για να σκορπίσει σε όλο τα μάκρος του δρόμου απίστευτα κόκκινα άνθη και ιδεογράμματα.
Το μπλόκο λύνεται κι οι πόρτες των σπιτιών ανοίγουν. Είναι δώδεκα και μισή. 
Στις φλέβες της συνοικίας μας, που είχαν παγώσει επί ένα ολόκληρο πρωινό, ξαναρχίζει η κυκλοφορία. 
Μια κυκλοφορία βαριά κι αγχώδης. 
Οι γυναίκες, που στη συμφορά σπεύδουνε πρώτες, μοιρολογώντας και σκούζοντας κατευθύνονται στον τόπο του Κρανίου. 
Και τότε μέσα στη μάντρα του Σκοπευτηρίου αρχίζει ομόφωνος ένας θρήνος οξύς, αβάσταγος, συγκλονιστικός. 
Όλες μοιρολογούν «τα παιδιά τους». 

Ξαφνικά οι νεκροί εκείνοι, που είχαν αρπαχτεί για να ταφούν βιαστικά ποιος ξέρει που, έγιναν παιδιά όλων μας, ανήκαν σε όλους. Όλα τα περιβόλια και οι γλάστρες της γειτονιάς μαδήθηκαν για τα μαγιάτικα στεφάνια του θανάτου. Και αγκαλιές τα λουλούδια, μεταφέρονται στο κόκκινο χαντάκι, όπου το αίμα ζυμώνονταν με το χώμα και διεργάζονταν κιόλας νέες συνθέσεις.
Πόσοι όρκοι πίστης δόθηκαν κείνη τη μέρα εδώ μέσα! 
Πόσες αγνές και φλογερές υποσχέσεις!
Ο λαός κανένα όρκο και καμιά υπόσχεση δεν αθέτησε.

 Κι αν το μνημείο που όφειλε να στήσει εδώ μέσα η Πατρίδα, δεν στήθηκε,(1985) είναι γιατί οι ισχυρές εκείνες δυνάμεις που φοβούνται το ηθικό μάθημα της ιστορικής μνήμης στις συνειδήσεις των λαών, μεσολάβησαν για να εμποδίσουν αυτό το υπέρτατο εθνικό χρέος. 
Και πια όλοι ξέρουμε με ποια σκληρά και αδίστακτα μέσα οι ισχυρές αυτές δυνάμεις ισοπεδώνουν σαν μπουλντόζες τη θέληση των μικρών πατρίδων…
Όμως, δεν μπορεί, κάποτε θα στηθεί το μνημείο που τους αξίζει. 

Ένα μνημείο στιλπνό σαν την άνοιξη και βιώσιμο σαν τη φυλή μας. 

Ένα μνημείο που δίχως να ‘χει τις διαστάσεις της θυσίας χιλιάδων μαρτύρων που έπεσαν εδώ μέσα αιμόφυρτοι από τις σφαίρες των θηρίων, θα είναι – όπως λέγει σε μια ωδή του ο Οράτιος – «διαρκέστερο από το χαλκό και το βασιλικό όγκο των πυραμίδων, που ούτε ο αδηφάγος όμβρος, ούτε η αναρίθμητος των ετών σειρά θα δύναται να καταστρέψει».
Και τότε το κλαμπ που λειτουργεί τώρα στον αιματοποτισμένο τόπο του μαρτυρίου και ο πάταγος των μπουκαλιών και της νυχτερινής κραιπάλης, θα αντικατασταθούν από την ευλάβεια, την περίσκεψη και το σεβασμό."



Ρίτα Μπούμη - Παπά (1906 - 1984). Η Ρίτα Μπούμη γεννήθηκε στη Σύρο. Το 1920 εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας, όπου σπούδασε παιδαγωγική και ειδικεύτηκε στη μέθοδο Montessori . Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφράστρια σε περιοδικά όπως η Νέα Εστία, το Νέον Κράτος, η Νέοι ρυθμοί και εφημερίδες όπως η Αλλαγή, η Μάχη, η Αυγή (την περίοδο 1957-1960). Υπήρξε αρχισυντάκτις του περιοδικού Ιόνιος Ανθολογία (από το 1929), εκδότρια των περιοδικών Εφημερίδα των ποιητών (1956-1958) και Κυκλάδες (1930-1932) και διευθύντρια του Ιδρύματος Περιθάλψεως Παιδιού (1930-1933). Το 1936 παντρεύτηκε τον ποιητή Νίκο Παππά, με τον οποίο έζησε στα Τρίκαλα ως το 1940, οπότε εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1929 με τη δημοσίευση του ποιήματός της Μικρέ μου αλήτη στη Νέα Εστία, ενώ σε παιδική ηλικία είχε δημοσιεύσει ποιήματα στη Διάπλαση των Παίδων (1919). Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση αλλά και με την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, τη μετάφραση (έργα των Λ.Λέβτσεφ, Σολόχωφ, Μπέκετ, Μπέττι, Ουγκώ και άλλων). 
Τιμήθηκε με τον Α΄ Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1935), το Α’ Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), το Διεθνές Βραβείο Συρακουσών (1949), το Βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1965) καθώς και από το Ρουμανικό κράτος και την Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ρωσικά, ισπανικά, ουγγρικά, σερβικά, πολωνικά, αλβανικά, πορτογαλικά και άλλες γλώσσες. Η Ρίτα Μπούμη - Παπά τοποθετείται χρονικά στους έλληνες λογοτέχνες της γενιάς του μεσοπολέμου. Η γραφή της χαρακτηρίζεται θεμελιωδώς από τη φυσιολατρεία της, και παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία του αισθησιασμού, του λυρισμού αλλά και του πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού, ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά έργα της. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Ρίτας Μπούμη - Παπά βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Ρίτα Μπούμη - Παπά», Η ελληνική ποίηση · Νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου, σ.404-415. Αθήνα, Σοκόλης, 1979, Γιάκος Δημήτρης, «Μπούμη - Παπά Ρίτα», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Ζήρας Αλεξ., «Μπούμη - Παπά Ρίτα», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 7. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987.
(Πηγή βιογραφικών στοιχείων: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Αντιγραφή από tvxs.gr
Δες aκόμη την Ομιλία του Γραμματέα του ΚΚΕ kαι τη συναυλία του Γιάννη Μαρκόπουλου για τους 200 εκτελεσμένους κομμουνιστές της Καισαριανής: 
:



