Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

ΣΤΟ ΤΖΑΝΤΕ...ΤΣΗ ΤΥΡΙΝΗΣ...




«Την Κυριακή της Τυρινής οι Ζακυνθινοί δεν την βλέπανε σαν τη μεγαλύτερη γιορτή του νησιού (το προνόμιο αυτό το είχε ο γιορτασμός του Αγίου Διονύση), άλλα όλοι συμφωνούσανε πως ήτανε η πιο διασκεδαστική ημέρα του χρόνου. 

Θα έλεγε κανείς ότι ξέροντας πως από την αυριανή θ’ άρχιζε η ατέρμονη και βαρετή Μεγάλη Σαρακοστή με την τυραννική νηστεία της, οι Τζαντιώτες γυρεύανε να συνοψίσουνε, απόγιομα μέσα, τις περασμένες εμπειρίες τριών βδομάδων ξέφρενου γλεντιού.

Όλα τα μπαλκόνια των αρχοντικών της Πλατείας Ρούγας ήτανε στολισμένα με πολύχρωμα χαλιά, που φτάναν ως εκεί π’ αρχίζανε τα βόλτα. Βάγια, μυρτιές και κάθε λογής μυριστικά στολίζανε τις σιδεριές και τις τζελουζίες.
Σα σκοτείνιαζε λίγο, όλα αυτά τα παλατάκια φεγγοβολούσανε. 
Τόρτσες, φανάρια, δαυλοί και αμέτρητα βεγγαλικά φωτίζανε τον κάτωθες δρόμο.
Το σουλάτσο του κόρσου άρχιζε από τον Πλατύφορο, έφτανε στον 'Αη Παύλο και γύριζε πάλι πίσω. 
Ένα πλήθος από πρόχειρες «μποτέγες» εστήνουνταν κάτω από τις κολονάδες και πουλούσανε κάθε λογής ροζόλια, παντεσπάνι, παστέλι, μαντολάτο, σουμάδες και φριτούρες.

