Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

#Ειδική_Ασφάλεια: Η “Ελληνική Γκεστάπο” της κυβέρνησης του Βενιζέλου #Φεβρουάριος_1929


    Ειδική Ασφάλεια: Η “Ελληνική Γκεστάπο”:

Ήταν Φεβρουάριος του 1929, όταν η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου αποφάσιζε την δημιουργία μιας νέας υπηρεσίας της αστυνομίας με τίτλο “Διεύθυνση Ειδικής Ασφάλειας του Κράτους”.

    Η υπηρεσία είχε σκοπό -μεταξύ άλλων- την παρακολούθηση προσώπων “σκοπός των οποίων ήθελεν είσθε η μεταφύτευσις και καλλιέργεια εν την Ελληνική κοινωνία…δοξασιών η ιδεών, αίτινες θα απέβλεπον εις την μεταβολή ή ανατροπήν των υφιστάμενων σήμερον νομίμως εν την Χώρα τοιούτων”.

 Στην πραγματικότητα η νέα υπηρεσία ήταν ενίσχυση της ανασυγκρότησης όλων των κρατικών μηχανισμών ενάντια στον “εσωτερικό εχθρό” δηλαδή το εργατικό κίνημα και τον λαό με όχημα τον αντικομμουνισμό. 


Λίγες εβδομάδες μετά την ίδρυση της “Ειδικής” η κυβέρνηση έφερε στην Βουλή το “Ιδιώνυμο” και ξεκίνησε νέο πογκρόμ κατά των ταξικών συνδικαλιστών, των κομμουνιστών και δημοκρατικών αγωνιστών.

Η “Ειδική” γρήγορα εξελίχθηκε σε ομάδα παρακρατικών χαφιέδων-δολοφόνων που έφτασε στο σημείο να προσπαθήσει να δολοφονήσει ακόμα και τον ιδρυτή της. 

Απο τις έρευνες που έγιναν μετα την απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου (6 Ιουνίου 1933) αποκαλύφθηκε ότι ο οργανωτής της απόπειρας δολοφονίας ήταν ο τότε ο Διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας μαζί με τον Διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών. 


Οι φασίστες/φιλοναζιστές του Μεταξά πήραν “προίκα” απο τις “δημοκρατικές” κυβερνήσεις την Ειδική και-όπως και με άλλους αντιδραστικούς νόμους και υπηρεσίες-την ανέπτυξαν σε βασική υπηρεσία για την αντιμετώπιση του “κομμουνιστικού κινδύνου”.

Ενισχυμένη ακόμα περισσότερο απο την φασιστική δικατορία η Ειδική Ασφάλεια εντάχθηκε κατευθείαν δωσιλογικό μηχανισμό και την υπηρεσία των ναζί στην διάρκεια της κατοχής.


Το Φθινόπωρο του 1943, λίγους μήνες μετα την ίδρυση των “Ελληνικών Ες-Ες”, των Ταγμάτων Ασφαλείας απο την “κυβέρνηση” Ράλλη, ο δοσίλογος διευθυντής της αστυνομίας Πόλεων Άγγελος Έβερτ πρότεινε να αναλάβει η Ειδική  εξολοκλήρου την “δίωξη των κομμουνιστών”. 

Ο Έβερτ γνώριζε καλά πως σημαντικό τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων επηρεαζόταν απο το ΕΑΜ και έτσι έκανε αυτήν την πρόταση-για να αποποιηθεί ευθύνες αλλά και να δώσει “υπηρεσιακή λύση”.


Για να ανταποκριθεί στα νέα της “καθήκοντα”, η δοσιλογική “κυβέρνηση” Ράλλη και η Διοίκηση της Ειδικής ανασυγκρότησαν την υπηρεσία, παραμερίζοντας ακόμα και αξιωματικούς της για να στρατολογήσουν,σύμφωνα με την μαρτυρία του Διοικητή της Σχολής Χωροφυλακής στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων “καθάρματα, άλλα μεν χρησιμοποιήθηκαν ως προδότες και άλλα πήγαν εις τα ΕΣ-ΕΣ”. 


Αυτά τα  καθάρματα εντάχθηκαν κατευθείαν στην Ειδική είτε ως χωροφύλακες άνευ θητείας, είτε ως ιδιώτες που συγκρότησαν “ομάδες κρούσης”, που δρούσαν αυτόνομα και με την ενθουσιώδη στήριξη των SS.

Με ομάδάρχες τους Παρθενίου, Πουλή, αδελφούς Μαντά, Παναγιωτόπουλο και άλλους, η Ειδική Ασφάλεια εξελίχθηκε σε “Ελληνική Γκεστάπο”, που αιματοκύλισε την Αθήνα, με την ενθουσιώδη υποστήριξη

και συνεργασία των SS:

Συλλήψεις χωρίς εντάλματα, βασανισμοί μέχρι θανάτου, εκτελέσεις χωρίς καν καταδικαστικές αποφάσεις.

Δικτυώθηκε σε συνοικίες δίνοντας ταυτότητες της σε μέλη της “Χ” του Γρίβα η άλλες “εθνικόφρονες” οργανώσεις.  

Αυτό το δίκτυο χαφιέδων και δολοφόνων ανέλαβε αμέσως δράση ενάντια στην Εθνική Αντίσταση μέσα στις συνοικίες.

Παράλληλα έστησε κέντρο βασανιστηρίων στο επιταγμένο ξενοδοχείο Κριστάλ της οδού Ελπίδος,όπου ξεπέρασε σε βαρβαρότητα ακόμα και τους ναζί. 

Με αυτόν τον τρόπο πολλά μέλη της Ειδικής πετύχαιναν τον στόχο τους, την απόσπαση στα SS απο τα οποία, όπως κατέθεσαν αξιωματικοί της Χωροφυλακής μετα την απελευθέρωση, αρνούνταν να επιστρέψουν.


Η Ειδική είχε κομβικό ρόλο και σε όλο το εγκληματικό δίκτυο που συγκρότησαν οι ναζί και οι δωσίλογοι, μαζί με άλλες υπηρεσίες η ναζί κατασκόπους. Στην δράση της Ειδικής στηρίχθηκαν όλες οι εγκληματικές επιχειρήσεις των Ταγμάτων Ασφαλείας, με πρώτο μαζικό έγκλημα τις εκτελέσεις και φυλακίσεις χιλιάδων αναπήρων ηρώων του πολέμου του 40, το Φθινόπωρο του 1943.


