Πέμπτη 9 Αυγούστου 2018

--ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ !!



Μέρες τώρα θέλω να γράψω κάτι για όλους αυτούς τους συνανθρώπους μας που γκρεμίστηκε η ζωή τους συνθέμελα από μια φυσική καταστροφή βεβαίως αλλά και από την αναισθησία την αβελτηρία, την αδιαφορία, την ανικανότητα των ιθυνόντων. Τους νεκρούς, αλλά κι όσους έμειναν πίσω μ΄αδειανές τις αγκαλιές από τ΄αγαπημένα πρόσωπα, παιδιά, γονείς, συντρόφους, αδέλφια, φίλους, σωρούς από καπνισμένες πέτρες το βιος τους και κυρίως τη φρίκη, το πένθος στην καρδιά για όλη τους τη ζωή.

Δεν έβρισκα όμως τις λέξεις, λάκιζαν, έφευγαν οργισμένες, άδειαζε το μυαλό μου. Ίσως γιατί πέντε μέρες τώρα, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, τις μεταχειρίστηκαν με τον χειρότερο, συμφεροντολογικό πάντοτε τρόπο.
Όλοι μας, ο καθείς με τις δυνατότητες του, τρέξαμε να προσφέρουμε βοήθεια επιτόπου, αλλά και αίμα, τρόφιμα, ρούχα, για τις πρώτες ανάγκες τους. Μπράβο μας! Τι να του κάνουν όμως όλα αυτά του πατέρα που έχασε τα δυο του αγγελούδια, της μάνας που έσβησε στην αγκαλιά της το μωρό της, του γιου που ψάχνει εναγωνίως μέσα στο καμένο αυτοκίνητο για λίγη έστω στάχτη του γονιού του, της νιόπαντρης που άδειασε το κρεβάτι της πριν ακόμα χαρεί τη γλύκα του σμιξίματος; 
Παρηγοριά; Υπάρχει παρηγοριά για αυτό το δράμα; Ένα σας λέω. Σκεφτείτε πόσο αφύσικο, τραγικό, τερατώδες είναι, τα παιχνίδια, οι πιπίλες, να μην βρίσκονται πια στα χεράκια των παιδιών, αλλά στον πάγκο του ιατροδικαστή για την αναζήτηση του DNA, του παιδικού DNA!
Χάνεις τον γονιό σου σε μεγάλη ηλικία και χρόνια μετά αναρωτιέσαι με αγωνία και τύψεις, αν έκανες όσα έπρεπε ως την τελευταία του ώρα. 
Τυραννιέμαι σαν τον Ιώβ από την άνοια της μάνας μου κι όμως τρέμω στη σκέψη πως κάποια στιγμή δεν θα βλέπω το στήθος της ν΄ανεβοκατεβαίνει από την ανάσα της κι ας είναι ογδόντα οκτώ χρονών. Πως θα νοιώσουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι σαν περάσουν οι πρώτες μέρες, που είναι παγωμένα από το σοκ ακόμη κι από το ένστικτο της επιβίωσης τα συναισθήματα κι η δυνατότητα κατανόησης της τραγωδίας που πρωταγωνιστούν άθελά τους; 
Δεν έχασαν απλά τους δικούς τους, χάθηκαν με φριχτό θάνατο. Γιατί ακόμη κι ο θάνατος έχει διαβαθμίσεις.
Τι οφείλει να πράξει το κράτος σ΄όλες του τις μορφές, οι γύρω τους, εμείς οι ίδιοι για να στηρίξουμε τους επιζήσαντες, ώστε να συνεχίσουν την μαύρη κι άραχλη πια ζωή τους ή μάλλον να αρχίσουν ξανά τη ζωή τους από το μηδέν με το δυσβάστακτο κενό των απόντων τους, που ούτε μια φωτογραφία τους έμεινε για να αναπολούν τις ευτυχισμένες μέρες ; Δεν πρέπει να μείνουν μόνοι τους ούτε στιγμή, να μην εγκαταλειφθούν και βουλιάξουν στον πόνο τους.
