Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

,,κάτι στο μπούμ Εστράβωσε,,


Ο Καστρινος καστρινος κοινοποίησε μια παλιότερη δημοσίευση.
29/9/17
Πολλοί έχουμε πέσει από κούνια τούτη την εποχή..
ΕΠΕΣΑ ΑΠΟ ΚΟΥΝΙΑ!!
Θα πω την ιστορία μου, πίσω πολλά σκαλούνια,
και θα σας πω πως έπεσα, μικρός από την κούνια.

Ειμουνα ωραίος σαν μωρό, ξανθούλης, παχουλάτος,
και φασκιωμένο μ΄είχανε, για ίσιος, και στυλάτος.


Ειχα ματάκια έξυπνα, είχα και πονηράδα,
απ΄τον καθρέπτη μ΄έβλεπα, που είχε η αρμαράδα.

Όταν με ξεφασκιώσανε, άρχισα να κουνιέμαι,
είχ΄άνεση για αέρια, και για να κατουριέμαι.

Ηταν θεοσεβούμενη, και το δειχνε η μητέρα,
έβλεπα πότε τον παπά, και πότε τον πατέρα.

Πολλές φορές στον ύπνο μου, είδα να μ΄ευλογάει,
μωρό μέσα στην κούνια μου, τι να με κυνηγάει?

Επαιρνα σκόρσο, ταραχή, με κείνα του τα γένια,
με τον παππούλη είμαστε, σαν μία οικογένεια.

Αρχισα και σκριμίδαγα, είχα πολλά να δείξω,
σκαρφάλωσα στα κάγκελα,τι μου΄ρθε να πηδήξω?

Είχα την ατυχία μου, βουτιά με το κεφάλι,
ο διάολος για μένανε, κακία είχε βγάλει.

Μεγάλωνα και το βλεπα, σημάδι μου΄χε μείνει,
κάτι στο μπούμ εστράβωσε, από την μέρα εκείνη.

Φαινόμουν ανισσόροπος, πρέπει να είχα βλάβει,
το μέγεθος τσι μούρλιας μου, δεν είχα καταλάβει.

Τα είχα τα παράσιτα, βαθιά μές το μυαλό μου,
και διάβαζα τα του θεού, για να βρω το καλό μου.

Παλάβωσα και κάμποσους, κ΄η μούρλια θα τσου μείνει,
σαν βαρεμένος και λειψός,έχω μεγάλη ευθύνη.

Από την κούνια έπεσα, μικρός κι έγινα θέμα,
και μπίτι για τα σίδερα, το παίρνετε για ψέμα?>



,,Αυτόνε –τέτοιον λέοντα– είχε κάμει αρνάκι η Μαριδγίτσα στην ποδιά της,,

,,Με τα χάδια της τον μέρεψε. Με τα γλυκά της λόγια τον είχε γητεμένο. Στα γόνατά της τον εκοίμιζε.,,
Σκλάβος στη Χαλκίδα
«Ό,τι κι αν γένηκε, ο διάλος τον πήρε και τον σήκωσε», συλλοϊζόνταν μέσα τους ούλοι, όσοι τον ξέρανε, όσοι είχαν με δαύτον γνωριμίες.



Οι «Καϋμοί στο Γρυπονήσι» είναι το πρώτο βιβλίο του Γιάννη Σκαρίμπα. Εκδόθηκε το 1930 από το περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα» και φιλοτεχνήθηκε με τις εικόνες του Σ. Φραγγουλίδη και τις ξυλογραφίες του Γ. Οικονομίδη.
Από τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου (Κάκτος, Αθήνα 1975) μεταφέρουμε το παρακάτω διήγημα.

ΣΚΛΑΒΟΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΑ
(Χαρισμένο στην ποιήτρια Ρίτα Ν. Μπούμη)

Μια χαρά είχε αράξει στην αγκαλιά της γυναικούλας του της Μαριδγίτσας.

Αυτηνής πούχαν μάγια τα κάλλη της και τον κράταγαν πλάι της, πούταν μέλι τα φιλιά της και τα λόγια της και τον είχαν μερέψει – σκεδόν μαγέψει – στην ποδιά της.

Το ξεφτέρι αυτόν – το δελφίνι της θάλασσας – που μύριζε αρμύρα το κορμί του και μυρουδιά καραβίσα.

Που σκάλωνε σα γάτος στις σκαλιέρες και καπέλωνε – με το πιλήκι του – τα πόμολα.

Αυτόν που σαν πουλί φλετούραε μες στις αρματωσές των μπάρκων κι απ’ αψηλά ανάμπαιζε τον κόσμο. Αυτόν, ναι τον Γιάννη, τον είχε πάρει σκλάβο της αυτή. Η Μαριδγίτσα…

Σα μωρό παιδάκι κάθουνταν σιμά της. Απ’ το φουστάνι την κράταε.

Τον χάσανε οι σκούνες και τα κότερα. Τον χάσανε τα πόρτα. Το χάσανε κ’ οι γιαβουκλούδες στα λιμάνια.

Του κάκου αναρωτιόντανε οι φίλοι του. Το θάμα τους κάναν οι καραβοκυραίοι, το σταυρό τους.

Πάει, χάθηκε απ’ τον κόσμο. Έγιν’ άφαντος.

