Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

Σαν σήμερα το 1883 γεννήθηκε ο Νίκος Καζαντζάκης στο Ηράκλειο της Κρήτης.

 Στρατολογούσα με το νου μου εργάτες, να ζευτούμε, λέει, μαζί σ' ένα έργο, να τρώμε μαζί το ίδιο φαΐ, να φορούμε τα ίδια ρούχα, να μην υπάρχει αφεντικό κι εργάτες, να μην είναι εργάτες, να 'ναι συνεργάτες, με τα ίδια με μένα δικαιώματα.



Σαν σήμερα το 1883 γεννήθηκε ο Νίκος Καζαντζάκης στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Ο Χριστός του ήταν προλετάριος, επαναστάτης και όπως τον χαρακτηρίζει στο "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται", μπολσεβίκος!
''–Σου λείπει τίποτα, Γιαννακό; Ρώτησε ο Μανολιός.
-Και βέβαια μου λείπει.
-Τι;
-Το πετρέλαιο· έδωκα το λόγο μου στο Θεό να κάψω το σπίτι του γερο-Λαδά.
-Είσαι άγριος... άνοιξε τώρα το στόμα του ο Μιχελής.
-Είμαι δίκαιος, αποκρίθηκε ο Γιαννακός· αν ο Χριστός σήμερα κατέβαινε στη γης, σε τέτοια γης, τι θαρρείς πως θα κρατούσε στους ώμους; Σταυρό; Όχι· έναν τενεκέ πετρέλαιο
("Ο Χριστός ξανασταυρώνεται", 1948, Νίκος Καζαντζάκης)

******************

"Μια φορά κι έναν καιρό ήταν οι ιερείς, οι βασιλιάδες, οι αρχόντοι, οι αστοί και δημιουργούσαν πολιτισμούς, λευτέρωναν τη θεότητα. Σήμερα ο Θεός είναι αργάτης, αγριεμένος από τον κάματο, από την οργή κι από την πείνα. 
Μυρίζει καπνό, κρασί κι ίδρωτα. 
Βλαστημάει, πεινάει, γεννάει παιδιά, δεν μπορεί να κοιμηθεί, φωνάζει στ' ανώγια και στα κατώγια της γης και φοβερίζει.
 Ο αγέρας άλλαξε, αναπνέμε μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη σπόρους. Φωνές σηκώνουνται. 
Ποιός φωνάζει; Εμείς φωνάζουμε, οι άνθρωποι. 
Οι ζωντανοί, οι πεθαμένοι κι οι αγέννητοι. Μα κι ευτύς μας πλακώνει ο φόβος και σωπαίνουμε. Ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από αναντρία. 
Μα ξάφνου πάλι η Κραυγή ξεσκίζει σαν αϊτός τα σωθικά μας. Γιατί δεν είναι απόξω, δεν έρχεται από αλάργα για να ξεφύγουμε. 
Μέσα στην καρδιά μας κάθεται η Κραυγή και φωνάζει. 
-"Κάψε το σπίτι σου!" φωνάζει ο Θεός. 
"Έρχουμαι! 
Όποιος έχει σπίτι δεν μπορεί να με δεχτεί. Κάψε τις Ιδέες σου σύντριψε τους συλλογισμούς σου! 
Όποιος έχει βρει τη λύση δεν μπορεί να με βρει. Αγαπώ τους πεινασμένους, τους ανήσυχους, τους αλήτες. Αυτοί αιώνια συλλογιούνται τη πείνα, την ανταρσία, το δρόμο τον ατέλειωτο. Έμενα! Έρχουμαι! 
Παράτα τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου, τις Ιδέες σου κι ακλούθα μου. Είμαι ο μέγας Αλήτης. Ακλούθα! 