Λίγες εβδομάδες μετά ο υποστράτηγος της Ειδικής Λάμπου ενημέρωσε την υπηρεσία ότι ο Αρχηγός των Σωμάτων Ασφαλείας Στρατηγός των SS Βάλτερ Σιμάνα

επιθυμών εμπράκτως να διατρανώση την προς αυτούς εκτίμησην του..παρεχώρησε ως δώρον δια τας εορτάς των χριστουγέννων 10 σάκκους νήματος” και ότι η διανομή θα γίνει ανάλογα με τις “επιτυχίες” του καθενός (δηλαδή πόσους αντιστασιακούς η και απλούς πολίτες είχε σφάξει, βασανίσει η καταδώσει στους ναζί).

Οι ομάδες κρούσης της Ειδικής δολοφονούσαν απεργούς στους χώρους δουλειάς, νεολαίους που κολλούσαν αφίσες για την Αντίσταση, αντιστασιακούς κ.α ενω πολλούς τους δολοφονούσαν στα κρατητήρια μετα απο βασανιστήρια και πετούσαν τα πτώματα σε δρόμους και υπονόμους. Άλλες φορές προσπαθούσαν να αποσπάσουν χρήματα απο τα θύματα.

Το καλοκαίρι του 1944, γύρω απο την πλατεία Βικτωρίας βρισκόντουσαν κάθε πρωί κακοποιημένα πτώματα.

Μέχρι και τις τελευταίες μέρες της λειτουργίας της, η Ειδική βασάνιζε και δολοφονούσε. 24/9/1944, τέσσερις μέρες πριν διαλυθεί, εκτέλεσε, αφού πρώτα βασάνισε, τρείς φοιτητές της ΕΠΟΝ που είχε συλλάβει την προηγούμενη μέρα στο Χημείο. Τα πτώματα βρέθηκαν στην είσοδο του Ζαππείου.


Τα θύματα της Ειδικής Ασφάλειας δεν βρήκαν ποτέ δικαιοσύνη. Μετα την απελευθέρωση, ο αστικός κρατικός μηχανισμός προστάτευσε τα κτήνη της Ειδικής. Στις λίγες περιπτώσεις που επιβλήθηκαν ποινές θανάτου η ισοβίων, μετατράπηκαν σε ποινές λίγων ετών. Σε λίγα χρόνια, όλοι οι δολοφόνοι της “Ελληνικής Γκεστάπο” (όσους δεν είχαν προλάβει ο ΕΛΑΣ και η ΟΠΛΑ στην κατοχή και τον Δεκέμβρη του 1944) κυκλοφορούσαν ελεύθεροι.


Πχ ο Λάμπου αποφυλακίστηκε το 1952 ενω ο αρχιβασανιστής Παρθενίου, αργότερα έγινε και μοίραρχος της Χωροφυλακής. Η ιστορία της Ειδικής Ασφάλειας των Βενιζέλου-Μεταξά-Ράλλη(και ναζί)είναι άλλο ένα παράδειγμα ότι η εξουσία της αστικής τάξης και το κράτος της, ανεξάρτητα απο κυβερνήσεις και συνθήκες έχουν συνέχεια, με στόχο πάντα τον”εχθρό λαό” και όσους αγωνίζονται.

 

Πηγές/Βιβλιογραφία: “Ιστορία της Αντίστασης 1940-45”, Συλλογικό έργο, “Διεύθυνση Ειδικής Ασφάλειας του Κράτους”, Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Το τιμωρό χέρι του λαού: Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα” Ιάσονας Χανδρινός ”Η 4η Αυγούστου”, Σπύρος Λιναρδάτος


Αλιεύτηκε από Praxis Review

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

#ΤΖΑΝΤΕ ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΣΗ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ




Dionisis Vitsos:
Αγαπημένα 
ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΣΗ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ
Ι
Κοντόβραδο του τελευταίου Σαββάτου τσ’ Αποκριάς. 
Σφάλισε τα πορτοπαράθυρά τση, η σόρα-Μαντίνα, αφού είπε την ύστερη “καληνύχτα” στη διερχόμενη μουρλο-Κατινάρα που ακόμα δε βαρέθηκε να πορτοθουρίζει [γυρίζει από πόρτα σε πόρτα] και να διαλαλεί η μουστρούφω[ανόητη] τα καρναβαλίσια τση “αντραγαθήματα”, και τρούπωσε στο σπιτόπουλό τση, εδεκεί που βρισκότουνα κάποτε η Εκκλησία τ’ Αη-Βασίλη του Κάτου.
Χήρα από τα πενήντα τση η κακομοίρα, και με το που καλοπάντρεψε στο μεταξύ τσι δύο θυγατέρες της, μνέσκει[απομένει] ολομόναχη στο πατρογονικό τση, φτιαγμένο μετά το Πενήντα Τρία, από τα χεράκια τ’ ανδρός τση, από τσου πλέον μαγγιώρους μαστόρους, του Τζάντε. 
Και να ιδείτε, όπου καλοστέκεται ακόμα μία χαρά, παρ’ όλο που από τότες που ’φυγε ο μακαρίτης, δεν του προστέθηκε μήτε καρφάκι.
Τώρα για να πει την αγία αλήθεια τση, δεν έχει λεμέντο[παράπονο] ούτε τσι κοπέλες, μα ούτε τσου γαμπρούς. Αν πει τ’ αντίθετο, θα πέσει παναπεί φωτία, να την κάψει. Αφού τηνε προσέχουνε και με το παραπάνου. Φροντίζουνε, να μην τση λείψει ποτέ τίποτσι. Από περιποίηση, μέχρι φάκνα[φαί]. Κι από γιατρό, όταν χρειάζεται, ως χατζιλίκι.