Εδω απλά ...σωπαίνεις ....
Ο ανιψιός του εκτελεσμένου Σπήλιου Αμπελογιάννη Νίκος Σοφιανός, πλησίασε τον Δ. Κουτσούμπα και του παρέδωσε το μαντήλι του εκτελεσμένου, εκ μέρους της 95χρονης αδελφής του Μαρίας Αμπελογιάννη, η οποία δεν μπορούσε να παραβρεθεί στην εκδήλωση
Απόψε στην Καισαριανή



Konstantinos Mpourxas
40 λεπτά ·

Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Η Νικηφόρα μεγάλη Απεργία των 3Τατικών και των δημόσιων υπαλλήλων Μέσα στη Κατοχή, τον Απρίλη του 1942.

Σαν σήμερα: Δευτέρα (20 του Απρίλη). Τo απεργιακό κύμα κατακλύζει όλες τις υπηρεσίες. 


Υπήρξαν, στιγμές στο εργατικό κίνημα που έγραψαν λαμπρές σελίδες στην Ιστορία της ταξικής πάλης την περίοδο 1941 - 1944. Μια απ' αυτές παρουσιάζουμε σήμερα που είναι η πρώτη μεγάλη απεργία στην Ελλάδα.
Πρόκειται για τη μεγάλη δημοσιοϋπαλληλική απεργία, που ξεκίνησε στις 12 του Απρίλη 1942 από το Κεντρικό Ταχυδρομείο της Αθήνας και επεκτάθηκε, σε πολύ σύντομο διάστημα, σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες της Αθήνας, του Πειραιά, της Πάτρας και της Θεσσαλονίκης με καθοδηγητικό όργανο την Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή που οργάνωσε και την αποφασιστική μάχη των δημόσιων υπαλλήλων, για την επιβίωσή τους. 
Στο αποκορύφωμά της, αυτή η απεργία αγκάλιασε πάνω από 50.000 δημόσιους υπαλλήλους και υποχρέωσε την κατοχική κυβέρνηση να δεχτεί τα αιτήματα των απεργών, στις 21 του ίδιου μήνα.
Το δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα στηρίχτηκε στην πολιτική του ΚΚΕ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το ΚΚΕ πριν συγκροτήσει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (27/9/1941), ακριβώς επειδή θεωρούσε την εργατική τάξη ως τη βασική συνιστώσα του εθνικού απελευθερωτικού αγώνα πρωτοστάτησε αρχικά στη συγκρότηση του Εργατικού ΕΑΜ (16/7/1941), στο οποίο ανήκε και η «Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή» που ιδρύθηκε περίπου την ίδια περίοδο.
Με επίπονη προσπάθεια, στις δύσκολες συνθήκες της Κατοχής, η Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή κατάφερε να οργανώσει και την αποφασιστική μάχη των δημόσιων υπαλλήλων, για την επιβίωσή τους, τη μεγάλη απεργία, που ξεκίνησε στις 12 του Απρίλη 1942 από το Κεντρικό Ταχυδρομείο της Αθήνας και επεκτάθηκε, σε πολύ σύντομο διάστημα, σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες της Αθήνας, του Πειραιά, της Πάτρας και της Θεσσαλονίκης.
Παρουσιάζουμε το χρονικό αυτής της απεργίας από την μπροσούρα του Α. Κ. Δημητρίου «Η πρώτη απεργία στη σκλαβωμένη Ευρώπη», έκδοση Βιβλιοπωλείο Πέτρου Καραβάκου, Αθήνα 1945 (σ.σ. δεν ήταν η πρώτη απεργία στην Ευρώπη, ήταν από τις πρώτες, είχαν προηγηθεί άλλες σε Βέλγιο, Ολλανδία, Γαλλία).
Ο αναβρασμός
Απ' το φθινόπωρο του '41, όταν ο «χυλός» και το «κολλυβοζούμι» του υπαλληλικού συσσιτίου αποτελούσανε τη «σπονδυλική στήλη» της διατροφής των υπαλλήλων, έχουμε τις πρώτες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Ζυμώσεις αρχίζουν, ζωηρές αρχικά, εντονότερες αργότερα.
Απρίλης 1942
Ερχεται το Πάσχα. Οι υπάλληλοι ζητούν έκτακτη οικονομική ενίσχυση. Και η κυβέρνηση Τσολάκογλου με την πίεση των υπαλλήλων αναγκάζεται να δώσει δυο δεκαπενθήμερα, απ' αυτά το δεύτερο σαν έκτακτο επίδομα για τις γιορτές, Πάσχα ήταν στις 3 του Απρίλη. 
Οταν την Τετάρτη του Πάσχα άνοιξε η αγορά ένα ξαφνικό κύμα αφάνταστης ακρίβειας ξεσήκωσε τη λαϊκή αγανάκτηση. Οι τιμές των τροφίμων πολλαπλασιάστηκαν απότομα. Το λάδι, που ήταν το βαρόμετρο της ακρίβειας από 1.400 - 1.600 δραχμές η οκά ανέβηκε στις 4.400 - 4.800! 
Ο αναβρασμός των υπαλλήλων έφθασε στο απροχώρητο. Τα δυο δεκαπενθήμερα είχαν απορροφηθεί. Και η κυβέρνηση αρνείται να δώσει άλλη ενίσχυση με την πρόφαση πως βαδίζουμε ολοταχώς προς τον πληθωρισμό! 
Τι έπρεπε να γίνει; Ηταν το γενικό ερώτημα. Να γίνει, να γίνει κάτι! Η κοινή επιθυμία. Τι όμως; Πώς και πότε;
Η Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή (ΚΠΕ) με τις ζυμώσεις της φούντωσε πιο πολύ τον αναβρασμό. Ο υπαλληλικός κόσμος, γεγονός αναμφίβολο, περνούσε πια οριστικά τον παθητικό κύκλο της απόγνωσης και της αναμονής στον ενεργητικό κύκλο της πάλης για την επιβίωση.
14 του Απρίλη 1942
Οι Τριατατικοί, πρωτοπορία στους υπαλληλικούς αγώνες, δακτυλογραφούν σε μερικά αντίτυπα μια θαρρετή προκήρυξη και την τοιχοκολλούν στην είσοδο του κεντρικού Ταχυδρομείου, στο Τηλεγραφείο και στο Τηλεφωνικό Κέντρο. 
Η προκήρυξη αυτή - η πρώτη δημοσιοϋπαλλική προκήρυξη στην περίοδο της σκλαβιάς - μιλούσε για το δραματικό κατάντημα των πολιτικών υπαλλήλων του κράτους, την τρομοκρατική τακτική της τριατατικής υπηρεσίας και καλούσε το προσωπικό σ' έναν αγώνα μαζικό.
Τα αντίτυπα της αληθινά ιστορικής αυτής προκήρυξης ήταν λιγοστά. 
Για να κατανοήσουμε την τολμηρή έκφραση της προκήρυξης δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως οι Τριατατικοί αποτελούνε το μαζικότερο υπαλληλικό κλάδο, που στο ενεργητικό του έχει την αξιολογότερη συνδικαλιστική παράδοση.
Στις 14 του Απρίλη, μέρα Τρίτη, είχεν αποφασισθεί απ' τη συνδικαλιστική επιτροπή των Τριατατικών, ομαδική παρουσίαση όλου του προσωπικού στο γεν. διευθυντή. 
Ενα περιστατικό, απ' τα συνηθισμένα της εποχής, άλλαξεν ολωσδιόλου τον χαρακτήρα και τις συνέπειες της παρουσίασης. 
Σε μιαν αίθουσα του κεντρικού Ταχυδρομείου, πρωί - πρωί, ένας υπάλληλος, πάνω στη δουλειά του, κάνει αιμόπτυση και λιποθυμάει... Οι γύρω του συνάδελφοι εκατό και πάνω, ξεσπούνε σε φωνές οργής και αγανάκτησης.
 Κάποιος ανεβαίνει σ' ένα τραπέζι και μιλάει: «Τι καθόμαστε!... τι περιμένουμε!... έτσι θα καταντήσουμε όλοι μας!... όχι, δε θα πεθάνουμε!...»... 
Τα λόγια του πνίγονται στις φωνές. Καλαμάρια, τσάντες, πέννες όλα πετιούνται... Το περιστατικό μαθαίνεται σ' όλο το μέγαρο, σ' όλα τα τμήματα. Ανάστατο το προσωπικό. 
Ενα πλήθος αλαφιασμένο και μανιασμένο ορμάει στο γραφείο του διευθυντή... Αυτός μαντεύει την εξέλιξη. Δεν προσπαθεί καν ν' αντιμετωπίσει την κατάσταση. Ειδοποιεί, μόνο, το γενικό. Ο γενικός διατάζει ν' απολυθούν άμεσα 12 υπάλληλοι!Η πυρκαϊά φούντωσε. 
Οι διανομείς συγκεντρώνονται στο εσωτερικό προαύλιο του Ταχυδρομείου. Η αναταραχή είναι ολοκληρωμένη, στο Τηλεφωνικό Κέντρο, στο Τηλεγραφείο, σε κάθε γραφείο και υπηρεσία. Γενική η αναστάτωση. 
