Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

,,η Ζωή τραβάει την Ανηφόρα,, - Αντίο Μίκη,,*

Για τον κύριο Μίκη Θεοδωράκη 
Όταν μπήκαν οι Αμερικάνοι στην Καμπούλ μπήκαν υπό τους ήχους του «Μαουτχάουζεν» του Μίκη Θεοδωράκη. 
Ήταν κάτι για το οποίο ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε καμία ευθύνη.
Για το γεγονός ότι στο συλλαλητήριο στην Αθήνα μετά το τέλος της ομιλίας του κυρίου Θεοδωράκη ακούγονταν οι μελοποιημένοι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου και από κάτω χόρευαν ο Μιχαλολιάκος, ο Κασιδιάρης και οι Παναγιώταροι, γι’ αυτό την κύρια, την αποκλειστική, την απόλυτη ευθύνη φέρει ο ίδιος ο κύριος Μίκης Θεοδωράκης.
Πριν από λίγες μέρες στον «Ημεροδρόμο» είχαμε γράψει τα εξής:
«Ο Μίκης Θεοδωράκης σύμφωνα με ανακοινώσεις που έχουν γίνει – και δεν έχουν μέχρι τώρα διαψευστεί από τον ίδιο – θα είναι κεντρικός ομιλητής στο εν λόγω συλλαλητήριο. Πράγμα που ήδη αξιοποιούν πολλοί και διάφοροι για το «ξέπλυμά τους». Εφόσον αυτό συμβεί, δύο κουβέντες. Πρώτη κουβέντα: Κρίμα… Δεύτερη κουβέντα: Ο μουσικοσυνθέτης Θεοδωράκης δεν έχει το αλάθητο. Κι αν αυτό ισχύει για τον παγκόσμιο μουσικοσυνθέτη Θεοδωράκη, πόσω μάλλον για τον «πολιτικό» Θεοδωράκη. Η άποψη που έχει για το «Μακεδονικό» ο Μίκης είναι λαθεμένη. Μεγαλύτερο, όμως, θα είναι το λάθος να υπερασπιστεί αυτή τη λάθος θέση του με το ασύγγνωστο λάθος μιας συμμετοχής του σε ένα συλλαλητήριο με τέτοιους διοργανωτές και με τέτοια συνθήματα. Από εκεί και πέρα τον μουσικοσυνθέτη Θεοδωράκη, αλλά και τους αγώνες του, δεν μπορεί να τους «κοντύνει» κανείς. Ούτε καν ο ίδιος».
Σήμερα αποδείχθηκε ότι υπήρξε κάποιος που επιχείρησε όντως να «κοντύνει» τον μουσικοσυνθέτη Θεοδωράκη.
Κι ήταν ο ίδιος. Ο πολιτικός κύριος Μίκης Θεοδωράκης. Που επέτρεψε το έργο του του να γίνει το ηχητικό φόντο σε μια συγκέντρωση που «όσοι συμμετείχαν δεν ήταν όλοι φασίστες», αλλά που όλοι οι φασίστες ήταν εκεί.
***
Όσο για την ομιλία του;
 Οι ύμνοι και οι πανηγυρισμοί από εκείνους που πολέμησαν τα τραγούδια του, από εκπροσώπους, από  υποστηρικτές και «σπορές» αυτών που τα απαγόρευαν, αποτελούν ασφαλή ένδειξη για το περιεχόμενο της.
Έχει συμβεί όχι λίγες φορές, αλλού να βρίσκεται το έργο μεγάλων δημιουργών και αλλού να πορεύονται οι ίδιοι οι δημιουργοί.
Σε ό,τι μας αφορά θα συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε αρχές (http://www.imerodromos.gr/athliotita-tou-nikou-bogiopoulou/) και να πορευόμαστε σύμφωνα με τους στίχους των τραγουδιών που κανένας δεν μπορεί να λερώσει ή να παραφράσει. Αυτοί είναι οι στίχοι. Eλπίδα, φάρος και ξόρκι μαζί:

