Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

Τότε που Πρωτοείδα Δρεπάνι...


Όταν ήμουν μικρή, πολύ μικρή, στα χωράφια που αγκάλιαζαν απ΄τη μια το χωριό μου κι απ΄την άλλη την λίμνη Τριχωνίδα,πρωτοείδα δρεπάνι.
Καλοκαίρι. Στον θερισμό. Μ άρεσε πολύ.
Το κυρτό του σχήμα, η ξύλινη λαβή και το φώς του. Αντανακλούσε πάνω του ο ήλιος του Ιούλη και γέμιζε ο τόπος γυαλιστερά καθρεφτάκια.
Τα κοιτούσα από μακριά και μαγευόμουν..
Όταν ξεθάρρεψα και πλησίαζα, είδα κι αυτούς που τα κρατούσαν..
΄Αντρες με πλατύγυρα ψάθινα καπέλα και γυναίκες με μεγάλες μαντήλες ,δεμένες γύρω γύρω στο κεφάλι ως πίσω στον λαιμό ,ώστε να καλύπτουν και μεγάλο μέρος απ΄το πρόσωπο μια και η αισθητική εκείνων των χρόνων ήθελε το γυναικείο δέρμα λευκό..



...Σιγά σιγά, άρχισα να παρατηρώ τα πρόσωπά τους από κοντά.
Κι είδα αυλακιές, βαθύτερες από κείνες που είχε η γή..Είδα τσακισμένα πρόσωπα , σφιχτά χείλη, κουρασμένα μάτια.

Οι αγρότες σε ξένη δούλεψη..Ο αδίκιωτος μόχθος τους.
Έτσι, αγάπησα το δρεπάνι που τους έδινε έστω το ελάχιστο δικαίωμα της επιβίωσης.
.....Κάπου εκεί, στα πρώτα μικρά μου χρόνια, γνώρισα και το σφυρί.
Σε χέρια ροζιασμένα μα δυνατά, ανεβοκατέβαινε αποφασιστικά ,άλλοτε με στριγγό ήχο άλλοτε με υπόκωφο και κάρφωνε το ξύλο -καλούπι για το καινούργιο σπίτι.
Πάλι αδίκιωτος ο μόχθος. Το σπίτι πάντα ήταν για τον τσιφλικά. Οι εργάτες, έμεναν σε καλύβια με σβουνιά, λάσπη κι ασβέστη..
Με το όνειρο των κανονικών σπιτιών για όλα εμάς τα φτωχαδάκια, αγάπησα και το σφυρί.
...Πρίν, πολύ πρίν δω έστω ζωγραφιστό κάπου το σφυροδρέπανο, το αγάπησα.
Πριν μάθω πως ήταν το παγκόσμιο σύμβολο των προλετάριων, το έχωσα βαθειά στην καρδιά μου. Το ένοιωσα να κυλάει στο αίμα μου..

Πέρασαν χρόνια πολλά.
Μέσα τους πέρασα από αγώνες, αγωνίες, διώξεις, κυνηγητά. Σκλήρυνα. Ο τι είχα τρυφερό και λείο, έγινε δέρμα ακατέργαστο.
Όμως..
............ Στο σπίτι μου έχω λάβαρα μεγάλα κόκκινα. Τα έχω στεριώσει δίπλα στην πόρτα που βγαίνει στη βεράντα.
Κάθε που φυσάει, ο αέρας τα ανοίγει..Κυματίζουν. Ανοίγουν.
Μέσα τους. αγρυπνά το σφυρί και το δρεπάνι.
Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε.
Κι όμως..
Κάθε φορά- πολλές φορές μέσα στη μέρα- καθώς τα κοιτάζω, ξαναγίνομαι πέντε κι έξι χρόνων και τα βλέπω στον κάμπο της Μακρυνείας να λαμποκοπούν και στο χωριό μου να χτίζουν.


Και τρυφερεύω πάλι και χαμογελώ.
Και κείνο το παιδικό μου όνειρο για δικαίωση, το κάνω όρκο ώριμο: Ώσπου να πεθάνω θα αγωνίζομαι για το ψωμί και το σπίτι όλου του κόσμου.
        Γειά μας.


-Οι φωτο αλιευμένες απ΄το διαδίκτυο