Ερχεται το μεσημέρι, οι «βάρδιες» των υπαλλήλων αλλάζουν. Οι «πρωινοί» πληροφορούνε τους «απογευματινούς»... Ξαφνικά, κάποιος φωνάζει προς το προαύλιο: «Τι καθόμαστε παιδιά! Θα πεθάνουμε στα πόδια μας»! 
Δεύτερη φωνή απαντάει: «Απεργία !».
-- Ζήτω η απεργία ! ξεσπάει το συγκεντρωμένο στο προαύλιο πλήθος και μ' ενθουσιασμό πλημμυρίζει τους δρόμους αψηφώντας τους κινδύνους...
Τα βραδινά τμήματα των υπηρεσιών, όσα δεν είχαν ειδοποιηθεί έγκαιρα κατεβήκανε στην απεργία την άλλη μέρα. 
Οι επαρχιακοί Τριατατικοί ειδοποιηθήκανε με τα τηλέφωνα, που ήταν ακόμα στα χέρια των υπαλλήλων. Ετσι, στον τριατατικό κλάδο η απεργία γενικεύτηκε. Η συνδικαλιστική επιτροπή των ΤΤΤ πήρε με πρωτοβουλία κι αποφασιστικότητατην κατάσταση στα χέρια της. 
Την άλλη μέρα (Τετάρτη) συμπληρώνεται και μετασχηματίζεται σ' Επιτροπή Αγώνα (απεργιακή επιτροπή). Κυκλοφορεί δεύτερη δακτυλογραφημένη προκήρυξη με περιεχόμενο όχι στενά οικονομικό, καλεί τους απεργούς «να συνεχίσουν τον αγώνα για το ψωμί και τη λευτεριά» !
Η είδηση της απεργίας των τριατατικών διαδόθηκε αστραπιαία. Οι άλλοι υπάλληλοι κι ο λαός πήραν αμέσως το μέρος των απεργών.
 Ο απογευματινός Τύπος της Τρίτης κι ο πρωινός της Τετάρτης αποσιωπήσανε το γεγονός με την απατηλή ελπίδα πως η απεργία μπορούσε να ξεθυμάνει και να σπάσει. Τέτοιο πράγμα δεν έγινε, γιατί δεν μπορούσε να γίνει. Οι εκβιαστικές προσπάθειες των κατακτητών, της κυβέρνησης και των διεφθαρμένων οργάνων της για τη διάσπαση της απεργίας δεν έφεραν αποτέλεσμα. Αρχισε η τρομοκρατία. 
Με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Συγκοινωνίας επιστρατεύθηκε ολόκληρο το προσωπικό των ΤΤΤ. «καθ' άπαν το κράτος» - ομολογείται έτσι πως η απεργία των Τριατατικών ήταν γενική. 
Προθεσμία προσέλευσης των απεργών ορίστηκε το πρωί της Πέμπτης. Οι απεργοί όμως έμειναν ακλόνητοι στις θέσεις τους. Κανείς δεν παρουσιάστηκε να πιάσει δουλειά.
Οι εφημερίδες της Πέμπτης (16 του Απρίλη) πήρανε την άδεια και συνάμα την εντολή απ' τη λογοκρισία να λύσουνε τη σιωπή τους. Είναι καιρός ν' αρχίσει ο πόλεμος των νεύρων - γκεσταπίτικη εφεύρεση για την εξουθένωση του ανθρώπου σε κρίσιμες στιγμές της ζωής του. Δημοσιεύεται η πρόσκληση των Τριατατικών απεργών να παρουσιασθούνε στην υπηρεσία τους, γιατί αλλιώς θα εφαρμοσθούν εναντίον τους βαριές κυρώσεις! Διαφημίζεται κατάλληλα η «διά σήμερον διανομή μερίδος άρτου 80 δραμίων» και διαψεύδονται «αι φήμαι» για τη διάλυση των συνεταιρισμών.
Η απεργία εξελίσσεται σε πανυπαλληλική
Η ΚΠΕ, διατηρώντας απ' την πρώτη μέρα επαφή με την Επιτροπή Αγώνα των Τριατατικών, καθοδηγεί την απεργία και προσπαθεί να συγχρονίσει τη γενίκευσή της. 
Ο ενθουσιασμός παραμερίζει τους δισταγμούς, η οξύτατη οικονομική κατάσταση τούς ωθεί με βιασύνη στην πάλη. Μεγάλα «ποσοστά», ολόκληρες υπηρεσίες συντάσσονται με τους απεργούς. 
Στο 9ο Γυμνάσιο συνέρχονται, το απόγευμα, διακόσιοι, πάνω κάτω, αντιπρόσωποι υπαλλήλων. Συζητούνε την κατάσταση κι αναβάλλουν τις αποφάσεις για την επόμενη μέρα.
Οι εθνοπροδότες υπηρέτες των ναζίδων φασιστών σπεύδουν να συμμορφωθούνε, στις διαταγές - που συνήθισαν να εκτελούν (σ.σ. εννοεί την κυβέρνηση Τσολάκογλου). 
Συνεδριάζουνε και ψηφίζουνε νόμο, ένα νόμο χιτλερικό στη διατύπωση και χιτλερικό στην ουσία. Η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων - το αίτημα της επιβίωσης - χαρακτηρίζεται «ιδιώνυμον» αδίκημα τιμωρούμενο και με την εσχάτη των ποινών, με το θάνατο!
Την Παρασκευή (17 του Απρίλη) οι εφημερίδες αγγέλλουνε με χτυπητούς τίτλους τον χιτλερικό τούτο νόμο. 
Η απεργία όμως συνεχίζεται κι επεκτείνεται. 
Ο νόμος δε δημοσιεύεται στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως», γιατί το προσωπικό του Εθνικού Τυπογραφείου αρνείται να εκτελέσει τη διαταγή κι αποφασίζει τη συμμετοχή του στην απεργία.
Το απόγευμα, στο 9ο Γυμνάσιο, πραγματοποιείται δεύτερη συνέλευση αντιπροσώπων των υπαλλήλων. Παίρνουν μέρος ως τριακόσιοι. 
Προεδρεύει ο γραμματέας της ΚΠΕ που μιλάει πάνω στο ξέσπασμα και την εξέλιξη της απεργίας και διαγράφει την άμεση, την επείγουσα ανάγκη κήρυξης πανυπαλληλικής απεργίας με συντονισμένη καθοδήγηση. Ο λόγος του είναι χείμαρρος σωστός, ορμητικός, με πάθος. 
Δε μιλούσε ο πεινασμένος υπάλληλος, που επαιτεί για να ζήσει. Τα λόγια του απηχούσαν έντονα τις διαθέσεις όλων των υπαλλήλων. 
Μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα πατριωτικής ανάτασης κι ενθουσιασμού αποφασίζεται η επέκταση της απεργίας σ' όλους τους κλάδους και τις υπηρεσίες της Αθήνας και του Πειραιά. 
Εκλέγονται οι απεργιακές επιτροπές για την κάθε υπηρεσία ή κλάδο ή κατάστημα. Οι υπεύθυνοι των επιτροπών αυτών απαρτίζουν την Κεντρική Επιτροπή Αγώνα (ΚΕΑ). 
Απ' αυτή τη στιγμή η απεργιακή πάλη των δημοσίων υπαλλήλων παίρνει ενιαία και συγκεκριμένη καθοδήγηση, περνάει μορφολογικά και ουσιαστικά σε πλήρη οργανωμένη ανάπτυξη.
Το Σάββατο (18 του Απρίλη) η απεργία γενικεύεται. Οσοι υπάλληλοι αργοπορήσανε, κατεβαίνουν κι αυτοί στον απεργιακό στίβο. Σε περίοπτη θέση δημοσιεύεται στον πρωινό Τύπο πολύστηλο άρθρο του υπουργού των «Παραγωγικών υπουργείων» Γκοτζαμάνη με τον παραπλανητικό τίτλο «η κυβέρνησις διά την προστασίαν του λαού κατά των εχθρών του».
 Ο γερμανόδουλος αυτός πανυπουργός γράφει ανάμεσα στις άλλες κομπογιανίτικες οικονομολογικές και δημοσιονομικές θεωρίες του, ότι 
«... ώφειλαν, λοιπόν να πειθαρχήσουν εάν εσκέπτοντο μόνον τα συμφέροντά των και τον άρτον των... δεν είναι δυνατόν συνεπώς, να δικαιολογηθή η ανταρσία των υπαλλήλων από οικονομικούς μόνον λόγους. Η κυβέρνησις ...θα φανή αμείλικτος κατά των ταραχοποιών και ταραξιών...»! 
Αλλά το άρθρο δεν αρκούσε. Το ζήτημα δεν είναι μικρό. Ο Γκοτζαμάνης παίρνει το βάρος της ευθύνης για ό,τι γίνεται. Γι' αυτό συμπληρώνει τα κενά του άρθρου του με δηλώσεις ανάλογης ειλικρίνειας κι εντιμότητας. Απειλεί και υπόσχεται, μα κυρίως απειλεί: «Η κυβέρνησις ... δηλοί, ότι θα εφαρμόση μέτρα αυστηρότατα και αυτήν ακόμα την ποινήν του θανάτου!».
 Ο Θάνατος!... αυτό ήταν το άλφα και το ωμέγα της χιτλερικής «πειθούς», η τρανότερη επιτυχία της φασιστικής επιβολής.
Αστυνομικοί σε ρόλο απεργοσπάστη στο ταχυδρομείο