Μήτε στα τόπια φαίνονταν, μήτε στα βιλαέτια. Μήτε της στεριάς, μήτε του πελάου.

Άλλοι αναρωτιόνταν μην απόθανε. Άλλοι λέγαν πως επνίγηκε. Κι άλλοι πως σ’ ένα κοντραμπατζίδικο μπαρκάρισε, κουρσάρος πως εγίνη στο Μισίρι!

«Ό,τι κι αν γένηκε, ο διάλος τον πήρε και τον σήκωσε», συλλοϊζόνταν μέσα τους ούλοι, όσοι τον ξέρανε, όσοι είχαν με δαύτον γνωριμίες.

Σκλάβος και παλληκάρι στη δουλειά όταν ήθελε, μα στις αναποδιές του ίδιο θερίο.

Θερίο ανήμερο ήταν στην καρδιά και στο μπουρί του. Διάολος απ’ το ρέμα ανάμεσα στς ανθρώπους. Σκάνταλο μες στα πανιά και στα τραμπάκουλα.

Ησυχία το πνέμα του δεν είχε. Ζάπ’ δεν εγίνονταν το τέρας, λιθάρι πάνω στ’ άλλο δεν άφινε. Τους σκύλους έβαζε σ’ αγγάρεια.

Με τους συντρόφους του –τους ναύτες– είχε ούλο να κάμει. Με τον καπετάνιο, το λοστρόμο. Ούλους άνω κάτω τους έφερνε ο κανάγιας. Ο διάβολος δουλειά δεν είχε, τα βρακιά του έλυνε κ’ έδενε.

Σκάλωνε σα γάτος αψηλά στα φλίτσα κι ανάμπαιζε από κεις τον καπετάνιο. Με το χάρο αστειεύονταν –χαχάνιζε– τις ψυχές του κόσμου έπαιζε κορώνα γράμματα μαζί του.

Τα πανιά του παπαφίγκου να στριγκάρει, του φώναζε ο λοστρόμος απ’ το κάσαρο, αυτός έπιανε όσες μούδες τ’ άρεσε στις γάμπιες! Όρτσα δίπλα σταύρωνε τους φίγκους!

Όπ’ ευτύς η γολέτα έμπαινε τραβέρσο… Τσαλαβούταε στον τόπο με την πλώρη της.

Όξω φρενών ο καπετάνιος τού βούιζε με τη μπουρού από κάτω: …Τον παπαφίγκο στρίγκα μωρέ Τούρκοοο!… Άχ μπαγάσα θα μας πνίξεις…

Αυτός το γουδί το γουδοχέρι. Άφινε τις γάμπιες, φλετούραε στην κόφφα.

Φούσκωνε κι άφριζε κάτω του η θάλασσα. Οι αρματωσές έτριζαν. Αυτός εκείς εστέκονταν κ’ έβγαζε λόγο… για ν’ ακάνε! Έδειχτε με το δάχτυλο τα σύγνεφα κι αποτείνονταν στο καπετάνιο και στο πλήρωμα:
Αγαπητοί μου συμπολίτες
κλέφτες και λωποδύτες…
από δω και πέρα
θα σας πάρει ο διάολος τον πατέρα!…



Με το γκρα τον κατέβαζαν από κείθες. Πέντ’ εξ του άστραφταν στον αέρα. Ούλο το πλήρωμα έπεφτ’ απάνω του κι ούλους αυτός τους έκανε ζάπι!…

Σιδερένια ήσαν τα μπράτσα και τα χέρια του. Μπρούτζινο ήταν το κορμί του.

Όπου σε μάγκωναν οι φούχτες του, σε ξέραιναν, όπου σε λάχαιν’ η γροθιά του πιάνονταν η πνοή σου. Γλέπανε και παθαίναν ώστε να τον κλείσουνε λιταρωτόν στο μπαλαούρο.

Μα πού ν’ αλλάξει γνώμη. Σα τον έβγαζαν, τ’ είχες Γιάννη, τ’ είχα πάντα. Ξανά την πρώτη τέχνη του, τα ίδια.

Πυροφάνια έβαζε στα δάχτυλα των συντρόφων του, των μούτσων, όταν κοιμόντουσαν. Με μιά σαλιωμένη κλωστή τους μάλαζε το σβέρκο. Μ’ ένα πούπουλο τους σγάρλαε τη μύτη. Κι απέ ξεραίνονταν στα γέλια!…

Με μαδέρια, με στραβόξυλα, μ’ ό,τι τύχαινε ξωπίσω του, αυτοί τον εκυνήγαγαν. Καπνός κι αντάρα, πάγαινε από κοντά του το βριξίδι. Απ’ τις Χριστο-Παναγίες τάραζαν οι σκούνες.



Τον παίρναν στο κοντό να τον σκοτώσουν. Μα πού να τον λάβουν το Σατανά τον τραγοπόδαρο; Σα ζουλάπι αυτός ριχιότανε στους κάλους. Σαν ραγκουτάγκος σκαρφατσάλωνε αψηλά στους παπαφίγκους. Στα μπαστούνια των γαμπιών, αυτός τουμπάριζε. Άντε πιάστον! Κι από κεις τους έπαιζε κλαρίνο της μύτης με τα δάχτυλα και καμμιά φορά τους ψιλοκατουρούσε…

Κι από κοντά τον τρέμαν τα λιμάνια.

