Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ: ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ!!

ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ
«...Νιώθω πολύ ευτυχισμένη στη ζωή μου. Και νιώθω ότι η ευτυχία μου είναι το Κόμμα μου. Η ιδέα πως είμαι ένα κομμάτι απ' αυτόν τον ωραίο κόσμο, μου δίνει μια δύναμη που δεν μπορώ να την περιγράψω. Αγαπώ τη ζωή γιατί είμαι στο Κόμμα. Είναι σαν να ζω μέσα σ' έναν παράδεισο».
Πετυχημένη εκδήλωση της Κομματικής Οργάνωσης Ηρακλείου του ΚΚΕ για την μεγάλη κομμουνίστρια παιδαγωγό και πεζογράφο Ελλη Αλεξίου
Η Ελλη Αλεξίου με τον Γιάννη Ρίτσο σε εκδήλωση της ΚΕ του ΚΚΕ το 1984. Αριστερά διακρίνονται οι Χαρίλαος Φλωράκης, Μάνος Κατράκης κ.ά.
Η Ελλη Αλεξίου με τον Γιάννη Ρίτσο σε εκδήλωση της ΚΕ του ΚΚΕ το 1984. Αριστερά διακρίνονται οι Χαρίλαος Φλωράκης, Μάνος Κατράκης κ.ά.

Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης η πολιτιστική - πολιτική εκδήλωση τιμής για την μεγάλη κομμουνίστρια παιδαγωγό και πεζογράφο Ελλη Αλεξίου, τη «δασκάλα του λαού», στο πλαίσιο των 100 εκδηλώσεων σε όλη την Ελλάδα μπροστά στην κορύφωση του μεγάλου εορτασμού για τον έναν αιώνα αγώνων και θυσιών που φεύγει, για τον νέο που ξεκινάει. Εκατοντάδες άνθρωποι, μεταξύ τους εργαζόμενοι, εκπαιδευτικοί, φοιτητές, μαθητές, κάτοικοι της περιοχής, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του ΚΚΕ, συμμετείχαν στην εκδήλωση την οποία διοργάνωσε η ΤΕ Ηρακλείου του Κόμματος.
Το αφιέρωμα είχε μουσικοθεατρική μορφή και ήταν διαρθρωμένο σε δύο αφηγηματικές ενότητες για τη ζωή και το έργο της Ελλης Αλεξίου, την ιδιότητά της ως παιδαγωγού και λογοτέχνη, τη σπουδαία διαδρομή της στην εκπαίδευση, την πλούσια παιδαγωγική της πείρα, το αγωνιστικό παράδειγμα ζωής της, που θα αποτελεί πάντα πρότυπο για την προοδευτική διανόηση. Οι απαγγελίες αποσπασμάτων από τα έργα της Ελλης Αλεξίου, που ενσωματώνονταν στις αφηγήσεις, έδωσαν τη δυνατότητα να ακουστεί αυτούσιος ο λόγος της Ελλης, καθώς πολύ συχνά η ίδια μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο δήλωνε τις ιδέες της και τα βιώματά της.
Η Ελλη Αλεξίου στα εγκαίνια του βιβλιοπωλείου της «Σύγχρονης Εποχής» (Γενάρης 1985)
Η Ελλη Αλεξίου στα εγκαίνια του βιβλιοπωλείου της «Σύγχρονης Εποχής» (Γενάρης 1985)
Επιπλέον, η εκδήλωση περιλάμβανε παρουσίαση αρχειακού υλικού, φωτογραφιών και ντοκουμέντων, καθώς και των πρωτότυπων αναγνωστικών που έγραψε η ίδια για τις ανάγκες της εκπαίδευσης των Ελλήνων προσφυγόπουλων στις Λαϊκές Δημοκρατίες.
Ο τόπος και η οικογένεια
Η Ελλη Αλεξίου γεννιέται στο ακόμα τουρκοκρατούμενο Ηράκλειο, στο «Ηρακλειάκι» για την ίδια, όπως της άρεσε τρυφερά να το αποκαλεί, στις 22 Μάη του 1894. Πατέρας ήταν ο Στυλιανός Αλεξίου, λόγιος και εκδότης, και μητέρα της η Ειρήνη Ζαχαριάδη. Ηταν το τέταρτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας. Τη χώριζαν 13 χρόνια από την πρωτότοκη Γαλάτεια, την πρώτη κομμουνίστρια πεζογράφο και ποιήτρια, έντεκα από τον Ραδάμανθυ και τέσσερα από τον επίσης λόγιο και ποιητή, Λευτέρη.
