Ο Κώστας Βιδάλης, δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη», αφήνει την τελευταία του πνοή στον Θεσσαλικό κάμπο, άγρια δολοφονημένος από συμμορία ακροδεξιών.
O Σούρλας με συμμορίτες του και δεξιά ο Κώστας Βιδάλης | Τύπος της εποχής
Ο δημοσιογράφος πρέπει να ενοχλεί. Αν δεν ενοχλεί κάνει δημόσιες σχέσεις και όχι δημοσιογραφία. Αυτό είναι ένα βασικό θεώρημα. Ταυτόχρονα, ωστόσο, αυτή η «ενόχληση» μπορεί να τον φέρει αντιμέτωπο με θανάσιμους κινδύνους. Αυτό το ξέρει. Αναγνωρίζει τους κινδύνους. Κάποιοι, ίσως οι περισσότεροι, μπροστά σε αυτή τη συνθήκη υποχωρούν και συνθηκολογούν. Υπάρχουν και εκείνοι, ωστόσο, που κοιτάνε τον κίνδυνο κατάματα και πηγαίνουν καταπάνω του.
Ένας από αυτούς τους δημοσιογράφους ήταν και Κώστας Βιδάλης, ο οποίος μια ημέρα σαν σήμερα, πριν από 77 χρόνια, έπεφτε νεκρός, άγρια δολοφονημένος από μια ακροδεξιά συμμορία που δρούσε και τρομοκρατούσε τους πολίτες στον Θεσσαλικό κάμπο.
Ένας δημοσιογράφος που τιμούσε την αποστολή του
Ο Κώστας Βιδάλης γεννήθηκε το 1904 στην Αθήνα. Ο πατέρας του ήταν μαρμαράς και η μάνα του ράφτρα. Φτωχή οικογένεια που με δυσκολία, αλλά αξιοπρέπεια, κατάφερνε να βγάζει τα προς το ζην. Ο μικρός Κώστας γνώρισε από νωρίς το σκληρό πρόσωπο της ζωής αφού έχασε τον πατέρα του όταν ήταν ακόμα μαθητής. Αναγκάστηκε να αφήσει για λίγο το σχολείο προκειμένου να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού, ώστε, να βοηθάει την μητέρα του στα οικονομικά του σπιτιού.
Παρά τις δυσκολίες, ο Κώστας, επέστρεψε στο σχολείο (ενώ παράλληλα δούλευε). Τελειώνοντας το Γυμνάσιο κατόρθωσε να περάσει στη Νομική σχολή της Αθήνας.
Ουδέποτε την ολοκλήρωσε και αυτό γιατί είχε βρει ήδη τι ήθελε να κάνει στη ζωή του. Ήθελε να γίνει δημοσιογράφος. Ήταν ερωτευμένος με αυτή τη δουλειά. Άρχισε να γράφει σε διάφορα έντυπα και αρχικά φαίνεται πως έχει μια ιδιαίτερη προτίμηση στο οικονομικό ρεπορτάζ, όπου, μάλιστα, καταφέρνει να διακριθεί ανάμεσα στους συναδέλφους του.
Εκτός από δημοσιογράφος, ωστόσο, ο Βιδάλης είναι και ένας πολιτικά στρατευμένος άνθρωπος. Όταν συνδυάσει αυτά τα δυο θα βρεθεί στον «Ριζοσπάστη». Πηγαίνει ως απεσταλμένος στη Βαρκελώνη προκειμένου να καλύψει την «Σπαρτακιάδα», την αθλητική διοργάνωση που ήταν η «απάντηση» των κομμουνιστών στον ελιτισμό των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Μένει εκεί για να καλύψει το ξέσπασμα του Ισπανικού εμφυλίου κάτι που τον σημαδεύει τόσο δημοσιογραφικά όσο και πολιτικά.
Ένας δημοσιογράφος που τιμούσε την αποστολή του
Ο Κώστας Βιδάλης γεννήθηκε το 1904 στην Αθήνα. Ο πατέρας του ήταν μαρμαράς και η μάνα του ράφτρα. Φτωχή οικογένεια που με δυσκολία, αλλά αξιοπρέπεια, κατάφερνε να βγάζει τα προς το ζην. Ο μικρός Κώστας γνώρισε από νωρίς το σκληρό πρόσωπο της ζωής αφού έχασε τον πατέρα του όταν ήταν ακόμα μαθητής. Αναγκάστηκε να αφήσει για λίγο το σχολείο προκειμένου να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού, ώστε, να βοηθάει την μητέρα του στα οικονομικά του σπιτιού.
Παρά τις δυσκολίες, ο Κώστας, επέστρεψε στο σχολείο (ενώ παράλληλα δούλευε). Τελειώνοντας το Γυμνάσιο κατόρθωσε να περάσει στη Νομική σχολή της Αθήνας.
Ουδέποτε την ολοκλήρωσε και αυτό γιατί είχε βρει ήδη τι ήθελε να κάνει στη ζωή του. Ήθελε να γίνει δημοσιογράφος. Ήταν ερωτευμένος με αυτή τη δουλειά. Άρχισε να γράφει σε διάφορα έντυπα και αρχικά φαίνεται πως έχει μια ιδιαίτερη προτίμηση στο οικονομικό ρεπορτάζ, όπου, μάλιστα, καταφέρνει να διακριθεί ανάμεσα στους συναδέλφους του.
Εκτός από δημοσιογράφος, ωστόσο, ο Βιδάλης είναι και ένας πολιτικά στρατευμένος άνθρωπος. Όταν συνδυάσει αυτά τα δυο θα βρεθεί στον «Ριζοσπάστη». Πηγαίνει ως απεσταλμένος στη Βαρκελώνη προκειμένου να καλύψει την «Σπαρτακιάδα», την αθλητική διοργάνωση που ήταν η «απάντηση» των κομμουνιστών στον ελιτισμό των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Μένει εκεί για να καλύψει το ξέσπασμα του Ισπανικού εμφυλίου κάτι που τον σημαδεύει τόσο δημοσιογραφικά όσο και πολιτικά.
Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, θα «πέσει» πάνω στην επιβολή της δικτατορίας από τον Ιωάννη Μεταξά. Παρά το γεγονός ότι, πλέον, τα πράγματα είναι δύσκολα για μαχητικούς δημοσιογράφους, ο Βιδάλης αποκαλύπτει ένα σκάνδαλο που είχε ως κεντρικό πρόσωπο τον επιχειρηματία (και άνθρωπο του μεταξικού καθεστώτος) Μποδοσάκη.
Η δημοσιογραφική αυτή επιτυχία του «χαρίζει» μια θέση ανάμεσα στους εξόριστους, πολιτικούς κρατούμενος, στα Κύθηρα.
Τίποτα από αυτά, όμως, δεν πτοεί τον Βιδάλη. Μετά την εξορία γίνεται και επίσημα μέλος του ΚΚΕ και γίνεται γραμματέας της Επιτροπής Κεντρικής Διαφώτισης του ΕΑΜ.
Τίποτα από αυτά, όμως, δεν πτοεί τον Βιδάλη. Μετά την εξορία γίνεται και επίσημα μέλος του ΚΚΕ και γίνεται γραμματέας της Επιτροπής Κεντρικής Διαφώτισης του ΕΑΜ.
Παράλληλα, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο στήσιμο του δικτύου του παράνομου αντιστασιακού Τύπου, με ναυαρχίδα τη θρυλική «Ελεύθερη Ελλάδα», που στήθηκε σε ένα μυστικό τυπογραφείο στην Καλλιθέα
Παρά τις επιτελικές θέσεις που είχε αρχίσει να αποκτά, ο Βιδάλης παρέμενε ένας ενεργός ρεπόρτερ. Ήθελε και ουσιαστικά απαιτούσε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του ρεπορτάζ.
Παρά τις επιτελικές θέσεις που είχε αρχίσει να αποκτά, ο Βιδάλης παρέμενε ένας ενεργός ρεπόρτερ. Ήθελε και ουσιαστικά απαιτούσε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του ρεπορτάζ.
Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η παρουσία του στη θρυλική «Μάχη της Σοδειάς» τον Ιούλιο του 1944, όταν οι Ναζί που υπέφεραν από την κατάρρευση των πολεμικών μετώπων και είχαν τεράστια προβλήματα επιμελητείας, αποφάσισαν, σε αγαστή συνεργασία με τους ντόπιους συνεργάτες τους, να αρπάξουν καρπούς και τρόφιμα από τους αγρότες του Θεσσαλικού κάμπου.
Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ συγκρότησαν ειδικές ένοπλες ομάδες που προστάτευαν τη σοδειά και έδωσαν σκληρές μάχες με τους ναζί.
Όταν η «Μάχη της Σοδειάς» έληξε νικηφόρα για τους αντάρτες, ο Βιδάλης επέστρεψε στα γραφεία του Ριζοσπάστη, μαύρος από τους καπνούς, ρακένδυτος και με πρησμένα μάτια από τις κακουχίες, έδωσε το ρεπορτάζ του και επέστρεψε στο σπίτι του για να ξεκουραστεί.
Η άγρια δολοφονία ενός μάρτυρα της δημοσιογραφίας
Μετά από τη θρυλική «Μάχη της Σοδειάς», ο Βιδάλης δέθηκε συναισθηματικά με τους ανθρώπους του κάμπου.
Μετά από τη θρυλική «Μάχη της Σοδειάς», ο Βιδάλης δέθηκε συναισθηματικά με τους ανθρώπους του κάμπου.
Μετά τα Δεκεμβριανά και τη «Συμφωνία της Βάρκιζας», οι ντόπιοι που τόσο είχε δεθεί μαζί τους ο Βιδάλης, βιώσαν στο πετσί τους τις «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» που οργάνωσε το εμφυλιακό κράτος και εφάρμοσαν διάφορες παρακρατικές και ακροδεξιές οργανώσεις. Η Θεσσαλία «φλεγόταν» και ο Βιδάλης ήθελε να είναι εκεί και να καταγράφει τα όσα βίωναν οι φτωχοί αγρότες.
Ήταν, πλέον, πολιτικός συντάκτης αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να θέλει να πάει σε ένα (κατ’ ουσίαν) πολεμικό μέτωπο.
Ήταν, πλέον, πολιτικός συντάκτης αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να θέλει να πάει σε ένα (κατ’ ουσίαν) πολεμικό μέτωπο.
Δεν τον εμπόδισαν ούτε οι προειδοποιήσεις των συναδέλφων του πως αν πάει εκεί κινδυνεύει η ζωή του αφού δρουν αδίστακτες παρακρατικές συμμορίες, όπως αυτή του αδίστακτου, ακροδεξιού, φονιά Σούρλα.
Ο Βιδάλης, ωστόσο, δεν καταλαβαίνει από αυτά.
Φεύγει για τη Θεσσαλία και αρχίζει να κάνει ρεπορτάζ με τον τρόπο που εκείνος ήξερε.
Φεύγει για τη Θεσσαλία και αρχίζει να κάνει ρεπορτάζ με τον τρόπο που εκείνος ήξερε.
«Κανείς δεν τον έστειλε στη Θεσσαλία, στο στόμα του λύκου. Πήγε μόνος του. Θεληματικά.
Και ο Καραγιώργης (σσ: διευθυντής τότε του Ριζοσπάστη) και οι συνάδελφοί του προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν, να μην τον αφήσουν να φύγει.
Δεν άκουγε, όμως.
Μέρες είχε μείνει άγρυπνος με φουρτουνιασμένη καρδιά, με την αγωνία πως οι Σούρληδες καίγαν τα χωριά, άρπαζαν το βιος του κοσμάκη, έδερναν μέχρι θανάτου τους αγρότες, βίαζαν γυναίκες, σκότωναν αγωνιστές», έλεγε αργότερα η σύντροφος του δημοσιογράφου, Κάτια Βιδάλη.
«Δεν πρόκειται ν” ακούσω πια κανέναν. Η Θεσσαλία έχει γίνει ένα απέραντο σφαγείο. Οσοι γλίτωσαν από των Γερμανών το βόλι, σφάζονται σαν αρνιά. Είμαι δημοσιογράφος, πρέπει να κάμω τη δουλιά μου, να καταγγείλω όλο αυτό το όργιο της τρομοκρατίας. Ν’ αποκαλύψω τους δράστες», έλεγε ο ίδιος και έφυγε «σαν σίφουνας» για τη Λάρισα.
«Δεν πρόκειται ν” ακούσω πια κανέναν. Η Θεσσαλία έχει γίνει ένα απέραντο σφαγείο. Οσοι γλίτωσαν από των Γερμανών το βόλι, σφάζονται σαν αρνιά. Είμαι δημοσιογράφος, πρέπει να κάμω τη δουλιά μου, να καταγγείλω όλο αυτό το όργιο της τρομοκρατίας. Ν’ αποκαλύψω τους δράστες», έλεγε ο ίδιος και έφυγε «σαν σίφουνας» για τη Λάρισα.
Μερικές ημέρες αργότερα ο Ριζοσπάστης θα δημοσιεύσει το ρεπορτάζ του Βιδάλη που αποκάλυπτε μια ζοφερή, εφιαλτική κατάσταση για τους φτωχούς αγρότες στον κάμπο. Όπως ήταν φυσικό τόσο το ρεπορτάζ όσο και η παρουσία του Βιδάλη στην περιοχή, ενόχλησε. Ήταν ένα αγκάθι.
Στις 13 Αυγούστου 1946, ο Βιδάλης, ταξίδευε από Λάρισα για Βόλο. Ήταν η μέρα που ο «Ριζοσπάστης» πήρε το τελευταίο του μήνυμα: «Λογαριάζω να ‘μαι αυτού Παρασκευή βράδυ, 16 του μηνός. Μάζεψα φοβερό υλικό. Θα τα πούμε».
Στο χωριό Πλατύκαμπος, κοντά στο Κιλελέρ, 10 χιλιόμετρα από τη Λάρισα σταματούν το τρένο συμμορίτες του Σούρλα. Πάνοπλοι εισβάλλουν στα βαγόνια του και, μπροστά σε αξιωματικούς του στρατού που παρακολουθούν χωρίς να αντιδράσουν, αρπάζουν τον Βιδάλη. Ακόμα και στο μικρό καφενείο του γειτονικού χωριού Μελία, όπου τον οδηγούν, εκείνος κάνει ρεπορτάζ, ρωτώντας τους χωρικούς για τη ζωή τους, για τη σοδειά.
Στις 13 Αυγούστου 1946, ο Βιδάλης, ταξίδευε από Λάρισα για Βόλο. Ήταν η μέρα που ο «Ριζοσπάστης» πήρε το τελευταίο του μήνυμα: «Λογαριάζω να ‘μαι αυτού Παρασκευή βράδυ, 16 του μηνός. Μάζεψα φοβερό υλικό. Θα τα πούμε».
Στο χωριό Πλατύκαμπος, κοντά στο Κιλελέρ, 10 χιλιόμετρα από τη Λάρισα σταματούν το τρένο συμμορίτες του Σούρλα. Πάνοπλοι εισβάλλουν στα βαγόνια του και, μπροστά σε αξιωματικούς του στρατού που παρακολουθούν χωρίς να αντιδράσουν, αρπάζουν τον Βιδάλη. Ακόμα και στο μικρό καφενείο του γειτονικού χωριού Μελία, όπου τον οδηγούν, εκείνος κάνει ρεπορτάζ, ρωτώντας τους χωρικούς για τη ζωή τους, για τη σοδειά.
Οι συμμορίτες του Σούρλα, οδηγούν τον Βιδάλη στο νεκροταφείο του χωριού. Τον βασανίζουν φρικτά προκειμένου να τους πει μυστικά του ΚΚΕ. Εκείνος δεν τους δίνει την παραμικρή πληροφορία και όταν εκείνοι αντιλαμβάνονται πως δεν πρόκειται να «κερδίσουν» κάτι, τον εκτελούν εν ψυχρώ με πέντε σφαίρες. Στη συνέχεια πέταξαν το άψυχο κορμί του Βιδάλη σε ένα χωράφι. Τα αγρίμια και τα όρνια της περιοχής, έφαγαν τις σάρκες του δημοσιογράφου.
Μερικές εβδομάδες μετά, μια ηλικιωμένη αγρότισσα, η Σουλτάνα Τζουβάρα, κατευθύνει σκόπιμα τις γαλοπούλες της για να βοσκήσουν προς την Κούμια και εκεί, με κίνδυνο της ζωής της, μάζεψε όσα οστά βρήκε και στη συνέχεια τα έθαψε σε κοντινή απόσταση.