Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

ΨΥΧΗ ΑΛΗΤΙΣΣΑ...ΕΚΕΙ ΠΟΥ Ο ΟΙΣΤΡΟΣ ΡΙΧΝΕΙ ΟΛΑ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ...


Κι αρχίζει το πανηγύρι της ζωής μου, εκεί που ο οίστρος ρίχνει όλα τα σύνορα, και τίποτα και κανένας δεν έχει κτήτορα.Και πάνω στα σύνορα τα γκρεμισμένα τού οίστρου, βλέπω πάντα την ίδια εικόνα. Μιά κάμπια που μού κλείνει το μάτι, μού γνέφει "ΖΉΣΕ", φεύγει και επιστρέφει με εκθαμβωτικά φτερά.


Ψυχή αλήτισσα....

Τίς νύχτες γυρίζω μονάχη και τα μαλλιά μου, με αλαφιασμένες γλώσσες σαν φίδια, ψάχνουν να χαθούν στα λαίμαργα στόματα τού αέρα.

 Κι έχει μιά ηδονή τότε ο άνεμος, σαν τον καπνό τού τσιγάρου που φυσάει στο στόμα σου ο παθιασμένος εραστής. 
Και τρέχω,να προλάβω. Τί? Δεν ξέρω, μόνο να προφτάσω!

Κι αρχίζει το πανηγύρι της ζωής μου, εκεί που ο οίστρος ρίχνει όλα τα σύνορα, και τίποτα και κανένας δεν έχει κτήτορα.
Και πάνω στα σύνορα τα γκρεμισμένα τού οίστρου, βλέπω πάντα την ίδια εικόνα. Μιά κάμπια που μού κλείνει το μάτι, μού γνέφει "ΖΉΣΕ", φεύγει και επιστρέφει με εκθαμβωτικά φτερά.
Κι όλη τη νύχτα γδέρνομαι για να βγάλω φτερά. Και μ' αρέσει, και θαρρώ πως βγάζω.

Τίς νύχτες δεν κοιμάμαι..Δένω τα γόνατα μου, κι ύστερα αρχίζω και κλωτσάω, τη μιά αγκαθωτή πλευρά απ' τα τετράγωνα που έφτιαξαν οι " καθώς πρέπει, λογικοί" για να μαντρώσουν τις σκέψεις μου. 
Και γίνονται τα τετράγωνα, τρίγωνα. Και νικάω!!!

Τίς νύχτες μιλάω, και μόνο τότε νοιώθω ότι είμαι ζωντανή. Και οι λέξεις μου γυρνάνε πίσω σαν γαρδένιες στα μπουζούκια. 
Τη μιά με τα πέταλα, και μοσχομυρίζει παντού,
την άλλη με το κοτσάνι και πονάω, αλλά μ' αρέσει

Τίς νύχτες τραγουδάω παράφωνα , αλλά ελεύθερα.
Πηγαινοέρχεται η φωνή μου στο πεντάγραμμο σαν κακοφτιαγμένη, γερασμένη πουτάνα, που αφιονίζεται να βρει πελάτη.
Γελάνε τα φύλλα, γιουχάρουν οι κάδοι, γλιστράνε τα πεζοδρόμια.
Όμως εγώ τραγουδάω. 
Και πότε είμαι σαν στρατηγός πολέμου που μού ξηλώνουν τα παράσημα
Και πότε σαν την Κική που γυρίζει μαστουρωμένη τις νύχτες και ουρλιάζει
Και πότε σαν ένα ματωμένο κοτσύφι.
Όμως ό,τι και να συμβαίνει, σπρώχνω με δύναμη προς τα κάτω όλα τα σύννεφα, τα κάνω στρώμα, ξαπλώνω και ξεκαρδίζομαι στα γέλια.

Τίς νύχτες τρέχω, στροβιλίζομαι, δεν έχω φρένα
Όχι με στρωμένα μαλλιά, σαν νεκρά φύκια στην προκυμαία τής ζωής μου. Ναι, ασφαλώς έχω κι εγώ προκυμαία. Προκυμαία και προοπτική να ταυτιστώ τελείως με το σπέρμα τού πατέρα μου, γιατί ακόμα τον προδίδω, αφού έχω ψήγματα τού " πρέπει".
Ευτυχώς με γκρεμισμένα τετράγωνα - κελιά, και με σκέψεις - δραπέτες.

Τίς νύχτες
στο μυαλό μου τόσοι φάροι αναμμένοι, στα μάτια μου τόσοι επίδοξοι ληστές τής αιωνιότητας, στα χείλη μου τόσα βιολιά, και οι φλέβες μου υπάκουα δοξάρια.
Όμως με μιά καρδιά εύκρατη που είναι αναγκασμένη να ζεί σε τροπικό κλίμα, κι απ' τη ζέστη και την υγρασία χάλασαν οι οπλές της.
Κι αυτή ζουρλαίνεται να χορέψει.
Και ψάχνει έναν καλό τεχνίτη για τίς οπλές της, για να τη βαστούν τα πόδια της.

Γιατί όλα γίνονται.
Γιατί πόδια αχόρευτα, γίνονται.
Ομως καρδιά αχόρευτη είναι τραπέζι που το στρώνεις κάθε μέρα, μιά ολόκληρη ζωή με όλα τα καλά, και δεν έρχεται να τον φιλέψεις κανένας.
Αυτό θαρρώ πως είναι ο θάνατος, η αχόρευτη ψυχή.
Ο άλλος είναι μοναχά ένα φευγιό. Ένα φευγιό τόσο ελαφρύ για τον ταξιδιώτη, αφού δεν παίρνει μαζί του καμιά αποσκευή, και τόσο αβάσταχτα βαρύ για όσους μένουν πίσω.
Έτσι είναι... Τί μεγάλη ειρωνεία, να πασχίζεις να αφαιρεις απ' τούς ανθρώπους, να διαιρείς, να προσθέτεις σύμφωνα με τις ελλείψεις σου, και μόνο όταν φεύγουν να πολλαπλασιάζεις τίς αποσκευές τους, και φυσικά τον πόνο σου...


μαρια σαρρη 
Παρουσίαση: Viva.La.Revolucion