Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

«Άγιε Πατέρα» Απόδειξη: Κοινωνήστε...

 Εν ολίγοις:

Αντί να μπαρουφολογεί ο «Άγιος Πατέρας» και αντί να μοιράζει ποιμαντορικές παρλαπίπες, γιατί δεν κάνει κάτι απλό: Αφού του αρέσει να πουλάει θαύματα, καθισμένος στον μητροπολιτικό θρόνο του, γιατί δεν το κάνει πιο πειστικά: Ας πάρει το κουταλάκι του, αυτός και μερικοί άλλοι του ιερατείου, και ας πάνε στις μονάδες που νοσηλεύονται ασθενείς.

Ας πάνε εκεί να κοινωνήσουν τους αρρώστους. Και μετά, αφού η Θεία Κοινωνία δεν κολλάει, ας αρχίσουν – σε δημόσια θέα – να κοινωνούν και οι ίδιοι. Με το ίδιο κουταλάκι. Με το κουταλάκι και με την ίδια Θεία Κοινωνία που πριν από λίγο κοινώνησαν τους συνανθρώπους μας. Αυτούς που παλεύουν και βασανίζονται και που πάνω στην αρρώστια τους κάποιοι βλασφημούν. Άντε, λοιπόν, πηγαίνετε…

***
Σημείωση: Με αφορμή το παραπάνω άρθρο:
1ο) Χαίρομαι ιδιαίτερα που προκάλεσα την μήνιν των ταλιμπάν τόσο ώστε να εκδηλώσουν τον πραγματικό εαυτό τους,
2) παραδίδω στη χλεύη τους δοκησίσοφους που "είδαν" στο άρθρο "επίθεση στα πιστεύω των ανθρώπων" και όχι την κριτική (με στοιχεία και όχι με ξόρκια και αφορισμούς της πλάκας) στους εμποροπραματευτάδες της πίστεως,
3) δηλώνω την συμπάθειά μου σε όσους δεν καταλαβαίνουν ότι και η βλακεία είναι θείο χάρισμα, αλλά καλό είναι να μην της γίνεται κατάχρηση,
4) απευθύνομαι στους πανεξυπνότατους, "διαβασμένους", ευφυείς και λοιπούς μπουρδοπαϊσιους: Αφού, λοιπόν, αυτό που λέω "έτσι κι αλλιώς γίνεται", όπως ισχυρίζεστε, τότε συμφωνούμε: Ο αγαπητός Πειραιώς και όσοι έχουν την ίδια άποψη με αυτόν, τώρα στους ασθενείς με κορωνοίο. Κι εσείς μαζί τους. Κι αμέσως μετά σε ΔΗΜΟΣΙΑ θέα να κοινωνήσετε και οι ίδιοι. Κι αφού κοινωνήσετε εσείς, μετά από εσάς και οι Αγιοι Μητροπολίτες. Με το ΙΔΙΟ κουταλάκι. Με το κουταλάκι και με την ΙΔΙΑ Θεία Κοινωνία που πριν από λίγο κοινώνησαν τους συνανθρώπους μας. Με κάμερες, με φωτογράφους, με ανοικτές πόρτες και ανοικτά φώτα. Τώρα. ΔΗΜΟΣΙΑ.
Εμπρός, λοιπόν... Μέχρι τότε, συνεχίστε εσείς στους οποίους αναφέρθηκα ήδη, που καμία σχέση δεν έχετε με τους πιστούς ανθρώπους του λαού μας, να ξεφτιλίζεστε.

Ο Αγιος Μητροπολίτης Πειραιώς και ανωτάτης... μπακαλικής
IMERODROMOS.GR
Ο Αγιος Μητροπολίτης Πειραιώς και ανωτάτης... μπακαλικής
Facebook Twitter Google+ Print EmailΛένε ότι απευθύνονται στο ποίμνιο ως ποιμένες. Αλλά ορισμένοι δεν μπορούν να κρύψουν ότι συμπεριφέρονται σαν εκκλησιαστικοί “μαυρογιαλούροι”...

Λένε ότι απευθύνονται στο ποίμνιο ως ποιμένες. Αλλά ορισμένοι δεν μπορούν να κρύψουν ότι συμπεριφέρονται σαν εκκλησιαστικοί “μαυρογιαλούροι” που απευθύνονται σε “πρόβατα”. Για του λόγου το αληθές πάμε να δούμε το νέο “θαύμα” του Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ.

Ενα “θαύμα” θράσους που συνετελέσθη λες και δεν ήταν ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος ή ο Αναστάσιος Αλβανίας ή ο Μητροπολίτης Κατερίνης, που δοκιμάστηκαν από τον κορωνοϊό. Λες και ο Μητροπολίτης Καστοριάς δεν δοκιμάζεται αυτή την ώρα από τον ιό. Λες και δεν “έφυγε” από τον κορωνοιό ο Μητροπολίτης Λαγκαδά. Λες και από Σερβία μέχρι Ουκρανία δεν πέθαναν Ορθόδοξοι ιεράρχες από την πανδημία. Λες και στο Άγιο Όρος δεν μπήκαν σε καραντίνα 6 Μονές…

Στην Ποιμαντορική Εγκύκλιό του για τα Χριστούγεννα 2020, ανάμεσα στα άλλα, λοιπόν, ο Άγιος Πειραιώς αναφέρει για τη Θεία Λειτουργία:

«Ἡ κοσμική ἐπιστήμη ἐπιδιώκει νά ἑρμηνεύσει τό ὑπέρλογο πού ἐκφεύγει τῆς γνωστικῆς της δυνατότητος. Ὡστόσο στήν παροῦσα συγκυρία ἀποδεχόμενοι τό πείραμα καί τήν παρατήρηση, τίς μεθόδους τῆς ἐπιστήμης ἔχομε ἁπτό τό θαῦμα τῆς πίστεως. Ἀπό τίς ἀρχές Μαΐου ἕως τίς ἀρχές Νοεμβρίου ἐπί 25 Κυριακάς λειτούργησαν ἀκωλύτως οἱ 10.000 Ναοί στήν Ἑλληνική Ἐπικράτεια καί ἐτελέσθησαν περίπου 250.000 Θεῖες Λειτουργίες. Κατ’ ἐλάχιστον προσῆλθαν στά ἄχραντα μυστήρια 10 ἄτομα εἰς ἑκάστην, ἀμέσως συμπληρώνεται ὁ ἀριθμός τῶν 2.500.000 ἀνθρώπων πού μετέλαβον τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἐάν λοιπόν ἡ πανδημία διεσπείρετο διά τῆς Θ. Κοινωνίας θά ἔπρεπε νά ὑπάρχουν ἐκτός τῶν ἄλλων τουλάχιστον 2.000.000 κρούσματα στήν Χώρα μέ ὑπολογισμό ἐνδεικτικό, διότι κατά τίς 25 ἑβδομάδες τελέσθηκαν ἐκτός τῶν Κυριακῶν πάρα πολλές Θ. Λειτουργίες κατά τόν 15Αὔγουστο καί τίς μνήμες ἑορταζομένων Ἁγίων».