Το 1911, για να συνεχίσει τις σπουδές της, έρχεται στην Αθήνα, όπου η Γαλάτεια, έχοντας κάνει από πολύ νωρίτερα αισθητή την παρουσία της στα ελληνικά γράμματα, μυεί την Ελλη στον ανδροκρατούμενο χώρο της περίφημης Δεξαμενής στο Κολωνάκι, ένα φτωχικό προάστιο τότε της Αθήνας.
Στην πλατεία αυτή, που ήταν ο αγαπημένος χώρος της ελληνικής διανόησης, η Αλεξίου γνωρίζεται με τους Καρκαβίτσα, Βάρναλη, Θεοτόκη, Κονδυλάκη, Αυγέρη, Βλαχογιάννη, Τραυλαντώνη, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Λιλίκα Νάκου και πολλούς άλλους. Οπως η ίδια έλεγε, για τη λογοτεχνική συντροφιά της «Δεξαμενής», «ήταν ένα μικρό δείγμα της συμμαχίας που άρχισε από τότε με τους αδύνατους και αδικημένους». Εκεί θα γνωρίσει και τον λογοτέχνη, μεταφραστή Βάσο Δασκαλάκη, τον οποίο θα παντρευτεί το 1920 στο Παρίσι.
Ομάδα λογοτεχνών του ΕΑΜ: Χατζίνης, Παπαδάκη, Σκίπης, Αλεξίου, Βαλέτας, Λαμπρινός (Σεπτέμβρης 1943)
Ομάδα λογοτεχνών του ΕΑΜ: Χατζίνης, Παπαδάκη, Σκίπης, Αλεξίου, Βαλέτας, Λαμπρινός (Σεπτέμβρης 1943)
Το 1913, μετά από απόφαση της Κρητικής Πολιτείας, εξετάζεται από την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία και αναγνωρίζεται ως διπλωματούχος. Την επόμενη χρονιά διορίζεται για πρώτη φορά δασκάλα. Τότε είναι που τα βιώματά της έγιναν η επιτακτική αφορμή για να ασχοληθεί, από την επόμενη δεκαετία, με τη λογοτεχνία. Το 1923 δημοσιεύει το πρώτο της διήγημα με τίτλο «Ο Φραντζέσκος» στο περιοδικό «Φιλική Εταιρεία».
Η ένταξή της στις γραμμές του ΚΚΕ
Η Ελλη Αλεξίου θα συνταχθεί και επίσημα με την πρωτοπορία της εργατικής τάξης και το Κόμμα της, το ΚΚΕ, το 1928. Παραδίδει το βιογραφικό της στον ήρωα μάρτυρα του Κόμματος και του λαϊκού μας κινήματος, Νίκο Πλουμπίδη.
Η ένταξή της στο ΚΚΕ υπήρξε αιτία πολλών ταλαιπωριών και διώξεων, οι πρώτες από τις οποίες ήταν οι δύο συλλήψεις της (1936, 1938) από την Ειδική Ασφάλεια.
Ως δασκάλα του λαού, η Ελλη Αλεξίου παίρνει ενεργά μέρος στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ Λογοτεχνών και αναλαμβάνει τα σχολικά συσσίτια έως το 1945.
Λιγότερο γνωστή είναι η συμμετοχή της Ελλης Αλεξίου στη δημιουργία του Υμνου του ΕΛΑΣ, αφού εκείνη ήταν που μετέφερε την εντολή της γραφής του, το Μάρτη του 1944, στην φίλη, συνάδελφο και συναγωνίστρια Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, παρουσία του συνθέτη του Υμνου, Νίκου Τσάκωνα. «Τον Μάρτιο του 1944, ένα απόγευμα, ήρθε στο σπίτι μου στην Καλλιθέα ένας άγνωστος, που μου έφερε η Βούλα ΔαμιανάκουΜου είπε ότι ερχόταν από το βουνό κι έφερνε εντολή σε μένα, που είχα την ευθύνη τριών ομάδων λογοτεχνών του ΕΑΜ, να γραφτεί απ' τους ποιητές τους ΕΑΜικούς ένας Υμνος για τον ΕΛΑΣ. Μου είπε όμως ότι ο Υμνος έπρεπε να είναι έτοιμος σε πέντε μέρες, που θα έφευγε πάλι για πίσω».
Οταν μετά από μία μέρα οι δυο γυναίκες συναντιούνται και κατευθύνονται προς το Σύνταγμα, η Σοφία απαγγέλλει ψιθυριστά στο αυτί της Αλεξίου τους στίχους του Υμνου ανάμεσα στους Γερμανούς που κυκλοφορούσαν στη λιακάδα.
 «Τον άκουα στην αρχή ήρεμα, αλλά, όταν φτάσαμε πια στην οδό Σταδίου, εγώ έκλαψα»...
Στο Βουκουρέστι: Ελλη Αλεξίου, Φούλα Χατζηδάκη, Θέμος Κορνάρος, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μάρκος Αυγέρης
Στο Βουκουρέστι: Ελλη Αλεξίου, Φούλα Χατζηδάκη, Θέμος Κορνάρος, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μάρκος Αυγέρης
Το 1945 βρίσκει την Αλεξίου να διδάσκει στο Γυμνάσιο Θηλέων Καλλιθέας. Τότε αποφασίζει να αποδεχτεί την υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης ως ανταμοιβή για τη συμμετοχή της στον αντιφασιστικό αγώνα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της εκεί, της αφαιρείται η ελληνική ιθαγένεια και της απαγορεύεται η επιστροφή στην Ελλάδα.
Το διδακτικό και παιδαγωγικό έργο της Ελλης Αλεξίου στις Λαϊκές Δημοκρατίες
Η Ελλη Αλεξίου δούλεψε με τα προσφυγόπουλα κυρίως στη Ρουμανία, αλλά και στην Ουγγαρία. Οπως γράφει η ίδια, για να φιλοξενηθεί ένας τόσο μεγάλος αριθμός παιδιών έπρεπε να παρθούν γενναία μέτρα από την κυβέρνηση της Ρουμανίας και να δοθεί γενναία χρηματοδότηση, από μια χώρα που λίγα χρόνια πριν είχε βγει από τον πόλεμο και είχε και τις δικές της ανάγκες να καλύψει.
Η Ελλη Αλεξίου από το 1949 έως το 1962 ανήκε στη συντακτική επιτροπή των Αλφαβηταρίων της Α' - Ε' τάξης (μιλάμε για 8τάξιο Δημοτικό), δύο εκδόσεων της Γεωγραφίας της Ελλάδας, καθώς και ενός Βοηθήματος για τις Νηπιαγωγούς. Στο διάστημα αυτό, εκτός από τα βιβλία για τη διδασκαλία της Γλώσσας και της Λογοτεχνίας, η συγγραφέας αναφέρει 29 εκδόσεις αναγνωστικών.
Λόγω της τεράστιας εκπαιδευτικής και λογοτεχνικής προσφοράς της, καλείται και συμμετέχει σε τρία Διεθνή Συνέδρια Ειρήνης (1947 και 1950 - Παρίσι και Βαρσοβία αντίστοιχα). Ακόμα, λαμβάνει μέρος στο Συνέδριο των Διανοουμένων στην Πολωνία (1948), για το Παιδί στη Βιέννη (1952), για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία (Βερολίνο 1957). Το 1953 συμμετέχει στο Α' Παγκόσμιο Συνέδριο Δημοκρατικών Γυναικών στην Κοπεγχάγη και επισκέπτεται, ύστερα από πρόσκληση της κυβέρνησης, τη Σοβιετική Ενωση. Η επίσκεψη επαναλαμβάνεται το 1961, στις γιορτές για τον Ουκρανό ποιητή Ταράς Σεφτσένκο. Αυτά για την Ελλάδα των νικητών του Εμφυλίου μικρή σημασία είχαν. Τουναντίον, η κυβέρνηση Παπάγου την τιμωρεί. Το 1952 τη δικάζει ερήμην και εκδίδονται παραπεμπτικό βούλευμα και ένταλμα σύλληψής της.
Η επιστροφή στην Ελλάδα
Το 1962 χάνει το προτελευταίο μέλος της οικογένειάς της. Η Γαλάτεια σκοτώνεται και τότε μόνο παραχωρείται στην Ελλη Αλεξίου ολιγοήμερη άδεια να επιστρέψει στην Ελλάδα, για να παραστεί στην κηδεία. Η προσωρινή άδεια παρατείνεται και η Αλεξίου μένει μόνιμα πια στην Ελλάδα. Την ελληνική ιθαγένεια δεν την επανακτά, παρά το 1965. Ενα χρόνο μετά, το 1966, συλλαμβάνεται και οδηγείται στο ελληνικό Αουσβιτς, στο κολαστήριο των Γυναικείων Φυλακών Αβέρωφ.
Στη συνέχεια δικάζεται για «αντεθνική δράση και προπαγάνδα». Τελικώς απαλλάσσεται από την κατηγορία, ύστερα από την αντίδραση της κοινής γνώμης, αλλά και λόγω της εκπληκτικής απολογίας της με την οποία καταρρίπτει το γελοίο κατηγορητήριο.
Οι περιπέτειες και οι διωγμοί της δεν σταματούν εδώ. Η αμερικανόδουλη χούντα των συνταγματαρχών δεν την αφήνει σε ησυχία, την πιέζουν να κάνει δήλωση, πάνε στο σπίτι της και κάνουν έρευνες, παίρνουν χειρόγραφα, απαγορεύουν τα βιβλία της, της απαγορεύουν το 1973 να ανεβάσει στο θέατρο το «Μια ημέρα στο γυμνάσιο», που αναφέρεται στη σχολική ζωή των γυμνασίων κατά την περίοδο της δικτατορίας τού Μεταξά (1936 - 1941) και τελικά τη θέτουν σε κατ' οίκον περιορισμό.
Από την πρώτη γραμμή, ως διακεκριμένο μέλος του ΚΚΕ, θα συμμετάσχει ενεργά σε όλες τις πολιτικές και πνευματικές εκδηλώσεις του Κόμματος, το οποίο στις εκλογές του 1977 την τιμά θέτοντάς την πρώτη στη λίστα των υποψηφίων βουλευτών Επικρατείας. Μέχρι το θάνατό της, το 1988, με λαγαρό και αποκαλυπτικό λόγο θα παρεμβαίνει σε κάθε ζήτημα που ξυπνά μέσα της την αντίσταση.
Οι παιδαγωγικές της αντιλήψεις
Η Ελλη Αλεξίου ασπάζεται από πολύ νωρίς τις παιδαγωγικές αντιλήψεις του Δημήτρη Γληνού και τον θεωρεί δάσκαλό της. Υπερασπίζεται τη Δημοτική, κατά συνέπεια και τη μεταρρύθμιση του 1917, καθώς και την πεποίθηση του δασκάλου της, πως η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν θα γίνει από τα πάνω, αλλά μέσα από το ίδιο το λαϊκό κίνημα και τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Οταν έκλεισαν τα γραφεία του Εκπαιδευτικού Ομίλου το 1936, με τη δικτατορία του Μεταξά, οργανώνει παράνομα μαθήματα γενικής και ειδικής παιδείας στο σπίτι της με δάσκαλο τον Γληνό.
Αντιμετωπίζει τα προβλήματα της εκπαίδευσης ως κοινωνικά προβλήματα. Στο έργο της «Γ' Χριστιανικό Παρθεναγωγείο» αναπαριστά το σχολείο ως ρεαλιστικό πεδίο ταξικών διαφορών. 
Η αντίληψή της για την Παιδαγωγική επιστήμη αποκρυσταλλώνεται και στο βιβλίο της «Εισαγωγή στην Ιστορία της Παιδαγωγικής». Ο διαλεκτικός ιστορικός υλισμός ως εργαλείο ανάλυσης της πραγματικότητας και των κοινωνικών φαινομένων διαπερνά αυτήν τη μελέτη της.
Δεν ξεχνάει τον παιδαγωγικό της ρόλο και αποτυπώνει τις παιδαγωγικές της αρχές και στα βιβλία που γράφει για παιδιά όπως είναι: «Ο Χοντρούλης και η Πηδηχτή», «Ρωτώ και μαθαίνω», «Τραγουδώ και χορεύω», «Ηθελε να τη λένε κυρία».
Το τι σημαίνει δάσκαλος που έχει κάνει την επιλογή του δίπλα στο λαό, το απέδειξε η Ελλη και στην Κατοχή ως μαχόμενη εκπαιδευτικός της Αντίστασης. Συνεχίζει να είναι η δασκάλα του λαού, να καθοδηγεί, να διαφωτίζει και να παραδειγματίζει τους μαθητές να αγωνιστούν. Γράφει Καραγκιόζη και κωμωδίες που τα παρουσίαζε στα παιδιά στα συσσίτια στο υπόγειο της Πολυκλινικής Αθηνών, για να τα διασκεδάζει. Αυτό το έργο της δεν το φανέρωσε ποτέ. Το μοναδικό που έχει γραμμένο είναι το «Ο Καραγκιόζης πάει στο βουνό».
Στη «Βασιλική δρυ» η Ελλη Αλεξίου αναφέρεται στους αγώνες των δασκάλων από τον Μεσοπόλεμο, στη γνωριμία της με τον Δ. Γληνό και τις ιδέες του, στη γενιά των δασκάλων που αγωνίστηκε ενάντια στη φασιστική κατοχή, στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου. Για όλα τα παραπάνω μιλάει με το γνωστό λυρισμό ανθρωπιάς, που, άλλωστε, χαρακτηρίζει και το σύνολο των έργων της, στα οποία συνδυάζει αυτοβιογραφικά και κοινωνικού προβληματισμού στοιχεία, υποβάλλοντας την ανάγκη ανατροπής του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος που γεννά τα κοινωνικά αδιέξοδα.