Όταν σφίγγουν το χέρι 

ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο 

Όταν χαμογελάνε 
ένα μικρό χελιδόνι
φεύγει μέσα απ’ τ’ άγρια γένια τους 

Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται 
η ζωή τραβάει την ανηφόρα 
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα 

Η ζωή τραβάει την ανηφόρα 
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα 

Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται 
η ζωή τραβάει την ανηφόρα 
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

(Γιάννης Ρίτσος )


*******************************************************

Το νόημα της “Ρωμιοσύνης” δεν αλλοιώνεται από τους φασίστες
Σημείωμα της Έρης Ρίτσου στον τοίχο της στο ΦΒ, σχετικά με τη “Ρωμιοσύνη” που ακούστηκε στο σημερινό συλλαλητήριο για τη Μακεδονία, σε ένα κοινό που είχε μεταξύ άλλων φασίστες, πατριδοκάπηλους κτλ.


Η Ρωμιοσύνη γράφτηκε από τον Γιάννη Ρίτσο αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταξύ 1945-47, μέσα στον εμφύλιο, και είναι μια εποποιία της Αντίστασης του Ελληνικού λαού κατά των Ναζί.

Η Ρωμιοσύνη μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη, μετά τον ξυλοδαρμό του καθώς και άλλων αριστερών από τους χωροφύλακες στον Πειραιά, ανήμερα των Φώτων το 1966. Μέσα στα αίματα ο Μίκης επιστρέφει σπίτι του και βρίσκει ένα αντίτυπο της Ρωμιοσύνης που μελοποιεί μέσα σε λίγες ώρες.

Είτε φασίστες την τραγουδήσουν, είτε πατριδολάγνοι, είτε πατριδοκάπηλοι, είτε δωσίλογοι, είτε άσχετοι, είτε ανύποπτοι, η Ρωμιοσύνη είναι το ποίημα που είναι, γράφτηκε για το λόγο που γράφτηκε και αυτό

ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ.

Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.

Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.

Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι

τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους –
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.

Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο

ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.


*******************
«Τραβήξανε ψηλά πολύ ψηλά, δύσκολο και να χαμηλώσουνε…»**




ΑΠΟ HERKO 

Πριν πολλά χρό­νια έγρα­φε ο Μίκης στον Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση:

«Γρη­γό­ρη. Διά­βα­σα με κα­τά­πλη­ξη ότι πρό­κει­ται να τρα­γου­δή­σεις στα «Δει­λι­νά» τον «Ύμνο της Επα­να­στά­σε­ως». Νο­μί­ζω ότι είσαι αρ­κε­τά με­γά­λος για να κα­τα­λα­βαί­νεις τι πρό­κει­ται να κά­νεις. Πόσες ευ­θύ­νες επω­μί­ζε­σαι και σε τι σο­βα­ρούς κιν­δύ­νους μπαί­νεις. Κά­θι­σε σπίτι σου με αξιο­πρέ­πεια. Μην γκρε­μί­ζεις με μια κλω­τσιά αυτό που χτί­σα­με μαζί τόσα χρό­νια. Μην ακούς τους κερ­δο­σκό­πους και τους προ­σκυ­νη­μέ­νους. Μη ρί­χνεις στον βούρ­κο το όνομά σου και το όνομα των παι­διών σου, που σε λίγο θα ντρέ­πο­νται για σένα. Κάνε τον άρ­ρω­στο. Φύγε για το εξω­τε­ρι­κό… Γιατί αν εσύ ο Μπι­θι­κώ­τσης, το πρω­το­πα­λί­κα­ρο του Θε­ο­δω­ρά­κη, γί­νεις επί­ση­μος τρα­γου­δι­στής της Δι­κτα­το­ρί­ας τρα­γου­δώ­ντας αυτό το άθλιο κα­τα­σκεύ­α­σμα, θα πρέ­πει να ξέ­ρεις ότι θα γί­νεις ο πιο αχά­ρι­στος και τι­πο­τέ­νιος προ­δό­της που γέν­νη­σε ο Λαός μας…