Μέσ’ στα καφέ-αμάν και στα μπουρδέλα μπούκερνε σα τρελλοτραμουντάνα απ’ τα μπουγάζα. Μ’ ούλες τις πριμαντόνες εγνωρίζονταν. Μ’ ούλους τους κοντραμπαντζήδες είχε φιλίες και παρτίδες. Μ’ ούλους τους μαχαιροβγάλτες μες στις πιάτσες.

Σειότανε και λυγιότανε μέσα στις μπυραρίες και τα κλαμπ, μες στα καφέ-αμάν της Αλεξάντρειας και της Σμύρνης. Ούλα τα κορίτσια –εκεί– αγκαζάριζε, ούλο τον κόσμο εκέρναε κονιάκια.

Έπινε –ρούφαε σα δελφίνι– και λιανοψιλοτραγούδαε.
Θάλασσα πικροθάλασσα
που σε γ….. τα ψάρια.

Κι απέ του χόρευε. Μαζί με τις αρτίστες χόρευε στα πάλκα. Χόρευε ζεϊμπέκικο, μάνα καϋμένη. Χόρευε το τσάμικο στ’ ανύχι.

Βροχή πέφταν τα τάλλαρα στο βιολιτζή, στις πριμαντόνες, και στις γκόμενες. Βροχή πάγαιναν και τα πιάτα, τα ποτήρια, στον αγέρα. Άλλα, σαν μπόμπες σκάζανε στους τοίχους κι άλλα με τα δόντια του τα ροκάναε ως μαρουλόφυλλα!…

Π’ ανάθεμα το μυαλό του, ούλο και στο λιμεναρχείο τον ξεφόρτωναν για ξεμέθυσμα…

Αυτόνε –τέτοιον λέοντα– είχε κάμει αρνάκι η Μαριδγίτσα στην ποδιά της.

Με τα χάδια της τον μέρεψε. Με τα γλυκά της λόγια τον είχε γητεμένο. Στα γόνατά της τον εκοίμιζε.

Της Άρνης το νερό τον είχε ποτισμένο.

Ξέχασε κι αυτός τη θάλασσα πλάι της, σβήσαν μες στο μυαλό του οι ζουγραφιές των λιμανιών και των πελάων. Ξέχασε ο κιαρατάς και τους δικούς του.

Μήτε ν’ ακούει ήθελε πλιό από τη θάλασσα, μήτε και από πλεούμενα να ξέρει.

Αυτός το μέλι των χειλιών της ρούφαε, και της φωνής της αφρουγκάζονταν τη γλύκα…

Μες στο κανάλι της αγάπης του αντρειευόταν και αρμένιζε…

Έτσι τον χάσανε οι θάλασσες, έτσι τον χάσανε κ’ οι πιάτσες. Τον έχασε και η ταβέρνα: «Το αναυάγιο» όπου κι αυτός τα «κοπάναε» στη Χαλκίδα.

Κανείς πλιό δεν τον γύρευε, κανείς δεν αρώταε για δαύτον. Μήτ’ οι οχτροί του, μήτ’ οι φίλοι του, μήτε κ’ οι δικοί του.

Μόνο η μάνα του, η θειά Καλλίτσα. Πάλε η μάνα… Αυτή…

Αυτή που τον είχε έγνοια και καμάρι της, αυτή που τον ανακάτευε –τον μπέρδευε– πάντα μες στις κουβέντες και στο νου της. Αυτή που στα ύπνα και στα ξύπνα της τον νείρονταν, που στα ‘μπά της και τα ‘βγά της τον εκάλει. Ναι μωρ’ αυτή που κοιλοπόνεσε, που τον ντάντεψε, ώστε να γίνει παίδαρος και άντρας.

Τους στρατοκόπους αρώταε και τους διαβάτες να της πουν, στα περιγιάλια αγνάντευε τις σκούνες. Τον κόσμο εσταύρωνε… Τους ξενητευτήδες και τους πραματευτάδες γλυκοερώτα:

Μην τον είχε δει κανείς με τα ματάκια του, μην αντέσει, αυτοί, τον είχαν.

Έναν με τα ναυτικά.

Έναν ψηλόν, έναν όμορφο, έναν αντρειωμένο.

Που φόραε ζουνάρι πλουμιστό. Πούταν το πρόσωπό του σαν τον ήλιο…

Έναν σειστή, ένα λυγιστή, έναν κοντυλοφρύδη. Που πορβατούσε κ’ ήταν σαν να κένταε, μωρέ που έλεες πως γλυκοτραγουδούσε σαν ομίλειε…

Μην τύχει της έρμης και τ’ς αρρώστησεν, μην της καϋμενούλας και της πνίγει. Σκλάβο τους οι κουρσάροι μην της τον πήρανε, στην Αραπιά μην της τον πήγανε της δόλιας…

Κάπου τον είχαν δει κι αυτοί το γιόκα της, κάπου τον είχαν –δαύτοι– αντέσει. Εκείς κατά τη Σαλονίκη τον πήραν τα ματάκια τους, κατ’ το Δεδεαγάτς κατέ το Βόλο.

Για τη Μαύρη Θάλασσα μ’ ένα τραμπάκουλο μπαρκάρισε, μ’ ένα μπάρκο-μπέστια Σκοπελίτικο για το Αντζέμι.

