ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Παραμονή Χριστουγέννων Μακρόνησος 1950 #Τάσος_Λειβαδίτης -

Από Ελενη Μαρκακη

Τάσος Λειβαδίτης - Παραμονή Χριστουγέννων
(γραμμένο στη Μακρόνησο το 1950)


Παγωνιά
στον ουρανό ένα χρώμα βρόμικης φανέλας
στεκόμαστε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνωτίζει τα νύχια του
κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του
ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κι εκείνο κρυώνει
καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια
μια μυρουδιά μπενζίνας
οι πόρτες που ξανακλείνουνε
ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά
ένας-ένας
ακούει τ’ όνομά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες
κάποιος σηκώνει το χέρι του
τίποτ’ άλλο
το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
που σε λίγο θα σβήσει η βροχή
ένα χέρι γλιστράει το ρολόι του στην παλάμη σου
δε θα μου χρειαστεί, λέει — αντίο
το χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κρυώνει ακόμα.
Ξεκινάνε τα φορτηγά.
Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση
για να πεθάνεις.
Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ’ αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας
θ’ ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.
Ελάτε λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης.
Μας ήρθε μ’ ένα χαμόγελο και μια τραμβαγέρικη πατατούκα.
Του κάναμε τόπο
άπλωσε μια λινάτσα, την έστρωσε καλά καλά
και μας κοίταξε.
Φυσούσε ένας αγέρας δυνατός απ’ το Νοτιά
και το μούτρο του ήταν βλογιοκομμένο σαν ψιχαλισμένος δρόμος.
Ύστερα βράδιασε και βγάζοντας τα χέρια από τις τσέπες
μας έδωσε κάτι φτηνές μέντες
πασαλειμένες χνούδια και καπνό.
Τον πήραν νύχτα ξαφνικά και τον σκοτώσαν στο προαύλιο
η πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα
μα δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελό του
μη του το πάρουν.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο
έχω ένα σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ’ άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.
Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.
Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα – όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς
προχωράς.
Η ασετιλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
— Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομμένο.
Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγόνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.
Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
— Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.
Κι η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.

Μακρόνησος 1950



Το οργανοποιείο του περίφημου Ζοζέφ Τερζιβασιάν !!!



Από ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ !!!!!!!!!
 Ζοζέφ Τερζιβασιάν
Υπήρξε ο μεγαλύτερος τεχνίτης του είδους και είχε φτιάξει τα όργανα όλων των σημαντικών δημιουργών και δεξιοτεχνών: Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Χιώτη, Χατζηχρήστου, Παπαϊωάννου, Μπαγιαντέρα, Μητσάκη, Καπλάνη, Καλδάρα.
Το 90% του ρεπερτορίου του ελληνικού τραγουδιού, από το 1934 μέχρι το 1995, έχει παιχθεί με έγχορδα που κατασκεύασε ο Ζοζέφ. 
Γεννήθηκε το 1916, στο Αφιόν Καραχισάρ της Μικράς Ασίας και μετά την Καταστροφή, το 1922, ήρθε στον Πειραιά και εγκαταστάθηκε στη Νίκαια.
 Επί 60 χρόνια ήταν προσηλωμένος στη δουλειά του, που τη θεωρούσε λειτούργημα. 
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, που υπήρξε προσωπικός φίλος του Τερζιβασιάν, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Ο Ζοζέφ με το αυτί και τη διαίσθηση έφτιαχνε πάντα αλάνθαστη την κλίμακα του μπουζουκιού». 
Ο ίδιος ο Ζοζέφ εξηγώντας τη μαστοριά του στην κατασκευή των μπουζουκιών, είχε δηλώσει στα «ΝΕΑ», ότι «όλα ξεκινούν από τη διαδικασία παραγωγής. Κατ’ αρχάς, χρειάζεται να «στανιάρουν» και να «ψηθούν» τα ξύλα. Και για το σκάφος (δηλαδή το ηχείο) και για το μανίκι. Γιατί μόνο με «ψημένο» ξύλο βγαίνει ο ήχος στρογγυλός και μαγικός. Είναι όμως και το καπάκι του μπουζουκιού που κι αυτό χρειάζεται καλό και δουλεμένο ξύλο, αλλά κυρίως καλής ποιότητας.
Όποιος ρωτούσε τον Ζοζέφ τι είναι πιο σημαντικό στην κατασκευή ενός μπουζουκιού απαντούσε με τέσσερις λέξεις: «Τα χέρια του μάστορα». 
Ο Μανώλης Χιώτης είχε αποκαλέσει τον Τερζιβασιάν «Στραντιβάριους του μπουζουκιού».
Μέχρι τους τελευταίους μήνες του 1998, ο Ζοζέφ εξακολουθούσε ν’ ασχολείται με την τέχνη του. Κατασκεύαζε, αλλά και επισκεύαζε μπουζούκια που του πήγαιναν γνωστοί σολίστες ή και μαθητευόμενοι…..



