Από Ιωάννα Κόκκαλη:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
Πνεύμα ελεύθερο και ανυπότακτο!
Είχε και δίκιο ο δόλιος.
Φουκαράς, φτωχαδάκι, τον είχε πάρ' η κάτω βόλτα.
Ψαράς, χταποδάς και τρατάρης, κι αργάτης ακόμα κι οξωμάχος, όπως λάχαινε, όπως ερχόταν.
Κυνηγός του καρβελιού και του μπακέτου, όπου νάταν βρισκούμενο, στο γιαλό, στη στεριά, ή του πελάου. Χρόνια 'χε να κοιμηθεί με 'κοσπεντάρικο στην τσέπη.
Με μια σαπόβαρκα παιδεύονταν για το ψωμί, για το καρβέλι.
Δύσκολο πράμα όμως.
Το χειμώνα λιοτρουβιάρης ούλη νύχτα και τη μέρα δούλευε το παραγάδι. Και σαν έπιανε ο Απρίλης, ξανά πάλε στην τράτα.
Στην ίδια κείνη πούταν αυτός αφεντικό και καπτάνιος της, πούταν αυτός ψυχή και καύχημά της και που τώρα τού τη χαίρονταν ο οχτρός του.
Πεντάμορφη σκλάβα χριστιανή αυτή, σ' αφέντη Τούρκο. Σκλάβος κι αυτός ο έρμος... αδερφός της.
Αχ! τύχη κακιά, μαγκούφα...
Σβάρνα τον είχαν πάρει η φτώχεια και τα χρόνια... Ασπρισαν τα μαλλιά του και καμπούριασε... Να του σβαρνάν αρχίσαν και τα πόδια.
Πικρά τα συλλογιόταν ούλα.
Τον κατάλυσαν τα βάσανα και το μεράκι.
Κακομοίρη, ταπεινό τον είχε κάμει η φτώχεια.
Ψωμί και δάχτυλο κι αυτός κ' η δόλια η γριά του»...
* * *
Φύση ανήσυχη, που δεν χώρεσε στη συμβατικότητα, ριζοσπάστης διανοητής και λογοτέχνης, συγγραφέας ελεύθερος, ανυπότακτος και αμίμητος, ο Γιάννης Σκαρίμπας, μάς κληροδότησε ένα πλούσιο και πολύμορφο έργο, που τον κατατάσσει στην πρωτοπορία της ελληνικής λογοτεχνίας.
Οπλισμένος με το δραστικό λόγο του, που δεν «χάριζε κάστανα», ο Γ. Σκαρίμπας, έμεινε απροσκύνητος, μέχρι τα στερνά του - «έφυγε» από τη ζωή στις 21 Γενάρη 1984.
Ο Γιάννης Σκαρίμπας υπήρξε μια πολυδιάστατη φυσιογνωμία των Ελληνικών Γραμμάτων, που σφράγισε με την παρουσία του την ελληνική ηθογραφία, που καθιερώθηκε από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση σαν συγγραφέας με το δικό του προσωπικό ύφος, το περίφημο «α-λα-Σκαρίμπα» ύφος, όπως το αποκάλεσε τότε ο Κόντογλου.
Ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη του γραφτού λόγου, διήγημα, νουβέλα, ποίηση, μυθιστόρημα, ιστορικό δοκίμιο, θέατρο, Καραγκιόζη, σχολιογραφία κ.λπ.
Η πρώτη του εμφάνιση πραγματοποιήθηκε στα 1929, όταν απέσπασε ομόφωνα το πρώτο βραβείο του Διαγωνισμού του περιοδικού «Νεοελληνικά Γράμματα» για «το πρωτότυπο ύφος του, την εκρηκτική του γλώσσα και τις πλούσιες εικόνες του που μοιάζουν με λαϊκές ζωγραφιές».
Σουρεαλιστής χωρίς να ενταχθεί ποτέ στην παρέα των σουρεαλιστών, πολέμιος της ρεαλιστικής γραφής και της ηθογραφίας, χρησιμοποίησε τη γλώσσα με τρόπο παράδοξο, σαν παρωδία της γλώσσας των λογίων με μια εκούσια αναστάτωση της σύνταξης και της λογικής. Κατέστρεψε τους παραδοσιακούς θεσμούς της αφήγησης, παραβίασε τη σύνταξη και τη γραμμική της τάξη και κατέγραψε την πραγματικότητα με πνεύμα ανήσυχο και καυστικό.
Τα γραπτά του γεμάτα ευαισθησία, οξυδέρκεια, χιούμορ και αυτοσαρκασμό, συνθέτουν ένα έργο που αποτελεί παντοτινή πνευματική αξία.
Μαζί με τη σπουδαία πεζογραφία του, ο Γ. Σκαρίμπας μάς δώρισε και μία ποίηση ανατρεπτική και ξεχωριστή, η οποία όμως έμεινε στη σκιά της πρώτης και εν πολλοίς άγνωστη, ενώ εκτός από εκπληκτικός λεξιπλάστης και στιχοπλόκος υπήρξε και αιρετικός ιστορικός.
Ιδιαίτερη αγάπη έτρεφε ο Σκαρίμπας για τον Καραγκιόζη που τον θεωρούσε το γνησιότερο είδος λαϊκού θεάτρου, αφού μέσα απ' αυτόν εκφράζονταν τα όνειρα κι οι καημοί του λαού κι ακόμα γιατί οι ρίζες του βυζαίνουν στην αρχαία μας παράδοση.
Εγραφε σχετικά με το θέμα αυτό σε κάποιο βιβλίο του: «Τούτος ο ξυπόλυτος έρχεται ντρίτα από τα μυστήρια: τα ορφικά, τα ελευσίνια, τα διονύσια, όπως ο άνθρωπος έρχεται ντρίτα από τη μόδα. Ντεμοντέ είναι μόνον οι νεκροί, ενώ και η καρδιά του Εθνους δεν χτυπάει στα νάιτ-κλαμπ ούτε στα σαλονειακά κουκουβαγεία της Αθήνας».
Από τη Χαλκίδα, όπου διέμενε, είχε την ελευθερία να κρίνει και συχνά να κατακεραυνώνει.
Ο μπάρμπα Γιάννης υπήρξε ένας ποταμός λαϊκής σοφίας, γνώσης, σπουδής, πάθους για τη γυμνή αλήθεια και αγωνιστικότητα. Με το οξύ, ευθύβολο, σαρκαστικό και μαχητικό του πνεύμα έβαλλε εναντίον δειλών και «κατεστημένων» της πολιτικής και του πνεύματος, εναντίον εθνικών μειοδοτών, προσκυνημένων της εξουσίας και ξένων «προστατών».
Σφυροκοπούσε ό,τι ήταν ξένο προς τις πεποιθήσεις του, είτε για την τέχνη είτε για την πολιτική.
Εριχνε τα «βέλη» του σε όσους είχαν... λυγισμένη μέση. Με το ασυγκράτητο στόμα του, με τη φλογερή πένα του καυτηρίαζε το κατεστημένο, την «ιστορικάντζα» και τους μεγαλοσχήμονες της ακαδημαϊκής, πανεπιστημιακής και λογοτεχνικής κάστας των Αθηνών.
Στους «ευνουχιστές της Ιστορίας και τους αλλουβρεχήτες της αλήθειας» πετούσε καταπρόσωπο το κάθε του βιβλίο, άρθρο, σημείωμα...
Αμείλικτα στηλίτευε την «πνευματική μας ηγεσία», που εναγωνίως πάλευε να μη δοθεί το Νόμπελ λογοτεχνίας σε κορυφαίες μορφές των ελληνικών Γραμμάτων, όπως οι Αγγελος Σικελιανός, Γιάννης Ρίτσος, Κώστας Βάρναλης, Νίκος Καζαντζάκης.
Ο Γ. Σκαρίμπας δεν ανεχόταν την υποκρισία, το κίβδηλο, το πνευματικό σκοτάδι... Και εν γνώσει του μαγνήτιζε τη μήνιν του συστήματος απέναντί του.
Ο Σκαρίμπας έγραψε και θεατρικά έργα με κορυφαίο τον «Ηχο του κώδωνος» και άλλα στο ίδιο ύφος του παράλογου όπως: το «Σεβαλιέ Σερβάν της κυρίας», την «Κυρία του τραίνου», τον «πάτερ Συνέσιο», τα «Καγκουρώ», το «σημείο του σταυρού» κ.ά.
Σημαντική ήταν η προσφορά του Σκαρίμπα και στην Ιστορία, που, όπως πίστευε, δεν έδιδε την πραγματική εικόνα του εθνικού μας βίου.
Ετσι, ύστερα από πολύχρονες προσπάθειες και θυσίες, κατόρθωσε να συγκεντρώσει πολύτιμα στοιχεία και να γράψει το πολυσυζητημένο τρίτομο έργο του, το «Εικοσιένα και η αλήθεια» που προκάλεσε αληθινό σάλο.
«Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη, ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη και με ήβραν -χωρίς κανέν' να μου λείπει- τα λάθη.
Κι ως τα γνώρισα όλα-μου γύρω - μπραμ-πάφες όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες -εαυτούληδες που με βλέπαν, oι γκάφες- μου όλες.
A!... τι θίασος λίγον τι από αλήτες μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους, έτσι ως έμοιαζαν - με πρισμένες τις μύτες- παλιάτσους.
Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη βέργα μπρος σε τρίποδα με κάντα μυστήρια, όπου γράφονταν τ' αποτυχημένα - μου έργα - εμβατήρια!
Και τι έμπνευση!... Μαιτρ του φάλτσου 'γώ πάντα, με τη βέργα - μου τώρα ψηλά -λέω- με τρόμους να, με δαύτη - μου να παρελάσω τη μπάντα στους δρόμους».
(Ριζοσπάστης)