Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

"Τα πουλιά δεν κελαηδούν όταν νυχτώσει"... Β&Α ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ

 


Χρήστος μπουρνέλης
"Τα πουλιά δεν κελαηδούν όταν νυχτώσει"...
Τον Νοέμβρη του 1899 γεννιέται στην Σμύρνη η Αγγέλα Παπάζογλου.
Ανήκε σε σημαντική οικογένεια μουσικών. O πατέρας της Δημήτριος Μαρωνίτης (ή Χιωτάκης) ήταν ξακουστός σαντουρίστας, κοντά του θα μάθει να παίζει βιολί και σαντούρι… Η Αγγέλα ανέβηκε στο πάλκο σε ηλικία 11 ετών, δίπλα στον πατέρα της.
Όμως, το μεγάλο χάρισμα της Αγγέλας ήταν η φωνή της. Δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα 17 της και τα καφέ-αμάν της Σμύρνης τσακώνονταν ποιο θα την πρωτοκλείσει για δουλειά: Τζίτζικας, Αράπογλου, Αυταράς... Μέχρι το Κορδελιό έφτασε η φήμη της.
Με τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, ανάμεσα σε τόσους και τόσους πρόσφυγες που έφυγαν κυνηγημένοι από την Μικρασία, ήταν και η οικογένεια του "Χιωτάκη" η οποία εγκαθίσταται στην Κοκκινιά.
Για να βοηθήσει την οικογένειά της να επιβιώσει, η Αγγέλα συνέχισε να τραγουδά στα κέντρα του Πειραιά και των προσφυγικών συνοικισμών. Έτσι, το 1924 πιάνει δουλειά στο κέντρο τού Θεόφραστου, στις Τζιτζιφιές. Στην ορχήστρα του Θεόφραστου συμμετέχει ένας άλλος σμυρνιός μουσικός που έφτασε ως πρόσφυγας στην Ελλάδα και ζούσε στη Κοκκινιά.
Ο μουσικός αυτός ήταν σχεδόν μονίμως σοβαρός, άτομο με αρχές που δεν τις παρέβαινε ποτέ και με οποιοδήποτε μάλιστα κόστος, πρότυπο μιας αληθινής μάγκικης αισθητικής. Γι' αυτό του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι "Αγγούρης", δηλαδή "ανυπότακτος", "ασυμβίβαστος", "δύσκολος", "ζόρικος". Το κανονικό του όνομα ήταν Βαγγέλης Παπάζογλου.
Την πρώτη φορά που άκουσε την Αγγέλα να τραγουδάει την ερωτεύτηκε. Την πλησίασε και της δήλωσε καθαρά και ξάστερα: "σ' αγαπώ και θα σε πάρω γυναίκα μου". Στα 25 της πια και δίχως προίκα, ο Βαγγέλης ήταν θείο δώρο για την Αγγέλα που τον ερωτεύτηκε. Μόνο που σύντομα την μεγάλη χαρά διαδέχτηκε μια μεγάλη θλίψη αφού η Αγγέλα άρχισε να χάνει το φως της με ταχύ ρυθμό. Μα ο Βαγγέλης εκεί: "σ' αγαπώ και θα σε πάρω γυναίκα μου". Και την πήρε. Όταν το 1927 η Αγγέλα ντύθηκε νύφη στο πλευρό τού Βαγγέλη, ήταν ήδη μισότυφλη. Δυο χρόνια αργότερα τυφλώθηκε τελείως.
Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε σε μια παράγκα στην Κοκκινιά και ζούσε από την μουσική του Βαγγέλη και το τραγούδι της Αγγέλας.
Το 1937, ο Βαγγέλης Παπάζογλου αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με τους λογοκριτές της μεταξικής δικτατορίας (που αποκαλούσε "αμόρφωτους") το περιεχόμενο των τραγουδιών του και σταμάτησε να ηχογραφεί.
«Του τα κόψανε γιατί δε δέχτηκε ν' αλλάξει ούτε ένα λόγο, ούτε ένα λόγο: Στον «Μπατίρη» αυτός ο λόγος ήτανε όλο το νόημα του τραγουδιού. Εκεί που λέει «ελεύθερος να ζήσω» του το σημειώσανε να το σβήσει και να γράψει «χαρούμενος να ζήσω». 