Σημειώνουμε το δέος που νιώσαμε μπροστά στην ανωτάτη… “μπακαλική”, την οποία χρησιμοποιεί ο Σεραφείμ. Για το “υπέρλογόν” του που παριστάνει την στατιστική και μαθηματική επιστήμη. Για την “μπακαλική” της β’ Δημοτικού που η “επιστημονικότητά της” είναι αντιστρόφως ανάλογη του φαρισαϊσμού της…

Προσέξτε, λοιπόν, πως έχουν τα πράγματα:

α) Στην αρχή μας είπαν ότι “η Πίστη σώζει”. Ένα σόφισμα που δεν άντεξε και γρήγορα αχρηστεύτηκε κάτω από την υπενθύμιση ότι τα πρώτα κρούσματα και οι πρώτες απώλειες ανθρώπινων ζωών που σημειώθηκαν στην Ελλάδα ήταν μεταξύ των πιστών προσκυνητών που επέστρεψαν από τους Άγιους Τόπους. Συμπέρασμα: Η πίστη μπορεί και να σώζει από διάφορα ορισμένους, αλλά από τον κορωνοιό δεν σώζει… 

β) Στη συνέχεια ισχυρίστηκαν ότι η Θεία Κοινωνία χαρίζει… ανοσία. Ότι τάχα “θωρακίζει” απέναντι στην πανδημία. Κι αυτή η σοφιστεία πήγε περίπατο. Απόδειξη το γεγονός ότι η μισή Ιερά Σύνοδος βρέθηκε θετική (μολύνθηκε δηλαδή) από τον κορωνοϊό. Τι να σκεφτεί ο αδαής πιστός τώρα; Ότι οι μισοί Μητροπολίτες δεν πιστεύουν επαρκώς και ότι δεν κοινωνούν ώστε να παραμείνουν “θωρακισμένοι”;…

γ) Αφού τελειώσαμε με το «η πίστη σώζει» και ότι “η Θεία Κοινωνία θωρακίζει”, τώρα περάσαμε στο νέο τροπάρι: «Η Θεία Κοινωνία δεν κολλάει»…

Όμως: Αν κάνουμε χρήση αυτής της σπουδαίας μπακαλιστικής λογικής δεν έχουμε παρά να υπολογίσουμε από τον Μάρτη μέχρι σήμερα πόσοι μετακινήθηκαν με τα ΜΜΜ. Και τότε  καταλήγουμε στο εξής Σεραφείμιο συμπέρασμα: Αφού δεν έχουμε τουλάχιστον 10.000.000 καταγεγραμμένα κρούσματα, όσοι και οι Έλληνες που είτε οι ίδιοι είτε οι δικοί τους πάνε κι έρχονται με λεωφορεία και τρένα, ε, τότε ο κορωνοϊός δεν κολλάει ούτε στα και από τα ΜΜΜ…

Παρομοίως, η Σεραφείμιος μπακαλική μπορεί να εφαρμοστεί και για την εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τους χώρους δουλειάς. Απλό: Αφού οι άνθρωποι συνεχίζουν να πηγαίνουν στις δουλειές τους, κι αφού 5 εκατομμύρια εργάτες, υπάλληλοι κλπ δεν μετατράπηκαν σε 5.000.000 κρούσματα, ε, ούτε στους χώρους δουλειάς κολλάει…

Το αυτόν: Από τη λογική του “υπέρλογου” δεν μπορεί κανείς να εξαιρέσει τα σχολεία, τις πλατείες, τα εστιατόρια, τα πάρτι και ό,τι άλλο βάλει ο νους μας, μιας και δεν έχουν καταγραφεί τα αντίστοιχα εκατομμύρια κρούσματα που θα έπρεπε – κατά Σεραφείμ – να είχαν εμφανιστεί.

Για τέτοια “μαθηματική αυθεντία” μιλάμε ο κ.Σεραφείμ… Απορούμε όμως: Πώς με τέτοιο “αναλυτικό εργαλείο” στα χέρια του, ο Άγιος Πειραιώς δεν κατέληξε (ακόμα) στο προφανές, με βάση την “υπέρλογη” δοκησισοσοφία του: Οτι, δηλαδή, ο κορωνοϊός όχι μόνο δεν κολλάει, αλλά ότι δεν υπάρχει κιόλας!  

Κατόπιν αυτών, περιττό βέβαια να ρωτήσουμε πως γνωρίζει ο Μητροπολίτης πόσα είναι τα πραγματικά κρούσματα στη χώρα. Πως ξέρει τον αριθμό, από την στιγμή που δεν τον ξέρει κανείς! Πως κατάφερε να τα μετρήσει όταν επιστήμονες και υγειονομικοί ζητούν ακριβώς αυτό: Να αγκαλιάσουν τα τεστ το σύνολο του πληθυσμού για να ξέρουμε τι γίνεται. Αλλά, μάλλον, αυτά είναι ερωτήματα που δεν αγγίζουν τις γνώσεις των «Αγίων”. 

Εν ολίγοις – πρώτον: Η Θεια Κοινωνία ως εκκλησιαστικό μυστήριο, τόσο “θωρακίζει” από τον κορωνοιό, όσο και το άλλο μυστήριο, του γάμου, “θωρακίζει” από τα χιλιάδες διαζύγια. Η Θεία Κοινωνία “δεν κολλάει”, όσο και το άλλο εκκλησιαστικό μυστήριο, της βαπτίσεως, “δεν κολλάει” στον βαπτισμένο την “αμαρτία”…

Εν ολίγοις – δεύτερον: Αντί να μπαρουφολογεί ο «Άγιος Πατέρας» και αντί να μοιράζει ποιμαντορικές παρλαπίπες, γιατί δεν κάνει κάτι απλό: Αφού του αρέσει να πουλάει θαύματα, καθισμένος στον μητροπολιτικό θρόνο του, γιατί δεν το κάνει πιο πειστικά: Ας πάρει το κουταλάκι του, αυτός και μερικοί άλλοι του ιερατείου, και ας πάνε στις μονάδες που νοσηλεύονται ασθενείς. Ας πάνε εκεί να κοινωνήσουν τους αρρώστους. Και μετά, αφού η Θεία Κοινωνία δεν κολλάει, ας αρχίσουν – σε δημόσια θέα – να κοινωνούν και οι ίδιοι. Με το ίδιο κουταλάκι. Με το κουταλάκι και με την ίδια Θεία Κοινωνία που πριν από λίγο κοινώνησαν τους συνανθρώπους μας. Αυτούς που παλεύουν και βασανίζονται και που πάνω στην αρρώστια τους κάποιοι βλασφημούν. Άντε, λοιπόν, πηγαίνετε… 

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: «Η ΑΦΑΝΤΗ ΠΟΡΤΑ»

 

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: «Η ΑΦΑΝΤΗ ΠΟΡΤΑ»