Όχι, στο Τούνεζι αρμένιζε, στη Μπαρμπαριά κατ’ το Αλγέριο. Μ’ ένα βαπόρο Αράπικο για το Μισίρι, λέει, πάει…

…Μήτε αρρωστήσει έχει, μήτε πνίγει ο Γιάννης σου… της γλυκοψιλομίλησε ένας κοντός, ένας ξανθός, ένας γαλανομάτης.

…Μήτε στη Μπαρμπαριά ταξίδεψε, μήτε στ’ Αλγέρι πάει. Μόν’ μιά ψηλή μόν’ μιά λιγνή, μιά γλυκοκλειστοφρύδα, αυτή στο πήρε σκλάβο της το γιόκα σου.

Περαστικός απ’ τη Χαλκίδα την εγνώρισε. Νά, κατά πώς λέει και το τραγούδι έγινε.
«…Απ’ τη Πόλη ερχότανε κι απ’ τα νησά
κι απ’ τη γειτονιά της επέρασε,
τα βασιλικά της επότιζε
και τις μαντζουράνες της δρόσιζε.
Έκοψε τον κλώνο και τούδωσε
τούπε κ’ ένα λόγο που τ’ άρεσε:
μπρε παλληκαράκι μ’ αν μ’ αγαπάς
τί περνοδιαβαίνεις και δε μιλάς,
στείλε προξενήτρες στη μάνα μου
και προξενητάδες στο μπάρμπα μου…»



Έτσι έκαμε κι αυτός.

«Έστειλε προξενήτρες στη μάνα της και προξενητάδες στο μπάρμπα της».

Τώρα εκείς βρίσκονταν π’ ανάθεμα τον, στη Χαλκίδα, σκλάβος της κι αφέντης της, δεμένος της και δέτης της…

Τα κάλλη της δούλευε. Τα ρούσα τα μαλλιά της τής έπλεκε και της ξέπλεκε. Αλυσιδίτσες τής τάκανε και γαϊτανάκια. Σκαλιέρες και σκοινάκια ολομετάξινα. Την έντυνε, την ξέντυνε, την έλουζε. Με τα δάχτυλά του τα φρύδια της της έστρωνε και μια τής τ’ αναμάλλιαζε. Τα ματόκλαδά της τα μυριόμετρα, τον έβαζε να της μετράει, το χνούδι να της δαγκώνει των αφτιών της. Τις δυό τις φούχτες του έκανε δαχτυλιδάκια αυτός, στη μέση της.

Αψηλά του την ασήκωνε σαν κούκλα. Στο τοίχο –σαν κάδρο του– την έστηνε…

,,Βάλε φτερά στη Σκέψη σου,,


Από μένα πρός εμένα.
--------------------------------------
Μη σταματάς να ταξιδεύεις και μην αφήνεις αναπάντητα " γιατί".
Γέμιζε το δισάκι σου με χρώματα και ήχους, με θυμό κι αλήθειες,
με νερό κι αλάτι.
Τρύγησε τις κορφάδες.Κι ύστερα μπές βαθειά, σκάψε το χώμα,
βρές τους βολβούς.
Κοιμήσου πλάτη-πλάτη με τα δέντρα. Πές τους ευχαριστώ. 
Κι ύστερα, βύθισε τις γνώσεις σου 
ως το κρεββάτι της θάλασσας.
Γυμνή κι ωραία, σκεπάσου από κοχύλια. Βάλε φτερά στη σκέψη σου.
Πέτα μακρια, όσο πιο μακριά μπορείς.
Μέτρα τους μαυροφορεμένους.
Τις έρημες χώρες.
Τις ρημαγμένες ζωές.
Σβήνε μ ορμή κεράκια γενεθλίων.
Είναι το πρώτο ψέμμα που γιορτάζουμε.
Γκρέμιζε εκκλησιές.
Χτίσε στη θέση τους γιοφύρια. Κανείς να μην χωρίζει τον άνθρωπο απ΄τον άνθρωπο.
Άναψε μια φωτιά μεγάλη. Να καίει μερόνυχτα. Αιώνες.
Ρίξε και κάψε οτι άχρηστο κουβαλάς.
Σχήματα ψεύτικα, ρούχα και στολίδια.
Κι ας την να καίει μερόνυχτα.
Να ζεσταθεί ο κόσμος.
Και σαν ξανά θα γεννηθείς μες σ ολα αυτά κι απ΄όλα αυτά
γύρνα ξανά στο σπίτι.
Ξεκουράσου.
...Χαμογελώντας, ξεκίνα για τ άλλο τ ωραίο ταξίδι.
Τότε - μόνο τότε- έχεις δικαίωμα να πεθάνεις..