Από τότε, πέ­ρα­σε μισός αιώ­νας. 
Με την μου­σι­κή του Μίκη και τη φωνή του Γρη­γό­ρη ονει­ρευ­τή­κα­με, ερω­τευ­τή­κα­με, δα­κρύ­σα­με στα στά­δια. 
Το τρα­γού­δι τους κυ­μά­τι­ζε, λες, τις κόκ­κι­νες ση­μαί­ες μας όλα αυτά τα χρό­νια καθώς βα­δί­ζα­με στις δια­δη­λώ­σεις.
 Η μου­σι­κή των ονεί­ρων, των πόθων, των ελ­πί­δων, των αγώ­νων μας. 
Ο Συν­θέ­της του Εθνι­κού Ύμνου της Πα­λαι­στί­νης, του Μα­ουτ­χά­ου­ζεν που έγινε εθνι­κό τρα­γού­δι του Ισ­ρα­ήλ, του «Κάντο Χε­νε­ράλ» των λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κων αγώ­νων. 
Το αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό «Άξιον Εστί», ο «Επι­τά­φιος» των δικών μας νε­κρών, Η «Όμορ­φη Πόλη» που πρέ­πει κι ίσως κά­πο­τε κα­τα­φέ­ρου­με να χτί­σου­με. Στ’ όνει­ρο αυτής της «Πόλης» και το βρα­βείο Λένιν που άξια «μας» πρό­σφε­ρε η Σο­βιε­τι­κή Ένωση.
Κά­πο­τε Μίκη έγρα­ψες πως νιώ­θεις «σαν θω­ρη­κτό στη λίμνη των Ιω­αν­νί­νων». 
Σή­με­ρα τα πράγ­μα­τα είναι χει­ρό­τε­ρα.
 «Θά­λασ­σες μας ζώ­νουν, κύ­μα­τα μας κλειούν, σ’ άγριους βρά­χους πάνω τα νιάτα μας φρου­ρούν…».

 Σχε­δόν όπως τότε στο ημί­φως του δω­μα­τί­ου στην Ικα­ρία της εξο­ρί­ας που μαζί με τους συ­νε­ξό­ρι­στους στή­να­τε στο με­γα­λείο της στιγ­μής αυ­τούς τους στί­χους.

Αλλά,
 «…Στων φρου­ρών το πεί­σμα θα στα­θού­με ορθοί, στις καρ­διές ατσά­λι φλόγα στην ψυχή…», τρα­γού­δη­σε κό­σμος πολύς. Και την μπα­γκέ­τα την κρά­τα­γες εσύ Μίκη.
Αγα­πη­μέ­νε μας Μίκη,
 «κά­θι­σε σπίτι σου με αξιο­πρέ­πεια.
 Μην γκρε­μί­ζεις με μια κλω­τσιά αυτό που χτί­σα­με μαζί τόσα χρό­νια. 
Μην ακούς τους κερ­δο­σκό­πους και τους προ­σκυ­νη­μέ­νους…».

 Συ, άλ­λω­στε, είπας!


Μην τους χα­ρί­ζε­σαι Μίκη. 
Όσο κι αν σε πριο­νί­ζουν το έργο σου δεν απα­ξιώ­νε­ται, δεν σβή­νει, δεν ακυ­ρώ­νε­ται. 

Όσο το μπόι κι αν μα­ζέ­ψει, το «Ανά­στη­μα» του με­γά­λου συν­θέ­τη των αγώ­νων πα­ρα­μέ­νει.


Δεν ξέρω αν «Για κά­ποιον μες στον κόσμο είν’ αργά», αλλά, έστω κι έτσι, εμείς μαζί σου θα τρα­γου­δά­με:

«Ποιος τη ζωή μου,
ποιος πα­ρα­φυ­λά
στου κό­σμου τα στενά
ποιος ση­μα­δεύ­ει;
πού πήγε αυτός που
ξέρει να μιλά
που ξέρει πιο πολύ
και να πι­στεύ­ει;»