Η συντρόφισσα Ελλη ανήκει σ' αυτό το κατακόκκινο μέλλον για το οποίο δούλεψε
Συνολικά, το παιδαγωγικό έργο της Ελλης Αλεξίου, όπως και το συγγραφικό, ανταποκρινόταν στην ιδεολογία της, στο πώς η ίδια βλέπει τον ρόλο του προοδευτικού καλλιτέχνη και δασκάλου.
Η Ελλη, που εμπνευσμένη από το μεγάλο κατόρθωμα της καινούριας χώρας των εργατών και των αγροτών, της ΕΣΣΔ, γράφει ότι «Και η Παιδεία με επανάσταση βρήκε το δρόμο της. Μια επανάσταση, όπως η Οχτωβριανή, που ανατρέπει από τα θεμέλια παμπάλαιους θεσμούς και μπάζει την κοινωνία σε ολότελα καινούριους δρόμους, άβατους και πρωτοπάτητους, φυσικό ήταν να δώσει και στην Παιδεία νέους προσανατολισμούς, νέους προγραμματισμούς», δείχνει και σήμερα τον δρόμο για τη ριζική αναγέννηση της Παιδείας. Αναγέννηση που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο μέσα και μαζί με τη σοσιαλιστική ανασυγκρότηση της κοινωνίας.
Ο ταξικός χαρακτήρας της Εκπαίδευσης, το «νέο σχολείο» του ανταγωνισμού και της ημιμάθειας, προσαρμοσμένο στις επιταγές του κεφαλαίου, είναι το ίδιο αστικό σχολείο που η συντρόφισσα Ελλη κατήγγειλε μέσα από το έργο της και τη δράση της, προβάλλοντας «αδιαλείπτως το αίτημα για μια ανθρώπινη ζωή, καταγγέλλοντας και φέρνοντας στο φως περιπτώσεις κοινωνικής αδικίας». 
«Τα παιδιά», που η Αλεξίου ένιωθε «σα να την τραβούσαν από το φόρεμα και απαιτούσαν να ζητήσει το δίκιο τους» και εκείνη «δεν μπορούσε να επικαλεστεί το ανεύθυνο της άγνοιας», είναι τα ίδια που ο σημερινός δάσκαλος πρέπει να υπερασπιστεί, όταν ο λαός αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης, όταν στα σχολεία εμφανίζονται φαινόμενα υποσιτισμού, όταν στα σπίτια της λαϊκής οικογένειας δεν υπάρχει ρεύμα για να διαβάσουν τα παιδιά της, όταν δεν υπάρχει θέρμανση στα σχολεία και στα σπίτια. Είναι τα παιδιά των μεταναστών. Είναι τα κυνηγημένα παιδιά των πολέμων.
Αναντικατάστατη η διαχρονική προσφορά του ΚΚΕ στον αγώνα του λαού για το δικαίωμα στη μόρφωση
Η εκδήλωση δεν αποτέλεσε απλώς άλλη μια αναφορά σε μια κομμουνίστρια που αφιέρωσε τη ζωή της και το ταλέντο της στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, που ένιωθε τη ζωή της συνυφασμένη με τη στράτευσή της στο Κόμμα, αλλά, επιπλέον, ανέδειξε τη διαχρονική προσφορά του ΚΚΕ στον αγώνα του λαού για το δικαίωμα στη μόρφωση.
Αναδείχτηκε πως το νήμα της σκέψης της Ελλης Αλεξίου και των άλλων κομμουνιστών διανοουμένων ξεκινά από πολύ μακριά και φτάνει πολύ μακριά. 
Το ΚΚΕ, συνεχίζοντας πάντα κάτω από τις ίδιες σημαίες και πάντα κάτω από τον ίδιο σκοπό, μελετώντας συνεχώς τις εξελίξεις, διαμορφώνει σήμερα την πρότασή του για τη μόρφωση και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, των νέων, η οποία πατάει στις σύγχρονες δυνατότητες και ανάγκες, απαντά στα εργατικά - λαϊκά συμφέροντα.
Η λύση που προτείνει το ΚΚΕ, η νέα προοπτική, ο σοσιαλισμός, ενάντια σε ένα ξεπερασμένο σύστημα, τον καπιταλισμό, που στον 21ο αιώνα, παρά τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, καταδικάζει τους εργαζόμενους, τους λαούς να ζουν με τον εφιάλτη της ανεργίας, της φτώχειας, των πολέμων, είναι επίκαιρη και αναγκαία όσο ποτέ.

Ο συνάδελφός μου στο Γυμνάσιο περνάει τη θλίψη του κοντά στα ανελέητα παιδιά. Τα λένε λουλούδια. Γίνεται λόγος για την άνθηση της νεότητος.
 Ομως είναι μια άνθηση σκληρή, που τρέφεται μόνο με το γέλιο και με τη χαρά. Τη γεύεται όπου τη βρίσκει, την τρυγά απ' όπου να 'ναι και μ' όποιον τρόπο να 'ναι. Καταπιέζομε μεις οι καθηγητές τη χαρά τους. 
Πνίγομε το γέλιο τους. Ενώ αυτά παλεύουν και αντιμάχονται. Και στο πάλεμα νικάει ο δυνατός. Στο Γυμνάσιό μας νικήθηκε αυτός ο συνάδελφος από τα παιδιά. 
Αρχισε να παίζει το ρόλο της «Ψυχαγωγίας». Ετσι λένε οι μαθηταί στο μάθημά του: «Τώρα έχομε ψυχαγωγία». Σ' όλα τα Γυμνάσια το ίδιο γίνεται. Ενας απ' όλους βρίσκεται πάντα που «αίρει τας αμαρτίας» των άλλων. Είτε επειδή είναι αλλήθωρος, είτε επειδή είναι τσεβδός... Είτε επειδή τον συνοδεύουν οι αναπηρίες των γηρατειών. Είτε επειδή δυστύχησε. Η δυστυχία δεν είναι φτιαγμένη για το επάγγελμα του δασκάλου. Το λέει ο ίδιος ο συνάδελφος:
«Αλλόκοτο είναι το επάγγελμά μας. Μου κάνει κακό και μόνο ν' ανοίγω το στόμα μου, κι είμαι υποχρεωμένος να μιλώ διαρκώς. Μου κάνει κόπο να βλέπω ανθρώπους, κι είμαι υποχρεωμένος να ζω ανάμεσα σε ανθρώπινα κεφάλια. Μόνο οι ευτυχισμένοι έπρεπε να γίνονται δάσκαλοι. Να ταξιδεύουν μαζί με τα παιδιά με απλωμένα τα πανιά στη φρενίτιδα της χαράς. Χθες με παρακαλούσαν να τα πάω εκδρομή. Ολες, μου λέγαν, οι τάξεις πηγαίνουν με τους ελληνιστές τους. Εσείς δε θα μας πάτε; Ας ζούσα μέσα σ' ένα ακατοίκητο δάσος. Ας είχα για επάγγελμά μου να σκάβω τη γη, ή να κάνω επιτέλους λογαριασμούς... Τα παιδιά θα με λένε σίγουρα χαζό... δεν ξέρω, μα έτσι θα 'πρεπε να με λένε...».
Πράγματι έτσι τον λένε και το αποδείχνουν με επιχειρήματα. «Γράφομε μπροστά στα μάτια του τα μαθηματικά μας, καρφί δεν του καίγεται...».
«Τρώμε μπροστά του, κοιμούμαστε, να, έτσι, απλωτοί στο θρανίο, δε μας μιλά, μας κοιτάζει σα χαζός...».
«Ενώ έχομε ιστορία, αρχίζει να μας κάνει λατινικά. Και άλλοτε αφήνει τα λατινικά στη μέση, και πιάνει την ιστορία, και το λέει κι ο ίδιος: "Συγνώμη παιδιά, το μυαλό μου πήρε άλλο δρόμο..."».
«Λέει ό,τι του κατεβεί. Προχθές γράφαμε έκθεση. Κείνος καθότανε στην έδρα. Και κει άρχισε να μονολογά: "Μπορείς να κάμεις δέκα παιδιά; δεκαπέντε; είκοσι; όπως στα παλιά χρόνια οι πατριαρχικές οικογένειες;"».
«Συχνά αφήνει όρθιο μπροστά στον πίνακα το μαθητή που εξετάζει, κι αυτός βγάζει το σημειωματάριό του και γράφει. Γράφει, γράφει, συλλογιέται, διαβάζει, ξαναγράφει... ωσότου χτυπάει το κουδούνι και βγαίνει από την τάξη, χωρίς να πει κουβέντα για το μαθητή, και δίχως να μας βάλει μάθημα παρακάτω...».
Είναι αλήθεια πως το σημειωματάριό του είναι γεμάτο ποιήματα. Απλοϊκά είναι. «Δεν ξέρω από ποίηση», λέει ο ίδιος, «μα, να, έτσι ξεσπάω... ολόκληρη νύχτα πώς να περάσει...». Κι όλα μιλούνε για ένα παιδί που το λένε Τάκη. Διηγούνται τις χάρες του. Τις όμορφιές του. `Η περιγράφουν το σπίτι που απόμεινε σκοτεινό. `Η μιλούν για τα μισοτελειωμένα του τετράδια και το ανοιχτό βιβλίο...