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

Newsweek:Kε Κουροσάβα με ποιους συνεργαστήκατε καλύτερα με τους Αμερικανούς ή με τους Ρώσους;


Το 1975 ο διάσημος σκηνοθέτης Ακίρο Κουροσάβα συνεργάζεται κατά σειρά με το Χόλιγουντ, και τη Μόσφιλμ, το ξακουστό σοβιετικό στούντιο παραγωγής ταινιών. Η σοβιετική παραγωγή είναι η ταινία Dersu Uzala. Η υπόθεσή της διαδραματίζεται στα άγρια τοπία της Σιβηρίας και αναφέρεται στη φιλία ενός εξερευνητή και ενός τοπικού κυνηγού. Η ταινία τιμήθηκε με το Βραβείο Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.
Λίγο καιρό μετά, ο Κουροσάβα αναφέρεται σε αυτή τη διπλή εμπειρία του, σε μια συνέντευξή του στο Newsweek και κάνει τις απαραίτητες συγκρίσεις. Η σχετική δήλωσή του -που την βρίσκουμε και την αντιγράφουμε από το βιβλίο “ΕΣΣΔ – 100 ερωτήσεις & απαντήσεις”, είναι χαρακτηριστική, δίνει μια άλλη, ουσιαστική διάσταση στην έννοια της καλλιτεχνικής ελευθερίας, κι ανατρέπει ένα καθιερωμένο στερεότυπο της αστικής προπαγάνδας.
Ο διάσημος ιάπωνας σκηνοθέτης του κινηματογράφου Ακίρα Κουροσάβα γύρισε ταινίες και στο Χόλλιγουντ, και στο στούντιο Μόσφιλμ (την ταινία “Ντερσού Ουζαλά”). 
Το αμερικανικό περιοδικό “Νουσγουικ” τον ρώτησε με ποιους συνεργάστηκε καλύτερα: 
με τους αμερικανούς ή με τους ρώσους; 

Κι ο Κουροσάβα απάντησε: “Στις ΗΠΑ είναι τέτοιο το κατεστημένο που ο εμπορικός διευθυντής, και όχι ο σκηνοθέτης, “παίζει το πρώτο βιολί”. 
Κι αν ο εμπορικός διευθυντής ανακατώνεται σ’ όλα τα μικροπράγματα και προβάλλει συνεχώς απαιτήσεις, είναι απλούστατα ανυπόφορο να εργαστείς. 

Όσο για τους ρώσους, αυτοί δίνουν στο σκηνοθέτη πλήρη εξουσία και πλήρη ελευθερία”.

Παρακάτω μπορείτε να δείτε σε δύο μέρη την ταινία Dersu Uzala.

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Για Αυτούς που πρέπει να γεννήθηκαν "κοντοί"


Τι σημαίνει για σένα και για μένα η δήλωση του κ. Μητσοτάκη (ο συγκεκριμένος πολιτικός άνδρας χρησιμοποιείται ως παράδειγμα σε ολόκληρο το κείμενο και δεν αναφέρομαι ειδικά σ' εκείνον, αλλά συνολικά στην τάξη του και στους ομοϊδεάτες του) για την ισότητα των ανθρώπων κατ’ αντιστοιχία της φυσικής τους ανισότητας?
Πολύ πρακτικά σημαίνει ότι, αν ο κ. Μητσοτάκης και εγώ διαγνωστούμε με λευχαιμία, εκείνος θα μπορέσει να πληρώσει 475.000 ευρώ 
(τετρακόσιες εβδομήντα πέντε χιλιάδες ευρώ… ναι, σωστά το διαβάσατε αυτή είναι η εμπορική τιμή)
 για να εξασφαλίσει την καινούρια θεραπεία που εμπορεύεται η Novartis και θεωρείται ότι οδηγεί σε απόλυτη ίαση, 
ενώ εγώ θα ταλαιπωρηθώ με χημειοθεραπείες, ακυρώσεις ραντεβού, υπό-στελεχωμένα νοσοκομεία κτλ. χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα σωθώ.

Επίσης, σημαίνει ότι το παιδί του κ. Μητσοτάκη, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ των πραγματικών του ικανοτήτων (είναι αυτονόητο ότι δεν αναφέρομαι στο συγκεκριμένο παιδί αλλά στο σύνολο των παιδιών εκείνων που ταυτίζονται με τις σχετικές απόψεις), θα μπορεί να πληρώνει περίπου 50-60.000 δολάρια ανά έτος σπουδών για να πάρει ένα πτυχίο από κάποιο διάσημο πανεπιστήμιο της Αμερικής. 
Αντιθέτως, το δικό μου παιδί 
- αν περάσει σε κάποια πόλη εκτός του τόπου κατοικίας μας - 
δεν θα μπορέσει να παρακολουθήσει τις σπουδές του και θα αναγκαστεί να μείνει αμόρφωτο.
Επίσης, σημαίνει ότι όταν θα πιάσει ο χειμώνας και τα κρύα, θα βλέπετε τον κ. Μητσοτάκη 
(και όλους τους ομοϊδεάτες του) 
να κυκλοφορεί καλοντυμένος, ζεστός και ταϊσμένος, ενώ εμείς θα φοβόμαστε να ανάψουμε τη θέρμανση στα σπίτια μας γιατί θα υπολογίζουμε φράγκο-φράγκο το λογαριασμό της ΔΕΗ.


Η Μάργκαρετ Θάτσερ, ιδεολογικός πρόγονος του κ. Μητσοτάκη, ως λαμπρός εντολοδόχος και εργολάβος των επιταγών του οικονομικού φιλελευθερισμού, όπως και ο ίδιος, τη δεκαετία του 1980 το είχε θέσει ως εξής:
«…θα έλεγα ας αφήσουμε τα παιδιά μας να ψηλώσουν και κάποια να ψηλώσουν ακόμα περισσότερο από τα άλλα, αν έχουν την έμφυτη ικανότητα για κάτι τέτοιο. Διότι οφείλουμε να χτίσουμε μια κοινωνία στην οποία κάθε πολίτης θα μπορεί να αναπτύσσει όλο το δυναμικό του…».

