Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

H Παστορέλα με Κερατοχυλισία στο Τζάντε του 1630 - 31!

Dionisis Vitsos

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: «ΤΟ ΡΕΜΠΕΛΙΟ ΤΩΝ ΠΟΠΟΛΑΡΩΝ», (1628)
Μέσα από το ΝΤΙΑΡΙΟ [ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ] τση ΣΟΡΑΣ ΟΡΣΟΛΑΣ
[ΓΙΑ ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΔΥΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ]
.
« Το πόβερο[φτωχό] Τζάντε μας κατάντησε σαν το δόλιο μου κορμί:
 Αχάμνησε και συφόριασε και η πληγή του, πούναι το Ρεμπελιό, μαρτσίρισε[διαπυήθηκε] αμό[σαν] το γόνατο μου και δε λέει να γιάνει.
Ξέρουμε τζα[δα] ούλοι πως η πάσα σκοντράδα[συνοικία] του Αιγιαλού[της Ζακύνθου] έχει τη συνήθεια τση και πορεύεται σύφωνα με τη κοντιτζιό[την κοινωνική θέση] των ανθρώπονέ τση. 
Άλλοι είναι οι Τζαντιώτες τση Όξω Μερίας και άλλοι τση Μέσα Μερίας. 
Χώρια ζούνε και πορεύουνται οι αρχόντοι, χώρια οι τσιβίλοι[αστοί] κι αλλιώς το σκυλολόϊ[λαός]!
Τόμου[αφού] το λέει και το τραγούδι:
.
Εις το Φόρο[Forum, Αγορά]: Σινιορία ![«Σινιόρ» αρχοντικός ιταλίζων χαιρετισμός]
Στην Ανάληψη: Σιορία ! [«Σιορ» αστικός ιταλίζων χαιρετισμός]
Τσ’ Αη Σαράντα λένε «Γειά σου» [Λαϊκός ελληνίζων χαιρετισμός]
και στον Άμμο «Γειά χαρά σου» [Λαϊκός ελληνίζων χαιρετισμός]
.
Ο Φόρος, το λοιπό, είναι η Πλατέα μπροστά από τη Φραγκική κλησιά τ’ Αη Μάρκου, κει που περ[κατά τον] Πουνέντε αρχινάει η Στράτα Γκιουστινιάνα, που ανεβαίνει στην Τέρρα[Κάστρο] και περ Όστρια ο Στενόφορος, το Γιοφύρι κι η Πλατεία Ρούγα[Φαρδύς Δρόμος] ως την Ανάληψη.
Σ’ ευτούνες τσι γειτονιές είναι μεζεμένα ούλα τα μεγάλα αρχοντικά τση πολιτείας.
 Από τσου Αγίους Σαράντα και πέρα αρχινάει η πλεμπάγια[όχλος] που ούλο και πολυστεύει, ώσπου να πήξει στον Άμμο, Μακρύο Καντούνι κι Αη Λάζαρο[συνοικίες της Πόλης].
Βρέσκουνται τσέρτο[φυσικά] και μεγάλα αρχοντικά μετά τσου Άγιους Σαράντες (σαν του Λογοθέτη, να πούμε, στον Αη Παύλο), μα είναι λιγοστά.

Γράφω ούλα ευτούνα για να ξεκαθαρίσω πως η πάσα κοντιτσιό[κοινωνική θέση] έχει το δικό τση σουλάτσο[βόλτα], που βγαίνει να πάρει τον αέρα τση ! 
Οι Αμμιώτες μαζεύουνται στο Πλάτωμα τση Φανερωμένης, 
οι Αη Λαζαριώτες στο σταυροδρόμι του Αη Παύλου, 
οι Αγιοτριαδιώτες ανάμεσα Άγιας Τριάδας και τση Φραγκοκλησιάς Σάντα Μαρίας ντελε Γκράτσιε και πάει λέγοντας.
Από τον καιρό που χτίστηκε ο Αιγιαλός, στέκι, σουλάτσο και αλληλοχαιρέτισμα τουν αφεντάδωνε στάθηκε η Πλατέα του Φόρου! Ο Πλατύφορος!
 Τόσο, που να κομπαρίρει[καταφθάσει] κυριακάτικα Αμμιώτης κι όγιος Οξωμερίτης, στο Φόρο με τη φαμελιά του να σουλατσάρει[κάνει βόλτες] είναι τουν αδυνάτωνε[“των αδυνάτων αδύνατον”]. 
΄Οσκε ένα, μα δέκα ρεμπελιά να σκαρώσουνε οι ποπολάροι[αστοί], πάλε δε θάχανε την πακέα[θράσος]να κομπαρίρουνε στο Φόρο κυριακάτικα!