Πού πήγες και μας άφησες στο ρημαγμένο σπίτι;
Η μάνα σου σ' αποζητά σ' αναζητά ο πατέρας,
Σε περιμένουν τα χαρτιά και τ' ανοιχτό βιβλίο,
Τάκη μας, πες πού βρίσκεσαι για να 'ρθουμε κοντά σου,
Δε θέμε να πιστέψουμε πως έφυγες για πάντα
Και θα σε περιμένουμε, να 'ρθείτε με τον Πέτρο,
Ενας τον άλλον πιάσετε σφιχτά χέρι με χέρι,
Θέτε να 'ρθείτε Κυριακή: Καθημερινή; για σκόλη;
Ξημέρωμα; Μεσάνυχτα; Οποτε βουληθείτε...
Τις πόρτες θα 'βρετ' ανοιχτές και τους γονιούς στο πόδι
Κρεβάτι δε γευτήκαμε κι ύπνος δε μας επήρε
Από την ώρα, Τάκη μου, που σβήστηκ' η λαλιά σου...
«Τάκη λέγανε το παιδί σας που εκτέλεσαν οι Γερμανοί;».
«Οχι, κείνο το λέγανε Πέτρο... Κείνος ήταν ο μεγάλος μου γιος. Ητανε δεκαεννιά χρονώ... Ο Τάκης είναι το μικρό. Εμείς, εγώ κι η μάνα του, τον Πέτρο δεν τον κλάψαμε. Δεν τον είδαμε σκοτωμένο. Τ' όνομά του δε γράφτηκε πουθενά. Ούτε οι εφημερίδες ανάφεραν τίποτε. Ούτε κι οι Γερμανοί που πήγαμε και ξαναπήγαμε να μάθουμε οριστικά πράγματα θελήσανε να μας πληροφορήσουν. 
Κείνο που ξέρομε σίγουρα είναι πως τον πήραν από το Χαϊδάρι, μαζί με άλλους, στις οχτώ του Μάη του 1944, και πως ο Πέτρος φεύγοντας είπε σε κάποιον συγκρατούμενο: "Πάμε μεις". 
Μα για πού τους πήγαιναν δεν του είπε. Ούτε κι άφησε σημείωμα, όπως κάνανε πολλοί. Και λέμε με τη μάνα του, πως τους πήραν εργάτες στη Γερμανία... και πως ζει... και πως μια μέρα ο Πέτρος μου θα γυρίσει... Ετσι το λέμε με τη μάνα του...».
Σταματά λίγο ο συνάδελφος, παίρνει μαντίλι και φτιάχνει, σκουπίζει την αλλοιωμένη του όψη και συνεχίζει:
«Εμείς κλαίμε μόνο τον Τάκη. Είχε τόσο τρυφερή καρδιά. Ολόκληρο χρόνο με την πείνα, μέσα στη σκόνη, στη ζέστη... Υστερα άμα πιάσανε τα κρύα, με τις βροχές, με τα χιόνια, πηγαινοερχότανε με τα πόδια στο Χαϊδάρι για τον Πέτρο. Οικονομούσε δυο τσιγάρα; του τα πήγαινε. Ενα πορτοκάλι; κινούσε δυο ώρες δρόμο με τα πόδια για να του το πάει. Ενα γραμματάκι ή τα ρουχαλάκια του. Του 'λεγε καμιά φορά η μάνα του: "Κάτσε σήμερα κι αύριο πάλι πας...".
»"Οχι, γιατί θα μείνει παραπονεμένος..."
»Την ημέρα που γύρισε με τον μπόγο τα ρούχα - όπως του τα 'χε δώσει η μάνα του τα 'φερε πίσω - "Δεν τα δεχτήκανε", μας είπε, κι έτρεμε το κατωσάγονό του, "γιατί τον Πέτρο", λέει, "τον πήρανε χθες από το Χαϊδάρι...".
»Αυτά τα λόγια είπε μόνο. Μα τα 'λεγε τραυλιστά. Τα μάτια του όμως ήταν στεγνά αν και κατακόκκινα. Σ' όλο, λέει, το δρόμο, έτσι μας είπαν, έκλαιγε φωναχτά. Εκλαιγε κι ερχότανε. Μόνο σαν κοντοζύγωσε στο σπίτι, κοίταξε να μεταμορφιστεί. Για μας... Πιάσαμε ευτύς τους δρόμους κι οι τρεις και ρωτούσαμε να μάθουμε. Πήγαμε σε αστυνομίες, παντού, τίποτα. Νύχτωσε. Η κυκλοφορία ήταν περιορισμένη. Κλειστήκαμε στο σπίτι, χωρίς να ξέρουμε τίποτα για το παιδί... Ούτε πού τον πήγαν, ούτε τι τον κάνανε... Πρωί πρωί την άλλη μέρα σηκώθηκε ο Τάκης πρώτος.
»"Θα ξαναπάω στο Χαϊδάρι", μου λέει ο Τάκης μου, "να μάθω...". Γιατί δεν τον εμπόδισα; Γιατί τον άφησα;
»"Τι πια θα μάθεις από κει;".
»Εγώ θα πάω, κι ας έχει φύγει... Θυμάσαι, πατέρα, που λέγαμε πότε να τόνε βγάλουν... και λυπόσουν για μένα, για τον κόπο μου; Μακάρι, πατέρα, να τον ξέραμε τώρα κλεισμένο κει μέσα, και σ' όλη μου τη ζωή να πηγαινοέρχομαι με τα πόδια στο Χαϊδάρι...».
»Του φώναξε η μητέρα του να του δώσει ένα κομμάτι ψωμί που έφευγε νηστικό.
»"Δε θέλω, δε θέλω, δεν πεινώ...".
»Αυτά ακούσαμε τελευταία από το στόμα του. Μάθαμε πως πήγε πραγματικά στο Χαϊδάρι, και πως κλαίοντας ρωτούσε να μάθει για τον Πέτρο. Τι έμαθε; Τι του είπαν; Δεν το ξέρομε...».
Κείνο το απόγευμα, που ο Τάκης, γυρνώντας απ' το Χαϊδάρι, χτυπήθηκε από γερμανικό αυτοκίνητο και μεταφέρθηκε νεκρός πια στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, τα Γυμνάσια λειτουργούσαν. Οι καθηγητές ένας ένας βγαίνανε στο διάλειμμα. 
Οι άντρες, όπως πάντα, βιάζονταν να καπνίσουν, κι οι γυναίκες ανάπνεαν βαθιά και σιωπούσαν, καταπονημένες από το μόχθο της διδασκαλίας. 
Κι εκεί ήρθε το μήνυμα για το συνάδελφό μας: «Το παιδί του βρίσκεται χτυπημένο στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, οδός Γ΄ Σεπτεμβρίου... και να πάει» - σε μας είπαν με τρόπο πως το παιδί είναι κιόλας νεκρό - «μα πρώτα να περάσει από το σπίτι του, να πάρει και τη γυναίκα του...».
Ο συνάδελφος δεν είχε βγει ακόμα από την τάξη. Περιμέναμε βουβοί, κρατώντας την αναπνοή μας, κείνο το άνοιγμα της πόρτας του. Βγήκε. 
Κανείς δεν του μίλησε. Μόνο τον κοιτάζαμε. Αναψε τσιγάρο κι άρχισε να περπατά πάνω-κάτω βυθισμένος. Περιμέναμε. Αφήσαμε να τελειώσει το τσιγάρο του. Εξαντλήσαμε όλο το διάλειμμα. 
Μα άμα χτύπησε το κουδούνι, για είσοδο, δε σήκωνε πια αναβολή. Μια τρυφερή καθηγήτρια πήρε το κουράγιο, στάθηκε κοντά του, τον αγκάλιασε στοργικά και: «...Σας θένε στο σπίτι σας... είναι μεγάλη ανάγκη, να πάτε το γρηγορότερο στο σπίτι σας...». Δεν του ανάφερε καθόλου για το παιδί και για Πρώτων Βοηθειών...
«Πέστε μου», είπε φεύγοντας, βλέποντας τη βουβαμάρα, την ταραχή μας, «μήπως ήρθε είδηση πως εκτελέστηκε ο Πέτρος;».
Δεν αποκλείεται, του λέμε, καθώς μιλάει για τον Τάκη, να τον έχουν πράγματι τον Πέτρο στείλει στη Γερμανία... Κείνον τον καιρό είχαν κάμει πολλές αποστολές εργατών...
«Οχι, όχι το παιδί είναι εκτελεσμένο... Μα η καρδιά η δική μας... δεν αντέχει να κλαίει δυο παιδιά... Κλαίμε με πόνο τον Τάκη μας... είχε τόσο τρυφερή καρδιά... σάστισε το παιδί... ζαλίστηκε κι έπεσε πάνω στ' αυτοκίνητο... μόνο τον Τάκη κλαίμε... και λέμε με τη μάνα του πως ο Πέτρος ζει και πως μια μέρα θα γυρίσει...».