Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

ο ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΕΞΙΣΤΟΡΕΙ -Τα "αναρχικά-αθεϊ­κά" βιβλία του ΣΟΛΩΜΟΥ



Με αφορ­μή την επέ­τειο θα­νά­του του Διο­νύ­σιου Σο­λω­μού, πα­τέ­ρα της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας και εθνι­κού ποι­η­τή, δη­μο­σιεύ­ου­με χρο­νο­γρά­φη­μα του Κώστα Βάρ­να­λη από την εφη­με­ρί­δα «Αυγή» (7/4/1954).
***
«ΣΟ­ΛΩ­ΜΟΥ ΤΙΝΟΣ ΚΤΛ»

ΤΟ ΧΡΟ­ΝΟ­ΓΡΑ­ΦΗ­ΜΑ ΤΟΥ κ. Κ. ΒΑΡ­ΝΑ­ΛΗ

Συμ­βαί­νουν με­ρι­κά πράγ­μα­τα στη χώρα της «φαι­δράς πορ­το­κα­λέ­ας», που φαί­νο­νται ακα­τα­νό­η­τα κι όμως αυτά τ’ ακα­τα­νό­η­τα σε βοη­θού­νε να κα­τα­νο­ή­σεις την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. 
Λες; 
Πως είναι δυ­να­τό να πα­ρου­σιά­ζο­νται σε δίκες συγ­γρα­φέ­ων μάρ­τυ­ρες κατη­γορίας που δεν έχου­νε δια­βά­σει τα βι­βλία, που κα­τη­γο­ρού­νε; 
Κι όμως! 
Αν δεν συ­νέ­βαι­νε αυτό δεν θα μπο­ρού­σες να κα­τα­νο­ή­σεις γιατί τα κα­τη­γο­ρού­νε. Και τόσο πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­τα­νο­είς όσο πιο ψηλά βρί­σκο­νται οι κα­τή­γο­ροι.
           Οταν ένας πρό­ε­δρος δικηγορι­κού συλ­λό­γου, ένας κα­θη­γη­τής Πα­νε­πι­στη­μί­ου, ένας εκ­παι­δευ­τι­κός σύμ­βου­λος κα­τη­γο­ρού­νε χωρίς να έχου­νε δια­βά­σει, τότες απελ­πίζεσαι – και τους συγ­χω­ρείς! 
       Διότι η ανά­γκη της κα­τη­γο­ρί­ας είναι ανώ­τε­ρη από την ανά­γκη της αλή­θειας.

Αλλά μήπως, άλ­λο­τες, σε τέτια πνευ­μα­τι­κά θέ­μα­τα η άγνοια ήτανε μι­κρό­τε­ρη; 

Ο ιστο­ρι­κός Γιά­νης Κορ­δά­τος μας έδωσε τε­λευταία δυο αξια­γά­πη­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες:   
   --Πώς η δι­κτα­το­ρία Πα­γκά­λου έστει­λε να συλ­λά­βει το Μα­κρυγιάννη 
και 
---πώς ο Ει­ρη­νο­δί­κης Ζα­γο­ράς «κα­τέ­σχε» (όπως έγρα­ψε ο ίδιος στην έκ­θε­ση του) «τα «Άπα­ντα», ποι­ή­μα­τα Σο­λω­μού τινος γε­γραμ­μέ­να εις γλώσ­σαν μαλ­λια­ρήν». 
Τέ­τιαν εντο­λήν είχε ο Ει­ρη­νο­δί­κης από τον Εισ­αγγελέα Βόλου («Αθεϊ­κά» του 1910) να «προ­βεί» στο σπίτι του Κορ­δά­του* 
και ει δυ­να­τόν εις ώραν, καθ ην δεν θα ευ­ρί­σκε­το ούτος εις την οι­κί­αν του»!) «εις κα­τά­σχε­σιν των αναρ­χι­κών αθεϊ­κών και μαλ­λια­ρών βι­βλί­ων του».
       Και κα­τε­σχέ­θη και ο Σο­λω­μός τις· αυτό θα πει άγνω­στος ή ασή­μα­ντος Σο­λω­μός! 
      
Αγνω­στος στον τόπο του και δε­μέ­νος ο ποι­ητής της Ελευ­θε­ρί­ας του τόπου του από τους φύ­λα­κες της ελευ­θε­ρί­ας. 
       Και μόνον άγνω­στος; 
Και «μαλ­λια­ρός» άρα άθεος και αναρ­χι­κός και, φυ­σι­κά, τότε και τώρα Βούλ­γα­ρος.
Φαι­νό­με­νον ομα­δι­κού πα­ρα­λη­ρή­μα­τος, που το δη­μιουρ­γεί «το του κρείτ­το­νος συμ­φέ­ρον» και το ρι­ζώ­νει στο σκο­τά­δι της αμα­θεί­ας των πολ­λών. 
Κι όσο από αμά­θεια (αναλ­φα­βη­τι­σμό) κα­νέ­να κρά­τος του κό­σμου δεν μπο­ρεί να μας πα­ρα­βγεί… 
 Πρώτα λοι­πόν δη­μιουρ­γεί­ται ο διωγ­μός κ’ ύστε­ρα βρί­σκο­νται τα θύ­μα­τα, όσα θε­λή­σεις. 
      Και γί­νο­νται θύ­μα­τα κι αυτοί οι διώ­χτες μαζί με τον Σο­λω­μόν τινα και τον Μα­κρυ­γιάν­νην τινα!

Το λοι­πόν, τότε στ’ Αθεϊ­κά του Βόλου, ήρθε μια μέρα της Με­γά­λης βδο­μά­δας στην Αρ­γα­λα­στή (ένα χωριό του Πη­λί­ου) ο αρ­χια­να­τρο­πεύς Θεού, πα­τρί­δος, οι­κο­γέ­νειας ο Δελ­μού­ζος. 
       Εκεί, στην πλα­τεία του χω­ριού, τον κέ­ρα­σε καφέ ο σχο­λάρ­χης που τον γνώ­ρι­ζε από τα φοι­τη­τι­κά χρό­νια. 
 Την άλλη μέρα ήρθε τη­λε­γρά­φη­μα του Ει­σαγ­γε­λέα Βόλου στον Ει­ρη­νο­δί­κη Αρ­γα­λα­στής να προ­βεί σε ανα­κρί­σεις για να εξα­κρι­βώ­σει με ποιους συ­νη­ντή­θη ο Δελ­μού­ζος, τι είπε και τι …φυλ­λά­δια εμοί­ρα­σε.

   Ακρι­βώς την άλλη μέρα είδε το χωριό πως
 σχο­λάρ­χης του τρώει σαρ­δέ­λες την κα­θα­ρά Δευ­τέ­ρα, στρί­βει το μου­στά­κι του στην εκ­κλη­σία και ανά­βει το κερί του με σπίρ­το… και το χει­ρό­τε­ρο απο­κα­λύ­φθη­κε πως είναι Βούλ­γα­ρος.
«Χαίρε ω Χαίρε ελευ­θε­ρία»! Σο­λω­μού τινος!