Το οργανοποιείο του περίφημου Ζοζέφ Τερζιβασιάν ( όρθιος αριστερά) στη Π. Κοκκινιά.
Δεξιά στη φωτογραφία με το μπουζούκι του Ο αείμνηστος Γιάννης Παπαϊωάννου.


Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

Άλκης Αλκαίος (1949 - 2012)




«…καθώς μας φώτιζαν το δρόμο οι σελίδες απ’ το κομμουνιστικό μας μανιφέστο»

ΑΠΟ ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ Τριτη 10 Δεκεμβριου 2024

Σαν σήμερα 
10.12.2012 έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Άλκης Αλκαίος (1949 - 2012)


«Μανουέλ Ντουάρντε απ’ το Πράσινο Ακρωτήρι
ίσως ποτέ και να μη δω το πρόσωπό σου
ωστόσο αν κρίνω απ’ το αιμάτινο γραφτό σου
θα πρέπει να ’ναι γιομάτο από λιοπύρι.

Ελμπέρτο Κόμπος Παναμέζε αδελφέ μου
ίσως ποτέ να μην ακούσω τη φωνή σου
ωστόσο ασίγαστη θε να ‘ναι σαν τη γη σου
αν κρίνω απ’ τα μηνύματα του ανέμου.

Ναϊμ Ασχάμπ απ’ τις όχθες του Ιορδάνη
ίσως ποτέ και να μη σφίξουμε το χέρι
ωστόσο δίπλα μου αγρυπνάει το ίδιο αστέρι
που δίπλα σου αγρυπνάει κι αυτό μου φτάνει.

Απόψε σμίξαν τις καρδιές μας
σ’ έναν έστω στιγμιαίο συντονισμό
ίδιες ελπίδες καθώς μας φώτιζαν το δρόμο
οι σελίδες απ ’το κομμουνιστικό μας μανιφέστο»

(Φλεβάρης 1848). Στίχοι: Αλκης Αλκαίος.
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος. Ερμηνεύει η Μαρία Δημητριάδη

Αυτοί οι στίχοι – δημοσιευμένοι στο «Ρ» στο τέλος της δεκαετίας του ’70 στάθηκαν η αφορμή της γνωριμίας του Αλκη Αλκαίου, με τον Θάνο Μικρούτσικο ο οποίος διαβάζοντάς τους τους μελοποίησε δημιουργώντας το εκπληκτικό αυτό τραγούδι που ερμήνευσε μοναδικά η Μαρία Δημητριάδη. Η γνωριμία του με τον συνθέτη έφερε μία από τις μακροβιότερες και σπουδαιότερες συνεργασίες δημιουργών στο ελληνικό τραγούδι, με δίσκους – ορόσημα, όπως το «Εμπάργκο» (1982) και «Στου αιώνα την παράγκα» (1996)».

Το απόσπασμα που προηγήθηκε είναι από δημοσίευμα στον «Ριζοσπάστη» (Κυριακή 16 Δεκέμβρη 2012 – Σ.Α). Λίγες μέρες πριν, 10 Δεκεμβρίου 2012, είχε φύγει από τη ζωή ο Βαγγέλης Λιάρος (1949 -2012), ο ποιητής Άλκης Αλκαίος.

Ακολουθεί η συνέχεια του κειμένου, με στοιχεία για τη ζωή του και το έργο του, μαζί με μελοποιημένους στίχους του.