Η νίκη
Η θανατική ποινή και τα τρομοκρατικά μέτρα, που εξαπόλυσε η κυβέρνηση έφεραν αντίθετα αποτελέσματα. 
Η παθητική στάση των απεργών άλλαξε. Οι συλλήψεις τούς είχαν εξαγριώσει. Κάπου προς το Σταθμό του Λαρισαϊκού κρατούνται πολλοί απεργοί απ' αυτούς 69 είναι Τριατατικοί, μαζί και γυναίκες. Εκεί, με πρόστυχα κι απάνθρωπα μέσα, εκβιάζονται να υπογράψουνε δηλώσεις αποκήρυξης της απεργίας. Οι πιέσεις δεν κλονίσανε παρά μόνο δυο - τρεις. Οι άλλοι αρνήθηκαν, επίμονα, εμψυχωμένα, ως και μέσα στο Στρατοδικείο. Γιατί έγινε κι αυτό. Ο Τσολάκογλου έστειλε τους απεργούς Ελληνες υπαλλήλους να δικασθούν στα ελληνικά στρατοδικεία «προς παραδειγματισμόν»! 
Ενας Τριατατικός (απ' τον Πειραιά) απολογήθηκε ορθά - κοφτά: «Προκειμένου να πεθάνω απ' την πείνα προτίμησα ν' αγωνισθώ !». 
Οι λακέδες όμως του χιτλεροφασισμού είχαν χάσει κάθε ίχνος εντροπής. Οκτώ μήνες φυλάκιση καταδικάστηκε ο Τριατατικός για το θάρρος του, κι άλλοι σ' άλλες ποινές. Μερικοί αθωωθήκανε.