Μία μόνο στέρηση νιώθει, π’ ανάνθεμά τηνε, και την αποζητάει η καλή σου, με τη φωτία[απεγνωσμένα]. 
Αλλά, πού την εύρει η καψερή;
-Μια, προσλαλιά, μωρέ, κι ας είναι απ’ …Οβραίο!
Έτσι, γι’ ετούτη την προσλαλιά, παίρνει πρωί-πρωί τσου δρόμους, πως θα κάμει τάχατες τα ψώνια της. Το περισσότερο όμως για να κουβεντιάσει.
Κι αυτό το πιτυχαίνει κατά μεγάλο μέρος στη διάρκεια τσ’ ημέρας, είτε κατεβαίνοντας στην αγορά τ ’Αη-Παύλου, για τίποτα μικροψωνάκια, είτ’ υστερότερα κάνοντας κατ’ απάνου τον Αη Λάζαρο, κι αράζοντάς τηνε για κάμποση ώρα, στο “φούρνο του γιατρού” όπου βρίσκει, κανένανε, που ’χει όρεξη για πάρλα.

Το βράδυ όμως είναι το δύσκολο, όπου με το που μανταλώνει τα σκούρα... νιώθει να πέφτει απάνου τση τ’ Ατσαλή, και να τηνε πλακώνει κατάστηθα:
-Δεν βαστιέται άλλο, μωρές παιδία, ετούτη η μουγκαμάρα. Μέχρι που, μα τον ΄Αγιό μας, σκιάζουμαι, μήπως λάχει[τύχει] καμία βολά, και βουρλιστώ.
Σφαλίστηκε λοιπόν υποχρεωτικά και τ’ αποψινό βράδυ, ας έκανε κι αλλιώτικα, και με βαρεία καρδία, Θρονιάστηκε στη συνηθισμένη της θέση, πατώντας το κουμπί του χαζόκουτου, παραμιλώντας κιόλας από μοναχή της:
-Τι να μου κάμει κι ετούτο...
Και γυρνώντας ένα-ένα τα κανάλια, δε βρίσκει κάτι, νάναι τσ’ αρεσίας τση.
 Ποδόσφαιρο ο Κρατικός, κάποια ξέθωρη ταινία του “καλού” λεγόμενου ελληνικού κινηματογράφου ο ΑΝΤ1, κάμποσες ξεβράκωτες που λυσσομανάνε στο ΜΕGΑ.
 Έτσι σοχαδιασμένη διπλά, τη σβύνει, μην παραλείποντας και να τηνε στολίσει ανάλογα.
-Αει να χαθείς, κακός σου καιρός, για μπάλες κι αγαπητηλίκια είσαι πρώτη. 
Κάτι μωρέ για την Αποκριά, οπού νετάρει αύριο, δεν έχεις, συμφορά σου, να παρουσιάσεις;
Έτσι ξαπλώνει πάνω στο πάνινο κάθισμά της, βάνει και τσι δύο τις απαλάμες δεμένες πίσω από το κεφάλι σαν μαξιλάρι, κι ακουμπάει τεντωμένη στον πισινό τοίχο.

Σκέφτεται προς στιγμή, ν’ αντισηκωθεί για να ετοιμάσει κάτι ντις, για δείπνο. Μα παρατιέται αμέσως, γιατί μα την αλήθεια, όπου δεν πάει μέσα τση μήτε μερτόφυλλο.
Τόμου από την αυγή, ένα κόμπος όλο τσ’ ανεβαίνει, πασχίζοντας ο άτιμος, να τηνε πνίξει. 
Έτσι και το μεσημέρι, το μόνο που’ βαλε στο στομα τση, ήτανε δύο σκέτες κουταλιές ρυζόγαλο , απ’ εκείνο που έφτιαξε προψές, έτσι για το καλό. 
Για τούτο, σκέφτεται:
-Άσε να περάσει η Καθαροδευτέρα, και θα πω τσ’ Ασπασίας, να με πάει ίσαμε τον Πλαρινό, γιατί μα την αλήθεια, μωρές παιδία, που δεν είμαι και τόσο σόι.[δεν είμαι και τόσο καλά]
Αστοχώντας ωστόσο στο μουμέντο τις όποιες κακοδιαθεσίλες της, που έμαθε καιρό τώρα να τις θεωρεί περαστικές, ξανάρχεται ο νους της, σ’ εκείνη τη σουφροκώλα[ρυτιδιασμένη μέχρι και στον πισινό της] 
την Κατίνα, αυτήνε ντε, που καληνύχτισε πολληώρα[προηγουμένως].
-Είδες εκεί μάτια μου, να σου μοστράρει για γκόμενα κι η Κατινούλα; 
Τι έχουνε Θεέ μου, να ιδούνε ακόμα τα μάτια μου;
 Πού νογάει[γνωρίζει] μωρέ, ετούτη από Καζίνα και Καρναβάλια...;
Απ’ εδώ όμως και μπρος, δεν παραμιλεί άλλο από μοναχή της η σορα-Μαντίνα, μα μισοξαπλωμένη για περισσότερη άνεση, στο πλαϊνό της καναπεδάκι, με κλεισμένα τα μάτια, πελαώνει[παραδέρνει στο πέλαγο] ανάμεσα στις σκέψεις της.

ΙΙ
Τελευταίο Σαββάτο τσ’ Αποκριάς ήταν και τότε, ύστερη χρονιά που’ χε ακόμα Καζίνα η Ζάκυνθος. 
Μόλις που πάταγε τα δεκαεννιά. 
Κουκλάρα αληθινή, που το σκέρτζο κι η πουτανιά τση, είχαν ξεπερασμένες προ πολλού, τις συνοικίες και των δύο Αη-Βασίληδων και τ’ αποπάνου και τ’ αποκάτου. Κι είναι απλωμένες τόσο σ’ οξωμερία, ανέκαθεν λαικούρα, όσο και στη ψηλομύτα Μεσαμερία.

Ουρά οι νεαροί που λαχταράνε μία τση μόνο ματία.
 Μα κι οι κάπως οι μεγαλύτεροι όπου την λιγκουρεύουνε πιο πονηρά. 
Κι ετούτη, σκέτο θηλυκό τ’ άτιμο, με το ’να τση χέρι σκορπάει αβέρτα χαμόγελα κι υποσχέσεις, ενώ με τ’ άλλο δεν προφτάνει, κοροϊδεύοντας κιόλας, να τα ξαναμαζώνει.
 Παίζει έτσι η κακούργα, με την καρδία του καθενός που τηνε γλυκοκοιτάζει.
Στα φερσίματά τση ωστόσο, ετούτα τ’ άστατα, κύριο λόγο έχει, ο οικογενειακός της περίγυρος. 
Τα δύο παναπεί μεγαλύτερα αδέλφια τση, μακελαρέοι[χασάπηδες] το επάγγελμα, που την παρουσία τους, κανείς ούτε μπορεί, μα ούτε και πρέπει να μη λογαριάζει.