Περπατά απάνω από τη χαρά κι από τη θλίψη, από την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την αρετή! 
Εμπρός! Σύντριψε τα είδωλα τούτα, σύντριψε τα, δε χωρώ! Συντρίψου και συ για να περάσω!
" Φωτιά! 
Να το μέγα χρέος μας σήμερα, μέσα σε τόσο ανήθικο κι ανέλπιδο χάος. Πόλεμο στους άπιστους! 
Απιστοι είναι οι ευχαριστημένοι, οι χορτασμένοι, οι στείροι. 
Το μίσος μας είναι χωρίς συβιβασμό, γιατί κατέχει πώς καλύτερα, βαθύτερα από τις ξέπνοες φιλάνθρωπες αγάπες, δουλεύει τον έρωτα. 
Μισούμε, δε βολευόμαστε, είμαστε άδικοι, σκληροί, γιομάτοι ανησυχία και πίστη, ζητούμε το αδύνατο, σαν τους ερωτεμένους. 
Φωτιά, να καθαρίσει η γης! 
Ν' ανοιχτεί άβυσσο φοβερώτερη ακόμα ανάμεσα καλού και κακού, να πληθύνει η αδικία, να κατεβεί η Πείνα και να θερίσει τα σωθικά μας, αλλιώς δε σωζόμαστε. 
Μια κρίσιμη βίαιη στιγμή είναι η ιστορική εποχή μας ετούτη, ένας κόσμος γκρεμίζεται, ένας άλλος δεν έχει ακόμα γεννηθεί. 
Η εποχή μας δεν είναι στιγμή Ισορρόπησης, οπόταν η ευγένεια, ο συβιβασμός, η ειρήνη, η αγάπη θα 'τανε γόνιμες αρετές. 
Ζούμε τη φοβερή έφοδο, δρασκελίζουμε τους οχτρούς, δρασκελίζουμε τους φίλους που παραμονεύουν, κιντυνεύουμε μέσα στο χάος, πνιγόμαστε. 
Δε χωρούμε πια στις παλιές αρετές κι ελπίδες, στις παλιές θεωρίες και πράξες
. Ο άνεμος του ολέθρου φυσάει. αυτή είναι σήμερα η πνοή του Θεού μας. Ας πάμε μαζί του! 
Ο άνεμος του ολέθρου είναι το πρώτο χορευτικό συνέπαρμα της δημιουργικής περιστροφής.
 Φυσάει πάνω από τις κεφαλές κι από τις πολιτείες, γκρεμίζει τις Ιδέες και τα σπίτια, περνάει από τις ερημιές, φωνάζει: 
-"Ετοιμαστείτε! Πόλεμος! Πόλεμος"!
 Τούτη είναι η εποχή μας, καλή ή κακή, ωραία ή άσκημη, πλούσια ή φτωχή, δεν τη διαλέξαμε. 
Τούτη είναι η εποχή μας, ο αγέρας που αναπνέμε, η λάσπη που μας δόθηκε, το ψωμί, η φωτιά, το πνέμα! 
Ας δεχτούμε παλικαρίσια την ανάγκη. Πολεμικός μας έλαχε ο κλήρος, ας ζώσουμε σφιχτά τη μέση μας, ας αρματώσουμε το κορμί, την καρδιά και το μυαλό μας! 
Ας πιάσουμε τη θέση μας στη μάχη! 
Ο πόλεμος είναι ο νόμιμος άρχοντας του καιρού τούτου. 
Σήμερα, άρτιος, ενάρετος άνθρωπος είναι μονάχα ο πολεμιστής. Γιατι μονάχα αυτός, πιστός στη μεγάλη πνοή του καιρού μας, γκρεμίζοντας, μισώντας, επιθυμώντας, ακολουθάει το σύγχρονο πρόσταγμα του Θεού μας. "
(''Ασκητική'', 1927)
*Το πορτρέτο είναι έργο του Βάλια Σεμερτζίδη

και 

Ελενη Μαρκακη:
O Kαζαντζάκης είχε πάντα έναν εντελώς δικό του τρόπο προσέγγισης και κατανόησης των γεγονότων και των πραγμάτων που συνέβαιναν γύρω του. 
Ήταν ο ιδεαλισμός του και οι μεταφυσικές αγωνίες του που δεν τον άφηναν να έχει μια πιο ξεκάθαρη ματιά. Χριστός, Βούδας, Νίτσε, Λένιν... 
Όμως παρ' όλα αυτά ''ο Καζαντζάκης είναι ένας Οδυσσέας που πάλαιψε μέσα στο χώρο και μέσα στο χρόνο που του δόθηκαν. Μια συνεχής μετατόπιση, μια πάλη αδιάκοπη, πάλη τυραννική, χωρίς έλεος'' λέει ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο βιβλίο του ''Νίκος Καζαντζάκης, η αγωνία και το έργο του''...

Ελενη Μαρκακη:
...'' Τί πήγες να κάμεις εκεί πέρα στη Ρουσία; με ρώτησε ο πατέρας μου το πρώτο βράδυ που έφτασα.
Με ταυροκοίταξε, με βίας κρατούσε το θυμό του. Περίμενε, χρόνους τώρα, ν' ανοίξω γραφείο, ν' αρχίσω τις περιοδείες στα χωριά, να κάνω βάφτισες και κουμπαριές, να πληθύνουν οι φίλοι, κι ύστερα να βάλω κάλπη και να βγω βουλευτής· και τώρα μ' έβλεπε να γυρίζω τον κόσμο κι είχε ακουστά πως γράφω, λέει, βιβλία. 
«Τί βιβλία; με ρώτησε την τελευταία φορά που τον είδα· τι παραμύθια, ραβασάκια, αμανέδες; δεν ντρέπεσαι; Μόνο οι μουνούχοι κι οι καλόγεροι γράφουν· συμμαζέψου πια στον τόπο σου, άντρας είσαι, κάνε αντρίκεια δουλειά.»
Και τώρα μου 'ριξε μια λοξή ματιά και τα χείλια του σούριξαν:
— Για μπας και μου γίνηκες και του λόγου σου μπολσεβίκος; Μήτε Θεός, μήτε πατρίδα, μήτε τιμή, έμπατε σκύλοι αλέστε;
Είπα, καλή η στιγμή να του ξηγήσω τι γίνεται στη Ρουσία και τι κόσμος χτίζεται εκεί πέρα καινούριος. 
Άρχισα λοιπόν με λόγια απλά να του στορώ πως εκεί πέρα πια δεν υπάρχουν μήτε πλούσιοι μήτε φτωχοί, όλοι δουλεύουν κι όλοι τρώνε, δεν υπάρχουν πια αφεντικά και δούλοι, όλοι αφέντες· 
καινούρια ανθρωπότητα, ανώτερη ηθική, πιο τίμια τιμή, καινούρια οικογένεια, η Ρουσία πάει μπροστά και δείχνει το δρόμο· 
κι όλος ο κόσμος θα την ακολουθήσει, να βασιλέψει επιτέλους δικαιοσύνη κι ευτυχία στη γης.
Είχα πάρει φόρα, κήρυχνα· κι ο πατέρας με άκουγε, δε μιλούσε, έστριβε ένα τσιγάρο, το χαλνούσε, το ξανάστριβε και δεν έπαιρνε απόφαση να το ανάψει. 
«Δόξα σοι ο Θεός, συλλογίστηκα, κατάλαβε.» 
Άξαφνα άπλωσε νευριασμένος το μπράτσο και σώπασα. Κούνησε το κεφάλι:
— Αυτά που λες, καλά κι άγια· μα αν γίνουν;
Πάει να πει: Λέγε, λέγε, σαν δε βαριέσαι λόγια είναι, αρλούμπες, ζημιά δεν κάνουν μα το νου σου, κακομοίρη, μην πας και τα κάμεις πράξη!
Μακάρι αλήθεια να μπορούσα να κάμω τα λόγια ετούτα πράξη· μα φοβόμουν δε θα μπορούσα· είχε ξεθυμάνει μέσα μου η άγρια δύναμη της γέννας μου, το κουρσάρικο καράβι του πρόπαππου είχε βουλιάξει, η πράξη κατάντησε λόγος, το αίμα μελάνι, κι αντί να κρατώ κοντάρι να πολεμώ, κρατούσα ένα μικρό κοντυλοφοράκι κι έγραφα. 
Η επαφή με τους ανθρώπους μ' ενοχλούσε, ελάττωνε τη δύναμή μου και την αγάπη· μονάχα όταν ήμουν μόνος και συλλογίζουμουν τη μοίρα του ανθρώπου, η καρδιά μου ξεχείλιζε συμπόνια κι ελπίδες.

Όμως τώρα, γυρίζοντας από το κοσμογονικό σοβιέτικο αργαστήρι, πήρα κουράγιο· δεν μπορεί ο άνθρωπος, έλεγα, να νικήσει τις κακομοιριές του και τις ατέλειες; 
μπορεί·
 ντροπή να δέχουμαι παθητικά ότι μου 'δωκε η φύση· θα σηκώσω κεφάλι! 
Κι ίσια ίσια, τη στιγμή που τον είχα ανάγκη, βρέθηκε ένας πλούσιος θείος, μου 'δωκε ένα ποσό να μη γυρίζω πια, λέει, ρέμπελος τον κόσμο, μα να στρωθώ στη δουλειά, ν' ανοίξω δικηγορικό γραφείο, να γίνω βουλευτής, μπορεί κι υπουργός μια μέρα και να δοξάσω τ' όνομα του σογιού μου. 
Ήμουν, μαθές, ο πρώτος γραμματισμένος της γέννας, ο πρώτος που άνοιξε βιβλίο και διάβασε· έχω λοιπόν χρέος.
Το γύριζα, το ξαναγύριζα στο νου μου· 
όχι, δεν μπορώ ακόμα, πλαντώ, να κλειστώ σε γραφείο· θα μπω στην πρακτική ζωή από άλλο δρόμο.
 Ποιόν; δεν κάτεχα.
 Στρατολογούσα με το νου μου εργάτες, να ζευτούμε, λέει, μαζί σ' ένα έργο, να τρώμε μαζί το ίδιο φαΐ, να φορούμε τα ίδια ρούχα, να μην υπάρχει αφεντικό κι εργάτες, να μην είναι εργάτες, να 'ναι συνεργάτες, με τα ίδια με μένα δικαιώματα.
Είχα δα γυρίσει από τη Ρουσία κι ήθελα κι εγώ να κάμω τη μικροσκοπική ετούτη απόπειρα να βγω από το φιλντισένιο πύργο μου και να δουλέψω με ανθρώπους.''...
(Νίκος Καζαντζάκης: ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ)