Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

,,Αυτόνε –τέτοιον λέοντα– είχε κάμει αρνάκι η Μαριδγίτσα στην ποδιά της,,

,,Με τα χάδια της τον μέρεψε. Με τα γλυκά της λόγια τον είχε γητεμένο. Στα γόνατά της τον εκοίμιζε.,,
Σκλάβος στη Χαλκίδα
«Ό,τι κι αν γένηκε, ο διάλος τον πήρε και τον σήκωσε», συλλοϊζόνταν μέσα τους ούλοι, όσοι τον ξέρανε, όσοι είχαν με δαύτον γνωριμίες.



Οι «Καϋμοί στο Γρυπονήσι» είναι το πρώτο βιβλίο του Γιάννη Σκαρίμπα. Εκδόθηκε το 1930 από το περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα» και φιλοτεχνήθηκε με τις εικόνες του Σ. Φραγγουλίδη και τις ξυλογραφίες του Γ. Οικονομίδη.
Από τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου (Κάκτος, Αθήνα 1975) μεταφέρουμε το παρακάτω διήγημα.

ΣΚΛΑΒΟΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΑ
(Χαρισμένο στην ποιήτρια Ρίτα Ν. Μπούμη)

Μια χαρά είχε αράξει στην αγκαλιά της γυναικούλας του της Μαριδγίτσας.

Αυτηνής πούχαν μάγια τα κάλλη της και τον κράταγαν πλάι της, πούταν μέλι τα φιλιά της και τα λόγια της και τον είχαν μερέψει – σκεδόν μαγέψει – στην ποδιά της.

Το ξεφτέρι αυτόν – το δελφίνι της θάλασσας – που μύριζε αρμύρα το κορμί του και μυρουδιά καραβίσα.

Που σκάλωνε σα γάτος στις σκαλιέρες και καπέλωνε – με το πιλήκι του – τα πόμολα.

Αυτόν που σαν πουλί φλετούραε μες στις αρματωσές των μπάρκων κι απ’ αψηλά ανάμπαιζε τον κόσμο. Αυτόν, ναι τον Γιάννη, τον είχε πάρει σκλάβο της αυτή. Η Μαριδγίτσα…

Σα μωρό παιδάκι κάθουνταν σιμά της. Απ’ το φουστάνι την κράταε.

Τον χάσανε οι σκούνες και τα κότερα. Τον χάσανε τα πόρτα. Το χάσανε κ’ οι γιαβουκλούδες στα λιμάνια.

Του κάκου αναρωτιόντανε οι φίλοι του. Το θάμα τους κάναν οι καραβοκυραίοι, το σταυρό τους.

Πάει, χάθηκε απ’ τον κόσμο. Έγιν’ άφαντος.

Μήτε στα τόπια φαίνονταν, μήτε στα βιλαέτια. Μήτε της στεριάς, μήτε του πελάου.

Άλλοι αναρωτιόνταν μην απόθανε. Άλλοι λέγαν πως επνίγηκε. Κι άλλοι πως σ’ ένα κοντραμπατζίδικο μπαρκάρισε, κουρσάρος πως εγίνη στο Μισίρι!

«Ό,τι κι αν γένηκε, ο διάλος τον πήρε και τον σήκωσε», συλλοϊζόνταν μέσα τους ούλοι, όσοι τον ξέρανε, όσοι είχαν με δαύτον γνωριμίες.

Σκλάβος και παλληκάρι στη δουλειά όταν ήθελε, μα στις αναποδιές του ίδιο θερίο.

Θερίο ανήμερο ήταν στην καρδιά και στο μπουρί του. Διάολος απ’ το ρέμα ανάμεσα στς ανθρώπους. Σκάνταλο μες στα πανιά και στα τραμπάκουλα.

Ησυχία το πνέμα του δεν είχε. Ζάπ’ δεν εγίνονταν το τέρας, λιθάρι πάνω στ’ άλλο δεν άφινε. Τους σκύλους έβαζε σ’ αγγάρεια.