Η δήλωση αυτή συνιστά εκπληκτικό νοηματικό άλμα, από τους βιολογικούς κανόνες, στους κοινωνικούς όρους ζωής, 
παραμερίζοντας εντελώς τον παράγοντα της διαφορετικής κοινωνικής δυνατότητας, που έχει καθένας προκειμένου να αναπτύξει το δυναμικό του. 

Απαλά και άρρητα σημειώνεται η κρίσιμη προκείμενη που κάνει το λόγο της Θάτσερ να μοιάζει σχεδόν λογικός, όταν διατείνεται ότι η ικανότητα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν το ύψος. 

Μέσα από τις πιο απλές λέξεις αποσιωπάται τεχνηέντως ο πιο καθοριστικός παράγοντας ανάπτυξης του ανθρώπου, 
ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ. 
Μετά απ’ αυτό, η φύση έχει θέσει τα όριά της στην κοινωνία. 
Με άλλα λόγια, θεωρείται δεδομένο, ότι οι διαφορετικές ικανότητες – όπως και το διαφορετικό ύψος του καθενός από εμάς – είναι γενετικά καθορισμένες. 
Έτσι ο άνθρωπος δεν έχει καμία δύναμη να αλλάξει αυτή τη μοιραία ετυμηγορία… ποιος μπορεί να πάει κόντρα στη φύση; 

Για να μην αδικήσουμε τους πρώτους διδάξαντες, αξίζει να σημειωθεί, ότι ο φιλελευθερισμός δεν είναι η μοναδική πολιτική ιδεολογία που ανάγει το βιολογικό στη σφαίρα του κοινωνικού. 
Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που ο εθνικισμός ανέδειξε τα βιολογικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων – το χρώμα, τη φυλή, την αναπηρία – σε κοινωνικά χαρακτηριστικά. 
Με βάση αυτή την αναγωγή γέμισαν τα στρατόπεδα εργασίας και οι φούρνοι του Άουσβιτς. 
Τώρα δεν έχουμε φούρνους, έχουμε θάλασσες, έχουμε χρόνια ανεργία, έχουμε μισθούς πείνας. 
Τώρα δεν έχουμε βιομηχανίες, που μέσω της εργασίας «απελευθερώνουν τους ανθρώπους». 
Τώρα έχουμε ντόπιους και μετανάστες, που η ανέχεια τους λειτουργεί ως μοχλός πίεσης των εργασιακών δικαιωμάτων όλων των εργαζομένων.
Το ιδεολογικό υπόβαθρο νεοφιλελεύθερων και φασιστών έχει πολλά κοινά , 
γι’ αυτό και οι σχέσεις τους είναι διαχρονικά σχέσεις συνεργασίας (το θέτω κομψά), αλλά σε επίπεδο πολιτικών επιλογών καταγράφεται μια σχετική πρόοδος προς το πιο «elegant»… 
οι ανθρώπινοι φούρνοι είχαν μια βαρβαρότητα, ενώ η ανεργία, ο υποσιτισμός, η παρακμή της δημόσιας υγείας σκοτώνουν πιο «ρομαντικά»… 
επιπλέον, σύμφωνα με τη Θατσερική οπτική του κόσμου, αυτοί που γκρεμίζονται στα βάραθρα της κοινωνικής ανισότητας, 
μάλλον, πρέπει να γεννήθηκαν κοντοί…
οπότε, γιατί να σωθούν?

*το σχετικό άρθρο δημοσιεύτηκε στο Ατέχνως στις 16/3/2016

Μόλις η ανηφόρα τελειώνει, ξεκινά η Ιστορία:

,,Είχαν στην πλάτη τους την ανατολή, δεξιά και αριστερά τους την άγρια πρασινάδα και τον παφλασμό της θάλασσας.,,



Η μπουκαπόρτα του πλοίου ανοίγει στην άκρη του στενού χωματένιου μονοπατιού. 
Τα δέντρα, δεξιά και αριστερά γέρνουν τα κλαδιά τους μέχρι τη θάλασσα. 

Ευθεία μπροστά μας αυτή η ανηφόρα, κρύβει την κατάληξή της. 

Ο ηλικιωμένος κύριος δίπλα μου κοιτάζει το μονοπάτι και απευθύνεται στην ανηφοριά σαν να ήταν ζωντανή. «θα σε ανέβω, σιγά-σιγά… αλλά θα σε ανέβω». Προηγείται το μπαστούνι του, το καρφώνει στο σκληρό χώμα και με όση δύναμη έχει κάνει το πρώτο βήμα. 

Πλησιάζω έτοιμη να βοηθήσω, μα με κοιτά με ένα βλέμμα που δεν επιτρέπει.
 Γελά πικρά, αλλά δεν μιλά. Φυλάει την αναπνοή του για το επόμενο βήμα, που θα το κάνει μόνος του. 
Αυτό το ανηφορικό μονοπάτι, ανάμεσα στα κυπαρίσσια και τις αγριοελιές είναι για να το ανεβαίνει κανείς μόνος του. Μόλις η ανηφόρα τελειώνει, ξεκινά η Ιστορία.