Το πρωί, το λοιπό, τση Κυριακής, δυο μέρες μετά το κάζο[συμβάν, εδώ νίλα] του Μπέμπο[το όνομα του τότε Ενετού διοικητή του νησιού], μόλις που ακούστηκε το καμπανέλι του Αη Γιάννη μας κι ετοιμαζόμουνα να κατεβώ να λειτρουηθώ, βαράει ο μπαταδούρος [ρόπτρο] και παρουσιάζεται ο σορ ΄Αντζολος[ ο φεουδάρχης Άγγελος Σουμάκης, που σε χρονικό του περιέγραψε το Ρεμπελιό των Ποπολάρων, εννοείται με μαύρα χρώματα για τους επαναστάτες] σε στάτο[κατάσταση] τόσο ντεπλοραμπιλίσιμο [τρισελεεινότατο], που σκιάχτηκα[φοβήθηκα] πως τον βρήκε κόρπο αποπλέτικο [αποπληξία] στη ρούγα και τονε μπάσανε σ το ντομινικάλε[αρχοντικό] να τόνε ποροπιάσει[συνεφέρει] ο ντοτόρος ο Καντιολής!
 Έβαλα δελέγκου[αμέσως] τσι φωνές, κι έφτασε ο αφέντης από τη λιμπραρία του αλάρμάδος[ανήσυχος], κι η Ρουμπίνα. Εδαύτος[αυτός] κι η αφεντιά μου αγιουτάραμε[βοηθήσαμε] τον σορ ΄Αντζολο ως την καριόλα[κρεβάτι] και τονε ξαπλώσαμε.
Ήτανε τα μούτρα του κόκκινα αμό το λειρί του κοκόρου κι η ανάσα του βαρεία ! Έκανε να μιλήσει μ’ από το στο μα βγαίνανε αφροί και δεν μπόρειες να βγάλεις νόημα από κειά που πάσχιζε να πει. ο σορ Καντιολής τον ορδίνιασε[συμβούλευσε] να σωπάσει, τούλυσε τη ρεκαμάδα του την κολαρίνα[το κεντημένο του φουλάρι] και τη ζώση[ζώνη], του πήρε το πόλσο[σφιγμό] και τούδωσε να πιει ένα κορντιάλε[καρδιοτονωτικό].
’Έκανε μισή ώρα να ματάρθει στα συγκαλά του.
Αλ φίνε[τελικά] ο σορ Καντιολής τού δώσε το ελεύτερο να μι¬λήσει και ο κακορίζικος μόνο που δεν έκλαιγε λέγοντάς μας κειά που είδανε τα μάτια του.
.
Ο αφέντης ο Σουμάκης κάθεται στο Φόρο, στο σπίτι δίπλα από το ντομινικάλε Ντα Κανάλε [αρχοντικό του Κανάλε]. Η μακαρίτισσα η μάννα τον ήτανε Καναλοπούλα και το σπίτι προικιό τση.
Κειό το πρωινό, ντούνκουε[λοιπόν], βγαίνοντας να πάει να λειτρουηθεί, τι ν’ αντικρύσουνε τα μάτια του δόλιου; Ούλη η Πλατέα μπρος στο σπίτι τον ήτανε κοντά- κοντά σπαρμένη. .. (τρέμει το χέρι μου χαράζοντας ευτούνη την ενορμιτά [βαρειά κουβέντα]) κέρατα!
Ναίσκε ! κέρατα!
Βοϊδίσια, τραγίσια, γελαδίσια, κατσικίσια.. . όσκε ένα, πέντε, δέκα μα τρυγοκαλαθίες[με καλάθια του τρύγου] , η πάσα πέτρα τση πλακό¬στρωσης και από ένα ! ΄Ισια, στραβά, μικρά, μεγάλα, στρουφουλιδωτά. . .
Μιλιούνια από δαύτα!
Μα πού τα εξετρουπώσανε τα ακαθάρματαΙ
Για ευτούνηνε την κερατοχυλισία ένας θέος ξέρει πόσα ζωντανά θα κλέψανε από τα μετόχια μας ! Χρόνους θα τα μα¬ζεύανε οι μακελαραίοι!
Ντουνκουε[λοιπόν] το σκυλολόι μάς έβγαλε ούλους κερατάδες και αδιαφέντευτοι όπως είμαστε, άλλο δε μας πρεμέριζε[απόμενε] από να πάθουμε λανγκουόρε [λυποθυμία] αμό [όπως] ο σιορ Άντζολος, που γλίτωσε τον κόρπο αποπλέτικο παρά μία τρίχα.
Ούλη μέρα κουβαλούσανε με τα βασταγούρια[υποζύγια] τσι τρυγοκαλαθίες τα κέρατα, στο Κρυονέρι να τα πετάξουνε αρτζιπελάου[στη θάλασα.]

Ανατριχιάζω σύγκορμη σαν πάει ο νους μου στα γέλια που θε να κάνουνε για χρόνια οι ξωμερίτες[αυτοί που κατοικούνε όχι στο Κέντρο της Πόλης, ο λαός] μ’ ευτούνη την παστορέλα[νίλα] τσου! 
Μα τόμου[όταν] φτάσει η ώρα τση πλερωμής — γιατί σε δαύτονε τον κόσμο, κι όχι στον άλλονε, πλερώνοννται ούλα— και μπει στη σούμα σουμάρουμ[τελικό απολογισμό] του ρεμπελιού και το ιμένσο κρίμεν λέζους νομπιλιτάτις [τεράστιο έγκλημα εναντίον των ευγενών] πούλαχε στο Τζάντε άννο ντόμινι[το έτος Κυρίου] 1630 - 31!
Τι άλλο να πω;
Σαν το μακαρίτη το παπα-Ζήσιμο — Θέος σχωρές την ψυχούλα του! — φουνιάζω: “Φτου! Κύριε φυλακή στη στοματή μουI”.
Υπομονή !»

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1984) «ΤΟ ΡΕΜΠΕΛΙΟ ΤΩΝ ΠΟΠΟΛΑΡΩΝ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΙΑΣ
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Η πλατεία Αγίου Μάρκου (Πλατύφορος) γεμάτη με τα κέρατα της διαδήλωσης των Ποπολάρων. Σκίτσο Χρήστου Ρουσσέα.]