 Εμείς με κάθε δυνατό, ευφάνταστο, διακριτικό τρόπο να τους απλώσουμε το χέρι, να ξέρουν πως είμαστε εκεί, γνωστοί κι άγνωστοι μ΄όλη μας την αγάπη. 
Όση η αγάπη οφείλουμε σ΄αυτούς με άλλη τόση οργή πρέπει να στραφούμε προς τους υπαίτιους και ν΄απαιτήσουμε την κάθαρση μέσω της τιμωρίας των υπευθύνων, των τωρινών και διαχρονικών υπευθύνων αλλά και τη διασφάλιση πως δεν θα ζήσουμε ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ παρόμοιες τραγικές καταστάσεις ή μήπως μαζικά εγκλήματα;


********************
Πού να ‘ξερες, πού να φανταζόσουν, όταν ήσουν μικρός και άφθαρτος, για τα όσα θα ξημέρωναν μια μέρα στο μέλλον. Απλά πορευόμαστε ανυποψίαστοι, σχεδόν κουρδισμένοι από έναν αυτόματο πιλότο επιβίωσης.
Κι όμως, κάποτε ξημερώνουν οι μέρες της πυρκαγιάς και της πλημμύρας. Ή για να το πούμε ξεκάθαρα, οι μέρες της οδύνης, του πόνου, της απώλειας. 
Αναπόφευκτα, τότε, κοιτάς πρώτα μέσα σου και διαπιστώνεις πως τα τέρατα έχουν πια ξυπνήσει και χορεύουν δίπλα σου για τα καλά. Πού να τα κοιμήσεις, πώς να τα κοροϊδέψεις;
Τα βλέπεις, αλλά πλέον τον πρώτο ρόλο δεν τον έχεις εσύ. Γιατί το νιώθεις βαθιά στο πετσί σου πως έχεις χάσει τον έλεγχο, την εξουσία να τα ορίσεις και να τα τιθασεύσεις. Να τα οδηγήσεις πίσω στην σπηλιά, για να τα κοιμήσεις. Είναι η ώρα που κοιτάς μέσα και γύρω σου και δε σε ξεγελά τίποτε. Γιατί., τώρα, εσύ αποδεικνύεσαι ελάχιστος και ανήμπορος μπροστά στις ανατροπές της ζωής.
Κάπως έτσι ψάχνεις έναν τρόπο, μία διαφυγή σε αυτή την ανελέητη πολιορκία. Οι αποθήκες σου έχουν στερέψει, αλλά ακριβώς πάνω σε τούτο το μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, ανάβει το μοναδικό φωτάκι που σου έχει απομείνει. Βιώνεις τη στιγμή που δεν αποτελείς πια το επίκεντρο του κόσμου. Το μοναδικό αντικείμενο ενός στρουθοκαμήλου, που διαρκώς παρέμενε προσηλωμένος γύρω από την περιοχή του ομφαλού του.
Μπορεί να είναι η πρώτη σου φορά και ίσως, γι’ αυτό να εκπλήσσεσαι από αυτή τη σύγκριση με τον έξω κόσμο και τους γύρω. Σίγουρα όμως, κάνεις ένα πρώτο λυτρωτικό βήμα και αναπάντεχα νιώθεις μία ανακουφιστική δύναμη, την ώρα της συντριβής σου. Γιατί αναλογίζεσαι πλέον τη ζωή και ταυτόχρονα τον πόνο του άλλου, συμμερίζεσαι το ζόρι του, εκπλήσσεσαι από τις δικές του συμφορές και απώλειες. Και τότε, ναι, βλέπεις και αργότερα συνειδητοποιείς βαθύτερα πως υπάρχουν τα ίδια και συχνά, ακόμη χειρότερα από τα δικά σου ζόρια.
