Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Η ΠΑΡΑΞΕΝΙΑ…ΤΣΗ ΓΡΙΑΣ - Του Κώστα Σκαντάλη !!!



Η ΠΑΡΑΞΕΝΙΑ…ΤΣΗ ΓΡΙΑΣ
***

Του 
Κώστα Παν. Σούλη – Σκαντάλη


ΠΡΟΟΙΜΙΟ – Ο ΠΟΙΗΤΗΣ


Σωπάστε κύργιοι το λοιπό την ομιλία να πούμε
να τη γροικίσει ο λαός και να ‘φχαριστηθούμε.
Το έργο του Σούλη Κωσταντή γνωστού και σαν Σκαντάλη
για να μαθαίνουν οι μικροί και να θυμούνται οι μεγάλοι.

Θα δούμε και θ’ ακούσουμε πως σκέφτεται η γρια
και που σκοντάφτει η γνώμη της στα σημερνά παιδία.

Κι ο Νιόνιος που ‘ν’ παράλυτος είκοσι χρόνια τώρα
τι άραγε να σκέφτεται; Ακαρτερεί την ώρα;
Ή θ’ ανατάξει και θα ιδεί όσα τριγύρω αλλάζουν
τα νέα ήθη κι έθιμα που μάλλον τόνε σκιάζουν;

Εμπιστοσύνη έχουμε στη κάθε νέα γέννα
όσο παλεύει κι αγροικά κι ούλα τα περασμένα.

Δεν είναι ούλα ίσιωμα, δεν είν’ θεός το χρήμα,
δίκιο, αξίες, ηθική να χάνουνται κι είναι κρίμα.

Καλή σας διασκέδαση και πάνω απ’ όλα υγεία
του χρόνου να ‘μαστε καλά για νέα ομιλία,
γιατί ‘ναι η παράδοση πηγή πολιτισμού
αστείρευτη, ανεξάντλητη στις ρίζες του λαού.

(Απάσπασμα από την Α!Σκηνή)

Σκηνή Α!

Γρία
:
Ούφ κούρβουλο εγίνηκα σε ‘κείνο το κρεβάτι
αποκοιμιέμαι αποβραδύς κι ύστερα δε κλειώ μάτι.
Πούν’ τα καλαμποκόφυλλα, μαλλιά, η καλαμία
που ‘τανε σαν τα πούπουλα κι ισιώναν τα κορμία.
Μας έφαε η εξέλιξη- Μάνα να πάρεις στρώμα.
Ωρ’ άμετε σε «κείνονε» και πούλιο πέρ’ ακόμα.
Αχάραγο συγχύστηκα, Θέ μου συγχώρεσέ με
μα έχω τόσα καταπιεί, που μέσα μου με καίνε.
Λούσα, σπατάλες, πέταμα, καμία ‘κονομία
κι ολημερνίς κλαψούρισμα ότι δε μένει μία.
Σήκω κυρά μου να χαρείς κομμάτι αμπονώρα
καψάλιασε λίγο ψωμί, ψήσε δύο κομιντόρα.
Όχι. Ψωμί αγοραστό και κειό σιδερωμένο
κάτι σκατολοΐσματα λέει παραγιομισμένο.
Γάλα; Αμή! αγοραστό, τση γίδας τσου βρωμάει,
ποίο, π’ εκειό το άρωμα, σε λειώνει σε μεθάει.
Ού συφορά σας μαύροι μου που να σας φάει μαλίνα,
να ιδώ τι θ’ απογίνετε αν ματαέρθει πείνα.
Μ’ απ’ ότι βλέπω εχάραξε κι ο Νιόνιος περιμένει
έχω την έγνοια κι αυτουνού η μαυρομπολιασμένη.


( Φεύγει και στη σκηνή μπαίνει ο γιος της ο Φώτης)
Φώτης
:
Γρία, που είσ’ εξύπνησες; Που διάολο γυρίζει;
Ολημερίς κι ολονυχτίς συνέχεια σουσουρίζει.