**Γιάν­νης Ρί­τσος
**********
Ευχαριστώ τον Μίκη Θεοδωράκη.
Ευχαριστώ τον Μίκη Θεοδωράκη γιατί μέσα από τα τραγούδια του έμαθα για τους πραγματικούς λαϊκούς αγώνες. Για το πείσμα των ανταρτών στο βουνό, για την θυσία μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, για τις πέτρες της Μακρονήσου, για τον Ωρωπό, για την Γυάρο, την Ικαρία, την όμορφη πόλη. Για τους καημούς της ξενιτιάς.mikk
Για την Μαργαρώ και την Μυρτιά, τις καμπάνες που σημαίνουν, το καρτέρεμα, το Μαουτχάουζεν, μέχρι το χελιδόνι και τα αετόμορφα ψηλά βουνά της δικαιοσύνης
Για την δολοφονία του Λαμπράκη και για το πώς πήρε λίγο μετά τον Πέτρουλα.
Για τον Αντρέα που τον χτυπάνε το βράδυ στην ταράτσα.
Ευχαριστώ τον Μίκη Θεοδωράκη που μου φύτεψε στην ψυχή τον Ελύτη τον Σεφέρη τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη, τον Καμπανέλη, τον Αναγνωστάκη, τον Βάρναλη.
Ευχαριστώ γιατί μέσα από τις ολοζώντανες διηγήσεις του έμαθα την σύγχρονη ιστορία με τις διώξεις των πατριωτών, την αυθαιρεσία του παρακράτους, τον διχασμό του δεξιού κράτους, την παρανομία και την αντίσταση.
Χωρίς αυτόν δεν θα ήμουν αυτό που είμαι. Νομίζω κανείς μας δεν θα ήταν αυτό που είναι.
Από χτες τον ευχαριστώ και για κάποιους επιπλέον λόγους, που δεν είχα φανταστεί ποτέ.
Τον ευχαριστώ που μου έδειξε τι σημαίνει κατάντια. Πόσο εύκολα κατρακυλάς σε αυτήν όταν δεν έχεις ρίζες. Όχι όταν δεν έχεις παρελθόν, όταν δεν έχεις ρίζες βαθιές και γερές.
Πόσο απεχθές είναι να σε αγκαλιάζει το παπαδαριό, να σε χειροκροτεί το φασισταριό, να σε χρησιμοποιεί δημοσιογραφικό αληταριό.
Που μου θύμισε ότι η φράση ενότητα του λαού είναι κίβδηλη. Φούσκα. Ότι δεν μπορεί να υπάρξει ενότητα του τραπεζίτη με τον δανειολήπτη, του βιομήχανου και του εργάτη, του εφοπλιστή και του ναυτικού. Ότι οι μπαρούφες περί εθνικής ενότητας κρύβουν την λύσσα των λύκων απέναντι στο πρόβατο. Τα σάλια του λιονταριού απέναντι στην αντιλόπη.
Ότι την ελληνική κοινωνία, κάθε κοινωνία, την χωρίζουν τα συμφέροντα διαφορετικών ομάδων. Και ότι οι οικονομικά ισχυρές ομάδες κάθε κοινωνίας, κρύβουν τις επιδιώξεις τους και προσπαθούν πάντα τα δίκαια κοινωνικά αιτήματα των ανίσχυρων ομάδων να τα μετατρέπουν σε εθνικά αιτήματα.
Το ανησυχητικό είναι ότι αυτές τις επιδιώξεις τις ενστερνίζονται και οι οικονομικά αδύνατοι. Πχ μπορεί να πεινάς, να είσαι χρεωμένος αλλά είσαι απόγονος σπουδαίων προγόνων. Μπορεί να είσαι άνεργος, κακοπληρωμένος και να μην είσαι υπερήφανος για τον εαυτό σου αλλά είσαι υπερήφανος για τον Μέγα Αλέξανδρο.
Να θεωρείς ψυχή σου το όνομα της Μακεδονίας και όχι την παιδεία.
Να μην ξεχάσω ότι τα κυρίαρχα ΜΜΕ, οι κυρίαρχες δυνάμεις προσπαθούν να αντικαταστήσουν τους κοινωνικούς αγώνες κατά της λιτότητας, με και καλά εθνικούς αγώνες, για μια υπόθεση που για όλο τον πλανήτη είναι λυμένη.
Πόσο δύσκολο είναι να είσαι συνεπής μέχρι το τελευταίο λεπτό της ζωής σου. Όμως μέχρι το τελευταίο. Και πόσο κομβικό μπορεί να είναι το προτελευταίο λεπτό.
Την διαφορά μεταξύ γεμάτης πλατείας τον Δεκέμβρη του 44, και γεμάτης πλατείας τον Φλεβάρη του 2018.
Ότι, κάθε τι μαζικό δεν είναι κατά ανάγκην και σωστό.