Κάπου εκεί, γυμνός και ανυπεράσπιστος, απο-καλύπτεις – καλύτερα, εκθέτεις τον πόνο, τον όλεθρο, την ανεπάρκεια σου. Φανερώνεις τον εαυτό σου, όπως ακριβώς είναι: ασήμαντος και συντετριμμένος. Ξεπερνάς ίσως, το μάταιο και το λίγο, που έως τώρα όριζαν τον κόσμο και κυρίως την ψυχή σου. Απλώνεις τα χέρια σου και δέεσαι για δικαίωση. Ζητάς επιτέλους βοήθεια.
Ο Μάνος Ελευθερίου έγραφε στον «Καιρό των χρυσανθέμων»: «οι χαμένοι φίλοι έρχονται πάντα ξαφνικά. Χτυπούν την πόρτα σου – μιαν άλλη πόρτα. Δεν είναι το δικό σου σπίτι. Εσύ δεν είχες.»
Οι φίλοι σου, λοιπόν, είναι αυτοί που προσφέρουν γενναιόδωρα, ιδίως μετά τον κατακλυσμό, τα πρώτα, αναγκαία υλικά, για να στήσεις ξανά, κάτι από το πρωτινό σου όνειρο. Ή διαφορετικά, θερμαίνουν την ελπίδα, για να στεριώσεις ένα πιο φωτεινό σπίτι. Κι ας είναι αυτό, σε τούτη την αρχή, έστω και μία σκηνή, μία καλύβα.
Τα λόγια τους αντίδωρα. Η μοναδική καταφυγή και παρηγοριά που χρειάζεσαι ν’ ακούσεις. Τα χείλη τους, πουλιά: «Κράτα γερά φίλε!» «Η ζωή δεν είναι ροζ, αλλά με αυτήν θα πορευτούμε μέχρι τέλους.» «Πες στα θεριά να ξεχύνονται έξω, να μοιραστεί ο πόνος σε πολλούς, ν’ αντέχεται.» «Δαντέλα ο πόνος, αυτός διαλέγει τα χέρια που θα τον πλέξουν. Αρκεί να τον μοιραζόμαστε, όταν χτυπά την πόρτα μας.»
Κοιτάζεις τον κόσμο και η ματιά σου πλαταίνει… Η συμφορά ζυγίζεται καλύτερα, έχοντας αντίβαρο τον κοινό πόνο. Και τότε, όλοι βιώνουν τη μοναδική, αναπότρεπτη μοίρα: τη γέννηση και το θάνατο. Γιατί το ενδιάμεσο διάστημα ανάμεσα στις δύο αυτές σκοτεινές αβύσσους, όπως διαβάζουμε, φωτίζεται αποκλειστικά από τον Άνθρωπο και τη φλόγα του. Η επικαιρότητα, εξάλλου, το επικύρωσε αδιάψευστα.
Εθελοντές απ’ όλη την Ελλάδα. Άνθρωποι όλων των ηλικιών και των ταυτοτήτων. Αιγύπτιοι ψαράδες. Πακιστανοί μετανάστες. Ινδοί εθελοντές με τα τουρμπάνια και τα μακριά τους μούσια, προσήλθαν στο απανθρακωμένο Μάτι, “για να βοηθήσουν τους ανθρώπους της χώρας που τους θρέφει τόσα χρόνια”. Όλοι αυτοί και αναρίθμητοι άλλοι μάς θύμισαν, έστω και ανεπαίσθητα, την ανυπέρβλητη δύναμη της αλληλεγγύης.
Τα νέα μας σπίτια, λοιπόν, και κυρίως τα νέα τους θεμέλια θα σηκωθούν σιγά σιγά, αλλά πάνω σε νέα υλικά. Γιατί το σπίτι και του δικού σου αύριο, θα ’χει, αυτή τη φορά, για υλικά, την αγάπη και την καλοσύνη όλων αυτών των συγγενών.
Του Γιάννη Δημογιάννη