«Ο Αλκης Αλκαίος, που με την παρουσία του λάμπρυνε τη μουσική σκηνή του τόπου μας, γεννήθηκε κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα και από πολύ μικρός «πολιτογραφήθηκε» κάτοικος Πάργας, αφού τον περισσότερο καιρό έμενε εκεί, αγναντεύοντας το απέραντο γαλάζιο και γράφοντας τους υπέροχους στίχους των τραγουδιών του, έχοντας σαν «δάσκαλό του» την ποίηση του Κ. Καρυωτάκη. Το όνομά του το πήρε από το θείο του ΕΛΑΣίτη, που σκοτώθηκε σε ηλικία 23 χρόνων. Ο αδελφός της μητέρας του Ντίνος Ζήκος ήταν Μακρονησιώτης, μέλος του ΚΚΕ του οποίου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Ο Β. Λιάρος σπουδάζει στη Νομική Σχολή την περίοδο της χούντας και τον Αύγουστο του 1973 συλλαμβάνεται για τη δράση του και κρατείται για μήνες στην Ασφάλεια, πράγμα που επιδεινώνει την επιβαρυμένη του υγεία. Μετά τη μεταπολίτευση γίνεται μέλος του ΚΚΕ στην Οργάνωση των Δικηγόρων.

Στα Γράμματα εμφανίστηκε το 1967, με την έκδοση ενός μικρού δοκιμίου για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη. Το 1983 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΕΤΝΕΜ (ιδρυτής του ήταν ο Θάνος Μικρούτσικος) το βιβλίο του «Εμπάργκο – Ποιήματα», το οποίο περιλαμβάνει και το εμβληματικό ποίημα «Πρωινό τσιγάρο», αφιερωμένο στη μνήμη του πρόωρα χαμένου Μάνου Λοΐζου:

«Αδειοι οι δρόμοι δε φάνηκε ψυχή
και το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη Δύση
και γω σε γυρεύω σαν μοιραία λύση
και σαν Ανατολή»

Ζώσα ποίηση δεμένη με τη ζωή και τους αγώνες του λαού

Οι στίχοι του – ζώσα ποίηση γραμμένη για τη ζωή με τους αγώνες και τις προσδοκίες της, για τον άνθρωπο και τα όνειρά του, για την ομορφιά και για τον έρωτα, ενέπνευσαν τους σημαντικότερους συνθέτες μας, όπως Θάνος Μικρούτσικος, Μάριος Τόκας, Μίλτος Πασχαλίδης, Σωκράτης Μάλαμας, Μπάμπης Στόκας, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Δημήτρης Ζερβουδάκης, Νότης Μαυρουδής, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας, Χρήστος Θηβαίος, Φίλιππος Πλιάτσικας, Σταμάτης Μεσημέρης, Χριστόφορος Κροκίδης, Δημήτρης Ψαρράς. Εκτός από τις ερμηνείες των τραγουδοποιών χαρακτηριστικές είναι και οι ερμηνείες των Δημήτρη Μητροπάνου, Μαρίας Δημητριάδη, Μανώλη Μητσιά, Χαρούλας Αλεξίου, Γιώργου Νταλάρα, Μελίνας Κανά, Ελευθερίας Αρβανιτάκη, κ.ά.


Ποιος δεν τραγούδησε την Πιρόγα…

Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη
και την τρελή σου κυνηγάει σκιά
πώς να ημερέψει ο νους μ΄ ένα σεντόνι
πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά
αγάπη που σε λέγαμ΄ Αντιγόνη.

Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει
και σε ποιο γαλαξία να σε βρω
εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι
κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό
που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι»…

Ακούγοντας ξανά και ξανά τα τραγούδια που έγραψε, διαβάζοντας ξανά τους στίχους του, μπορεί να διακρίνει κανείς ότι και με τα πιο απλά υλικά των στίχων του ο Αλκαίου έκανε τέχνη και μας θυμίζει αυτό που έχει πει ένας άλλος θεράπων της γλώσσας και της ψυχής, ο Γ. Χειμωνάς ότι δηλαδή «ο σκοπός της Τέχνης είναι ένα πράγμα πάρα πολύ συγκεκριμένο. Η Τέχνη είναι για να παίρνει στα χέρια της το ανεκπλήρωτο όραμα του ανθρώπου…
«Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί»…

«Η Τέχνη είναι για να παίρνει στα χέρια της αυτήν την αθεράπευτη στέρηση του ανθρώπου, να τη δουλεύει και να την επιστρέφει πάλι στους ανθρώπους».


«Το μπάντζο σφίγγανε στα χέρια οι μιγάδες
δέκα ρεπόρτερ καταγράφαν τα συμβάντα
πριν στο χορό τους μας τραβήξουν οι μαινάδες
οι ανεμώνες μας βρεθήκαν μείον σαράντα.

Πού πας χλομός καλέ μου Μιγκέλ
γέμισε ο τόπος κίτρινες τουλίπες
και στην πλατεία Χόρχε ντ΄ Αλβαράδο
περιπολούν δεινόσαυροι και γύπες.

Οι σεισμολόγοι στο Παλάσιο Νασιονάλ
τα βάζανε με τους κρατήρες της Σάντα Αννα
φοράς σομπρέρο κι έχεις πρόσωπο οβάλ
κι ούτε που πρόλαβες να παίξεις στην αλάνα.

Πού πας γυμνός καλέ μου Μιγκέλ
γέμισε ο τόπος με κηλίδες απουσίας
τις τεφροδόχους κλείσαν σε κρυφή σπηλιά
και μας πουλάν ενέσεις ευθυμίας»

(Στίχοι: Αλκης Αλκαίος. Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος.
Ερμηνευτές 1.Μαρία Δημητριάδη – 2.Υπόγεια Ρεύματα).


Η ποίηση έχει την ανάγκη και τη δύναμη να χτυπάει την πόρτα του παρόντος κυοφορώντας πάντα τα σημάδια μελλοντικών εικόνων.

«Ολα ή τίποτα του δρόμου μας το ρίσκο, κι όλα στο τίποτα θαρρώ τώρα τα βρίσκω. Μα στη ζωή κάθε στιγμή τέλος κι αρχή, κάτι θα βρούμε σαν ταξί μεσ΄ τη βροχή. Μου ‘πες να γράψω ένα αιμάτινο τραγούδι μα ποιο τραγούδι αναπληρώνει τη ζωή; Περνώ στ΄ αυτί σου ένα κόκκινο λουλούδι για να σου πει τι λέει του ανέμου η πνοή» μελοποίησε και τραγούδησε ο Διονύσης Τσακνής με την Ασπασία Στρατηγού.

Ηταν το 1999, τότε που τρεις σπουδαίοι καλλιτέχνες – απόντες σήμερα και οι τρεις – ένωσαν τη φωνή τους και μας έδωσαν τραγούδια λαϊκά, του κεφιού και της παρέας, σμιλεμένα με το λόγο του Αλκη Αλκαίου, τις νότες του Μάριου Τόκα και την ανόθευτη φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου. Ο λόγος για το δίσκο «Εντελβάις», μια δουλειά που δημιουργήθηκε «με πολλή αγάπη», όπως είχε πει ο Δημήτρης Μητροπάνος. Τραγούδια με έντονη τη σφραγίδα του ζεϊμπέκικου, όπως το «Κιφ» και το «Σαββατόβραδο», αλλά και άλλων λαϊκών ρυθμών, συνέθεσαν αυτήν την τριμερή, ατμοσφαιρική συνεργασία. Μια συνεργασία, που όπως είχε πει τότε ο Μ. Τόκας «με κάνει να νιώθω άνθρωπος. Ολα τα τραγούδια γράφτηκαν αντικριστά με τον Αλκη Αλκαίο και τον Δημήτρη Μητροπάνο. Πήρα πολλά από τον Αλκη. Ο Μητροπάνος μας έδωσε την ψυχή του. Του είμαστε ευγνώμονες».

Ποιητικά σύμβολα γεννημένα στο παρελθόν αναγνωρίζουν καινούρια πάντα μηνύματα. Αδέσμευτα και οικουμενικά τα ποιητικά μηνύματα εξελίσσονται με κάθε ανάγνωση, σε κάθε εποχή, μέσα σε νέες ή διαφορετικές συνθήκες από εκείνες που ενέπνευσαν, που επηρέασαν τους φορείς, τους οραματιστές της ζωής, τους ποιητές των τραγουδιών.

«Οσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι.

Οσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι».

Αυτός ήταν ο Αλκης Αλκαίος όπως τον γνωρίσαμε μέσα από τους στίχους του.


«Πάρε τη ζωή στα δυο σου χέρια
τις γροθιές σου χτύπα στα μαχαίρια
θα ‘φευγαν τα σύννεφα φαντάσου
αν κουνούσες λίγο τα φτερά σου.

Πουλί σε δέντρο αρχοντικό παλιό τραγούδι λέει
αυτός που όλα τα ‘χασε ματώνει μα δεν κλαίει
αν δε φυσήξει ο άνεμος το φύλλο δε σαλεύει
αν δε θυμώσει η θάλασσα το κύμα δε χορεύει»».


ΑΠΟ ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ Τριτη 10 Δεκεμβριου 2024

ΑΛΚΗΣ ΑΛΚΑΙΟΣ