Την απέχθεια στο ρεύμα της μάζας, την ευκολία της την εθελοτυφλία της. Την εύπεπτη σκέψη και την επιφανειακή ανάλυση.
Ναι προφανώς δεν ήταν φασίστες όλοι όσοι ήταν εκεί, αλλά πότε τελικά και πως αρχίζεις να φασιστικοποιείσαι. Με όλες τις αναλογίες... προφανώς οι νεολαία της Γερμανίας του μεσοπολέμου δεν φανταζόταν ότι θα ήταν αυτή που θα γύριζε σε φέρετρα μερικά χρόνια αργότερα. Ούτε οι ενήλικες της Γερμανίας του μεσοπολέμου ήθελαν να ψήνουν σε φούρνους τα πτώματα των Εβραίων. Προφανώς δεν το ήθελαν αλλά έγινε γιατί το ήθελαν κάποιοι. Που όμως ποτέ δεν το είπαν καθαρά. Και που πάντα μιλούσαν για ισχυρή και καθαρή Γερμανία.
Τον ευχαριστώ που μου θύμισε όλα αυτά που σιχαίνομαι. Να χαϊδεύω την μπόλικη αφέλεια και την άγνοια του πλήθους. Να σιγοντάρεις την επιπολαιότητα της μαζικής σκέψης.
Να βροντοφωνάζεις ότι θέλεις την Μακεδονία ελληνική ενώ η Ελλάδα δεν είναι ελληνική. Ούτε δρόμοι, ούτε λιμάνια, ούτε αεροδρόμια, ούτε παραλίες, ούτε πετρέλαια ούτε δάνεια. Τίποτε.
Τον ευχαριστώ που με βοήθησε να τελειώσω μια και καλή, με τους μύθους, τα σύμβολα και τα κεφάλαια του έθνους.
Τον ευχαριστώ που με απενεχοποίησε.
Τον ευχαριστώ που κατάλαβα ότι ο αγώνας μας για καλύτερο αύριο, είναι ακόμη πιο δύσκολος χωρίς πατερίτσες από το παρελθόν. Μπορούμε και χωρίς αυτές. Μπορούσαμε εδώ και καιρό, αλλά για λόγους συναισθηματικούς τις κρατούσαμε στα χέρια.
Τον ευχαριστώ που μου απέδειξε γιατί δεν έπρεπε να ήμουν στο σύνταγμα χτες.
Που μου υπενθύμισε την αναγούλα για τις μπούρδες περί εθνικής ενότητας, κυρίαρχου λαού και υπερήφανου λαού. Και είναι μπούρδες, γιατί αυτός ο λαός δείχνει μαζικότητα και υπερηφάνεια όταν έχει εξασφαλίσει ότι δεν θα έχει κόστος η όποια διαμαρτυρία του. Όταν είναι συμβατή με τα θέλω των ισχυρών. Όταν ο όποιος αντίπαλος είναι σιγουράκι. Αν αυτή την στιγμή κάποιος απειλεί την εθνική κυριαρχία είναι η πανίσχυρη Τουρκία και όχι τα ανύπαρκτα Σκόπια. Γιατί λοιπόν ψυχή είναι η Μακεδονία και όχι το Αιγαίο. Από την Μακεδονία οι βόρειοι γείτονες μας έχουν πάρει το όνομα. Οι ανατολικοί γείτονες με τις συνεχείς απειλές παραβάσεις και παραβιάσεις κάθε μέρα, δεν μας παίρνουν κάτι; Τι αλα καρτ υπερηφάνεια είναι αυτή;
Είμαστε ατρόμητοι μόνο προς τα πάνω όχι προς τα δίπλα; Επίσης σε Μακεδονία και Αιγαίο, Πελοπόννησο και Κρήτη χρωστάνε μέχρι και τα τρισέγγονα, ένα χρέος που μας φορέθηκε.
Τον ευχαριστώ που μου θύμισε ότι ναι δεν είναι όλοι φασίστες, αλλά ότι μπορούν να γίνουν όλοι φασίστες. Ακόμη και χωρίς να το καταλάβουν. Ότι υπάρχουν διαβαθμίσεις μέχρι να μπείς στο τάγμα εφόδου. Ότι η ανοχή είναι το πρώτο σκαλί.
Τον ευχαριστώ που μου υπενθύμισε να μην ξεχάσω ποτέ και να μην ξεχνάω να μπερδεύω τον αριστερόστροφο φασισμό με τον φασισμό. Γιατί ο φασισμός είναι ένας και μοναδικός. Είναι ΜΟΝΟ μαύρος, έχει μόνο αγκυλωτό σταυρό, διαιρεί, στοχοποιεί και δολοφονεί. Γιατί το μόνο που μπορεί να κάνει αριστερόστροφα ο φασισμός είναι να γυρνάει με αριστερή φορά το μαχαίρι στην καρδιά του Φυσα.
Τον ευχαριστώ που μου θύμισε ότι τελικά δεν είναι η ελπίδα, αλλά η ξευτίλα που πεθαίνει τελευταία.