[το διήγημα δεν περιλαμβάνεται στα Άπαντα του συγγραφέα. Δημοσιεύτηκε δε εννιά χρόνια μετά το θάνατό του στο περιοδικό «ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1960». Το είχε δώσει ο ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΙΓΟΥΡΟΣ, πιθανόν από το αρχείο του].
.
«- Μάντσια που θ’ αφήση μεμόρια! φώναξε κατενθουσιασμένος ο Κέκος ο Λαγάτορας (και στη γλώσσα του μάντσια έλεγε τη φάρσα).
– Μωρέ μπράβο, Μίμη! φώναξε με τον ίδιο ενθουσιασμό κι ο Μπάμπης ο Μπαρζός, καλά τη σοφίστηκες!
Ο Μίμης ο Δαργόνας καμάρωνε.
– Μα για συλλογισθήτε, είπε. Να γυρίση τη νύχτα στο σπίτι του και να μην εύρη πόρτα για να μπη! Αφαντη η πόρτα του σπιτιού του! Νάξερα πώς θα του φανή και τι θα κάμη στο μεθύσι του;
Αλήθεια, ήταν η καλύτερη φάρσα απ’ όσες είχε σοφιστή ως τότε η μουρλοπαρέα εκείνη – οι τρεις Ζακυνθινοί φίλοι, τα ζιζάνια, οι “ξεκληρίες”, που δεν ζούσαν παρά για να κάνουν φάρσες, μάντσιες, και προπάντων του Γερολυμάκη του Μπαλωμένου, που ήταν το συχνότερο θύμα τους.
Να το σπίτι του, εκεί – αντίκρυ στο μαγαζί του Κόπιτου – ένα οπλοπωλείο που η μουρλοπαρέα το είχε κάνει λημέρι της, γιατί κι ο Κόπιτος ψοφούσε για τέτοια.
– Ήταν ένα σπίτι μικρό, ανάμεσα σε δυο μεγαλύτερα, με δυο μόνο παράθυρα στη φάτσα, και με μια πόρτα στενή και χαμηλή. Τι εύκολα που θα χτιζόταν! Θάφταναν λίγα τούβλα και λίγος πηλός. Κι ο δρόμος όχι τόσο περαστικός, κι η γειτονιά ήσυχη, νοικοκυρίστικη, που το βράδυ μαζευόταν από τις δέκα. Μόνο ο Γερολυμάκης ο Μπαλωμένος ήταν ξενύχτης. Κουτσόπινε και φλυαρούσε σε μια ταβέρνα του Άμμου ως τα μεσάνυχτα, ως τη μία. Κι ήταν νύχτα βαθειά για τη γειτονιά του, όταν, λιγώτερο ή περισσότερο μεθυσμένος, ξεκινούσε για το σπίτι του. Άνοιγε με κλειδί, χωρίς να ξυπνήση την κυρά – Κεβή, την αδερφή του. (Ηταν χήρα, κι άλλον απ’ αυτήν δεν είχε στο σπίτι ο Γερολυμάκης, το γεροντοπαλλήκαρο). Κι έπεφτε να κοιμηθή, καμμιά φορά μισογδυμένος.
Ολ’ αυτά η μουρλοπαρέα τα ήξερε. Και πήρε τα μέτρα της καλά για να πετύχη η μάντσια που θάφινε μεμόρια. Εκεί κοντά χτιζόταν ένα σπίτι. Είπαν το σχέδιό τους στον εργολάβο, που γέλασε πολύ, και τον παρακάλεσαν να τους δανείση, με το αζημίωτο, τα τούβλα, τον πηλό και τον ασβέστη που χρειάζουνταν, καθώς κι ένα χτίστη. Συμφωνήθηκαν και προετοιμάσθηκαν τα πάντα. Και το φθινοπωριάτικο εκείνο βράδυ – έκανε και λίγο κρύο, που θ’ ανάγκαζε τη γειτονιά να μαζευτή νωρίτερα – οι τρεις φίλοι, κρυμμένοι στο μαγαζί του Κόπιτου, παραμόνευαν από τη μισόκλειστη παρεθύρα.
Και να, κατά τις εννιά, ο κυρ-Γερολυμάκης, αφού δείπνησε με την αδερφή του, – μπρόκολα και μαρίδες – ξεκίνησε για την ταβέρνα.
– Να μην αργήσης! του φώναξε από το κεφαλόσκαλο η κυρά – Κεβή.
– Έγνοια σου, της αποκρίθηκε ανοίγοντας την πόρτα ο κυρ-Γερολυμάκης. Απόψε θα γυρίσω νωρίς.
Ο σύντομος αυτός διάλογος ακουγόταν κάθε βράδυ, αλλά κάθε βράδυ ο κυρ-Γερολυμάκης εγύριζε αργά. Ηταν ένας ανθρωπάκος με κωμικό μούτρο – μεγάλη κόκκινη μύτη, γκρίζα μπαρμπετόνια, μικρά γυαλιστερά μάτια και μια μαύρη κρεατοελιά στο μάγουλο – και φορούσε μπλε πλατύ παντελόνι, μαύρη γιακετόνα και, ριχμένον απλώς στους ώμους του, ένα γκρίζο γαμπά (μανδύα) μακρύ ως τα πόδια του. Τα πυκνά και μαύρα ακόμα μαλλιά του τα μισοσκέπαζε ένα μαύρο βελουδένιο σκανταλέτο (σκωτσέζικος σκούφος συνηθισμένος εκείνο τον καιρό στη Ζάκυνθο) και κρατούσε, κρεμασμένη στο μπράτσο του, μια μαγκουρίτσα από ξύλο ελιάς. Όταν πήγαινε στην ταβέρνα, περπατούσε γοργά σαν να τον κυνηγούσαν, απεναντίας όταν γύριζε, μόλις έσερνε τα πόδια του…
– Ε, και νάξερες τι σε περιμένει απόψε! είπαν καθώς τον είδαν οι μαντσιαδόροι.
Και μόλις εκείνος έστριψε το καντούνι για να βγη στον Αμμο, πετάχτηκαν. Μαζί τους κι ο Κόπιτος.
Πήγαν στο γιαπί να βρουν το χτίστη που τους περίμενε. Άρχισαν αμέσως να κουβαλούν τα υλικά απέξω απ’ το σπίτι του Γερολυμάκη. Οι λιγοστοί διαβάτες δεν παραξενεύονταν βέβαια, ούτε ρωτούσαν. Ωστόσο εκείνοι περίμεναν ακόμα να γίνη ησυχία. Και τότε έβαλαν χέρι στην κλειστή πόρτα.