Στο πλάτωμα του Αη Παύλου και σ’ εκείνα των Αγίων Σαράντα, της Ανάληψης, του Γιοφυριού, καθώς και στον ίδιο τον Πλατύφορο, διάφορες συντροφιές («θίασοι» θα τους έπεφτε πολύ!) παίζανε τις περίφημες ζακυνθινές «Ομιλίες». 
Έβλεπες εκεί την Αρετούσα να ενθουσιάζεται με τον Έρωτόκριτο και από την πολλή συγκίνηση να ξεπετιέται από τη γυναικεία μάσκα της η άκρη του πιο αρειμάνιου μουστακιού. Τα ίδια πάθαινε παρακάτω και η καημένη η Σάρα στη «Θυσία του Αβραάμ». Κι άσε κείνον τον «Γάμο του Κοντογιαννάκη μετά της Άγγελικούλας Μπότση», που γι’ ανεξήγητους σε μας λόγους τόσο ενθουσίαζε τους Τζαντιώτες του καιρού εκείνου.
Άσχετα όμως από τους σταθμούς αυτούς, στην ίδια την Πλατεία Ρούγα διαβαίνανε το ένα πίσω από τ’ άλλο τα στολισμένα άρματα, που το καθένα τους παρίστανε κάποια ιστορική, οικογενειακή η άλλη διασκεδαστική σκηνή. 
Μερικά από αυτά κουβαλούσανε μουζικάντηδες και τραγουδιστάδες, που ψάλλανε ερωτικές καντάδες σε κάποιαν. . . ανύπαρκτη «καλή» τους, ενώ πάνω από τα κεφάλια τους κρεμότανε ένας φωτισμένος γλόμπος που παρίστανε το φεγγάρι.
Άλλοι πάλι, που το κάρο τους ήταν φορτωμένο με στάχυα μιμούνταν τους θεριστάδες. 
Έβλεπες ακόμα ένα κάρο γεμάτο μάσκαρες, με κεφάλια ζώων μαντηλοδεμένα και τον κτηνίατρο που τα κουράριζε.
Άλλα πού να παρακολουθήσεις όλα αυτά τα θεάματα ! 'Ο καθένας σταματούσε κι άκουγε ό,τι του γουστάριζε κι άφηνε τ’ άλλα για. . . του χρόνου.
Τελικά, κατά τις 6 το απόγιομα, κρεμούσανε από το καμπαναριό των 'Αγίων Πάντων ένα μάτσο σκόρδα κι άλλες πρασινάδες και η βαρύτερη της εκκλησιάς καμπάνα ειδοποιούσε τους πιστούς πως σε λίγες ώρες θ’ άρχιζε η Μεγάλη Σαρακοστή. 
Αυτό ήτανε και το σύνθημα για κάπου τρεις ώρες ξέφρενου γλεντιού.
Γύρω στις 9 το βράδυ ο ενθουσιασμός τού κοσμάκη έφτανε στο κατακόρυφο κι όλοι πια ετοιμάζονταν για το ηρωικό φινάλε της «σεμνής» αυτής γιορτής. 
Ενώ οι Άγιοι Πάντες νεκροσημαίνανε και μια μπάντα έπαιζε πένθιμα εμβατήρια, ξεκινούσε από την εκκλησία η κηδεία τού Καρνάβαλου: το Πόβερο Καρναβάλε.
Τις ταινίες του μαυροντυμένου φέρετρου (πού στο καπάκι του φάνταζε μία θεόρατη μάσκα) κρατούσανε τέσσερεις (υποθετικοί) μεγιστάνες. 
Πίσω ερχότανε ο βασιλιάς φορώντας την κορόνα του και μετά μια ολόκληρη κουστωδία από «μεγάλους άρχοντες», με φανάρια και λαμπάδες στο χέρι. 
Το μασκοφορεμένο πόπολο, που ακολουθούσε «άδον και ορχούμενον», φώναζε κάθε τόσο κάτι σπαρακτικά «πόβερο καρναβάλε! κλαίγοντας τάχατες το «φτωχό καρναβάλι, που πέθανε και το κηδεύανε. 
Αυτή η... πενθιμοκωμική περιφορά περνούσε από τους κυριότερους δρόμους της πολιτείας και κατάληγε στον Πλατύφορο, την κεντρική δηλαδή πλατεία, όπου ο κόσμος, πεθαμένος από τα γέλια και την κούραση της ατέλειωτης περαντζάδας, το έριχνε στα ροζόλια και τις ορτζάδες.
Αυτή όμως η παρένθεση δεν κρατούσε πολύ, γιατί γρήγορα φτάνανε τα μεσάνυχτα. 
Δώδεκα η ώρα ίν πούντο όλα τα καμπαναρία της Χώρας αρχίζανε να βαράνε πένθιμα, αναγγέλλοντας το σταμάτημα των Απόκρεω και την αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής. 
Ο κόσμος τότε με... κατεβασμένα αυτιά, γύριζε σπιτάκι του λυπημένος που τέλειωσε μια τέτοια ήμερα, άλλα και επειδή από αύριο ξεκινούσε ο μαραθώνιος της σαρανταήμερης νηστείας.
Γιατί η νηστεία τα χρόνια κείνα δεν ήτανε παίξε γέλασε για τους απλούς ανθρώπους το ν’ αρτυθείς νηστίσιμη ισοδυναμούσε με.. . προδοσία της Ορθοδοξίας και της φυσικής επέκτασής της, δηλαδή του ίδιου του Γένους.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ, ΑΝΤΑΤΖΙΟ ΚΑΙ ΦΟΥΓΚΑ, τ.2, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΙΑ

Dionisis Vitsos
ΔΕΣ ΑΚΟΜΗ:

ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΑ ΗΘΗ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΜΑΣ


Αλίευση - Παρουσίαση Viva.La.Revolucion