ΠΡΕΣΠΑ
- Να, κοίτα απέναντι. Τι βλέπεις;
- Τρία χωριά.
- Διαφέρουν;
- Οχι.
- Ε, γι' αυτούς που φτιάχνουν τα σύνορα, διαφέρουν!
Το ένα, εκεί αριστερά, είναι το Ντούπενι, τ' άλλο, στη ρεματιά, είναι ο Αγιος Γερμανός, πιο κάτω ο Λαιμός κι ανάμεσα, μετά το εκκλησάκι, το σύνορο.
Οι μισές οικογένειες ζουν από δω κι οι άλλες μισές δίπλα. Αμα δε δεις την "πυραμίδα", περνάς και δεν καταλαβαίνεις ότι άλλαξες χώρα...
***
Πρέσπα. Είπαμε να πάμε απλά μία εκδρομή. Να είμαστε εκεί τα Θεοφάνια, να δουν και τα παιδιά πώς πέφτουν οι άνθρωποι στην παγωμένη λίμνη να βγάλουν το σταυρό, αιώνες τώρα. Να πάμε με τη βάρκα και στα ασκηταριά, να "χαζέψουμε" με την ησυχία μας τις αγιογραφίες στους απόκρημνους βράχους της λίμνης, να προλάβουμε και το "καζάνι" που φτιάχνει τσίπουρο μ' ό,τι άρωμα τραβάει η ψυχή σου.
***
Είπαμε, αλλά, λογαριάζαμε χωρίς τον ξενοδόχο.
Και ξενοδόχος είναι όλος ο λαός της Πρέσπας: Και οι προαιώνιοι γηγενείς Μακεδόνες και οι νεότεροι έποικοι - γηγενείς πλέον κι αυτοί - Πόντιοι και οι ακόμα πιο νέοι έποικοι Βλάχοι της Θεσσαλίας και της Ηπείρου.
Ολοι αυτοί που με τα αυτονόητα του τρόπου ζωής τους δικαιώνουν στο έπακρο όλα όσα εσύ προσπαθείς να μάθεις στο παιδί σου για την περίφημη ελληνική φιλοξενία, διαβάζοντάς του βιβλία με ιστορήσεις από τα παλιά.
Προϋπόθεση μία: Να πας ανοιχτός.
Να μη θες να κατακτήσεις. Να μην πεις "εγώ με τα λεφτά μου...".
Να μην είσαι "απέναντι".
Και τότε, θες δε θες σε κάνουν ένα μ' αυτούς. Ανοίγουν την ψυχή τους και δε σου λένε καν "γράψε κάτι".
Η κουβέντα δε γίνεται για να υπάρξει αντάλλαγμα. Ξέρουν πως, έτσι κι αλλιώς, θα γράψεις απ' όσα ακούς μόνο όσα δεν τους βλάπτουν.
Δεν πάτε πουθενά
Ξημερώματα τ' Αη Γιαννιού είχαμε φορτώσει τα πράγματα για το δρόμο της επιστροφής, θέλοντας να προλάβουμε το χιόνι που 'πεφτε ήδη στη Βίγλα.
Φωνές, κακό: Φωτιά! Φωτιά!
Η γιαγιά, η Φώτω, μ' όλα τα 80 χρόνια της, έτρεχε στην ανηφόρα απ' τον ποντιακό συνοικισμό προς τον Αγιο Γερμανό.
"Φώναξε, κόρη μου, τον κύρη σου. Να τρέξει στην εκκλησιά, να 'ρθουνε. Επιασε φωτιά το σπίτι".
Μέχρι να κατέβουν οι άλλοι, ο Γιώργης κι ο Μανώλης είχαν πάρει απ' τις γύρω αυλές τα λάστιχα με το νερό κι είχαν μπει στη φωτιά.
Ενα δίπατο σπίτι που 'μεναν δυο γερόντια - ευτυχώς είχαν πάει στην εκκλησιά - ήταν πνιγμένο στον καπνό.
Μιάμιση ώρα μετά, με τη βοήθεια όλου του χωριού, ο βασικός σκελετός του σπιτιού, η τραβάκα και το ξύλινο μεσοπάτωμα είχαν σωθεί. Την πλήρωσαν τα έπιπλα και τα ρούχα. Με καψαλισμένα μαλλιά κινήσαμε να φύγουμε την ώρα που έρχονταν η Πυροσβεστική από τη Φλώρινα.
"Δεν πάτε πουθενά! Θα πάμε σπίτι, να γνωρίσετε την οικογένεια, να πιείτε κι ένα τσίπουρο να συνέλθετε".
Ο Ρέπας δε σήκωνε κουβέντα σ' ό,τι έλεγε. Τρεις μέρες πριν θα τον κοιτούσαμε με επιφύλαξη.
Είναι Βλάχος και γι' αυτούς ακούγονται τόσα στην περιοχή. Μόνο που άμα ξεχαστείς και πιστέψεις στα λόγια, έχεις χάσει κι έχεις αδικήσει ένα λαό.
Μιλώντας μαζί τους μαθαίνεις όλο το δρόμο: Τους έφεραν μετά τον εμφύλιο για να "αντικαταστήσουν" τον ντόπιο πληθυσμό, που η άρχουσα τάξη θεωρούσε "εχθρό".