Το κατώφλι της, που δεν εξείχε καθόλου στο δρόμο, είχε ακριβώς το πλάτος ενός τούβλου. Και το μάκρος του ήταν ακριβώς πέντε τούβλα στη γραμμή. Ούτε τόσο – δα δεν έμεινε άδειο. Άρχισαν να τοποθετούν τα τούβλα και ν’ απλώνουν πάνω τους τον πηλό με το μυστρί, όσο πιο γρήγορα κι αθόρυβα μπορούσαν. Σ’ ένα τραπέζι, που το έβγαλαν από το μαγαζί, ανέβηκε ο χτίστης για να τοποθετήση και τα τελευταία τούβλα ως το ανώφλι. ΄Ολ’ η δυσκολία ήταν να στρωθή μπροστά ο πηλός για να γίνη ένα με τον τοίχο. Αλλά το μυστρί δούλεψε καλά. Έπειτα άρχισε να δουλεύη η βούρτσα. Στον ασβέστη έριξαν και χώμα, ακόμα και λιγάκι φούμο, για να γίνη μαυρειδερός όπως ήταν κι ο άλλος τοίχος της φάτσας, παλιός και λερωμένος. Κι η εργασία σε μια ώρα τελείωσε, χωρίς να πάρη είδησι κανένας από την κοιμισμένη γειτονιά. Μόνο κάποιος από γειτονιά άλλη, περνώντας, στάθηκε λίγο να ιδή τι έκαναν οι “χτίστες” τέτοια ώρα, και παραξενεύτηκε:
– Γιατί, γυιέ μου, χτίζετε την πόρτα; ρώτησε.
– Γιατί δεν είναι καλά εδώ, του αποκρίθηκε ο Μίμης, θ’ ανοίξουμε πάρα πέρα άλλη.
Το πίστεψε ο κουτός – Ζακυνθινός κι απομακρύνθηκε ικανοποιημένος. Γέλια που έκαμαν πίσω του οι μαντσιαδόροι!
– Προκαταβολή από κείνα που θα κάμουμε ύστερα, είπε ο Κέκος.
Κι έμπασαν το τραπέζι, ο χτίστης κουβάλησε στο γιαπί τα υλικά που περίσσεψαν και τα σύνεργα – πάστρα ο δρόμος – κι εκείνοι κρύφτηκαν πάλι στο μαγαζί, να παρακολουθήσουν πρώτα το στέγνωμα του φρέσκου τοίχου.
Δεν άργησε με το ξερό βορειαδάκι που φυσούσε.
– Περίφημα! φώναξε ο Μίμης. Καθόλου δεν ξεχωρίζει, αλήθεια. Μωρέ, κι άπιοτος να γύριζε ο Γερολυμάκης, θάταν αδύνατο να καταλάβη πώς τούχτισαν την πόρτα!
Και κάθησαν πίσω από τη μισόκλειστη παρεθύρα, να περιμένουν το θύμα τους.
***
Ολη αυτή την ώρα, στην ταβέρνα του Άμμου, ο κυρ-Γερολυμάκης ο Μπαλωμένος κουτσόπινε και κουβέντιαζε με δυο – τρεις μπεκρήδες και ξενύχτηδες σαν κι αυτόν. Ούτε υποψία ούτε προαίσθημα είχε, κι ήταν φαιδρός όπως πάντα. Άξαφνα σηκώθηκε και κουκουλώθηκε με το γαμπά του.
– Ώρα είνε, είπε, να πάω. Η αδερφή μου, μου είπε να μην αργήσω απόψε πολύ.
Αυτό ήταν στερεότυπο. Το έλεγε κάθε βράδυ ό,τι ώρα κι αν θυμώταν να σηκωθή για να γυρίση στο σπίτι του. Εκείνο το βράδυ ήταν δώδεκα περασμένες. Όταν βγήκε στο δρόμο, ξεκουκουλώθηκε λίγο γιατί ο καιρός είχε γλυκάνει. Και με αργό μα σταθερό βήμα – δεν είχε παραπιή – έστριψε το πρώτο καντούνι που απάντησε, κι από κει μπήκε στο καντούνι του σπιτιού του.
Έβαλε το χέρι στην τσέπη του, κι έπιασε το κλειδί του, προχωρώντας μηχανικά ως να ιδή την πόρτα του και να την ανοίξη. Αλλά πόρτα δεν έβλεπε και προχωρούσε. Χωρίς να το καταλάβη, προσπέρασε το σπίτι του και μηχανικά πάντα, εξακολουθούσε να προχωρή. Κάποτε ανανοήθηκε: το καντούνι κόντευε να τελειώση και την πόρτα δεν την είχε ιδεί ακόμα. Στάθηκε, γύρισε και κοίταξε. Μπα! να εκεί – πέρα το σπιτάκι του ανάμεσα στα δυο μεγάλα. Του φάνηκε αστείο και χαμογέλασε: “τόσο μεθυσμένος είμαι!..” Και ξεκίνησε προς τα πίσω, περπατώντας λίγο πιο γρήγορα, κι όχι πια μηχανικά, μα προσέχοντας μη φτάση πάλι στο σπίτι του και το ξεπεράση…
Πλησίασε. Να η πόρτα του Μένεγου, να η πόρτα του Ναύλερη. Η άλλη ήταν η δική του. Αλλά… πούναι την; Πόρτα τίποτα! Κοίταξε ψηλά μην έκανε πάλι κανένα λάθος. Όχι, ήταν ακριβώς απέξω από το σπίτι του. Να τα δύο του παράθυρα με τα κλειστά μπαντζούρια… Κάτω απ’ το πρώτο έπρεπε να ήταν η πόρτα. Μα ο Γερολυμάκης δεν έβλεπε παρά τοίχο. Πώς αυτό; “Μα τόσο μεθυσμένος είμαι;” συλλογίσθηκε. Και στη μεγάλη του αμηχανία, δεν βρήκε άλλη λύσι, παρά να χτυπήση την πόρτα του Ναύλερη. Μην ήταν δική του, και στο μεθύσι του του φαινόταν ως ήταν η διπλανή;
– Ντουκ! ντουκ! ντουκ! αντήχησε στη σιγαλιά ο μπατταδούρος.
Πέρασε κάμποση ώρα ως ν’ ανοίξη από πάνω ένα παράθυρο. Μια γυναίκα ρώτησε:
– Ποίος είναι;
– Εγώ! άνοιξέ μου, Κεβή.
– Μπα! ο κυρ-Γερολυμάκης! έκαμε από μέσα της η γυναίκα.
Και δυνατώτερα:
– Εκαμες λάθος, κυρ-Γερολυμάκη μου! Η άλλη πόρτα, να σε χαρώ…
– Ω! ω! σκουζάτε!..
– Τίποτσι!
Το παράθυρο έκλεισε κ’ η γυναίκα συλλογίστηκε: “Ο κακόμοιρος, σκνίπα είνε πάλι στο μεθύσι…”.
Ο Γερολυμάκης απόμεινε αποσβολωμένος. Πρώτη φορά του τύχαινε να είναι τόσο μεθυσμένος και να μην το καταλαβαίνη. Μάγια του είχαν κάνει;..
Στάθηκε κάμποση ώρα, σαν να περίμενε ή να λυθούν τα μάγια ή να του περάση το πολύ μεθύσι, και να μπορέση να ιδή την άφαντη πόρτα του… Μια στιγμή του ήρθε να χτυπήση και την άλλη, από τ’ άλλο μέρος του σπιτιού του. Μ’ αυτή ήταν μια πελώρια πόρτα, καταμεσίς του μεγάλου γειτονικού σπιτιού, που δεν μπορούσε ποτέ – το έβλεπε καλά – να είνε δική του. Θα πάθαινε τα ίδια. Κι εξακολούθησε να περιμένη. Αλλά κάποτε έχασε την υπομονή. Και με μια καινούργια έμπνεσι, άρχισε να φωνάζη μ’ όλη του τη δύναμι:
– Κεβή!.. Κεβή!.. Κεβή!..
Απ’ τις φωνές αντήχησε όλ’ η γειτονιά. Τις άκουσε, φαίνεται, κ’ η Κεβή, που δεν κοιμώταν ποτέ βαρειά. Και σε λίγο το παράθυρο, πάνω απ’ την άφαντη πόρτα, άνοιξε:
– Καλά συ φωνάζεις, Γερολυμάκη;
– Ναι, αδερφή… Κάμε μου τη χάρι, κατέβα μια στιγμή να μ’ ανοίξης.
– Μα δεν έχεις κλειδί, χριστιανέ μου;
– Τόχασα, καϋμένη… Θα μούπεσε από την τσέπη.
Ο Γερολυμάκης καταχάρηκε. “Να μην το σκεφτώ από την αρχή, συλλογιζόταν. Ετούτη – δω, που δεν είνε μεθυσμένη, θα βρη από μέσα την πόρτα και θα μ’ ανοίξη…”. Και περίμενε να ιδή το θαύμα… γιατί θαύμα βέβαια θάταν να χαθή τώρα ο τοίχος κάτω απ’ το παράθυρο, και να φανή στη θέσι του μια πόρτα ανοιχτή!
Και να, ακούει τα βήματα της Κεβής που κατεβαίνει τη σκάλα… Ακούει αμυδρά και το κλειδί – το δικό της κλειδί – που ξεκλειδώνει από μέσα την πόρτα…
Μα έπειτα τίποτα, ησυχία. Ούτε τοίχος να χάνεται, ούτε πόρτα να φαίνεται.
Ο Γερολυμάκης ανυπομονεί.
– Ε! ξεφωνίζει. Τι κάνεις; Γιατί δεν ανοίγεις;
– Δεν μπορώ! Ακούγεται από μέσα η φωνή της Κεβής. Το πορτόφυλλο είναι σφηνωμένο!
– Σφηνωμένο; βάλε δύναμι, καϋμένη, τράβα το!
– Αυτό κάνω…
Λίγες στιγμές αγωνίας. Κι έπειτα… φωνές, ξεφωνητά της Κεβής από μέσα:
– Ω συμφορά! Ω, μεγάλη συμφορά!.. μας χτίσανε την πόρτα!..
– Τι; φωνάζει κι ο Γερολυμάκης. Μας χτίσανε την πόρτα; Δεν είσαι καλά!
– Ναι, σου λέω! Άνοιξα το πορτόφυλλο, μα δε βλέπω παρά τούβουλα και λάσπη!
Κι άξαφνα, στο σκοτισμένο μυαλό του Γερολυμάκη έγινε φως. Ω, δεν ήταν καθόλου μεθυσμένος! Οσο έλειπε στην ταβέρνα, εκείνες οι “ξεκληρίες” που τον εσταύρωναν πάντα, του χτίσανε την πόρτα! Να ο τοίχος φρεσκοχρισμένος, υγρός, τον έβλεπε τώρα καλά… Κι η Κεβή από μέσα του φώναζε:
– Στάσου να γκρεμίσω τα τούβουλα! Τραβήξου από μπροστά μην πέσουν απάνου σου και σε βαρέσουν… Το νου σου!.. θα σπρώξω!..
Η Κεβή ήταν χεροδύναμη γυναίκα. Ακούμπησε τις παλάμες της στο φράγμα της πόρτας, έσπρωξε δυνατά, και τα τούβλα, που δεν είχαν κολλήσει ακόμα, σωριάσθηκαν, μισά μέσα και μισά στο δρόμο. Αλλά μόλις έπαψε ο πάταγος του γκρεμίσματος, ακούστηκαν απ’ αντίκρυ γέλια, μα κάτι γέλια, λες και γελούσαν διαόλοι!..
Εκπληκτος, ο Γερολυμάκης γύρισε προς αυτά: Έβγαιναν απ’ το μαγαζί του Κόπιτου, το λημέρι των σταυρωτήδων του. Έτρεξε με θυμό στη μισόκλειστη παρεθύρα, και κραδαίνοντας τη μαγκουρίτσα του άρχισε να βρίζη:
– Μωρές, ξεκληρίες, ινφάμηδες, μασκαράδες, εκεί – μέσα ήσαστε κρυμμένοι; Την πόρτα, μωρές, σοφιστήκατε να μου χτίσετε, για να γελάσετε; Μπα, που να μην σας εύρη ο χρόνος!.. Ου, να χαθήτε, τέρατα της φύσεως και της κοινωνίας!
– Άσε τους τώρα! δεν τους ξέρεις; Έλα μέσα! φώναζε κι η Κεβή από την πόρτα, φοβούμενη μη γίνη άσχημος καυγάς.
Μα τα γέλια διπλασιάσθηκαν.
Κάποιος έσπρωξε και το φύλλο της παρεθύρας. Και μέσα στο μαγαζί, στο φως της λάμπας, ο Γερολυμάκης είδε το Λαγάτορα, το Μπαρζό, το Δαργόνα και τον Κόπιτο να κυλιούνται. Ποτέ στη ζωή τους, με τις τόσες τους φάρσες, δεν θα έκαμαν τόσα γέλια.
Και, παράξενο πράγμα, η μεγάλη αυτή ευθυμία επηρέασε και τον Γερολυμάκη τον ίδιο. Ο θυμός του έπεσε, οι βρισιές του σταμάτησαν. Κι αλλάζοντας τόνο – μόνο που δεν γελούσε – τους φώναξε:
– Ας είνε, χαλάλι σας! Ετούτο τουλάχιστον ήταν έξυπνο».

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951),«ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1960 - Ετήσια λογοτεχνική – καλλιτεχνική – ιστορική – λαογραφική έκδοση», Τεύχος 1,
ΕΚΔΟΣΗ: «Συνεργασία Επτανήσιων Λογοτεχνών Καλλιτεχνών και Επιστημόνων»
Το διήγημα έδωσε για δημοσίευση στο πρώτο τεύχος της ετήσιας λογοτεχνικής – καλλιτεχνικής – ιστορικής – λαογραφικής «Επτανησιακής Πρωτοχρονιάς 1960», ο Μαρίνος Σιγούρος.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
- Το εξώφυλλο της έκδοσης.
- Σκίτσο-προσωπογραφία του Γρ. Ξενόπουλου, το οποίο εικονογραφούσε την πρώτη σελίδα του διηγήματός του στην «Επτανησιακή Πρωτοχρονιά 1960».]



Οι "φιλάνθρωποι"...



Ο μεν πρωθυπουργός Μητσοτάκης εδοξάσθη από τις κάμερες της "λίστας Πέτσα" να μοιράζει γεύματα και δώρα σε άπορους στο Κερατσίνι. Η δε Πρόεδρος της Δημοκρατίας κυρία Σακελλαροπούλου να συμμετέχει σε διανομή συσσιτίων στο Μεταξουργείο. Λαμπρά. Θαυμάσια. Και φυσικά μέσα στο χριστουγεννιάτικο πνεύμα...

Ομως κι αφού το κράτος μας, όπως προκύπτει από την κίνηση του ανώτατου πολιτειακού θεσμού, αλλά και η κυβέρνηση, όπως προκύπτει από τον επικεφαλής της, είναι τόσο "φιλάνθρωπο",
αντί να εξουθενώνει τους ταγούς του στέλνοντάς τους να μοιράζουν συσσίτια σε άπορους, γιατί δεν κάνει κάτι άλλο;
Γιατί, για παράδειγμα, δεν καταργεί τους άπορους, σταματώντας να εφαρμόζει, να νομοθετεί και να επικυρώνει πολιτικές αποφάσεις που κάνουν τους ανθρώπους άπορους;
Για παράδειγμα, αντί να μοιράζει συσσίτια στους φτωχούς, γιατί δεν σταματά να κάνει τους ανθρώπους φτωχούς, είτε με αποφάσεις κυβερνητικές, όπως αυτές που κόβουν συντάξεις, είτε με αποφάσεις του ΣΤΕ, όπως την περίοδο που ήταν πρόεδρός του η κυρία Σακελλαροπούλου, που επικύρωναν τις κυβερνητικές αποφάσεις φτωχοποίησης των ανθρώπων;
Πως λέγεται, λοιπόν, όταν το κράτος - που με τις πολιτικές του δημιουργεί άπορους και φτωχούς - στέλνει τους ταγούς του να μοιράσουν (παρέα με τις κάμερες της "λίστας Πέτσα") συσσίτια και "ανυπόκριτη φροντίδα" στους φτωχούς και άπορους, που εκείνο δημιούργησε; "Συνέχεια (και συνέπεια) του κράτους"...
Α, ναι: Ο Χέλντερ Καμάρα, ο Βραζιλιάνος αρχιεπίσκοπος που κόντρα στο Βατικανό, στη χούντα, στον νεοφιλελευθερισμό και στις πολυεθνικές, στεκόταν στο πλευρό των φτωχών και στους αγώνες του λαού του ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, το έλεγε ετσι:
«Όταν δίνω τροφή στους φτωχούς, με λένε Άγιο. Όταν, όμως, ρωτάω γιατί είναι φτωχοί, με λένε κομμουνιστή»...





Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Κι αν ο Ήλιος χανόταν; -Η Αλήθεια για “το Φως” !!!



Χειμερινό ηλιοστάσιο – Η μεγάλη νύχτα των θεών

Φανταστείτε τους προγόνους μας πριν από χιλιάδες χρόνια. Έναν Ίνκας, έναν Κινέζο από την άλλη πλευρά της γης, έναν Σουμέριο κάπου στη μέση ή και τους προγόνους αυτών.
Κοιτάζουν τον ουρανό. Την ημέρα βλέπουν τον Ήλιο, του οποίου τις μέγιστες ευεργετικές επιδράσεις αντιλαμβάνονται εμπειρικά και τη νύχτα τη Σελήνη και πολυάριθμα φωτεινά σημεία. Άλλα από αυτά κινούνται, άλλα μένουν (σχετικώς) σταθερά και κάποια – ελάχιστα, κάνουν του… κεφαλιού τους.
Εστιάζουν, ως είναι φυσικό, κυρίως στον Ήλιο. Τους προσφέρει την ημέρα που κάνει τη ζωή τους ευκολότερη, περιόδους ζεστές – κατάλληλες για σπορά και καλλιέργεια, ακόμη και τον υπολογισμό του χρόνου με τις επαναλαμβανόμενες εμφανίσεις του.
Οι εν λόγω πρόγονοι της ανθρωπότητας αγνοούν τα πάντα… παντελώς. 
Δεν γνωρίζουν ούτε γιατί απ’ το χώμα, εκεί που πριν φαινόταν να υπάρχει το τίποτα, φυτρώνει κάτι, γιατί το νερό κυλάει και μάλιστα μόνο απ’ τη μία κατεύθυνση, ακόμη και το τι είναι οι ίδιοι που υπάρχουν. 
Αγνοούν τις πολυάριθμες φωτίτσες στο νυχτερινό ουρανό – μάλιστα κάποιοι τις θεωρούν φωτιές μακρινών συνανθρώπων τους, μιας και προσομοιάζουν με κάτι αντίστοιχο στη γη και θα χρειαστεί να περάσουν χιλιάδες χρόνια μέχρι να καταλήξει η σκεπτόμενη ανθρωπότητα για το τι πραγματικά είναι ο Ήλιος.
Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής είχαν την τάση να προσδίδουν υπερφυσικές ιδιότητες και ικανότητες, σε ότι φυσικό αλλά… φυσιολογικώς δεν καταλάβαιναν τότε, συνήθεια που έχει κληρονομηθεί σήμερα τουλάχιστον στη μισή ανθρωπότητα.
Έβλεπαν τον Ήλιο να ανατέλλει κάθε μέρα από διαφορετικό σημείο του ορίζοντα και να ανεβαίνει στο στερέωμα, μέχρι που φτάνοντας σ’ ένα ανώτατο σημείο έμοιαζε να κοντοστέκεται κάνα – δυο μέρες κι ύστερα πάλι έπαιρνε τον κατήφορο. 
Κι όσο ο Ήλιος σκαρφάλωνε, κατά την φαινόμενη διαδρομή του, τόσο μεγάλωναν οι ημέρες, ανέβαινε η θερμοκρασία, οι κλιματολογικές συνθήκες βελτιώνονταν, η ζωή της ανθρωπότητας γινόταν πιο εύκολη και παραγωγικότερη.
Αλλά ο Ήλιος άρχιζε την κάθοδό του. Αργά αλλά σταθερά, μέρα με τη μέρα, όλο και χαμήλωνε κι… αδυνάτιζε. 
Οι μέρες συντόμευαν, η θερμοκρασία έπεφτε, η ζωή δυσκόλευε.
 Κι όσο χαμήλωνε τόσο περισσότερο οι νύχτες μεγάλωναν και κρύωναν. Έφτανε σ’ ένα σημείο, κάποια στιγμή, που έμοιαζε να αιωρείται αδύναμος ως γέροντας. 
Σα να δίσταζε: Συνεχίζει προς τα κάτω ή παίρνει την ανηφόρα; Τρεις μέρες, κάθε χρόνο, αγωνίας.
Οι δυστυχείς εκ θέσεως, αλλά ανήσυχοι εκ φύσεως, πρόγονοί μας – τουλάχιστον όσοι από αυτούς είχαν χρόνο για προβληματισμούς, γνώριζαν πως τις προηγούμενες φορές ξαναπήρε τα πάνω του, όμως τίποτα από τις γνώσεις τους δεν προεξοφλούσε πως αυτό θα συμβεί για μια ακόμη φορά.
Κι αν ο Ήλιος χανόταν; Που εμπειρικά τον είχαν συνδέσει με τις αλλαγές των εποχών, τις καλλιέργειες και το κυνήγι τους, με όλα τα καλά της παρουσίας του και τα δεινά της ενδεχόμενης απουσίας του. Δεν ήξεραν περί τίνος πρόκειται, αλλά αντιλαμβάνονται την βαρύνουσα σημασία που έχει η παρουσία του στη ζωή τους. Γνώριζαν πως η σπορά, η συγκομιδή, άλλες γεωργικές ασχολίες, αλλά και η ζωή τους γενικώς, εξαρτώνται από τις αλλαγές των εποχών. 
Ακόμη και ο υπολογισμός του έτους γίνεται με την παρατήρηση της επίδρασης που έχει πάνω στη Γη ο Ήλιος.
Για όλες αυτές τις υπηρεσίες του και την εν γένει προσφορά του, ο Ήλιος, συν τω χρόνω, θεοποιείται από την ανθρωπότητα… σωρηδόν. 
Του πρόσφεραν δε κατά καιρούς και συνανθρώπους τους, κατά προτίμηση μικρά παιδιά και παρθένες – οι τελευταίες ενδημούσαν επαρκώς τότε ανά την υφήλιο, χώρια που τις είχαν και σε ιδιαίτερη εκτίμηση.
Οπότε ετίθετο αμείλικτο το ερώτημα για το τρομακτικό ενδεχόμενο: Θα ξανανέβει; Θα αναγεννηθεί;
Κατά την ανεξήγητη διαδρομή του, είχαν ξεχωρίσει τέσσερα σημεία:
Το ανώτατο, με τη μεγαλύτερη μέρα, όπου όλα πήγαιναν καλά και το κατώτατο, με τη μεγαλύτερη νύχτα κι όλα να έχουν δυσκολέψει. Ανάμεσά τους δύο ακόμη σημεία όπου μέρα και νύχτα εξισώνονταν.

Ας κάνουμε όμως ένα άλμα μερικών χιλιάδων ετών – ως τις μέρες μας κι ας ανοίξουμε μια επιστημονική παρένθεση:
Η νύχτα της 21ης Δεκεμβρίου είναι η μεγαλύτερη του έτους με διάρκεια 14 ωρών και 29 λεπτών. Την ημέρα εκείνη ο Ήλιος φτάνει στο σημείο της τροχιάς του (εκλειπτική), που ονομάζεται Χειμερινό ηλιοστάσιο και αρχίζει επίσημα η εποχή του χειμώνα. 
Αντιθέτως, έξι μήνες μετά, στις 21-22 Ιουνίου έχουμε το θερινό ηλιοστάσιο με την μεγαλύτερη μέρα. Αυτά, βεβαίως, στο Βόρειο Ημισφαίριο διότι στο Νότιο, όταν έχουμε εμείς τη μεγαλύτερη νύχτα εκεί έχουν τη μεγαλύτερη μέρα. Στον ουρανό, το τόξο που φαίνεται να διαγράφει ο Ήλιος κατά το θερινό ηλιοστάσιο, απέχει 46ο52΄ από το αντίστοιχο του χειμερινού. Τα δύο σημεία όπου έχουμε εξίσωση μέρας και νύχτας είναι οι ισημερίες (εαρινή στις 20-21 Μαρτίου και χειμερινή στις 22-23 Σεπτεμβρίου).
Τα παραπάνω θεωρούνται αυτονόητα και απολύτως φυσιολογικά σήμερα, για τους περισσότερους από εμάς και συμβαίνουν λόγω της κλίσης του άξονα περιστροφής της Γης κατά 23ο26΄, σε συνδυασμό με την περιστροφή της γύρω απ’ τον Ήλιο.
Εμείς, λοιπόν, γνωρίζουμε. 
Οι πρόγονοί μας όχι. Ειδικά το Χειμερινό Ηλιοστάσιο, από τις απαρχές σχεδόν των οργανωμένων κοινωνιών, κατέχει ιδιαίτερη θέση στο σύνολο των δοξασιών που σχετίζονταν με αστρονομικά φαινόμενα. 
Συνοδευόταν πάντοτε από μικρές ή μεγάλες εορταστικές εκδηλώσεις, όπου ο συμβολισμός τιμούσε τη «γέννηση» ή την «ανάσταση» του ηλιακού θεού. 
Πολύ φυσικά και αναμενόμενα ο Ήλιος λατρεύτηκε από όλους τους αρχαίους λαούς σαν ο θεός, ο δημιουργός της ζωής, αλλά και των εποχών του έτους και όσων συσχετίζονται με αυτές, από την σπορά και την βλάστηση ως την ανθοφορία και τη συγκομιδή.
Στους Αιγύπτιους ήταν ο Ρα, ο Ατόν ο Ώρος* και ο Όσιρις. Στους Σουμέριους και Βαβυλώνιους ο Σαμάχ, ο Βάαλ, ο Μαρδούκ, ο Νεργκάλ. Ο Βράχμα και ο Βισνού στους Ινδούς. Στους Πέρσες ο Μίθρα. Στους αρχαίους Έλληνες ο Δίας, ο Πλούτων, ο Βάκχος, ο Διόνυσος, αλλά και ο Απόλλων.
Για όλους αυτούς τους θεούς – Ήλιους είχαν τις ανάλογες γιορτές. 
Οι Σουμέριοι – Βαβυλώνιοι τη μάχη του Μαρντούκ με τις δυνάμεις του Χάους. Οι Βουδιστές την «Ημέρα των παιδιών». 
Στην αρχαία Ελλάδα γιόρταζαν τη γέννηση του Διονύσου, γιου του Δία και της παρθένου Σεμέλης. Αποκαλούσαν τον Διόνυσο «σωτήρα» και «θείο βρέφος», αν σας λένε κάτι αυτά. Ήταν ο «καλός ποιμένας», οι ιερείς του οποίου κρατούσαν την ποιμενική ράβδο. Περίπου έτσι είχαν τα πράγματα και με τον Αιγύπτιο Όσιρι και Ώρο. Στην παγανιστική Σκανδιναβία, είχαν τον εορτασμό του «Yule». 
Στις 25 Δεκεμβρίου εορταζόταν και η γέννηση του Μίθρα. Επίσης, η μέρα αυτή θεωρείται γενέθλια μέρα για τον Όσιρη, τον Ώρο, τον Δία, τον Ηρακλή και άλλους.
Την παράδοση των άλλων αρχαίων λαών συνέχισαν οι Έλληνες με τα Κρόνια, και ιδιαίτερα οι Ρωμαίοι με τα Σατουρνάλια και τα Βρουμάλια και την κεντρική γιορτή της 25ης Δεκεμβρίου «Dies Natalis Invicti Solis», δηλαδή την «Ημέρα της Γέννησης του Αήττητου Ήλιου».
Κατά την κεντρική ημέρα της γιορτής του «αήττητου ηλίου» στις 25 Δεκεμβρίου, εορταζόταν το γεγονός της αλλαγής πορείας του ηλίου, όπου οι ζωογόνες ακτίνες του θα ξανάκαναν τη Γη να καρποφορήσει.
Κι όλα αυτά ορίζονται στις 25 Δεκεμβρίου διότι με το Ιουλιανό ημερολόγιο (εισήχθη το 44 πτχ), συνέπιπτε με το χειμερινό ηλιοστάσιο, πράγμα που μετατέθηκε στις 22 Δεκεμβρίου με το Γρηγοριανό ημερολόγιο (από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ και ισχύει από τις 24 Φεβρουαρίου του 1582).
Το 325 μτχ, στη σύνοδο της Νίκαιας, θεοποιήθηκε ο Ιησούς. Όπως με τους προγενέστερους θεούς η γέννησή του ορίστηκε στις 25 Δεκεμβρίου. 
Για να περάσει πιο εύκολα η νέα θρησκεία (και ιδεολογία του δουλοκτητισμού) στους λαούς της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δανείστηκε συνήθειες και πρακτικές των άλλων θρησκειών, με αποτέλεσμα στοιχεία της παλιάς πίστης και πολλές από τις παλιές δοξασίες, ίδιες ή παραλλαγμένες, να διασωθούν μέχρι τις μέρες μας.
Το 336 μτχ. ορίστηκε η 25η Δεκεμβρίου ως η μέρα γέννησης του Χριστού, ο οποίος αντικατέστησε τον «θεό-Ήλιο» στη νέα θρησκεία. 
Ο Χριστιανισμός διαμορφώθηκε φέροντας στοιχεία από τις προγενέστερες θρησκείες και τον Ιουδαϊσμό. Χάρη στις ανησυχίες των προγόνων μας και στην έλλειψη γνώσης, έχουμε, τους θεούς, την χρονολογική ταύτιση της γέννησής τους και των θρησκειών.

* Ειδικά για τον Ώρο η συγγένεια με τον δικό μας Ιησού είναι… σκανδαλώδης. Αναφέρει ο μύθος γι αυτόν: «Ο υιός του θεού γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου από μητέρα παρθένα. Το πνεύμα προειδοποίησε τη μέλλουσα μητέρα για το επικείμενο γεγονός. Τη γέννηση την έδειξε ένα αστέρι στην ανατολή, το οποίο ακολούθησαν τρεις βασιλιάδες για να δοξάσουν το νέο σωτήρα. Σε ηλικία δώδεκα χρόνων ήταν παιδί-δάσκαλος. Όταν έγινε τριάντα χρονών, βαφτίστηκε από έναν προφήτη και ξεκίνησε τις περιοδείες. Είχε δώδεκα μαθητές, οι οποίοι τον συνόδευαν στα ταξίδια του, και έκανε διάφορα θαύματα και πράγματα παράξενα και άνευ νοήματος όπως το να περπατά στο νερό. Κάποια στιγμή προδόθηκε από έναν δικό του, συνελήφθη, σταυρώθηκε, έμεινε νεκρός τρεις μέρες και τελικά αναστήθηκε. Ήταν γνωστός με πολλά προσωνύμια όπως “η αλήθεια”, “το φως”, “υιός του θεού”, “καλός ποιμένας”, “αμνός θεού” και πλήθος άλλα».



Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Το Ελληνικό Τραγούδι της Επικράτησης της Κουβανικής Επανάστασης !!!

 



♫ ♪ ✿ ΑΝ ΘΥΜΗΘΕΙΣ Τ' ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ (repost για τους νέους φίλους) ✿ ♫ ♪ 
Γνωρίζατε πως αυτό το τραγούδι ήταν το σύνθημα ότι ξεκίνησε η...Κουβανική επανάσταση;;;
ΕΔΩ Ο ΜΑΝΟΥΕΛ https://youtu.be/s3npXndDi2M
ΕΔΩ Η ΓΙΟΒΑΝΑ https://youtu.be/gfBhk9FBP9w

Το δημοφιλέστερο αυτό τραγούδι έχει μία ιστορία γεμάτη συμπτώσεις... Μελωδία φτιαγμένη για να ντύσει μουσικά κάποιες σκηνές της ταινίας ''LUNA DE MIEL'' (Honeymoon), μία Ισπανο/Αγγλική παραγωγή του 1958-59, ίσως να μην είχε γυριστεί ποτέ σε δίσκο(!), αν δεν την είχε προσέξει ο παραγωγός της ταινίας, ο Άγγλος Michael Powell, μία μεγάλη φυσιογνωμία του κινηματογράφου, και δεν είχε πείσει τον Μίκη Θεοδωράκη να της δώσει ιδιαίτερη προσοχή.
Η ηχογράφηση με την Γιοβάννα, αποφασίστηκε ξαφνικά κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης μεταξύ Θεοδωράκη-Χατζιδάκι-Γκάτσου. Αμέσως ειδοποίησαν τους μουσικούς, τη Γιοβάννα, και πήγαν στο στούντιο.
Εκεί άρχισαν τις πρόβες υπό τις οδηγίες του Μάνου Χατζιδάκι, (χαρακτηριστικό είναι ότι η Γιοβάννα τραγουδούσε την μελωδία χωρίς λόγια, ενώ την ίδια στιγμή ο Νίκος Γκάτσος (με το ψευδώνυμο Βασ. Καρδής) έγραφε τους στίχους, και σε λίγο το τραγούδι ηχογραφήθηκε με μαέστρο τον Χατζιδάκι.
Την ίδια εποχή κυκλοφορεί στη Λατινική Αμερική από τον Manuel. σε Λατινοαμερικάνικο ύφος και γίνεται τεράστια επιτυχία με πολλές εκτελέσεις, σε σημείο που, όταν ο Φιντέλ Κάστρο και οι δυνάμεις του πολιορκούσαν την Αβάνα, τον Ιανουάριο του 1959, ένας ραδιοφωνικός σταθμός των επαναστατικών δυνάμεων, που λεγόταν ''Ηavana Libre'', ήταν έτοιμος να εκπέμψει με αυτό το τραγούδι, μόλις επικρατούσε η επανάσταση. 
Όταν λοιπόν αυτό έγινε, η εκπομπή άρχισε σε όλη τη Λατινική Αμερική, και το πρώτο-πρώτο άκουσμα δεν ήταν κάποιο διάγγελμα αλλά, αυτό το τραγούδι του παγκόσμιου, από τότε, Μίκη Θεοδωράκη !!!
Η Κουβανέζικη επανάσταση λοιπόν, είχε και το Ελληνικό στοιχείο μέσα της!!! Ο επαναστατικός Μίκης, και εδώ είναι η αντίφαση, έδωσε το παρόν με ένα ερωτικό τραγούδι.


Χρήστος Ζουλιάτης

https://youtu.be/gfBhk9FBP9w


και ένα ντοκουμέντο από τότε: