Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2021

— Πάρε το κάρβουνο και δούλεψε...



ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΧΑΡΙΑΤΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΟΥΖΙΑΝΗΣ

Πριν τον γνωρίσω, τον άκουγα από καιρό. Ήμουνα τότε υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα και μου μιλούσε συχνά για δαύτονε, με πίστη και με αγάπη, ο άλλος του μαθητής — ο Νίκος Χρονόπουλος — συνάδελφός μου τότε στην Τράπεζα. 
Θυμάμαι που μου έλεγε πώς τον είχε καλέσει ο Ραγκαβής, εκ μέρους τής ελληνικής κυβέρνησης, να παρατήσει τα καλά του, το ατελιέ του στη Γερμανία, τη γκαλερί που τον στέλνανε σε καλλιτεχνικά ταξίδια, τους συναδέλφους του, Κοκόσκα κλπ., που μαζί τους δημιούργησε για πρώτη φορά το γερμανικό εξπρεσιονισμό, και νάρθει στην Ελλάδα για να διδάξει στο πολυτεχνείο. 
Ήταν τότε που ο Χίτλερ κυνηγούσε τον κάθε προοδευτικό — και τέτοιος ήταν ο Μπουζιάνης. ΄Ετσι, μαζί με την αγάπη του για τον τόπο του, είχε ένα λόγο πάρα πάνω να δεχτεί την πρόταση τής ελληνικής κυβέρνησης και νάρθει. Πούλησε λοιπόν ό,τι είχε και δεν είχε, άφησε το ωραίο ατελιέ του, τις δόξες του, τις γνωριμίες του, τις συνήθειές του και έτρεξε στην πατρίδα. Και έφτασε μια μέρα. 
Και παρουσιάστηκε στους αρμοδίους, μα ή θέση δεν βρέθηκε 'κενή. Όταν κατάλαβε πως τον κοροϊδέψαν κλείστηκε στο σπιτάκι που πρόφτασε ν΄ αγοράσει στη Δάφνη και ντρεπόταν να παρουσιάσει στον κόσμο αυτό το άδειο σπίτι, που δεν είχε τα μέσα να του βάλει ούτε μια καρέκλα.
 Όμως δεν ήταν εύκολο να τον κάνω δάσκαλο. Δεν έπαιρνε μαθητές ο Μπουζιάνης. Ο Χρονόπουλος ήταν ο μόνος μαθητής του τότε. Και από αυτόν μόνο περίμενα να μου τόνε συστήσει. Όταν κάποτε τον είδα, επιτέλους, γοητεύτηκα μαζί του. Και ευτυχώς, δέχτηκε χωρίς δυσκολία να δει την δουλειά μου. Και ήρθε και την είδε. Και στάθηκε και κουβεντιάσαμε, και γίναμε φίλοι. Μείναμε πολλή ώρα και μου έλεγε διάφορα. Εγώ τον άκουγα χωρίς να μιλώ. Στο τέλος συμφωνήσαμε να αρχίσουμε μάθημα.
— Θα πρέπει να ξεχάσεις ό,τι ξέρεις. Είναι πιο δύσκολο αυτό. Θα πρέπει να μάθεις μαζί μου οπό την αρχή. Θα πρέπει νάχεις κουράγιο, έχεις ταλέντο. Δε φτάνει το ταλέντο. Πρέπει να έχεις χαρακτήρα. Η τέχνη θέλει θυσίες!
Ο Μπουζιάνης σα δάσκαλος ήταν αλλιώτικος από τούς άλλους δασκάλους. 
Δεν δίδασκε, έκανε κάτι καλύτερο: εργαζόταν ο ίδιος. Και δεν εργαζόταν όπως όταν δούλευε για τον εαυτό του, κατέβαινε στο επίπεδο του μαθητή. Και αυτό πολύ τον κούραζε. Και μετά το μάθημα ήταν εξαντλημένος. Μα σταματούσε, δεν ξεκουραζόταν πριν να φτάσει σε αποτέλεσμα. Πριν σου δείξει εκείνο που ήθελε να σου δείξει.
Μούλεγε:
— Κανένας δάσκαλος δεν το κάνει, να δείχνει στο μαθητή τις αδυναμίες του. Και παιδευόταν να πετύχει εκείνο που ήθελε και πολλές φορές έσβηνε κάτι που εσύ το έβλεπες θαυμάσιο.
Και όταν του έλεγες:
— Γιατί το σβήσατε αυτό; Σου απαντούσε:
— Και το σβήσιμο μέσα στην τέχνη είναι!
Ερχόταν στο ατελιέ μου στις 11 το πρωί και δούλευε ως τις 6 το απόγευμα, χωρίς να διακόψει, χωρίς να φάει. Άναβε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, έπινε μερικούς καφέδες, και συνεχώς βημάτιζε. Τρία βήματα μπροστά, για να ζωγραφίσει στο καβαλέτο, τρία βήματα πίσω για να δει το αποτέλεσμα. Αυτός ο βηματισμός ήτανε συνεχής σε όλη τη διάρκεια του μαθήματος. Και εγώ όρθια δίπλα του όλη αυτή την ώρα, χωρίς να μιλούμε, να βλέπω πότε το μοντέλο, πότε τη δουλειά του. Δεν μου εξηγούσε τίποτα. Κάποτε στο τέλος μου έλεγε:
— Αυτό είναι!
Άλλη φορά πάλι, μου έλεγε:
— Πάρε το κάρβουνο και δούλεψε εσύ.
Με ένα πινέλο πλατύ δυο δάχτυλα, δουλεύαμε το κάρβουνο το απλωμένο στο χαρτί, όπως θα δουλέψουμε αργότερα το λάδι. Επέμενε να ξεχωρίσω τούς τρεις τόνους: το φως, τον ημίτονο και τη δύναμη. Και να ξέρω πως, κάθε σχήμα και κάθε μέρος του σχήματος έπρεπε να έχει σωστά αυτές τις τρεις διαβαθμίσεις. Έπρεπε το περίγραμμα να μην είναι σαφές, όπως όταν κόβουμε ένα χαρτί με το ψαλίδι, αλλά να δουλεύεται μαζί με το φόντο, έτσι που να υπάρχει ανάμεσα η επίδραση του φωτός. Γενικά, το κάθε σημείο του έργου, επέμενε να δουλεύεται μαζί με το διπλανό του και το έργο να βλέπεται σα σύνολο και όχι να προσέχει κανείς να πετύχει ένα σημείο, Αγνοώντας όλα τα άλλα. Το έργο έπρεπε να προχωρεί όλο μαζί. Να βρίσκεται όλο στο ίδιο στάδιο και μόνο τότε να προχωρούμε προς τη φινέτσα, προς το τελείωμα.
Περάσανε πολλά χρόνια από το πρώτο μάθημα. Και ερχόταν ταχτικός και γεμάτος ενδιαφέρον. Πολλές φορές τον κούραζα.
— Δεν πειθαρχείς! μου έλεγε.
Και σε λίγο μονολογώντας:
— ΄Ισως έχει δίκιο. Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Μα επέμενε να δουλεύει για μένα και να μου ζητάει να κάνω ό,τι έπρεπε.
Τώρα είμαστε τέσσερις οι μαθητές του. Έκτος από μένα και το Χρονόπουλο, οι άλλοι δυο είναι ο Συμεωνίδης και η Μαρκοπούλου. Όταν κάποιο καλοκαίρι παραθερίζαμε στην Ερυθραία με την οικογένειά μου, ο Μπουζιάνης ερχότανε για το μάθημα ως εκεί.
Ήταν λιγόφαγος και του άρεσε στο τραπέζι να σου ανοίγει την καρδιά του και να σου λέει για διάφορα δικά του. Μια από τις μικρές του πίκρες ήταν και το δέντρο της αυλής του. Ένας ψηλός ευκάλυπτος — αγαπημένος του — που του έδινε χαρά να τον βλέπει κάθε πρωί όταν έκανε τη γυμναστική του. Μα ο κακός ο γείτονας, βρήκε πρόφαση πως χαλούσε τα θεμέλια και του τον έκοψε. Τον έκλαψε σαν άνθρωπο, και αυτός και η γυναίκα του. Μούλεγε το παράπονό του σαν παιδί. Ήταν τόσο ευαίσθητος. Τόσο απλά ευαίσθητος. Όταν πήγαινες σπίτι του, χτυπούσες με τις ώρες. Κόντευες να βαρεθείς και να φύγεις. Στο τέλος σου άνοιγε και σου ζητούσε συγνώμη, γιατί δε μπορούσε να σταματήσει τη δουλειά του.
Την πρώτη φορά που πήγα στο ατελιέ του, έμεινα κατάπληκτη — έβλεπα για πρώτη φορά τη δουλειά του— ένιωσα δέος. Εγώ δεν ήξερα από αυτόν τίποτε άλλο από ό,τι μου έδειχνε εμένα — ό,τι έφτιαχνε για να μάθω εγώ. Και αυτά ήταν στα μέτρα μου κάθε φορά. Μπορούσα εύκολα να τα νιώσω αλλά τούτα που είδα τώρα, ήταν μια τρικυμία. Θυμάμαι τρία γυναικεία γυμνά — χωρίς χέρια και πόδια — τρία δραματικά γυμνά τής κατοχής. °Ως τελευταία βρισκόταν στο σπίτι του.
