Έτος γεννήσεως 1934
Στα ΚΕΠΑ σήμερα το πρωί για την πιστοποίηση της αναπηρίας συγγενικού προσώπου. Δυο υπάλληλοι, γυναίκες, εξυπηρετούν τον κόσμο. Ανάπηροι ή συγγενείς τους, στην καλύτερη περίπτωση, ιδίως μάνες, περιμένουν στωικά να έρθει η σειρά τους. Μεταξύ μας, δεν ξέρω αν είναι υπομονή η παράδοση μετά από χιλιάδες αναμονές, τσαλάκωμα της αξιοπρέπειας τους έχοντας μπροστά τους διαχρονικά, ένα βραδυκίνητο, ανάλγητο, εχθρικό κράτος.
Ένας κύριος, με μπαστούνι σίγουρα πάνω από τα ογδόντα καταθέτει την αίτησή του συνοδευόμενη από ένα πάκο χαρτιών. Η υπάλληλος ρίχνει μια ματιά και του λέει:
- Δεν είναι συμπληρωμένη η αίτηση
-Δεν βλέπω κοπέλα μου, έχω φωτοτυπίες από πίσω με την ταυτότητα κι όλα που χρειάζονται.
-Δεν μπορώ να την πάρω αν δεν είναι συμπληρωμένη.
-Δεν βλέπω, (και πιο χαμηλόφωνα) δεν ξέρω και γράμματα.
-Λυπάμαι, δεν μπορώ. Ποιος σας ετοίμασε τον φάκελλο;
- Ένα γειτονόπουλο με βοήθησε.
- Δεν είναι συμπληρωμένη η αίτηση
-Δεν βλέπω κοπέλα μου, έχω φωτοτυπίες από πίσω με την ταυτότητα κι όλα που χρειάζονται.
-Δεν μπορώ να την πάρω αν δεν είναι συμπληρωμένη.
-Δεν βλέπω, (και πιο χαμηλόφωνα) δεν ξέρω και γράμματα.
-Λυπάμαι, δεν μπορώ. Ποιος σας ετοίμασε τον φάκελλο;
- Ένα γειτονόπουλο με βοήθησε.
Σπρώχνει τα χαρτιά προς το μέρος του.
Ο γεράκος τα παίρνει τρέμοντας, με σκυμμένο το κεφάλι για να μην φανούν τα βουρκωμένα του μάτια. Τον πλησιάζω χαμογελαστή.
-Θα μας δώσει η κοπέλα ένα στυλό και θα σας τα συμπληρώσω εγώ.
Έλαμψε ολόκληρος.
- Τρία μου πήραν από το πρωί, βρείτε από αλλού.
-Αντιπαρέρχομαι το γεγονός ότι με λέτε εν δυνάμει κλέφτρα και σας αφήνω την ταυτότητα μου ως εγγύηση για το στυλό.
-Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.
Γυρίζω και ρωτώ τους υπόλοιπους. Ούτε ένας δεν έχει στυλό μαζί του. Επιστρέφω στην υπάλληλο.
-Μπορώ να κάτσω λίγο πιο πέρα για να μην ενοχλώ και να χρησιμοποιήσω το στυλό που έχετε δεμένο με το σπαγγάκι;
-Αποκλείεται: Θα ακούς τα προσωπικά δεδομένα αυτών που εξυπηρετώ.
-Άλλη έννοια δεν είχα. Θα το λύσω και θα το πάρω για λίγο μαζί μου.
-Είναι κρατική περιουσία!
-Άρα δικό μου, αφού εγώ χρηματοδοτώ το κράτος με το αίμα μου.
Είχα τόσα νεύρα που τράβηξα το στυλό με τόση δύναμη ώστε έσπασε ο σπάγγος. Δεν είπε κιχ. Πήρα τον παππού από το μπράτσο και τον κάθισα σε μια άδεια καρέκλα στο βάθος. Σε δυο λεπτά ήταν έτοιμος. πήγαμε στο γκισέ και έδεσα επιδεικτικά το στυλό.
Ο γεράκος τα παίρνει τρέμοντας, με σκυμμένο το κεφάλι για να μην φανούν τα βουρκωμένα του μάτια. Τον πλησιάζω χαμογελαστή.
-Θα μας δώσει η κοπέλα ένα στυλό και θα σας τα συμπληρώσω εγώ.
Έλαμψε ολόκληρος.
- Τρία μου πήραν από το πρωί, βρείτε από αλλού.
-Αντιπαρέρχομαι το γεγονός ότι με λέτε εν δυνάμει κλέφτρα και σας αφήνω την ταυτότητα μου ως εγγύηση για το στυλό.
-Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.
Γυρίζω και ρωτώ τους υπόλοιπους. Ούτε ένας δεν έχει στυλό μαζί του. Επιστρέφω στην υπάλληλο.
-Μπορώ να κάτσω λίγο πιο πέρα για να μην ενοχλώ και να χρησιμοποιήσω το στυλό που έχετε δεμένο με το σπαγγάκι;
-Αποκλείεται: Θα ακούς τα προσωπικά δεδομένα αυτών που εξυπηρετώ.
-Άλλη έννοια δεν είχα. Θα το λύσω και θα το πάρω για λίγο μαζί μου.
-Είναι κρατική περιουσία!
-Άρα δικό μου, αφού εγώ χρηματοδοτώ το κράτος με το αίμα μου.
Είχα τόσα νεύρα που τράβηξα το στυλό με τόση δύναμη ώστε έσπασε ο σπάγγος. Δεν είπε κιχ. Πήρα τον παππού από το μπράτσο και τον κάθισα σε μια άδεια καρέκλα στο βάθος. Σε δυο λεπτά ήταν έτοιμος. πήγαμε στο γκισέ και έδεσα επιδεικτικά το στυλό.
Κι ο παππούς τελείωσε; Αμ δε!
Είχε πέσει το σύστημα, τέλειωσε και το ωράριο και για αυτό μέσα στον καύσωνα έπρεπε να έρθει ξανά την επομένη. Διότι τι είναι για έναν μισότυφλο γέροντα, γεννημένο το 1934 και με κινητικά προβλήματα να διασχίσει ποιος ξέρει για ποια φορά όλη την πόλη για να του βεβαιώσουν μετά από μήνες την αναπηρία και να μπορέσει να πάρει ξανά τα 305 ευρώ το μήνα του επιδόματος.......