Κυριακή (19 του Απρίλη). 
Οι πρωινές εφημερίδες δημοσιεύουν απειλητικές δηλώσεις του πρωθυπουργού Τσολάκογλου. Θεώρησε αναγκαίο να μιλήσει κι αυτός για την «αντεθνική» ενέργεια των υπαλλήλων: 
«...είτε απουσιάζουν διαρκώς των γραφείων των είτε μετεβλήθησαν εις φορείς των διαφόρων διαδόσεων και επικρίσεων, αίτινες επεδείνωσαν την θέσιν του κράτους, και επομένως αυτοί, όργανα του κράτους, έβαλον κατά του κράτους... Η κυβέρνησις ούτε είναι διατεθειμένη ν' ακούσει τα αιτήματα των απεργών, ους θεωρεί εκτός νόμου... Δεν ομιλώ διά τας κυρώσεις, καθ' όσον ο νόμος θα εφαρμοσθή κατά γράμμα... Ωσαύτως με εκπλήσσει το θράσος των υπαλλήλων...»!
Ταυτόχρονα, διαφημίζονται διάφορα επισιτιστικά μέτρα: Διανομή «μερίδος άρτου 80 δραμίων». Απόφαση για την αποδέσμευση «των οσπρίων, των χαρουπιών, του πετιμεζίου, του θειϊκού χαλκού, των ξύλων, των ξυλανθράκων, των κρομμύων ως απαρχή γενικωτέρας αποδεσμεύσεως»!