[…]
Τούλεγα συνεχώς τις εντυπώσεις μου. — Δάσκαλε, όταν το έφτιαχνες ετούτο ήσουν ευτυχισμένος, και τούδειξα το πορτραίτο της γυναίκας με τα πράσινα που το είχε ακουμπισμένο στο καβαλέτο.
— Με κατάλαβες καλύτερα από όλους τους άλλους, μου είπε όταν έφευγε.
Θυμάμαι, μια φορά τον πήρα για να τον διασκεδάσω σ ’ έναν απογευματινό περίπατο στο Μπογιάτι — μου άρεσε πάντα το Μπογιάτι και ήθελα να του το δείξω. Μετά καθίσαμε σ ’ ένα υπαίθριο κέντρο να φάμε. Εκεί βλέπαμε που στρώνανε δίπλα μας ένα μεγάλο τραπέζι, για ένα γάμο. Και σε λίγο μας καλέσανε και μάς να καθήσουμε σε κείνο το τραπέζι. Νόμιζα πώς δε θα δεχτεί. Και όμως, δέχτηκε την πρόσκληση με κέφι. Τι απλός άνθρωπος που ήτανε, ο δάσκαλός μου. Πόσο φχαριστήθηκε με κείνη την πρόσκληση και τι όμορφα που τόδειχνε.
Όταν το 1948 με πιάσανε να με στείλουνε εξορία, τόμαθε πως ήμουνα στην Ασφάλεια και ζήτησε να ’ρθεί να με δει, μα δεν τον άφησαν. Του χρωστώ τη χάρη πως το σκέφτηκε και το νιώθω σα νάχε γίνει. Από το ξερονήσι του έστελνα — με χίλιες δυσκολίες — τη δουλειά μου και έπαιρνα σχόλια και οδηγίες του. Και όταν γύρισα πίσω — ύστερα από τέσσερα χρόνια, με μάλωνε που σταμάτησα τα μαθήματά μου:
— Η τέχνη θέλει θυσίες, μου ξανάπε.
Πάλι ξανάρχισε να δουλεύει για μένα Έχω φυλαγμένα ένα σωρό κομμάτια από τα χέρια του και πάλι ξαναγυρίζω και τα ξαναμελετάω, τώρα που λείπει, και κάθε φορά μαθαίνω και κάτι καινούριο. Κάτι που ίσως τότε να μην ήμουνα ακόμα σε θέση να το συλλάβω. Τώρα μ’ έδινε συχνότερα να δουλεύω η ίδια κι αυτός να με βλέπει.
Τα τελευταία χρόνια κουραζότανε πολύ εύκολα. Τις βροχερές μέρες δεν μπορούσε να βγαίνει και το τηλέφωνο τον δυσκόλευε, τον κούραζε. Προτιμούσε να μου στείλει τηλεγράφημα για να μου πει πότε θάρθει. Έχω φυλαγμένα μερικά τέτοια. Και γράμματά του. Κάποτε μου υπαγόρευε μερικές οδηγίες. Εγώ αντιγράφω μερικές από τίς σημειώσεις μου. ΄Οταν του ζητούσα περισσότερα μούλεγε πώς δεν χρειάζονται. Αρκούν αυτά.
Μια φορά τον βρήκα να χτίζει, δηλαδή να διορθώνει κάποιο χαλασμένο εξωτερικό τοίχο. Φυσικά, η δουλειά του δεν έμοιαζε με τη δουλειά του μάστορα. Ήταν καλλιτεχνική — δηλαδή άτσαλη — και την ισιάδα την πετύχαινε με δικό του τρόπο.
— Με ξεκουράζει η χειρωνακτική δουλειά, μου εξήγησε.
Ένα μήνα πριν βρισκόμουν πάλι στο ατελιέ του. Τίποτα δε μου μαρτύρησε πώς τον έβλεπα για τελευταία φορά. Ούτε και πιο κουρασμένος δεν μου φάνηκε. Η αρρώστια του, που από κάποια κοκεταρία προσπαθούσε να την κρύβει, ήτανε χρόνια, και την είχα συνηθίσει. Θυμάμαι που κάποτε μου είχε πει πως δεν ήθελε να τον συνοδεύουνε όταν υπέφερε από το άσθμα — δεν ήθελε να τον βλέπουνε όταν δεν μπορούσε να πάρει αναπνοή — πειραζόταν.
Από τίς εφημερίδες έμαθα αργότερα το θάνατό του.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΧΑΡΙΑΤΗ, Περιοδικό ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, τ. 118, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1964