Έτσι σας αρέσει; τους είπε. Ε, λοιπόν, εμένα έτσι δε μ' αρέσει! Εγώ δεν είμαι χαρούμενος αν δεν είμαι λεύτερος. Εγώ άμα έχω σκλαβιά πάνω απ' το κεφάλι μου δε γελάω! …Εγώ δε γελάω άμα δεν είμαι λεύτερος, έτσι είμαι μαθημένος. Δεν τα δίνω τα κομμάτια!», θυμάται η Αγγέλα.
Την ίδια εποχή απαγόρευσε και στην Αγγέλα να ξανατραγουδήσει σε μαγαζί. Από δω και πέρα οι δυο τους θα ζούσαν μόνο με το μεροκάματο του Βαγγέλη.
Ένα βράδυ που έριχνε ο θεός με τον θεό και η Αγγέλα περίμενε τον Βαγγέλη να γυρίσει από την δουλειά, το ταβάνι της παράγκας άρχισε να στάζει. Η τυφλή Αγγέλα πάλεψε να βρει κάπου να σταθεί και τελικά βολεύτηκε σε μια γωνιά του κρεβατιού. Όταν μπήκε ο Βαγγέλης και την είδε ξεπαγιασμένη, σκίστηκε η καρδιά του. Την τύλιξε με μια κουβέρτα και την πήρε αγκαλιά για να την ζεστάνει.
Ο θρύλος λέει πώς εκείνη την βραδιά της σιγοψιθύρισε και κάτι στίχους που βγήκαν από μέσα του: "Βάλε με στην αγκαλιά σου για να κοιμηθώ κοντά σου..." Ο ίδιος θρύλος λέει ότι η Αγγέλα συμπλήρωσε αυτούς τους στίχους: "Βάλε με, φως μου, βάλε με..."
Ο Βαγγέλης αποκαλούσε "φως μου" την τυφλή γυναίκα του.
Το 1940, με το που μπαίνουν οι Γερμανοί στην Αθήνα, ο Βαγγέλης σταματάει την ενασχόλησή του με την μουσική.
"Τα πουλιά δεν κελαηδούν όταν νυχτώσει", έλεγε.
Αρνείται να παίζει για να χορεύουν "φχαριστημένοι ως κι οι μαυραγορίτες", πέταξε το όργανο και το κοστούμι, άρπαξε ένα τσουβάλι και έκανε τον παλιατζή στις γειτονιές του Πειραιά, αρνούμενος να παίξει τα τραγούδια του για τους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους.
Δεν πρόκειται να ξαναδουλέψει ως μουσικός. Η πείνα τον καταβάλλει. Εξασθενημένος όπως είναι, τον χτυπάει η φυματίωση. Όταν αισθάνεται το τέλος του να πλησιάζει, πιάνει και μοιράζει τις παρτιτούρες πολλών ανέκδοτων κομματιών του, στο καφενείο των μουσικών στην οδό Αθηνάς 33, με την ευχή να τα εκδώσουν ο καθένας στο δικό του όνομα. Την τύχη τους είναι πλέον αδύνατο να μάθουμε.
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου πεθαίνει στις 27 Ιουνίου 1943. Για να τον μοιρολογήσει το τελευταίο βράδυ, η Αγγέλα δανείζεται δυο καρέκλες από την γειτόνισσα προκειμένου να ακουμπήσει το φτωχικό φέρετρο.
Η κηδεία γίνεται δίχως παπά, μιας κι ο παπάς της συνοικίας ήταν μαυραγορίτης. Όση ώρα βάσταξε, από τα μάτια της Αγγέλας δεν βγήκε ούτε ένα δάκρυ. Πριν το φέρετρο κατεβεί στον λάκκο, έσκυψε και φίλησε τον σύντροφό της, ξεπροβοδίζοντάς τον με λίγα μνημειώδη λόγια που θα ταίριαζαν απόλυτα σε αρχαιοελληνική τραγωδία: 
«Καλά έκανες και παινευόσουν που ήμουν γυναίκα σου. Την παλληκαριά σου όμως δεν την ήξερες. Ούτε ο θεός δεν παντρεύτηκε αόμματη γυναίκα».
Η Αγγέλα Παπάζογλου έζησε άλλα σαράντα χρόνια με μόνη της παρέα τον θετό τους γιο, Γιώργη Παπάζογλου.
Όταν θα έφευγε για να συναντήσει τον Βαγγέλη της, ήταν 17 Αυγούστου 1983.
"κι αν αποθάνω και βρεθεί
κανένας και με θάψει
είμαι του δρόμου το παιδί
κι εκείνος ας με κλάψει"