Με τους συντρόφους του –τους ναύτες– είχε ούλο να κάμει. Με τον καπετάνιο, το λοστρόμο. Ούλους άνω κάτω τους έφερνε ο κανάγιας. Ο διάβολος δουλειά δεν είχε, τα βρακιά του έλυνε κ’ έδενε.

Σκάλωνε σα γάτος αψηλά στα φλίτσα κι ανάμπαιζε από κεις τον καπετάνιο. Με το χάρο αστειεύονταν –χαχάνιζε– τις ψυχές του κόσμου έπαιζε κορώνα γράμματα μαζί του.

Τα πανιά του παπαφίγκου να στριγκάρει, του φώναζε ο λοστρόμος απ’ το κάσαρο, αυτός έπιανε όσες μούδες τ’ άρεσε στις γάμπιες! Όρτσα δίπλα σταύρωνε τους φίγκους!

Όπ’ ευτύς η γολέτα έμπαινε τραβέρσο… Τσαλαβούταε στον τόπο με την πλώρη της.

Όξω φρενών ο καπετάνιος τού βούιζε με τη μπουρού από κάτω: …Τον παπαφίγκο στρίγκα μωρέ Τούρκοοο!… Άχ μπαγάσα θα μας πνίξεις…

Αυτός το γουδί το γουδοχέρι. Άφινε τις γάμπιες, φλετούραε στην κόφφα.

Φούσκωνε κι άφριζε κάτω του η θάλασσα. Οι αρματωσές έτριζαν. Αυτός εκείς εστέκονταν κ’ έβγαζε λόγο… για ν’ ακάνε! Έδειχτε με το δάχτυλο τα σύγνεφα κι αποτείνονταν στο καπετάνιο και στο πλήρωμα:
Αγαπητοί μου συμπολίτες
κλέφτες και λωποδύτες…
από δω και πέρα
θα σας πάρει ο διάολος τον πατέρα!…



Με το γκρα τον κατέβαζαν από κείθες. Πέντ’ εξ του άστραφταν στον αέρα. Ούλο το πλήρωμα έπεφτ’ απάνω του κι ούλους αυτός τους έκανε ζάπι!…

Σιδερένια ήσαν τα μπράτσα και τα χέρια του. Μπρούτζινο ήταν το κορμί του.

Όπου σε μάγκωναν οι φούχτες του, σε ξέραιναν, όπου σε λάχαιν’ η γροθιά του πιάνονταν η πνοή σου. Γλέπανε και παθαίναν ώστε να τον κλείσουνε λιταρωτόν στο μπαλαούρο.

Μα πού ν’ αλλάξει γνώμη. Σα τον έβγαζαν, τ’ είχες Γιάννη, τ’ είχα πάντα. Ξανά την πρώτη τέχνη του, τα ίδια.

Πυροφάνια έβαζε στα δάχτυλα των συντρόφων του, των μούτσων, όταν κοιμόντουσαν. Με μιά σαλιωμένη κλωστή τους μάλαζε το σβέρκο. Μ’ ένα πούπουλο τους σγάρλαε τη μύτη. Κι απέ ξεραίνονταν στα γέλια!…

Με μαδέρια, με στραβόξυλα, μ’ ό,τι τύχαινε ξωπίσω του, αυτοί τον εκυνήγαγαν. Καπνός κι αντάρα, πάγαινε από κοντά του το βριξίδι. Απ’ τις Χριστο-Παναγίες τάραζαν οι σκούνες.



Τον παίρναν στο κοντό να τον σκοτώσουν. Μα πού να τον λάβουν το Σατανά τον τραγοπόδαρο; Σα ζουλάπι αυτός ριχιότανε στους κάλους. Σαν ραγκουτάγκος σκαρφατσάλωνε αψηλά στους παπαφίγκους. Στα μπαστούνια των γαμπιών, αυτός τουμπάριζε. Άντε πιάστον! Κι από κεις τους έπαιζε κλαρίνο της μύτης με τα δάχτυλα και καμμιά φορά τους ψιλοκατουρούσε…

Κι από κοντά τον τρέμαν τα λιμάνια.

Μέσ’ στα καφέ-αμάν και στα μπουρδέλα μπούκερνε σα τρελλοτραμουντάνα απ’ τα μπουγάζα. Μ’ ούλες τις πριμαντόνες εγνωρίζονταν. Μ’ ούλους τους κοντραμπαντζήδες είχε φιλίες και παρτίδες. Μ’ ούλους τους μαχαιροβγάλτες μες στις πιάτσες.

Σειότανε και λυγιότανε μέσα στις μπυραρίες και τα κλαμπ, μες στα καφέ-αμάν της Αλεξάντρειας και της Σμύρνης. Ούλα τα κορίτσια –εκεί– αγκαζάριζε, ούλο τον κόσμο εκέρναε κονιάκια.

Έπινε –ρούφαε σα δελφίνι– και λιανοψιλοτραγούδαε.
Θάλασσα πικροθάλασσα
που σε γ….. τα ψάρια.

Κι απέ του χόρευε. Μαζί με τις αρτίστες χόρευε στα πάλκα. Χόρευε ζεϊμπέκικο, μάνα καϋμένη. Χόρευε το τσάμικο στ’ ανύχι.

Βροχή πέφταν τα τάλλαρα στο βιολιτζή, στις πριμαντόνες, και στις γκόμενες. Βροχή πάγαιναν και τα πιάτα, τα ποτήρια, στον αγέρα. Άλλα, σαν μπόμπες σκάζανε στους τοίχους κι άλλα με τα δόντια του τα ροκάναε ως μαρουλόφυλλα!…

Π’ ανάθεμα το μυαλό του, ούλο και στο λιμεναρχείο τον ξεφόρτωναν για ξεμέθυσμα…

Αυτόνε –τέτοιον λέοντα– είχε κάμει αρνάκι η Μαριδγίτσα στην ποδιά της.

Με τα χάδια της τον μέρεψε. Με τα γλυκά της λόγια τον είχε γητεμένο. Στα γόνατά της τον εκοίμιζε.

Της Άρνης το νερό τον είχε ποτισμένο.

Ξέχασε κι αυτός τη θάλασσα πλάι της, σβήσαν μες στο μυαλό του οι ζουγραφιές των λιμανιών και των πελάων. Ξέχασε ο κιαρατάς και τους δικούς του.

Μήτε ν’ ακούει ήθελε πλιό από τη θάλασσα, μήτε και από πλεούμενα να ξέρει.

Αυτός το μέλι των χειλιών της ρούφαε, και της φωνής της αφρουγκάζονταν τη γλύκα…

Μες στο κανάλι της αγάπης του αντρειευόταν και αρμένιζε…

Έτσι τον χάσανε οι θάλασσες, έτσι τον χάσανε κ’ οι πιάτσες. Τον έχασε και η ταβέρνα: «Το αναυάγιο» όπου κι αυτός τα «κοπάναε» στη Χαλκίδα.

Κανείς πλιό δεν τον γύρευε, κανείς δεν αρώταε για δαύτον. Μήτ’ οι οχτροί του, μήτ’ οι φίλοι του, μήτε κ’ οι δικοί του.

Μόνο η μάνα του, η θειά Καλλίτσα. Πάλε η μάνα… Αυτή…

Αυτή που τον είχε έγνοια και καμάρι της, αυτή που τον ανακάτευε –τον μπέρδευε– πάντα μες στις κουβέντες και στο νου της. Αυτή που στα ύπνα και στα ξύπνα της τον νείρονταν, που στα ‘μπά της και τα ‘βγά της τον εκάλει. Ναι μωρ’ αυτή που κοιλοπόνεσε, που τον ντάντεψε, ώστε να γίνει παίδαρος και άντρας.

Τους στρατοκόπους αρώταε και τους διαβάτες να της πουν, στα περιγιάλια αγνάντευε τις σκούνες. Τον κόσμο εσταύρωνε… Τους ξενητευτήδες και τους πραματευτάδες γλυκοερώτα:

Μην τον είχε δει κανείς με τα ματάκια του, μην αντέσει, αυτοί, τον είχαν.

Έναν με τα ναυτικά.

Έναν ψηλόν, έναν όμορφο, έναν αντρειωμένο.

Που φόραε ζουνάρι πλουμιστό. Πούταν το πρόσωπό του σαν τον ήλιο…

Έναν σειστή, ένα λυγιστή, έναν κοντυλοφρύδη. Που πορβατούσε κ’ ήταν σαν να κένταε, μωρέ που έλεες πως γλυκοτραγουδούσε σαν ομίλειε…

Μην τύχει της έρμης και τ’ς αρρώστησεν, μην της καϋμενούλας και της πνίγει. Σκλάβο τους οι κουρσάροι μην της τον πήρανε, στην Αραπιά μην της τον πήγανε της δόλιας…

Κάπου τον είχαν δει κι αυτοί το γιόκα της, κάπου τον είχαν –δαύτοι– αντέσει. Εκείς κατά τη Σαλονίκη τον πήραν τα ματάκια τους, κατ’ το Δεδεαγάτς κατέ το Βόλο.

Για τη Μαύρη Θάλασσα μ’ ένα τραμπάκουλο μπαρκάρισε, μ’ ένα μπάρκο-μπέστια Σκοπελίτικο για το Αντζέμι.

Όχι, στο Τούνεζι αρμένιζε, στη Μπαρμπαριά κατ’ το Αλγέριο. Μ’ ένα βαπόρο Αράπικο για το Μισίρι, λέει, πάει…

…Μήτε αρρωστήσει έχει, μήτε πνίγει ο Γιάννης σου… της γλυκοψιλομίλησε ένας κοντός, ένας ξανθός, ένας γαλανομάτης.

…Μήτε στη Μπαρμπαριά ταξίδεψε, μήτε στ’ Αλγέρι πάει. Μόν’ μιά ψηλή μόν’ μιά λιγνή, μιά γλυκοκλειστοφρύδα, αυτή στο πήρε σκλάβο της το γιόκα σου.

Περαστικός απ’ τη Χαλκίδα την εγνώρισε. Νά, κατά πώς λέει και το τραγούδι έγινε.
«…Απ’ τη Πόλη ερχότανε κι απ’ τα νησά
κι απ’ τη γειτονιά της επέρασε,
τα βασιλικά της επότιζε
και τις μαντζουράνες της δρόσιζε.
Έκοψε τον κλώνο και τούδωσε
τούπε κ’ ένα λόγο που τ’ άρεσε:
μπρε παλληκαράκι μ’ αν μ’ αγαπάς
τί περνοδιαβαίνεις και δε μιλάς,
στείλε προξενήτρες στη μάνα μου
και προξενητάδες στο μπάρμπα μου…»



Έτσι έκαμε κι αυτός.

«Έστειλε προξενήτρες στη μάνα της και προξενητάδες στο μπάρμπα της».

Τώρα εκείς βρίσκονταν π’ ανάθεμα τον, στη Χαλκίδα, σκλάβος της κι αφέντης της, δεμένος της και δέτης της…

Τα κάλλη της δούλευε. Τα ρούσα τα μαλλιά της τής έπλεκε και της ξέπλεκε. Αλυσιδίτσες τής τάκανε και γαϊτανάκια. Σκαλιέρες και σκοινάκια ολομετάξινα. Την έντυνε, την ξέντυνε, την έλουζε. Με τα δάχτυλά του τα φρύδια της της έστρωνε και μια τής τ’ αναμάλλιαζε. Τα ματόκλαδά της τα μυριόμετρα, τον έβαζε να της μετράει, το χνούδι να της δαγκώνει των αφτιών της. Τις δυό τις φούχτες του έκανε δαχτυλιδάκια αυτός, στη μέση της.

Αψηλά του την ασήκωνε σαν κούκλα. Στο τοίχο –σαν κάδρο του– την έστηνε…