Εκατόν δεκαοκτώ σταυροί, μοιρασμένοι δεξιά και αριστερά από το μονοπάτι. 
Εκατόν δεκαοκτώ κόκκινα γαρίφαλα, ένα για κάθε εκτελεσμένο. 
Επάνω σε κάθε σταυρό το όνομα, η ηλικία – όπου ήταν γνωστή – και η ημερομηνία της εκτέλεσης. 
Ο κόσμος ανεβαίνει σιωπηλός και σταματά ανάμεσα στους τάφους. 
Οι γεροντότεροι ακουμπούν στα μπαστούνια τους, μερικοί αρχίζουν να βγάζουν τα μαντήλια από τις τσέπες, σκουπίζουν τα μάτια. 
Ανάμεσά τους οι νεολαίοι ευθυτενείς, λαμπεροί, περήφανοι που ήρθανε και φέτος. 
Μαζί τους ανακατεύονται και οι γονείς με τα παιδιά, κάποια τα κρατούν από το χέρι, ενώ τα πιο μικρά είναι στα καρότσια. 
Τα παιδιά καταλαβαίνουν, φτάνουν μπροστά από τον τοίχο και βλέπουν μέσα στις τρύπες από τις σφαίρες τα κόκκινα γαρίφαλα. 
Είναι κόκκινα όπως το αίμα εκείνων που ξεψύχησαν κοιτάζοντας αυτές τις πέτρες. 
Είχαν στην πλάτη τους την ανατολή, δεξιά και αριστερά τους την άγρια πρασινάδα και τον παφλασμό της θάλασσας. 

Το Λαζαρέτο, τόπος εκτέλεσης τουλάχιστον 118 κομμουνιστών στα χρόνια του εμφυλίου, κυρίως τη διετία 1946-1948. 

Μεταξύ αυτών και ο Νίκος Γόδας, ετών 27.


Περισσότεροι από τους μισούς ήταν κάτω των 30 ετών, 
ενώ εκτελέστηκαν και νέοι 19 και 20 χρονών. 
Νέοι που τους είχαν συλλάβει όταν ήταν ακόμα 14 ή 15 χρονών.
Κάθε χρόνο, τέτοιο καιρό, θυμόμαστε και τιμούμε.

Ως άλλος Nτόκτορ:




Παρατήρηση 1η: Υπάρχει κάτι πιο γελοίο από τον γελοίο; Υπάρχει. Ο γελοίος που με εξυπνακισμούς πάει να παραστήσει τον ξύπνιο.

Παρατήρηση 2η: Το εργατικό λαϊκό κίνημα δεν βρίσκεται και στα καλύτερά του. Αυτή η «ήττα», όμως, όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο, έχει και κάτι το θετικό. Έχει αποθρασύνει τους σμπίρους του συστήματος.

Οι τελευταίοι λόγω της αμορφωσιάς τους περί την γεωμετρία της Ιστορίας και θεωρώντας αμετάβλητους τους συσχετισμούς υπέρ της τάξης της οποίας αποτελούν τους οργανικούς διασκεδαστές της, δεν νιώθουν την ανάγκη των προσχημάτων. Έτσι μας παρέχουν αφειδώς τα διαπιστευτήρια και της χυδαιότητας και της μαυρίλας τους.

Ας έρθουμε, τώρα, στο θέμα μας.

Ο κ.Τάκης Θεοδωρόπουλος δηλώνει συγγραφέας και δημοσιογράφος. Στο τελευταίο του πόνημα στην Καθημερινή (http://www.kathimerini.gr/927812/opinion/epikairothta/politikh/h-aristera-einai-synh8eia), την εφημερίδα του συγκροτήματος «μια σοβαρή Χρυσή Αυγή»,εξέφρασε την «έκπληξη» του ιδίου και των ομοίων του που το φεστιβάλ της ΚΝΕ συνεχίζει να ζει…

Κατ’ αρχάς θεωρούμε λογικό να του πέφτουν πολύ «πασέ» τα σουβλάκια του φεστιβάλ. Ειδικά για κάποιον που – όπως γράφει στο κείμενό του – ορέγεται «φιλέτο ταρτάρ με τηγανιτές πατάτες». Τον νιώθουμε… 

Λογικό, επίσης, να του έρχεται μια «διάθεση συννεφιάς» όταν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι συμμετέχουν στο φεστιβάλ την ώρα που εκείνος, μαζί με τον Γεωργιάδη, τον Βορίδη, τον Βενιζέλο και την εφημερίδα του που φρίττει με τον «κατάσκοπο Μπελογιάννη», δίνει τη μάχη να καταδικαστούν τα «εγκλήματα του κομμουνισμού». 

Να, όμως, που η λογική της μαυρίλας του «συνταγματικού τόξου» οδηγεί τους διανοούμενούς της στον πάτο. Πάρτε μια γεύση του πάτου:

«…το ζήτημα με όλους αυτούς, και τον Νταλάρα και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τα «πάγωσε η τσιμινιέρα» και το προλεταριάτο και τα σφυροδρέπανα – μας εξηγεί ο εν λόγω – δεν είναι πολιτικό. Είναι ψυχολογικό».

Ως άλλος ντόκτορ, δηλαδή, ο κ.Τ.Θ. μας αποκαλύπτει τι φταίει που ο Νταλάρας, ο Παπακωνσταντίνου και κάτι πολλές χιλιάδες κόσμου πάνε στο φεστιβάλ των κομμουνιστών: Φταίει, όπως σημειώνει με πόνο, αυτή η «καταραμένη ψυχολογία ενός τμήματος, διόλου αμελητέου, της κοινωνίας μας»…

Εμείς, επομένως, οι φεστιβαλιστές ντε, το έχουμε (ω, τι αστική ευγένεια) το «ψυχολογικό» μας ζητηματάκι. Που είναι και «καταραμένο». Και που συνίσταται σε μια «συνήθεια», στα όρια της πάθησης, η οποία έχει προσβάλει ένα τμήμα της κοινωνίας «διόλου αμελητέο» (σσ: αυτό το «διόλου αμελητέο» μάλλον προκαλεί στον ντόκτορ την τάση να σκίσει τα πτυχία του…).

Από πλευράς μας, πάντως, θα επιμείνουμε ότι είναι απόλυτα λογικό κάποιος σαν τον Τ.Θ. να προχωρά σε «ιατρικού» τύπου γνωματεύσεις για ό,τι τον ενοχλεί πολιτικά. Αφήστε που ο εν λόγω κύριος γνωρίζει και να προσεγγίζει τις «ασθένειες» και να προτείνει λύσεις. Έχουμε βάσιμα στοιχεία για αυτό.

Για παράδειγμα:
Ο εν λόγω δεν είναι μόνο ότι υπήρξε ο εκλεκτός της κυβέρνησης του πρώτου Μνημονίου και του τότε υπουργού κ. Γερουλάνου (τον θυμάστε τον υπουργό του κ.Παπανδρέου;) στο ΕΚΕΒΙ.
Δεν είναι μόνο ότι σαν «ντίτζιταλ συγγραφέας» – κατά την ανακοίνωση του Συνδέσμου Εκδοτών Βιβλιοπωλών Αθηνών (ΣΕΒΑ) – το 2003 επιτέθηκε στο ΣΕΒΑ όταν ο Σύνδεσμος, ως ελάχιστη αντίδραση στην εισβολή των Βρετανών στο Ιράκ, αρνήθηκε την ανακήρυξη της Βρετανίας ως «τιμώμενης χώρας» στη Γιορτή Βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως.
Δεν είναι μόνο ότι ο συγκεκριμένος υπήρξε ένας εκ των «32 πνευματικών ανθρώπων»που έβαλαν την υπογραφή τους το 2011 υπέρ της «εθνικά ομόψυχης» ψήφισης του «Μεσοπρόθεσμου» και των Μνημονίων στηρίζοντας με πάθος σαν «λύση» την προοπτική μιας «δημοκρατίας» αλά κυβέρνηση Παπαδήμου, όπως και ακολούθησε.

Στα προηγούμενα προσθέστε και τούτο: Πρόκειται για έναν μελίρρυτο κύριο. Κατεξοχήν εκπρόσωπο του Διαφωτισμού. Μεγάλο αγωνιστή της κοινωνικής ισότητας. Παθιασμένο μαχητή ενάντια στον ρατσισμό.

Απόδειξη: Στο άρθρο του στις 13/4/2016 (πάλι στην «Καθημερινή» – που αλλού;) μιλώντας για την επίσκεψη της Βανέσα Ρεντγκρέιβ στα ελληνικά νησιά, εκείνο που είδε όσον αφορά το δράμα των προσφύγων δεν ήταν παρά… «μελό».

Αλλά εκεί που ξεπέρασε ακόμα και τον εαυτό του ήταν όταν – στο ίδιο άρθρο – αναφερόμενος στον Κινέζο καλλιτέχνη και ακτιβιστή Ai Wei-Wei που κατέγραφε την οδύνη των προσφύγων στην Ελλάδα, είχε την ευγένεια, αυτός ο γόης της άριας φυλής, να τον αποκαλέσει έτσι: «Πιθηκόμορφο»… 

Περί αυτού του κυρίου πρόκειται, λοιπόν: Ο Ai Wei-Wei «πιθηκόμορφος». Η Ρεντγκρέιβ στους πρόσφυγες «μελό». Κι εμείς με ζήτημα «ψυχολογικό»…

Προς το παρόν, βέβαια, ο… ψυχοθεραπευτής μας (ο οποίος παρεμπιπτόντως παρότι «πλήττει» θανάσιμα με όλα αυτά, εντούτοις κάθεται και γράφει κείμενα για όσα του προκαλούν «πλήξη» – ας το δει αυτό με τον ψυχολόγο του) δεν εξέδωσε ακόμα κάποιο φιρμάνι για να μας κάνει καλά. Για να μας γιάνει. Για να μας… «αναμορφώσει» βρε αδερφέ.

Μέχρι το επόμενο φεστιβάλ, έτσι για να ξεφύγει από την ανιαρή συνήθειά του να γλύφει τους Τόμσεν και τους εγχώριους «Γερούν γερά», έχει καιρό να ασχοληθεί πιο επισταμένα. Και να μας προτείνει τη δέουσα «θεραπεία».





Περισσότερα για το Φεστιβάλ δείτε στις ΣΕΛ.  12-17