«Δεν θέλω την πραγματικότητα, θέλω τη μαγεία»
Λέει η Μπλανς Ντιμπουά στο Λεωφορείο ο Πόθος, του Τένεσι Ουίλιαμς.
Ένα πλάσμα που δεν μπορεί να αντέξει την σκληρή πραγματικότητα. Αλλά δεν την αντιμάχεται. Τη βιώνει, υπόκειται στις ολέθριες επιδράσεις της κι όμως την αποδέχεται. Βυθίζεται όλο και περισσότερο σ’ αυτήν, όσο κι αν πασχίζει με τη μαγεία και κάθε είδους παραισθησιογόνο ξόρκι να την αποφύγει και στο τέλος φτάνει να μην την αναγνωρίζει. Κι ακόμη χειρότερα: Την υπηρετεί! Μέχρι που παύει να υπάρχει πνευματικά ή βιολογικά.
Πόσα εκατομμύρια άνθρωποι δεν είναι έτσι; Που μπορεί να αγνοούν τον Τένεσι Ουίλιαμς, την Μπλανς Ντιμπουά, τους συν αυτή και πολλά άλλα, βιώνουν, όμως, την ίδια δυστυχία. Δυστυχία διπλή, αφόρητη κι απύθμενη. Μια που υπόκεινται σ’ αυτήν, ως βλαπτικότατη-στραγγαλιστική επίδραση, στη μοναδική και εξ αυτού απείρως πολύτιμη ζωή και μια – ακόμη χειρότερη, καθώς αυτή τη δυστυχία που τους πνίγει την αγνοούν, την εναγκαλίζονται και στο τέλος, γίνονται αυτοί οι ίδιοι δυστυχία βδελυρή, μιαρή και όζουσα και καταντούν να την υπηρετούν. Θύματα κατ’ αρχήν μιας αργής, επίμονης, μεθοδικής διαδικασίας πολιτιστικής εκβαρβάρωσης και κοινωνικής απανθρωποποίησης, θύτες στη συνέχεια των υπολοίπων, προς την ίδια κατάντια.
Αφαίρεσαν απ’ τη ζωή τους αξίες ζωής και συναισθηματικές καταστάσεις αξιοπρέπειας, λεβεντιάς, ηρωισμού, αλληλεγγύης, ηθικής και συναισθηματικής ανάτασης, έπαψαν οι άνθρωποι να τις βιώνουν, οι έννοιες ξεθύμαναν στη μνήμη, λησμονήθηκαν κι αυτές οι λέξεις που τις σήμαιναν. Αποκόπηκε ο άνθρωπος από το παγκόσμιο πολιτιστικό προϊόν – η όποια ενασχόληση κάποιων που επιμένουν με αυτό κατάντησε αντικείμενο χλεύης, ο ίδιος ο πολιτισμός «γκρίζαρε», θόλωσε, εξαφανίστηκε κάτω από τις λεπρές εναποθέσεις. Ο άνθρωπος έπαψε να ακούει μουσική, χάθηκαν τα βιβλία από τα σπίτια, η πληροφορία αντικαταστάθηκε απ’ τον θόρυβο, απωλέσθηκε κι αυτή ακόμη η ικανότητα ανάγνωσης. Τριακόσιες λέξεις απόμειναν να συνθέτουν τη διανοητική ένδεια και το εγκεφαλικό χέρσο από συνάψεις. Του επέτρεπαν μόνο κανένα ζωώδες ξεφάντωμα με πιθηκισμούς πάνω στα τραπέζια σκυλάδικων. Στις κερκίδες γηπέδων όπου αναστενάζει κάθε λογική.
Τον έπνιξαν στη βλακεία, στην παραεπιστήμη, στον ανορθολογισμό, στον κάθε παραλογισμό. Άμβλυναν τις νοητικές του λειτουργίες, ξέφτισαν τις αντιληπτικές του ικανότητες, εξαφάνισαν τα κοινωνικά αντανακλαστικά του. Τον εξαπατούν, τον χλευάζουν, τον εξευτελίζουν. Δυσωδία, αποχαύνωση και δουλοπρέπεια. Τον κατάντησαν άψυχο κουφάρι, «πουκάμισο αδειανό».
Έπαψε ακόμη και να αναγνωρίζει την ολέθρια βλαπτικότητα του περιβάλλοντος που του διαμόρφωσαν. Και τότε του τα πήραν όλα. Ακόμη και τη ζωή του. Κι αποβλακωμένος, ανίκανος να αντιληφθεί, στοιχίζει πειθήνια στη σειρά και τα ίδια τα παιδιά του για να τα κατασπαράξει ο θηρευτής του, ο δήμιος που ο ίδιος έθρεψε και υπηρετεί…
Χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στη Ν. Ζηλανδία, ένας επιστήμονας, θέλοντας να αποφύγει τις ακαθαρσίες των περιστεριών από το περβάζι του παραθύρου του γραφείου του, τοποθετεί ένα ψεύτικο φιδάκι. Περιστέρια δεν ξαναπλησίασαν. Αλλά η Ν. Ζηλανδία δεν έχει φίδια. Και τα περιστέρια – οι γενιές που αναπαράχθηκαν εκεί, δεν έχουν δει ποτέ τους φίδι. Κι όμως αυτά, έχοντας αποτυπωμένο τον κίνδυνο στον ελάχιστο εγκέφαλό τους, δεν πλησιάζουν.