Σήμερα οι "αντικαταστάτες" είναι και αυτοί διωκόμενοι. Ανθρωποι που παλεύουν σκληρά να επιβιώσουν στη νέα πατρίδα. Μια πατρίδα που τους διώχνει κάθε στιγμή, αφού τώρα πια το πλάνο της άρχουσας τάξης προβλέπει για την Πρέσπα τη μετατροπή της από αγροτοκτηνοτροφική σε τουριστική.
Το "αλπικό" τοπίο της λίμνης, που θα το ζήλευαν αρκετές "Ελβετίες", στη νέα χρήση του "δε σηκώνει" κατσίκια, τσοπάνους και "φασολάδες" που "διαταράσσουν την οικολογική ισορροπία".
Μόνο πουλάκια που θα πετούν πάνω από ανακαινισμένα πέτρινα σπίτια, αγορασμένα από εφοπλιστές, μεγαλογιατρούς, διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων κ. ά.
Ο εχθρός
Τη νύχτα των Φώτων, στο Βατοχώρι, έξω απ' τα όρια της Πρέσπας, στα σύνορα, στο δρόμο για την Κορυτσά, έξω από 'να καφενείο ένα μπουλούκι παιδιά χαλάει τον κόσμο στο παιχνίδι.
Ψευδαίσθηση ζωής.
Είναι μόνο για μια νύχτα.
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού κόβει την πίτα του κι έχουν μαζευτεί οι χωριανοί από τη Φλώρινα, την Καστοριά κι αλλού όπου ζουν.
Κεφαλοχώρι κάποτε, έμεινε πια με 15 γερόντια να φυλάνε "Θερμοπύλες".
Ο Νικολάι μάς κάλεσε να παραβρεθούμε σ' αυτό το "σπάνιο πανηγύρι", όπου θα βρεθούν όλοι μαζί.
Στο κρασί κάποιοι τον πειράζουν, γιατί μια μέρα ανέβηκε πάνω στα παλιά οχυρά, βρήκε μια βάση από 'να πολυβόλο και την έστρεψε κατά την Αθήνα.
"Εκεί είναι ο εχθρός" είπε και επιμένει.
Στην παραλλαγή της ακούσαμε την ίδια εκδοχή για το πού βρίσκεται ο εχθρός κι από τον Περικλή, τον μοναδικό κάτοικο του Μηλιώνα. Οταν τον ρώτησαν τα μέλη ενός τηλεοπτικού συνεργείου πόσο ακριβώς απέχουν τα σύνορα, γύρισε στο νότο και τους είπε "630 χιλιόμετρα".
Αργά τη νύχτα ο Γιώργης, γουναράς παλιά, οικοδόμος σήμερα, πρόσφυγας στον τόπο του, 35άρης άντρας, χορεύει ένα λεβέντικο σέρβικο και μόλις κάθεται γυρνά και με ρωτά:
"Μπορείς να μου πεις γιατί μας διώχνουν; Θέλουν να 'ρθουν; Να 'ρθουν! Εμείς σε τι τους εμποδίζουμε; Ξέρεις τι κόσμο είχε πρώτα εδώ; Να σε πάω πάνω στη Σφίγγα, στο Μοσχοχώρι, να δεις μια μεγάλη εκκλησιά, βούιζε το χωριό απ' τον κόσμο, τώρα δε μένει κανείς. Εδώ είχαμε τρεις ραφτάδες. Φαντάσου δουλιά!".
Το πέρασμα
"Η Ερμιόνη της Πρέσπας", όπως αποκαλεί τη μαγείρισσα του σχολείου του Αγ. Γερμανού, ένας φίλος, ο Γ. Γαβριηλίδης, είναι μια γυναίκα που δεν τη βάζει το μάτι σου.
Επί τέσσερα χρόνια έφευγε από τους Ψαράδες με τα πόδια, διέσχιζε τα 14 χιλιόμετρα της παγωμένης έκτασης μέχρι τον Αγ. Γερμανό, κρατώντας στο ένα χέρι το γιο της και στο άλλο ένα μπαστούνι που το χτύπαγε στον πάγο "να φοβούνται οι λύκοι".
Ενα πρωινό, ο σκοπός στο φυλάκιο της Κούλας τρόμαξε όπως την είδε να 'ρχεται μες στο χιονιά απ' το βουνό κι έκανε "εφ' όπλου λόγχη".
Είναι 34 χρόνων και λέει τις ιστορίες απ' αυτά τα χρόνια σαν να 'ναι κάτι αυτονόητο, φυσιολογικό. "Τι να 'κανα; Είχα ανάγκη"... Καθώς μιλά για το παγωμένο πέρασμα, φέρνεις στο νου την ιστορία που άκουσες για κείνα τ' άλλα χρόνια, τότε που απ' τα αεροπλάνα θέριζαν τους αντάρτες που περνούσαν απέναντι, μέχρι που βάφτηκε η λίμνη κόκκινη.
Τον ίδιο λαό ματώνουν και σήμερα.
(από τον "Ρ" Κυριακή 19 Γενάρη 1997)
Θανάσης Βραχορίτης:
Τυπικά, δεν υπάρχουν!