Τον ευχαριστώ και λυπάμαι. Εγώ τον Μίκη δεν μπορώ, δεν θέλω, δεν πρέπει να τον μοιράζομαι με φασίστες. Δεν θέλω να μας ενώνει με τους φασίστες ο Μίκης.

Αυτόν τον Μίκη δεν θέλω να τον μοιράζομαι. Σας τον χαρίζω. Δεν είναι ο δικός μου Μίκης. Είναι όλος δικός σας. Πάρτε τον.
Και τον ευχαριστώ που μου δίνει το δικαίωμα να ζητήσω εγώ ταπεινά συγνώμη από τον Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Σωτήρη Πέτρουλα, τον Ανδρέα Λεντάκη, τους 200 συντρόφους της Καισαριανής, τον Νίκο Μπελογιάννη, τους χιλιάδες εξόριστους, που δεν έγιναν ποτέ εθνικό σύμβολο, τους χιλιάδες νεκρούς, τους χιλιάδες ονειροπόλους, τους χιλιάδες αγωνιστές απλούς ανθρώπους που μέχρι τέλους πάλεψαν να κρατήσουν τον όνομα και την ιστορία τους καθαρή και κρυστάλλινη. Που δεν τραγούδησαν το σώπα όπου να ναι θα σημάνουν οι καμπάνες μαζί με ανθρώπους που έχουν στα χέρια τους χαραγμένο τον αγκυλωτό σταυρό.
Για μένα χτες ήταν μια σημαντική μέρα. Και σημαδιακή μέρα. Και θλιβερή μέρα. Περνά στην ιστορία. Γιατί πέθανε ο Μίκης Θεοδωράκης. Έφυγε ένας μεγάλος καλλιτέχνης, ένας μεγάλος πνευματικός άνθρωπος. Ένας κορυφαίος δημιουργός, ένας ζωντανός θρύλος, που μεγαλούργησε όταν ήταν γειωμένος με τις αγωνίες του λαού μας.
Ο Μίκης Θεοδωράκης έφυγε χτές και μας άφησε έναν πλούτο μουσικής, ένα τεράστιο έργο. Μια σημαντική παρακαταθήκη.
Ήταν μια μέρα σημαδιακή και κάθε χρόνο τέτοια μέρα θα τιμούμε την μνήμη του και θα θυμόμαστε τον θάνατο του.
Θα τον έχουμε πάντα ψηλά στο μυαλό και στην καρδιά μας.
Δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ.

Αντίο Μίκη
Παρουσίαση: Viva.La.Revolucion