Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2021

Για τα "δύο άκρα" του Πρετεντεράκου



Είναι θεωρία τα "δύο άκρα";

Με αυτό το ερώτημα τιτλοφορεί το άρθρο του στα «Νέα Σαββατοκύριακο» ο… Ι.Κ. Πρετεντέρης. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, έτσι τιτλοφορεί τη φετινή έκδοση του άρθρου που δημοσιεύει περίπου μια φορά τον χρόνο, κάθε φορά που παίρνει «στροφές» το «πλυντήριο» των ναζί.

Πέρσι, μάλιστα, το είχε δημοσιεύσει λίγες μέρες μετά την ανακοίνωση της καταδικαστικής απόφασης που χαρακτήριζε τη Χρυσή Αυγή εγκληματική οργάνωση, την ώρα που όλος ο φυσιολογικός κόσμος παρακολουθούσε την ολοκλήρωση της δίκης και ευχόταν, ευελπιστούσε, διαδήλωνε για να τιμωρηθούν αυστηρά και τα φυσικά πρόσωπα που την αποτελούσαν και να μην δοθούν αναστολές, όπως ζητούσε η εισαγγελέας...

Πάμε, όμως, στην ουσία: Η βασική ιδέα του άρθρου είναι ότι η «θεωρία των δύο άκρων» δεν είναι θεωρία, άλλωστε δεν χρειάζεται να υπάρχει τέτοια θεωρία, αλλά ένα συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα από ολόκληρη την ιστορία: «Από τότε που οι κοινότητες των ανθρώπων οργανώθηκαν πολιτικά, χωρίστηκαν σε μετριοπαθείς και ακραίους», γράφει χαρακτηριστικά και προφανώς, αν κάνουμε μια προβολή στο σήμερα, «μετριοπαθής» είναι η αστική δημοκρατία και «ακραίος» όποιος την αμφισβητεί, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε άλλο κριτήριο.

Για να «αποδείξει» το παραπάνω αυθαίρετο συμπέρασμα, χρησιμοποιεί κάποια ιστορικά παραδείγματα στα οποία, παρά το περισπούδαστο ύφος, «βγάζει μάτι» το πόσο επιφανειακή είναι η προσέγγισή του.

Άνθρωποι σαν τον Πρετεντέρη μάλλον έρχονται σε εξαιρετική αμηχανία αν τους πει κανείς ότι η «μετριοπαθής» δουλοκτητική δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας για την οποία υπερηφανεύονται, έσφαξε όλους τους κατοίκους της Μήλου επειδή της «σήκωναν κεφάλι». 
Ή ότι για να ξαναχτιστεί αυτή η δημοκρατία οι Τριάκοντα τύραννοι έπρεπε να κυνηγηθούν με τη βία. Δηλαδή, σύμφωνα με τη λογική του, ο Θρασύβουλος ήταν το ένα άκρο και οι Τριάκοντα το άλλο;

«Ακραίους» χαρακτηρίζει και τους Κομμουνάρους του Παρισιού, που αμφισβήτησαν την «3η Γαλλική Δημοκρατία» και τον -προφανώς μετριοπαθή- Θιέρσο. Τι κι αν ο τελευταίος συμμάχησε με τους Πρώσους, με τους οποίους η Γαλλία βρισκόταν σε πόλεμο, προκειμένου να κατασταλεί η Κομμούνα; «Η γη στρώθηκε από τα πτώματά τους και το φρικιαστικό αυτό θέαμα θα χρησιμεύσει για να δοθεί ένα μάθημα» έγραψε μετά τη σφαγή των Κομμουνάρων, δίνοντας ένα μνημείο… μετριοπάθειας.

Ακόμα πιο αποκαλυπτική είναι η αναφορά του στη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης», την οποία «φυσικά αποσταθεροποίησαν» από κοινού τα τάγματα εφόδου των Ναζί και το «Κόκκινο Μέτωπο», η βασική οργάνωση αυτοάμυνας της εργατικής τάξης, που είχε δημιουργήσει το ΚΚ Γερμανίας, επειδή… «σφάζονταν στους δρόμους».

Πού βρίσκεται η λαθροχειρία; Παριστάνει ότι δεν ξέρει τίποτα για τη διαχρονική σχέση αυτού που ονομάζει «μετριοπάθεια», δηλαδή της αστικής δημοκρατίας και των καπιταλιστικών συμφερόντων με το ένα από τα δύο «άκρα» που εντοπίζει, δηλαδή τον φασισμό. 
Δυστυχώς, όμως, για τον ίδιο η εξαγωγή έγκυρων ιστορικών συμπερασμάτων απαιτεί μια κάπως πιο σύνθετη ανάλυση από μια απλή καταμέτρηση νεκρών και βιαιοπραγιών, για να αφήσουμε στην άκρη ότι, ακόμα και σε αυτή την καταμέτρηση, η «μετριοπάθειά» του αποδεικνύεται «βουτηγμένη» στο αίμα.

Σίγουρα στη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» ο κύριος Πρετεντέρης ταυτίζεται, ως μετριοπαθής, με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Πολ φον Χίντεμπουργκ. 
Λεπτομέρεια: ήταν αυτός που όρκισε τον Χίτλερ καγκελάριο στις 30 Γενάρη 1933 όταν ο τελευταίος είχε αποσπάσει την έγκριση των κυριότερων εκπροσώπων του γερμανικού κεφαλαίου.

Και επειδή μαντεύουμε πως η απάντηση σε αυτό είναι «μα αφού ο Χίτλερ είχε κερδίσει τις εκλογές, τι θέλατε να κάνει ο Χίντεμπουργκ;», ας δούμε τι είχε προηγηθεί μέσα από τρία, εντελώς ενδεικτικά, παραδείγματα:
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και σε αντίθεση με τα όσα προέβλεπε η Συνθήκη των Βερσαλλιών για τον αφοπλισμό, η γερμανική κυβέρνηση (με τις «ευλογίες» της Αντάντ) διατήρησε και ενίσχυσε τα ακροδεξιά παραστρατιωτικά σώματα της Εθνικής Πολιτοφυλακής («Einwohnerwehr» και «Orgesch») κ.ά., με το σαφές αιτιολογικό ότι «χωρίς οργάνωση η αστική τάξη δεν μπορεί να αντιταχθεί στους Κόκκινους, οι οποίοι αποτελούν τον πραγματικό κίνδυνο». Αυτά στη συνέχεια θα αποτελούσαν πηγή άντλησης δυνάμεων για τα ναζιστικά Τάγματα Εφόδου (SA) που αναφέρει ο αρθρογράφος.

Όταν οι Ναζί επιχείρησαν το περιβόητο «πραξικόπημα της Μπυραρίας» στις 8-9 Νοέμβρη 1923, η αστική τάξη τούς «τράβηξε τα λουριά», καταστέλλοντας την κίνηση χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Παρ' όλα αυτά τους διατήρησε ως «εφεδρεία», ρίχνοντας τους επικεφαλής τους στα «μαλακά». Ο Χίτλερ καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλακή, εκ των οποίων εξέτισε μόλις 10 μήνες και αυτούς σε εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες κράτησης. Διαμετρικά αντίθετη σε σκληρότητα υπήρξε η αντιμετώπιση της εξέγερσης των εργατών του Αμβούργου το ίδιο έτος, η οποία πνίγηκε στο αίμα, ενώ πάνω από 800 εργάτες και κομμουνιστές κλείστηκαν στη φυλακή.

 Το 1929 ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εσωτερικών Κ. Σέβερινγκ δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να θέσει εκτός νόμου το «Κόκκινο Μέτωπο», στερώντας από την εργατική τάξη, τους Εβραίους της Γερμανίας και τους υπόλοιπους «στόχους» των Ναζί την πιο σημαντική ασπίδα προστασίας τους. Την ίδια στιγμή άφησε τα ναζιστικά Τάγματα Εφόδου να δρουν ανενόχλητα (τα SA τέθηκαν εκτός νόμου μόλις τον Απρίλη του 1932 και για λίγες μόνο βδομάδες).

Τελικά θα συμφωνήσουμε σε κάτι με τον Πρετεντέρη. Η «θεωρία των δύο άκρων» δεν είναι μια συνηθισμένη θεωρία, γιατί αν ήταν τέτοια θα έπρεπε να είχε εξαφανιστεί προ πολλού ως αστήριχτη. Είναι εκτροφείο του φασισμού. Ένα εκτροφείο που συντηρούν τεχνητά στη ζωή, σπαταλώντας μάλιστα εκατομμύρια για αυτόν τον σκοπό, η ΕΕ, οι αστικές κυβερνήσεις, οι διάφορες «δεξαμενές σκέψης» και αρθρογράφοι σαν τον εν λόγω, προκειμένου να αμαυρώσουν τη μόνη εναλλακτική απέναντι στη σημερινή βαρβαρότητα.

Το ΚΚΕ και η ΚΝΕ δεν έκρυψαν ποτέ τους σκοπούς τους που είναι να ενώσουν την πλειοψηφία του λαού απέναντι σε μια μικρή μειοψηφία που τον εκμεταλλεύεται. Αυτά είναι τα δύο «άκρα» στη σημερινή και σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία.

Και στον αγώνα αυτό, ναι!
βρισκόμαστε στο άλλο άκρο σε σχέση με τους φασίστες. Είμαστε το ακριβώς αντίθετό τους. Δεν θέλουμε να είμαστε στη μέση. Αυτό το «προνόμιο», αφού τόσο πολύ το θέλει, το αφήνουμε στον κύριο Πρετεντέρη και τους ομοίους του. Άλλωστε δεν είδαμε και κανέναν φασίστα να ενοχλείται από τα όσα γράφει...