Για τούτο κι η μάνας τση, έτσι για καλό και για κακό, δεν παύει να την ορμηνεύει:
-Πρόσεχε θεγατέρα... γιατ’ ετούτα τα μπογιούδικα[αιμοβόρα] τ' αδέρφια σου, δεν μπαρτζολετάρουν [αστειεύονται]. 
Α σε πιάσουνε μωρή στο ουδέ[στο παραμικρό], θα σε ξεκοιλιάσουνε κακομοίρα μου, σαν... προβατίνα.

-Σιγά μωρέ, τη φόρα τσου...
Απαντάει την κάθε φορά, χασκογελώντας ετούτη.
Δίχως όμως να μην παίρνει στα σοβαρά, τον όποιο διαφαινόμενο κίνδυνο.
 Έτσι ζουλάπι μοναχό, δεν παύει την κάθε φορά, να «βάνει τ’ α-μέντε [προφυλάξεις] τση».
Ετούτο όμως το Σαββάτο, στο Ρωμιάνικο Καζίνο, τα παίζει όλα για όλα.
 Κορτάρει[φλερτάρει] από μήνες το Λιμενάρχη. Ένα λεβεντόπαιδο εκεί πάνου, κι άντρα μ’ όλη τη σημασία της λέξης.
«Ετούτος μ’ αρέσει μωρέ... » είπε σαν τον πρωτόειδε
«…κι όχι εκειά τ’απολειφάδια του κερατά, που με κυνηγάνε από πίσω, σαν ψοφόσκυλα.»

Με τον καιρό, την έχει προσέξει κι εκείνος, και τις Κυριακάτικες βόλτες, που ανελλιπώς τηνε κατεβάζει η μάνα τση, ας κάμει κι αλλιώτικα η κακομίξα[κακομοίρα] ανταλλάσσουνε κάτι φλογερές ματίες, που αν λάχαινε νάτανε σαΐτες, θα φουγκάρωνε[λαμπάδιαζε] σίγουρα ο ...Πλατύφορος.

Μα πέραν τούτου, ουδέν. Τα πράγματα, βλέπετε...
Έτσι το πήρ’ απόφαση, ο κόσμος να χαλάσει, να τονε σμίξει στο Καζίνο το ύστερο ετούτο Σάββατο τσ’ Αποκριάς, όπου την κάθε χρονιά, συνηθίζουνε βεραμέντε[“στ’ αλήθεια” ειρωνικά] να την παίρνουνε κι ετούτη, τ’ αδέλφια τση.

Αβιζάρει[ειδοποιεί] πρώτα-πρώτα το παιδί, για νάναι ξάπαντως στο πάνου Καζίνο, κι απέ βάνει χάμου τ’ ωραίο τση κεφάλι, για να καταστρώσει το σχέδιο. 
Γιατί μπορεί οι “μακελαρέοι” να την κουβαλούνε μεν μια βραδιά στο Καζίνο, για ν’ αλλάζει τάχα τον αέρα τση, αλλά δεν την αφήνανε κιόλας να...χορεύει του καλού καιρού. 
Η μάλλον τση έχουνε εξοικονομήσει δικό της αποκλειστικό ...καβαλιέρο: 
Τη Διονυσούλα, μία κρυοκώλα ξαδέλφη της, που δε τηνε σηκώνει σερνικός να χορέψει ούτε στο...χρυσάφι να τονε βουτήξουνε.
Και για να μην την χάνουνε, από τα μάτια τους, της είχανε παραγγελμένο πάνω στην κουκούλα του μαύρου της ντόμινου, να ’χει κολλημένη μία τεράστια κόκκινη φιόγκα.
Εδώ λοιπόν, έπρεπε να δουλέψει το κεφάλι της, να ξεγελάσει παναπεί, τσου ...δεσμοφύλακές τση.

Το έστυψε ωστόσο όσο έπαιρνε, και κατέληξε στην Αθηνούλα, μία γειτονοπούλα τση, που εκτός από φιλενάδα, είχε την ίδια ακριβώς μ’ εκείνη κοψία.
-Αθηνούλα μου... από το Θέο και στα χέρια σου, έτσι κι έτσι...

Τρομάζει στην αρχή η άλλη με την αποκοτιά της, και τση κάνει φοβισμένα:
-Αν σε πάρουνε πρέφα, θα σε πετσοκόψοννε κακομοίρα μου εφτούνοι οι αλιτζερίνοι[αλγερινοί πειρατές].

Μα εκείνη, είναι πια, αποφασισμένη για όλα:
-Ας με σφίξει στην αγκαλιά του, ευτούνος ο παίδαρος, κι ας με κάμουνε την άλλη κι όλας στιγμή, χίλια μπουκούνια[κομμάτια].

Έτσι, εκείνο τ’ αλησμόνητο Σάββατο, το τελευταίο της Αποκριάς του 1953, η Μαντίνα χορεύει πρώτα ένα-δύο χορούς με τη χαζο-Διονυσούλα, και στη συνέχεια κάνει προς την τουαλέτα.
 Εκεί, όλα κι όλα, δεν χωράει η διπλή αδελφική της επιτήρηση. Αλλάζει στο μουμέντο κουκούλα με την Αθηνούλα, που την περιμένει εκεί επί τούτου, κι απέ[μετά] χουμάει με λαχτάρα, μέσα στην κοσμοπλημμυρισμένη σάλα, για ν’ ανταμώσει τον καλό της.

Χορεύει δύο ολόκληρες ώρες μαζί του, και δε θα ξεκολλούσε από τη ζεστή αγκαλιά του, αν δεν έκανε κατά ’κει η Αθηνά, για να της ψιθυρίσει στ’ αυτί:
-Γύρισε ογλήγορα στ’ αποχωρήτηρια, γιατί... δε τα βλέπω καλά τα πράματα.

Και να ιδείς, που δεν έπεσε όξω η Αθηνούλα, σπίρτο κι ετούτη μοναχό, γιατί με το που σκατζάρανε[ανταλλάξανε] κουκούλες, και γύρισε η Μαντίνα στην συντροφιά τση, ετοιμαζότανε όλοι, και η Διονυσούλα, τρομάρα τση, να κάμουν ρόντα[περιπολία, εδώ: 
βόλτα] κατά το Κάτου Καζίνο, το Λουμπαρδιανό.

Εδωπά όμως, η σορα-Μαντίνα σταματάει ν’ αναπολεί.
Κι όπου μάλιστα, τόση ώρα μισοξαπλωμένη, νιώθει σαν ν’ ανατριχιάζει η ραχοκοκαλιά τση:
-Ετούτο μ’ έλειπε, ν ’αρπάξω, συφορέλια μου, και κάνα κρυολόγημά. Ψιθυρίζει και κάνει κατά την κρεββατοκάμερα της.
Και πέφτοντας σε λίγο για νανάκια τση, δεν αστοχάει να δώκει πληρωμένη απάντηση σ’ εκείνη τη συφοριασμένη την Κατινούλα, έστω κι αν δεν υπάρχει τρόπος για να την ακούσει:
-Εκείνο το δικό μας μωρή, ήτανε αληθινό καρναβάλι, όχι ετούτα εδώ τα δικά σας τα σημερνά ρεντίκολα!

Ύστερα τηράει κατά το εικονοστάσι, φωτισμένο αμυδρά από ένα ηλεκτρικό καντήλι, που όσο κι αν το ’χουνε καμωμένο να τρεμοσβύνει, κανέναν δεν μπορεί να πείσει για αληθινό. 

Κάνει το σταυρό τση, λέγοντας φωναχτά την τελευταία σημερνή της κουβέντα:
-Καληνύχτα Χριστούλη μου, κι ...αύριο με καλό.

ΝΙΟΝΙΟΣ ΜΕΛΙΤΑΣ «ΖΑΚΥΝΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ», ΕΡΜΗΣ, 1999
[ΝΙΟΝΙΟΣ ΜΕΛΙΤΑΣ(1932-2018): Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και δημόσια διοίκηση κι εργάστηκε στη Νομαρχία Ζακύνθου ως διοικητικός υπάλληλος από το 1960 μέχρι το 1991.
Παράλληλα δημοσίευσε άρθρα, διηγήματα και χρονογραφήματα κυρίως ζακυνθινής θεματολογίας.]



Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

"ΣΩΠΑΤΕ ΚΥΡΓΙΟΙ ΤΟ ΛΟΙΠΌ ΤΗΝ ΟΜΙΛΊΑ ΝΑ ΠΟΎΜΕ"

 ΚΆΠΟΤΕ ΣΤΗ ΖΆΚΥΝΘΟ.


"ΣΩΠΑΤΕ ΚΥΡΓΙΟΙ ΤΟ ΛΟΙΠΌ
ΤΗΝ ΟΜΙΛΊΑ ΝΑ ΠΟΎΜΕ. "

"Ομιλία ",είδος λαϊκού θεατρικού έργου που ανθεί στη Ζάκυνθο .
Ο λαϊκός δημιουργός, ανώνυμος τις περισσότερες φορές, συνθέτει έμμετρο θεατρικό έργο, στο Ζακυνθινό γλωσσικό ιδίωμα.
Το περιεχόμενο των έργων ποικίλο.
Κυρίως διακωμωδεί καταστάσεις της τοπικής κοινωνίας, σατιρίζει
συμπεριφορές και πρόσωπα, όμως κάποιες φορές αντλεί τη
θεματογραφία του από τα ιπποτικά μυθιστορήματα και το κρητικό θέατρο .
Άλλωστε είναι γνωστή η στενή σχέση της Ζακύνθου με την Μεγαλονησο,
ήδη από τα τέλη του 15ου αιώνα.
Σ αυτό το ιδιαίτερο θεατρικό είδος, παίζουν μόνο άντρες, οι οποίοι
υποδύονται και τους γυναικείους ρόλους, μεταμφιεσμένοι.
Πολλοί ασχολήθηκαν με την προέλευση της Ζακυνθινής ομιλίας.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι προέρχεται
από τα θρησκευτικά δράματα του Μεσαίωνα , ενώ μερικοί ανάγουν την καταγωγή της στα διονυσιακό δρώμενα της Αρχαίας Ελλάδας .
Υποστηρίζουν μάλιστα ότι οι τελετές προς τιμή του Διονύσου, που πραγματοποιούνταν κατά την διάρκεια των Μεγάλων και Μικρών Διονύσιων,
πέρασαν στη Δύση και αυτή τα προσέφερε ως αντίδωρο, με την μορφή
των θρησκευτικών δραμάτων από τα οποία επηρεάστηκαν και οι Ζακυνθινες
ομιλίες.
Αυτές λοιπόν οι "ομιλίες" παίζονται κυρίως την περίοδο του Καρναβαλιού,
όμως προετοιμάζονται σχεδόν όλο το χρόνο.
Έπρεπε να βρεθεί το έργο, ή να γραφεί νέο .
Κάποιος έμπειρος, αυτοδίδακτος, αναλάμβανε τη διανομή των ρόλων,
τη διδασκαλία, τα κουστούμια κλπ.
Τα παλιά καφενεία μετατρέπονταν, σε θεατρικά εργαστήρια.
Άνθρωποι του μεροκάματου, του μόχθου, άφηναν κατά μέρος τις στεναχώριες και
τα προβλήματα και έδιναν σάρκα και οστά σε βασιλιάδες και ιππότες, σε αρχοντοπουλες και κυράδες, σε σέμπρους και αφεντάδες.

Μα η ψυχή της Ζακυνθινής ομιλίας πάντοτε ήταν και είναι ο κωμικός ήρωας.
Εκείνος που αναλάμβανε το δυσκολότερο ρόλο. Να διακωμωδήσει καταστάσεις,
να σατιρίσει πρόσωπα, να δώσει και να φέρει γέλιο.
Κουρελής, ο αριστοφανικός αυτός τύπος, πάντα ετυμόλογος, άνοιγε συχνά διάλογο
με το πλήθος, που συμμετείχε κραυγάζοντας, άλλοτε επευφημώντας και άλλοτε δείχνοντας τη δυσαρέσκειά του .

Από την εποχή του Μοντζελέζε, το 1646, και τους μετέπειτα Γουζέλη, Μάτεση,
Νεούση , μέχρι τον Ζούγρα και τον Ριχάρδο τον Καραμαλίκη, στα έργα τους,
πάντα ο κωμικός έκλεβε την παράσταση.

Ο γέρο-διάβολος, "Στα έργα του Σατανά " του Ρίκου Καραμαλίκη αποδόθηκε
τόσο εντυπωσιακά απο τον Αγγελή τον Τσαγκαρόπουλο, τον επονομαζόμενο Κονίδη, που εμείς τα παιδιά τον....φοβόμαστε για αρκετά χρόνια.

Ποιός στα αλήθεια μπορεί να ξεχάσει , ένα άλλο μεγάλο λαϊκό κωμικό,
τον Τάση το Ρίτσο-Καψάσκη, (και αυτός από τον Πισινόντα, όπως και οι προηγούμενοι),που έκανε τον Ντάριο Φο να παραμιλάει, όταν την δεκαετία του 70, πραγματοποιείτο στη Ζάκυνθο η Συνάντηση Μεσαιωνικού και Λαϊκού Θεάτρου.
Ο Τάσης ο Ρίτσος υποδυόταν αριστοτεχνικά τον ταλαίπωρο, αδικημένο
και κακότυχο ανθρωπάκο.
Δεν ήταν μόνο ο λόγος του αλλά κυρίως οι κινήσεις του σώματος και οι μοναδικές εκφράσεις του προσώπου του.
Ρακένδυτος, πηγαινοερχόταν στη σκηνή διηγούμενος τα παθήματα του.
Χρεωμένος στους αφεντάδες και στους
τοκογλύφους βλέπει να χάνει τη λιγοστή περουσία του.
Όλοι τον πιέζουν να παντρευτεί την πλούσια αλλά κακάσχημη νύφη.
Προξενητάδες ,ο παπάς και οι επίτροποι της εκκλησίας.
Στην απελπισία του δέχεται.
Έβγαινε λοιπόν στη σκηνή και απευθυνόμενος στον κόσμο έλεγε:
"Οι επιτρόποι τόπανε
ο Στράτης, ο Θανάσης,
ο Πέτρος, ο Θεμιστοκλής,
ο Παύλος κι ο Αναστα'σης.
Γι αυτό κι εγώ αποφασισα
να κάμω την παντρεία,
για να γλυτώσω το ληνό
και την περιουσία."
Και περίλυπος έφευγε από την σκηνή, ακολουθούμενος από την κουτσή,
κουφή και άσχημη νύφη.
Μα πριν χαθεί από τα μάτια του θεατή, έκανε μια απότομη χορευτική στροφή
και στρέφοντας το χέρι του προς τον αφέντη-τοκογλύφο συμπλήρωνε:
"- 'Ορσε , σγομπέ και αλλοίθωρε,
που γράφεις το χαρτί σου,
θα ρθει η βολά ,που θα το φας
το ξύλο στο πετσί σου.!!!"
Για να εισπράξει βέβαια το δυνατό χειροκρότημα του κόσμου, που ένοιωθε
ότι αργά ή γρήγορα θα έρθει η δικαίωση και για τα δικά του δεινά.

Μα από το άγρυπνο μάτι του λαϊκού δημιουργού δεν ξέφευγαν
και οι δυσάρεστες ή ευχάριστες καταστάσεις που απασχολούσαν
την μικρή τοπική κοινωνία.
Δίνονταν δε με ιδιαίτερο τρόπο, σατιρίζοντας, χωρίς όμως να προσβάλλουν.
Και πάλι στο δύσκολο ρόλο ο κωμικός.

Για...μνημειώδεις καυγάδες...
"Μπα-μπουμ, στο Ξεροκακάστελλο
η Εβραϊκή Πρεσβεία.
Και από το ξύλο το πολύ
στου Ρέκουλα το σπίτι,
στου Μουτζουκλή το μαγαζί
ετρέμανε οι τοίχοι. "

Σάτιρα λοιπόν απο τις ομιλίες, αλλά από τη...σάτιρα δεν γλύτωνε ούτε η ίδια η "ομιλία "και οι πρωταγωνιστές της.
Ακολουθούσε μια έμμετρη κριτική, στα καφενεία και στα σπίτια, στο πνεύμα του γέλιου και του πειράγματος.
"-Η Κυρία των Τιμών
μας τα είπε με θυμό.
Και η νύφη ήταν καλή,
τριαντάφυλλο στο στόμα
και κυπαρισσένιο σώμα.
Ο αμίλητος στρατιώτης
έλαχε του Παναγιώτη.
Το σπαθί του στον αέρα
σκιάζει ου'λους πέρα ώς πέρα. "

Στο γειτονικό Μουζάκι άφησε εποχή
ένας μεγαλος κωμικός, ο Μίμης ο Ντακουράς.
Ο Μίμης ήταν ένας απλός βιοπαλαιστής.
Κάθε μέρα έπαιρνε παραμάσχαλα ένα μεγάλο μπόγο, βαντάκα, στο Ζακυνθινό
ιδίωμα, με ρούχα, είδη προικός, και περνούσε από τις γειτονιές,
πουλώντας την πραμάτεια του.
Μα σαν φτάνανε τα καρναβάλια, δεν ξέχναγε να ειδοποιήσει τις νοικοκυρές.
-Κουμπάρα μην ξεχάσετε να ρθετε
στην "ομιλία "μου.
Γιατί ο Ντακουράς έγραφε και έπαιζε τις ομιλίες του, στον κωμικό ρόλο πάντα.
Πράγματι έφθανε η Κυριακή τηςΑποκριάς και όλοι προετοιμαζονταν για την "ομιλία".
Ανάμεσα τους κι εγώ.
Ηταν η πρώτη φορά, εκείνη τη χρονιά, που θα την παρακολουθούσα.
Από το πρωί όλα είχαν πάρει μια γιορταστική νότα .
Κατά τις δέκα έκαμε την εμφάνιση του στους δρόμους ο Βασιλιάς της ομιλίας με την συνοδεία του.
Μπροστά πήγαινε ο ντελάλης , ενώ εκείνος ακολουθούσε,
πάνω στο άσπρο του άλογο, περιστοιχισμένος από τους ιππότες του.
Και ο ντελάλης διαλαλούσε:
"- Ακούσατε.,ακούσατε
στην "ομιλία " να ρθείτε,
εις το Μουζάκι, το χωριό,
να ευχαριστηθείτε ".

Το απόγευμα, το πλάτωμα του Αγίου Νικολάου ήταν κατάμεστο.
Ένα πολύχρωμο πλήθος από όλη τη Ζάκυνθο.
Η μητέρα με την πιεν ντε πουλ καμπαρντίνα της και την ασορτί ομπρέλα,
μην καλού-κακού βρέξει, πάσχιζε να με βάλει σε θέση, που να μπορώ να βλέπω προς το υπερυψωμένο πάλκο.
Πράγματι στη Ζάκυνθο επεκράτησε , στα νεώτερα χρόνια, οι ομιλίες
να παίζονται σε πάλκα , στολισμένα με μυρτιές και λουλούδια εποχής.

Η αυλαία (και αυτό νεωτερικό στοιχείο), άνοιξε και ξεπρόβαλε ο Ντακουράς,
σέρνοντας μια παρόμοια "βαντάκα", με εκείνη της δουλειάς του.
Τον ακολουθούσε μια μεγαλόσωμη γυναίκα και εκείνος απευθυνόμενος
στην Κυρά του, που καθόταν στη μέση του μεγάλου σαλονιού έλεγε;
" -Τα συχαρήκια μου Κυρά,
η αδερφή σου ενταύθα,
βαστάει και στα χέρια της,
Νααα μία βαντα'κα.."
Κάνοντας μια ανάλογη χειρονομία.
Γέλια, φωνές, "ούρα "..

Έτσι κύλαγε το έργο, όταν σε μια στιγμή, που βρισκόταν στη σκηνή, γύρισε προς τον κόσμο λέγοντάς:
"-Τρέξετε, τρέξτε χωριανοί,
μια γίδα κρεμασμένη,
την βλέπω να φουρκίζεται,
σώστε τη, την καημένη. "
Ξανά γέλια .!!!
Όλοι πίστευαν ότι πρόκειται για κάποια ατάκα του έργου.
Μα ο καημένος ο Μίμης, που από το υπερυψωμένο πάλκο
έβλεπε το ζωντανό να κινδυνεύει να πνιγεί στο γειτονικό χωράφι ,
χωρίς να χάσει τη ρίμα του, ξανάπε ,κουνώντας απεγνωσμένα τα χέρια του:
"- Αλήθεια λέω χωριανοί
τη χάνουμε τη γίδα,
τρέξτε να την προκάμετε,
φουρκίζεται ,την είδα. "

Τελικά κάποιοι έστρεψαν το βλέμμα τους στην κατεύθυνση, που έδειχνε ο Μίμης,
έτρεξαν και έσωσαν το ζωντανό.
Κι όλα κύλησαν ομαλά, ανάμεσα στα γέλια, τα πειράγματα
και σε μια φύση βουκολική, αντάξια της πανάρχαιας παράδοσης μας.
Δεν σας κρύβω δε, ότι κάθε φορά που δίδασκα τη γέννηση του αρχαίου
δράματος, συνειρμικά γύριζα πάντα σ αυτό το επεισόδιο της πρώιμης
παιδικής μου ηλικίας.
Και ο συχωρεμένος ο Ντακουράς, έπαιρνε το ρόλο του πρώτου
ηθοποιού, που εξ αμάξης, τά ψαλλε σ όλους και για όλα και απαντούσε
στον καθένα.
Κάπως έτσι γεννήθηκε το δράμα και το θέατρο.
Γιατί αυτό είναι το θέατρο.!!
Ενα λαϊκό δημιούργημα ,που σε μια κορυφαία στιγμή, έμελλε να αλλάξει τη σκέψη της ανθρωπότητας.
Μια αόρατη λοιπόν κλωστή ενώνει εκείνον τον πρώτο λαϊκό ηθοποιό
με τον Τάση, τον Μίμη και τόσους άλλους, στις "ομιλίες " μας.

Ένα αόρατο νήμα, το νήμα της Φυλής μας.!!!!

Η ανάρτηση αυτή αφιερώνεται σ όλους τους ανώνυμους λαϊκούς δημιουργούς των ομιλιών και στους ηθοποιούς, που διαχρονικά τις ερμήνευσαν.

Επιπλέον στον πατέρα μου, Φώτη Λουντζη, που απομνημόνευε
πολλές ομιλίες και τις διατήρησε στην μνήμη μας.

Τα αποσπάσματα, προέρχονται από ομιλίες των χωριών Παντοκράτορα
και Μουζακιου, γραμμένες απο το τέλος του 19ου αιώνα
έως και τη δεκαετία του 70.

Το αλιεύσαμε από εδώ:
    Cristina Lunzi 
Δες τη Θεατρική Ομιλία «Ο ΚΟΥΡΙΟΖΟΣ» απ' τη #Ομάδα_Λαϊκού_Θεάτρου_Λιθακιάς_Κώστας_Σκαντάλης»
που την παρουσίασε το Σάββατο 16 Μαρτίου τση 15:00 ( 3:00) στο προαύλιο του Πολιτιστικού Κέντρου Λιθακιάς. Ερασιτεχνική Λήψη απ το κανάλι μας VivaLaRevolucion


Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

Να, η Απάντηση Φίλε μου: Σαπίλα Αυτοί; Καθαρότητα Εμείς! Απελπισία Αυτοί; Ελπίδα Εμείς»!

 



Konstantinos Mpourxas:

''Καλά'', του λέω, «δε σε πιάνει η μπόχα εσένα»; 
«Οχι», μου λέει. «Εγώ, φίλε μου, ανοίγω το παράθυρο. Μόλις δω τα σκούρα ανοίγω το παράθυρο.
 Διαβάζω ένα ποίημα , βλέπω μια καλή ταινία, πάω στο θέατρο, σε μια διαδήλωση. Δε με κλείνουν εμένα στο βόθρο τους! 
Εγώ ζω στην άλλη Ελλάδα. Στην Ελλάδα της ομορφιάς, του χαμόγελου. Στην Ελλάδα της δημιουργίας»!

Τον γνωρίζω σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια. Είναι πολύ καλός ζωγράφος, αλλά έχει αποφασίσει (αποφασισμένο τον γνώρισα) να «ζωγραφίζει» ταμπέλες καταστημάτων, παρά να ξεπουλάει την τέχνη του. 
«Οι πίνακες», μου είχε πει τότε που, νέοι καλλιτέχνες και οι δύο γνωριστήκαμε, «δεν ανήκουν ούτε σε εμένα που τους ζωγραφίζω, ούτε, πολύ περισσότερο, σε αυτούς που θα τους αγοράσουν. Ο καλλιτέχνης συσσωρευμένες ιστορικές και κοινωνικές εμπειρίες ζωγραφίζει. Συσσωρευμένους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες. Ανθρώπινες αγωνίες. Ελπίδες! Ονειρα! 
Ολα ετούτα δεν μπορούν να κλειστούν σε ένα σαλόνι. Και μάλιστα σε λάθος σαλόνι.
 Στο σαλόνι κάποιου κυρίου, που θέλει να βάλει όλες αυτές τις αγωνίες, όλες αυτές τις ελπίδες των ανθρώπων ταπετσαρία στους τοίχους του»!
Αυτός, με λίγα λόγια, είναι ο φίλος μου. Ενας άνθρωπος με απόλυτες ιδέες. Δεν είναι λίγες οι φορές, που τον «χρησιμοποιώ» για τονωτικό!
 Δε σας κρύβω, ετούτες τις μέρες, με έχει πιάσει κάποια απελπισία! 
Βρώμισε ο τόπος. 
Πας από εδώ, πέφτεις επάνω σε εκβιασμούς. Πας από εκεί, πέφτεις πάνω σε δολοπλοκίες. Στρίβεις στη γωνία και βλέπεις πισώπλατες μαχαιριές. Στρίβεις στην άλλη γωνία και βλέπεις άλλες ασχήμιες. 
Τόσο και τέτοιο κακό μαζεμένο...

«Δεν είναι η πρώτη φορά» με αποπαίρνει ο φίλος μου, «εσύ έγινες πιο ευαίσθητος, σε πήραν, ίσως, τα χρόνια, φυλάξου!
 Ξεχνάς τα "δικά" μας; 
Ξεχνάς την υπόθεση Μέρτεν και τους θησαυρούς των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, τα βραχώδη οικόπεδα, τον Μακρή της ΓΣΕΕ, το 1961 που ψήφισαν τα δέντρα, τα βασιλικά πραξικοπήματα, τις αγοραπωλησίες βουλευτών το 1965, το ξύλο που τρώγαμε στην Πανεπιστημίου, τη δικτατορία; 
Και τότε βρώμαγε ο τόπος!
Οπου ακούμπαγες λερωνόσουνα! 
Ομως, εμείς μυρίζαμε καθαρό αέρα! Θυμάσαι; Ομάδες αυτομόρφωσης, βιβλία, ταινίες, διαδηλώσεις, αντίσταση! 
Να, η απάντηση φίλε μου! Σαπίλα αυτοί; Καθαρότητα εμείς! Απελπισία αυτοί; Ελπίδα εμείς»!
Το ορμητήριό μας τότε ήταν τα Παναθήναια, το καλοκαιρινό σινεμά, Χαριλάου Τρικούπη και Λεωφόρος Αλεξάνδρας. 
Την ώρα που ο παλιός κόσμος, η «παλιά» Ελλάδα σάπιζε, εμείς τραγουδάγαμε τον ερχομό του καινούριου κόσμου, της καινούριας της Ελλάδας.

«Το ίδιο κάνουν και οι σημερινοί νέοι», με βεβαιώνει ο ζωγράφος μου. 
«Και όχι μόνον οι νέοι. Και οι εργάτες. Και οι επιστήμονες και οι καλλιτέχνες! 
Η Ελλάδα δε βρίσκεται στα σημαδεμένα τηλεοπτικά παράθυρα. 
Βρίσκεται στα εργοστάσια, στις οικοδομές, στα πανεπιστήμια. Κοίτα αυτήν την Ελλάδα. Την Ελλάδα μας! Τη δική μας Ελλάδα! Την Ελλάδα της δημιουργίας! 
Ποιος νομίζεις ότι λειτουργεί ετούτο το κράτος;
 Τα καθάρματα που κλέβουν, που εκβιάζουν, που σαδομαζοχίζονται. 
Ο τόπος λειτουργεί με αυτούς που αλλάζουνε βάρδιες. Με τους πρωινούς, που αλλάζουν τους βραδινούς. Με τους απογευματινούς που αλλάζουν τους πρωινούς. Και πάλι από την αρχή. Κάθε μέρα, κάθε βδομάδα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο! Διαρκώς»!

Ο φίλος μου ο ζωγράφος όταν μιλούσε για το λαό, τα μαγουλά του ρόδιζαν! «Από σεμνότητα», μου είχε εκμυστηρευτεί, «από σεμνότητα και από σεβασμό»! Ρόδινα είναι και τώρα, που μου μιλάει για τα σημερινά.

«Το παράθυρο, φίλε μου! Ανοιξε το παράθυρο! Και όχι ένα. Ολα τα παράθυρα. Και τις πόρτες. Και αν δεν μπαίνει αρκετός αέρας άνοιξε και τις στέγες! 
Καλύτερα είναι, βέβαια, να ζεις διαρκώς έξω, στους δρόμους. Να ξυπνάς με τους πρωινούς, να γυρίζεις στο σπίτι σου με τους βραδινούς και να διαδηλώνεις με τους απογευματινούς! 

Και μην ξεχνάς τις ομάδες αυτομόρφωσης, τα βιβλία, τις ταινίες, το θέατρο, τα ποιήματα, την οργάνωση! 
Κυρίως να μην ξεχνάς την οργάνωση. Και τη φιλοσοφία. Την πολιτική οικονομία. Τον μαρξισμό»!

Δε θέλω να σας πω περισσότερα. 
Η τελευταία ταμπέλα που ζωγράφισε για ένα παντοπωλείο στου Γκύζη έχει πάνω της ένα κόκκινο χελιδόνι. «Τι είναι αυτό»; ρώτησε ο μανάβης. «Η άνοιξη»! του απάντησε και δε σήκωνε άλλη κουβέντα!

Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ απο παλιότερο φύλο του Ριζοσπάστη

Επίκαιρο ; 
Με την τόση σαπίλα που κυκλοφορεί γύρω μας με μαέστρο το αστικό πολιτικό σύστημα μάλλον ναι !