Δευτέρα (20 του Απρίλη). Τo απεργιακό κύμα κατακλύζει όλες τις υπηρεσίες.
Ολοκληρώνεται η απεργία και στο υπουργείο Εσωτερικών. Ομάδες απεργών ξεκινούν από διάφορα σημεία, «ορμητήρια», και βαδίζουνε προς το Πολιτικό Γραφείο, όπου συνεδριάζει το υπουργικό συμβούλιο. Στη διαδρομή επιτήδειες διαδόσεις τρομοκρατούνε τα πλήθη των υπαλλήλων κι έτσι στο Πολιτικό Γραφείο συγκεντρώνονται αραιές ομαδούλες που πλαισιώνουν την Κεντρική Επιτροπή Αγώνα. 
Ο Τσολάκογλου αρνείται να δεχθεί την Επιτροπή και το υπόμνημα υποβάλλεται με τον «επί της τάξεως» αστυνόμο.
Η Επιτροπή, προσπαθώντας να επιτύχει οπωσδήποτε επαφή με την κυβέρνηση, διευκολύνεται από τους ανωτέρους υπαλλήλους του υπουργείου Οικονομικών. Οι ανώτεροι αυτοί παρουσιάζονται το απόγευμα της Δευτέρας στο Γκοτζαμάνη, υποβάλλουνε τ αιτήματα των υπαλλήλων και τα υποστηρίζουν. Ο υπουργός μιλάει τούτη τη φορά πιο μαλακά, αφήνοντας περιθώρια συζήτησης, και δίνει υποσχέσεις άμεσης καλυτέρευσης της θέσης των υπαλλήλων, επαναφοράς των απεργών στις θέσεις τους, απόλυσης των συλληφθέντων κ.λπ.
Το βράδυ συνεδριάζουνε μαζί οι ανώτεροι του υπουργείου Οικονομικών και η Κεντρική Επιτροπή Αγώνα. Πολύωρες συζητήσεις κατασταλάζουν σε ορισμένα συμπεράσματα. Αργά τη νύχτα αποχωρούν οι ανώτεροι οικονομικοί και συνεχίζεται η σύσκεψη της ΚΕΑ ως τα ξημερώματα. Οι υποσχέσεις του Γκοτζαμάνη κρίνονται τελικά ικανοποιητικές κι αποφασίζεται η λύση της απεργίας στις 9 το πρωί.

Τρίτη (21 του Απριλίου). 
Ο Τύπος δημοσιεύει διαλλακτικές δηλώσεις του Τσολάκογλου: 
«Εν ονόματι κλπ. κλπ. καλώ τους υπαλλήλους, όπως προσέλθουν εις τας υπηρεσίας των. Η κυβέρνησις επέδειξε πατρικόν ενδιαφέρον υπέρ αυτών...»! Και η θανατική ποινή; Οι συλλήψεις, οι ξυλοδαρμοί, οι καταδίκες, η «αμείλικτος τιμωρία», οι απολύσεις; Ολ' αυτά, λέγονται τώρα «πατρικόν ενδιαφέρον» !
Οι απεργοί όμως αγνοούν το διορισμένο πρωθυπουργό. Κανείς δεν εισακούει την έκκλησή του και κανείς δεν παρουσιάζεται. Ωσπου έρχεται η εντολή της Κεντρικής Επιτροπής Αγώνα για τη λύση της απεργίας. 
Η οκταήμερη απεργιακή πάλη των δημοσίων υπαλλήλων τερματίζεται. Οι απεργοί επανέρχονται ομαδικά στις υπηρεσίες τους. Ο αντίκτυπος της απεργίας δε περιορίστηκε στο εσωτερικό. Οι συμμαχικοί ραδιοσταθμοί της Αγγλίας, της Αμερικής και της Σοβιετικής Ρωσίας, μ' ενθουσιασμό παρακολούθησαν όλες τις φάσεις της απεργίας και καλούσανε τους λαούς των σκλαβωμένων χωρών ν' ακολουθήσουν το παράδειγμα των Ελλήνων δημοσίων υπαλλήλων.
Η νίκη των απεργών ήταν αναμφισβήτητη. 
Οι υπάλληλοι επανήλθαν όλοι στις θέσεις τους, οι κρατούμενοι απελευθερώθηκαν, οι εκκρεμείς δίκες στα στρατοδικεία σταμάτησαν, η κυβέρνηση διέταξεν αλλεπάλληλες προκαταβολές μισθών και τελικά με το νομοθετικό διάταγμα 1424/1942 χορήγησε το πρώτο σοβαρό επίδομα, που ήταν μια κλιμακωτή αύξηση μέχρι 300%. 
Η πληρωμή του μισθού ορίστηκε δεκαπενθήμερη κι αυτό ήταν πρόσθετη αύξηση.
Οι άμεσες οικονομικές συνέπειες της απεργίας, αυτές καθεαυτές, επισφραγίζουν την επιτυχία της. Το κέρδος όμως δεν ήταν αποκλειστικά αυτό. 
Η απεργία κατέδειξε στους υπαλλήλους πως η περίοδος της σκλαβιάς θα 'ναι σκληρή, το εθνικό αίτημα της επιβίωσης θα συναντούσεν ολοένα και μεγαλύτερη αντίδραση, για να σπάσει η αντίδραση και το συνεπακόλουθό της η τρομοκρατία, έπρεπε ν' αναπτυχθούν αγώνες. 
Η πείρα του πρώτου οκταήμερου απεργιακού τους αγώνα στάθηκεν αλάθητος οδηγός τους και μοναδικός εμψυχωτής τους.

Συμπεράσματα:
Η ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ

Τα χωνιά χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην απεργία των Δημοσίων Υπαλλήλων
Τα χωνιά χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην απεργία των Δημοσίων Υπαλλήλων
Οταν καθένας ακούει ή σκέφτεται την πάλη της εργατικής τάξης, των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αυτόματα ο νους του πάει στην ένοπλη πάλη. Πόλεμος ήταν. 
Μόνο που, από τη μεριά των εργαζομένων, αυτό δεν δείχνει ολόκληρο το περιεχόμενο αυτής της πάλης, ταξική πάλη με όλες τις μορφές. Και της διαδήλωσης και της απεργίας και του μοιράσματος προκηρύξεων και της διεκδίκησης της βελτίωσης της ζωής του λαού συνδυασμένα με την ένοπλη πάλη για την απελευθέρωση. 
Και έγιναν πολλές και μεγάλες ηρωικές κινητοποιήσεις στις πόλεις με πολλές θυσίες, αλλά και θαυμαστά αποτελέσματα για το λαό και μάλιστα με άοπλες μορφές ενάντια σε έναν πάνοπλο αντίπαλο, το αστικό κράτος με τη χωροφυλακή και το γερμανικό στρατό. Τέτοιες κινητοποιήσεις ανύψωναν το ηθικό του λαού στα πιο μαύρα χρόνια της ναζιστικής-ιμπεριαλιστικής κατοχής κι ακόμα εξανάγκασαν, τον κατακτητή και τους ντόπιους υποστηριχτές τους, όπως το τις ελληνικές κυβερνήσεις, το κράτος των δωσιλόγων με τους κατασταλτικούς και όλους τους μηχανισμούς τους, να υποχωρήσουν μπροστά στον οργανωμένο λαό που κατακτούσε νίκες ματαιώνοντας τα σχέδιά τους.
 Ηταν συμβολή όχι μόνο στην άμβλυνση των συνεπειών της τότε βαρβαρότητας δημιουργώντας δυσκολίες στον αντίπαλο, αλλά και στην υπόθεση της απελευθέρωσης με στόχο μια καλύτερη για το λαό ζωή χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση.
 Καθοδηγητής, μπροστάρης της ταξικής πάλης ήταν το ΚΚΕ.
Τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, το θεμελιακό ζήτημα που απασχολούσε την αστική τάξη ήταν η διατήρηση, η συνέχεια και το μέλλον του κοινωνικοοικονομικού της συστήματος στην Ελλάδα με κάθε μέσο. 
Στις 27 Απρίλη 1941, γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην Αθήνα και η χώρα βρέθηκε υπό την τριπλή κατοχή της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Ενα μέρος του αστικού πολιτικού κόσμου επέλεξε την ανοιχτή συνεργασία με τους κατακτητές. 
Ενα άλλο διέφυγε, μαζί με το Παλάτι, στο εξωτερικό (Κάιρο και Λονδίνο), παίρνοντας μαζί του τις τεράστιες ποσότητες των κρατικών αποθεμάτων σε χρυσό. 
Ενα τρίτο, που έμεινε στην Ελλάδα, απείχε από τον αγώνα, προσβλέποντας καιροσκοπικά σε μελλοντικές εξελίξεις, ενώ ένα άλλο συμμαχικό της Βρετανίας, που ανέλαβε να διεξαγάγει αντικατοχικό αγώνα, συνεργαζόταν στην πλειοψηφία του και με τους κατακτητές, για να κτυπηθεί το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ.
«Διαδήλωση Κατοχής», του Β. Σεμερτζίδη
Στις 28 Οκτώβρη 1940, η φασιστική Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο και εισέβαλε στην Ελλάδα από το έδαφος της Αλβανίας. Η δικτατορία των Μεταξά - Γλίξμπουργκ εξέφραζε την εξουσία της αστικής τάξης σε συνεργασία με την Αγγλία, με τη συναίνεση των αστικών κομμάτων που έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης και ανοχής στην κυβέρνηση Μεταξά.
Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, μ' αυτό το καθεστώς αρνήθηκε να απελευθερώσει τους κρατούμενους στις φυλακές και τις εξορίες κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές προκειμένου, όπως ζητούσαν, να σταλούν εθελοντικά στο πολεμικό μέτωπο. 
Ακόμη και σ' αυτήν την ιστορική στιγμή, το ταξικό ζήτημα για την άρχουσα τάξη ήταν το πρωτεύον. 
Και δεν έφτασε μόνο αυτό. 
Οσοι δεσμώτες κομμουνιστές δεν κατάφεραν να αποδράσουν παραδόθηκαν στους Γερμανούς κατακτητές, πολλοί από τους οποίους βεβαίως πέρασαν την φρικιαστική εμπειρία των στρατοπέδων του Νταχάου, του Αουσβιτς, του Μαουτχάουζεν και άλλων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τότε ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης.
Η ιστορική περίοδος στην οποία αναφερόμαστε είχε, από την άποψη των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, ως ένα χαρακτηριστικό της την εθνικοαπελευθερωτική πάλη του λαού μας. 
Αλλά μόνο μ' αυτό το χαρακτηριστικό δεν αποτυπώνεται ολόκληρη η ιστορική αλήθεια. 
Γιατί η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας, από τη μια πλευρά, και στην εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα, από την άλλη, διεξαγόταν ασίγαστα ακόμη και σ' αυτή την περίοδο.

Αλλωστε, σ' αυτόν τον πόλεμο ηγήθηκε η εργατική τάξη με τους συμμάχους της. Ουσιαστικά σε όλη την πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν βρισκόταν σε πρωτεύουσα θέση των εξελίξεων, αντικειμενικά κρινόταν το «ΠΟΙΟΣ - ΠΟΙΟΝ», στο ζήτημα της εξουσίας. 

Και απασχολούσε την άρχουσα τάξη και τα πολιτικά της κόμματα, αλλά και την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, ανεξάρτητα αν αυτός ο μαζικός λαϊκός αγώνας δεν κατόρθωσε να φθάσει στην τελική νίκη. 

Το ΚΚΕ, παρά την προσφορά του, δεν ήταν επαρκώς στρατηγικά - πολιτικά προετοιμασμένο να θέσει το ζήτημα της κατάκτησης της εργατικής εξουσίας ως αποτέλεσμα της αντιστασιακής πάλης και έπαθλο του λαϊκού αγώνα. 
Αποσπάστηκε η πάλη ενάντια στον πόλεμο και το φασισμό - ναζισμό από την ανάγκη της πάλης για την εργατική εξουσία.
Δεν είχε επεξεργαστεί την επαναστατική στρατηγική για τη μετατροπή του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την ξένη κατοχή σε αγώνα για την εξουσία, ως ενιαίο καθήκον.
Οι βαθύτερες αιτίες, που δεν επέτρεψαν στο ΚΚΕ να κάνει εκείνες τις επιλογές που θα προωθούσαν την πάλη του ένοπλου λαϊκού κινήματος προς την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, απέρρεαν από τις αντιφάσεις που είχε τόσο η δική του στρατηγική όσο και αυτή της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ). 
Η προβληματική στρατηγική των σταδίων, που είχε στην περίοδο 1941 - 1944, στηρίχθηκε στην Απόφαση της 6ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής (1934), στις αποφάσεις της ΚΔ (7ο Συνέδριο) και του 6ου Συνεδρίου του ΚΚΕ το 1935.
Η ταξική πάλη, επομένως, διεξαγόταν με όλες τις μορφές της. Αλλωστε, ο ταξικός αντίπαλος, στην προκειμένη ήταν ένας, ενιαίος, ανεξάρτητα αν εθνικά συνυπήρχαν στην αστική εξουσία τμήμα της αστικής τάξης της Ελλάδας με το κράτος της και ο ένοπλος μηχανισμός των Γερμανών ναζιστών που τη στήριζαν επειδή ακριβώς τους στήριζε, ενώ μέσω και αυτών πραγματοποιούνταν τα συμφέροντά της.
 Στην προκειμένη περίπτωση, εκφράζονταν ενιαία τα ταξικά αντεργατικά, αντιλαϊκά συμφέροντά τους.
Επίσης, πρέπει να συνειδητοποιείται ότι: Ο κρατικός μηχανισμός λειτουργούσε. Τα εργοστάσια επίσης λειτουργούσαν, τα λιμάνια το ίδιο, όλες οι επιχειρήσεις. Επομένως, εκτός από την ένοπλη απελευθερωτική πάλη διεξαγόταν ασίγαστη και η πάλη για ζητήματα επιβίωσης, το περιεχόμενο των οποίων μπορεί να ξεκινούσε από το φαγητό και το μεροκάματο, μέχρι την αποτροπή της μεταφοράς Ελλήνων εργαζομένων στη Γερμανία για να δουλέψουν στα εργοστάσια της πολεμικής της μηχανής.
Ριζοσπάστης