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΟΥΖΙΑΝΗΣ (1885-1959): Ζωγράφος, ο σημαντικότερος Έλληνας εκπρόσωπος του εξπρεσιονισμού. Κατά τα χρόνια της παραμονής του στην κοιτίδα του εξπρεσιονισμού, Γερμανία, γνώρισε από κοντά όλες τις μεταλλάξεις του κινήματος δημιουργώντας ένα δικό του προσωπικό στυλ στο οποίο κυριαρχούν ο ανθρωποκεντρισμός και η απόλυτη ελευθερία του υποκείμενου.
Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Γ. Ροϊλό, τον Νικηφ. Λύτρα, τον Κ. Βολανάκη και τον Δ. Γερανιώτη. Το 1907, έφυγε για να συνεχίσει τις σπουδές ζωγραφικής στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου κοντά στον Όττο Ζάιτζ. Το 1927 έγινε στο Κέμνιτς μεγάλη έκθεση έργων του στο μουσείο της πόλης. Κατόπιν, με την οικονομική στήριξη της γκαλερί Μπάρχφελντ, πήγε στο Παρίσι, όπου έζησε κατά την περίοδο 1929 έως 1932.
Ο Έλληνας πρέσβης στο Βερολίνο, Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής, μεσολάβησε για να διοριστεί καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο διορισμός αυτός τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, προς μεγάλη απογοήτευση του Μπουζιάνη. Επιπλέον, ο αθηναϊκός καλλιτεχνικός περίγυρος αντιμετώπισε αρχικά τον ζωγράφο με αδιαφορία έως εχθρότητα.
Τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου ήταν πολύ δύσκολα για τον ζωγράφο. Μόνο το 1949, όταν πραγματοποίησε μεγάλη αναδρομική έκθεση στον «Παρνασσό», το φιλότεχνο κοινό άρχισε να μιλά και πάλι με ενθουσιώδη λόγια για το ύφος και την τεχνοτροπία του Μπουζιάνη. Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως το 1950 στην Μπιεννάλε της Βενετίας. Το 1956 του απονεμήθηκε το α΄ ελληνικό βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού Γκούγκενχάιμ.
Μετά τον θάνατό του, το σπίτι του ζωγράφου στην Δάφνη Αττικής αγοράστηκε από τον Δήμο Δάφνης και έχει μετατραπεί σε μουσείο. Έργα του Μπουζιάνη υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη καθώς και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές εντός και εκτός Ελλάδας. Αναδρομικές εκθέσεις με έργα του πραγματοποιήθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη το 1977 και το 1985, και στο Μουσείο Μπενάκη το 2005.
.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΧΑΡΙΑΤΗ(1911-1996): Ζωγράφος και σκηνογράφος από τη Ζάκυνθο, η κορυφαία εικαστικός της Εξορίας. Εκτοπίσθηκε ήδη από το 1946 στην Χίο, το Τρίκερι και τη Μακρόνησο. Στα κρατητήρια της Ασφάλειας, τις φυλακές Αβέρωφ, τα τμήματα μεταγωγών, στη Μακρόνησο, η Κατερίνα Χαριάτη απαθανατίζει πρόσωπα και συνθήκες.
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΞΥΔΗ, ΜΠΟΥΖΙΑΝΗΣ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΟΥΖΙΑΝΗΣ, ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΧΑΡΙΑΤΗ, ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΟΥΖΙΑΝΗ ]














Dionisis Vitsos
4 Οκτωβρίου στις 1:10 π.μ.
 
· ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΧΑΡΙΑΤΗ - ΣΙΣΜΑΝΗ
Ζωγράφισε το άσπρο που έχει το κάθε μαύρο στη ζωή
Μια μικρή αναφορά στην κομμουνίστρια εικαστικό και στο λεύκωμά της «Χίος - Τρίκερι - Μακρόνησος - Τρίκερι 1948 - 1952. Γυναίκες απ' όλη την Ελλάδα»



«Το τηλεγράφημα για τους μελλοθάνατους, ένας από τους 18 ήταν ο αρραβωνιαστικός της...»

Η Κατερίνα Χαριάτη - Σισμάνη είναι μια από τις δεκάδες εικαστικούς που αφουγκράστηκαν, συνδέθηκαν και τελικά εξέφρασαν και με το έργο τους τις αγωνίες, τις ελπίδες, τους αγώνες, την προοπτική του λαού μας. Η δύναμη και η ουσία του έργου τους είναι ότι τροφοδότησαν τη μνήμη όλων, κι εκείνων που έζησαν αυτές τις μεγάλες στιγμές, αλλά κι εκείνων που ήρθαν πολύ αργότερα...


Ποια είναι η Κατερίνα Χαριάτη - Σισμάνη...

Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1911 και το 1927 ξεκίνησε τις εικαστικές της σπουδές στο Παρίσι, απ' όπου αποφοίτησε το 1931. Από το 1943 έως το 1959 μαθήτευσε στο πλάι του σπουδαίου εξπρεσιονιστή ζωγράφου Γιώργου Μπουζιάνη.

Το 1935 διορίστηκε στην Εθνική Τράπεζα, όπου εργάστηκε για 14 χρόνια. Στη διάρκεια της Κατοχής οργανώθηκε και πάλεψε μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Στις 28 Οκτώβρη του 1943 τραυματίστηκε στο μπλόκο των ναζί κατακτητών στην Τράπεζα. Κατάφεραν να τη φυγαδεύσουν και νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο με άλλο όνομα. Τα χρόνια 1948 - 1952 εξορίζεται. Χίος, Τρίκερι, Μακρόνησος και πάλι Τρίκερι. Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα. Οργανώθηκε στο ΚΚΕ μέλος του οποίου παρέμεινε έως το τέλος της ζωής της, το 1996.

Παράλληλα με τη ζωγραφική ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία, με τη μάσκα, με το γράψιμο και τη δημοσίευση μελετών, άρθρων, ποιημάτων και μεταφράσεών της.
Το λεύκωμα «Γυναίκες απ' όλη την Ελλάδα»

Σταθμός στην πολύχρονη προσφορά της μπορεί να χαρακτηριστεί το λεύκωμα «Γυναίκες απ' όλη την Ελλάδα», στο οποίο παρουσιάζονται 200 σκίτσα γυναικών, αλλά και σκηνών της καθημερινής τους ζωής στα ξερονήσια και τις φυλακές. Ενα ιστορικό ντοκουμέντο - εικαστικό ευρετήριο του αγώνα για ανθρώπινη αξιοπρέπεια και κοινωνική απελευθέρωση.

Αυτοπροσωπογραφία, Τρίκερι 1951

Ακόμα και τώρα, ξεφυλλίζοντας κανείς το λεύκωμα, μπορεί να διαπιστώσει ότι τα σχέδια καταφέρνουν και κρατούν τη βαθιά συγκίνηση της στιγμής που σχεδιάστηκαν. Με τα σκίτσα της φανερώνει την αλύγιστη στάση των γυναικών που πέρασαν από την αφάνεια στο προσκήνιο της Ιστορίας, συνδεόμενες με την πιο πρωτοπόρα ιδεολογία και τα πιο υψηλά ιδανικά.

«Θέλω να βεβαιώσω, πρώτα απ' όλα, πώς είναι αληθινό πέρα ως πέρα. Το λεύκωμα παρουσιάζει την εξόριστη όπως ακριβώς ήταν. Αγέρωχη, χαρούμενη, ζωντανή και αδάμαστη. Το βλέμμα της πολλές φορές κοιτάζει πέρα με νοσταλγία, κάποτε ο πόνος ή κάποια αρρώστια, την λυγάει. Για λίγο όμως. Την άλλη στιγμή αρπάζει τον κουβά της και τρέχει να προλάβει τις δουλειές της.

Η ομαδική ζωή τις βοηθάει να νικήσουν τις μικροαδυναμίες τους, το τραγούδι δεν λείπει από τα χείλη τους και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που ετοιμάζουν καθημερινά δεν τις αφήνουν να μελαγχολήσουν...

Σκοπός μου δεν ήταν να περιγράψω την εξορία. Αλλες γράψανε λεπτομερειακά γι' αυτήν. Εγώ προσπάθησα να δικαιολογήσω τον καλλιτέχνη... που όταν ζήτησε ψυχική παρηγοριά στην τέχνη, για να μπορέσει ν' αντέξει τις δύσκολες ώρες, μπόρεσε να δει τις ομορφιές, το άσπρο, που έχει το κάθε μαύρο στη ζωή».
Χίος - Τρίκερι - Μακρόνησος - Τρίκερι

Στο λεύκωμα, πέρα από τα σκίτσα αποτυπώνονται μέσα από κείμενα της ζωγράφου και πλευρές από τη ζωή στην εξορία.

Μαθαίνουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά της... Πώς κατάφερε στο Τρίκερι να στήσει μια μικρή σκηνή, που ήταν το εργαστήριό της, και μέσα από την τέχνη της κατάφερνε να ξεχάσει «όλα τα ανυπόφορα». Μαθαίνουμε όμως και για εκείνες τις στιγμές που δεν χώρεσαν σε ένα σκίτσο, που δεν κατόρθωσε να αποτυπώσει...



«Είχαμε φτιάσει συνεργεία. Τσαγκαρίνες, παπλωματούδες, ράφτρες, μαραγκούδικο. Εχουμε καθηγήτριες του Γυμνασίου που δίδασκαν αρχαία, μαθηματικά, ιστορία. Οσες ξέρανε ξένες γλώσσες διδάσκανε. Αλλες δασκάλες αναλάβανε τις αναλφάβητες. Είχα κι εγώ τριάντα μαθήτριες που ζωγραφίζανε καρτάκια για την αλληλογραφία των εξορίστων με τα σπίτια τους. Τους έκανα και σκηνικά για τις παραστάσεις και κοστούμια...»

«Πώς να ζωγραφίζω όμως σκηνές απόγνωσης; Παίρνανε τις γυναίκες μας για στρατοδικείο... Με τι καρδιά να γίνω θεατής; Να ξεχωρίσω από τις άλλες για να ζωγραφίσω;... Ημουν ένα με αυτές όλες. Μια αξεχώριστη μονάδα. Η ψυχή μου εκείνη τη στιγμή είχε ξεχάσει την Τέχνη. Ζούσε την πραγματικότητα τη φοβερή. Και περιμέναμε εκτελέσεις. Και γίνανε...

Αλλά να που θυμήθηκα μιαν άλλη εικόνα: Την Ρόζα, καθώς απομακρυνόταν η βάρκα, να μας χαιρετά, σείοντας τις χειροπέδες και κοντά της την Γκότση, την Τζένη, την Αννα και τ' άλλα κορίτσια μας, που τις πήγαιναν στη Λάρισα να τις βασανίσουν. Τέτοιες σκηνές δεν μπόρεσα να τις ζωγραφίσω. Πάλι καλά που βρήκα τη δύναμη ν' απαθανατίσω δύο εικόνες από το αρματαγωγό που μας πήγαινε στη Μακρόνησο. Εκεί, γυναίκες κουβάρια μαζί με δέματα, προσπαθούν, το βράδυ, να κοιμηθούν. Και το πρωί, φρεσκάρονται και χτενίζονται...».

«Ταξιδεύουμε» μαζί της σε αυτούς τους τόπους εξορίας...

«Στη Χίο, είναι κλεισμένες, όλη μέρα μέσα σε θαλάμους και έχουν μόνο μια ώρα έξοδο στην αυλή. Εκείνη τη μια ώρα, όμως, προφταίνουν ν' ανακαλύψουν, στις όχτες και να μαζέψουν λίγα λουλουδάκια την άνοιξη και να χρησιμοποιήσουν για βάζα, κονσερβοκούτια σκεπασμένα με πλεχτά κεντήματα που τα κρεμούνε στους τοίχους για να στολίσουν τον απέραντο θάλαμο των γυναικών. (...)

Το ταξίδι που κάναμε για το Τρίκερι, ήταν θαλασσοπνιγμός. Τέτοια ήταν πάντα τα ταξίδια μας. Φτάσαμε βραδινή ώρα στο χωριό και νυχτώσαμε στον ανήφορο. Η βροχή καταρρακτώδης. Κατάλυμα κανένα. Ολα τα υπάρχοντά μας μουσκεμένα. Βρήκαμε λαγούμια υπόγεια, από παλιούς εξόριστους, πλημμυρισμένα. Εκεί τρυπώσαμε. Εκεί βολευτήκαμε τη νύχτα...

Στη Μακρόνησο, τρεις μέρες μας άφησαν ήσυχες με φοβέρα και περισυλλογή και την άλλη, στις 30 του Γενάρη 1950, μας ξύπνησαν από τις 4 τη νύχτα. Ηταν η μέρα της δοκιμασίας. Χίλιες γυναίκες είχαμε φύγει από το Τρίκερι. Το πρωί, οι 800 στάθηκαν στη γραμμή, χωρίς δήλωση. Παρ' όλο το βάναυσο ξύλο που δοκιμάσαμε, τα ουρλιαχτά και τις φοβέρες».

«Παρακολουθούμε» μαζί της τις πρόβες των εξόριστων γυναικών στο Τρίκερι για να ανεβάσουν τον «Προμηθέα Δεσμώτη».

«Για μας, ο Προμηθέας ήταν εκείνος που δεν κάνει δήλωση. Που δέχεται καλύτερα να μείνει καρφωμένος στο βράχο του και στο μαρτύριό του, όπως κι εμείς, παρά να υποκύψει στη βία. Για μας ο Προμηθέας είμαστε εμείς και όλα τα λόγια του δράματος μας ταίριαζαν σα γάντι. Τον Ερμή, τον λέγαμε το "χαφιεδάκι". Ο Ηφαίστος ήταν ο εργάτης που σφυρηλατεί τα δεσμά του. 
Ο Ωκεανός; Ητανε ο θείος μου, που μου είχε γράψει, λίγες μέρες πριν, για να με ορμηνέψει να μετανοήσω. Τα άλλα πρόσωπα ήταν διαλεγμένα όλα με πολύ προσοχή - είχαμε δα υλικό, 4.000 γυναίκες ζούσαμε τότε στο Τρίκερι».

Α. Π. από 
rizospastis.gr