( Μπαίνει η γρία με το γέρο σε αναπηρικό καροτσάκι )
Γρία
:
Εξύπνησες καμάρι μου; Τι θέλεις να σου φτιάσω;
Να βράσω μία φασκομηλιά προτού τον ετοιμάσω;
Φώτης
:
Μα τι τονε συροκελάς ομπρέ μάνα χαράματα;
Γρία
:
Αν τον αφήσω μοναχό τον πιάνουνε τα κλάματα.
Φώτης
:
Ποία κλάματα καημένη μου, είσαι για πανηγύρια
ξεραίνουνται τα μάτια του. Του ‘βαλες τα κολύρια;
Γρία
:
Τρεις στάλες από ετούτο εδώ και δύο από το άλλο.
Μα γνοιάζεται κανένας σας. Δεν τον αντέχω άλλο!
Φώτης
:
Δεν θέλει τόσο χαΐδεμα, τονε κακομαθαίνεις.
Γρία
:
Αμή, σας τρώει η έγνοια του, μωρέ μη τ’ ανασταίνεις.
Που νάθε η μάνα συγκλιστεί, την ώρα που με ‘γέννα,
για να γλιτώσω η άμοιρη όσα ‘χω περασμένα.
Θες δυάσμο ή φασκομηλιά ή γάλα με νιφάδες;
Πού ‘ναι σα μπαμπακόπιτα που τρώνε οι γελάδες.
Φώτης
:
Φτιάσε καημένη ένα καφέ κι άσ’ την πολυλογία.
Γρία
:
Του μπουρουκιού ή από εκειόν που πίνουν τα παιδία;

Φώτης
:
Όποιος δεν θέλει ζύμωμα συνέχει κοσκινίζει
το ένα ζέχνει και βρωμά και τ’ άλλο τση μυρίζει.
Γρία
:
( Φτιάχνοντας καφέ )


Θα σηκωθεί η χάρη τση να ιδεί για τα παιδία;
Είναι και Άγια-Ανάσταση. Θα πάω στην εκκλησία.
Φώτης
:
Φεύγα και πήγεν’ όπου θες, άτσου να κοιμηθούνε,
σήμερα πούνε Κυριακή, να το φχαριστηθούνε.
Γρία
:
Αμή τσι καθημερινές, τσου κόβεται η μέση.
Ο γιόκας σου χαράματα εκόπιασε να πέσει.
Μα δε σε γνοιάζει να χαρείς ούτε για τη κοπέλα;
Φώτης
:
Μάνα ‘χεις γνώμη για πολλά. Μη με φουρκίζεις, έλα
πότε ξυπνάνε, τι φορούν, τι τρώνε, που γυρίζουν
έχουν άλλοι την έγνοια τους και άλλοι τα ορίζουν.
Γρία
:
Να μα ετούτο το σταυρό αν δεν είχα το γέρο
τση ρούγες είθε να ‘παιρνα, και που θα πάω δεν ξέρω.


( Φεύγει ο Φώτης τσαντισμένος )
Γρία
:
Τα βλέπεις γέρο τι τραβώ στο ίδιο μου το σπίτι;
Κλείσε σου λέει το στόμα σου, τ’ αυτία και τη μύτη.
Δεν βλέπεις η νοικοκυρά, σηκώνεται το γιόμα.
Ώ! Να μη τα ‘βλεπα ευτά κι ας έμπαινα στο χώμα.
Έλεγα να σε ξούριζα, μα Κυριακή δεν κάνει
άσε που το γενάκι σου πούλιο ‘μορφο σε κάνει.
Να πίε τη φασκομηλιά, τση έβαλα και μέλι.
Ρούφα καημένε να χαρείς, στην έχω κρυωμένη.
(Μπαίνει ο Φώτης)
Φώτης
:
Μάνα, λέω να πεταχτώ μέχρι το καφενείο.
Γρία
:
Φωτία να ‘θε άναβες εξύλιασ’ απ’ το κρύο.
Φώτης
:
Ομπρέ μάνα ‘βουρλίστηκες, αχάραγο φωτία;
Γρία
:
Γιατί μωρέ παιδάκι μου. Μ’ έλειωσ’ η υγρασία.
Φώτης
:
Καλοριφέρ ολημερνίς, λες κι έχουμε μετόχια
θα ν’ ανάψει όποτε δώσουνε επίδομα στη φτώχεια.
Γρία
:
Μα έχουμε τη σύνταξη, παίρνετε και ταμείο
θα δώσουνε κι επίδομα, και να ψοφάω στο κρύο;
Φώτης
:
Μάνα μεγάλη ακρίβεια. Ούλοι περνάμε κρίση
εδώ λεφτάδες κι έχουνε εφέτος γονατίσει.
Γρία
:
Αμή τσου τρών’ τα έξοδα, στ’ αμάξια, τσου διαόλους
π’ ολημερίς έχουν στ’ αυτιά και τσου μουρλώνουν όλους
θέλουν ως και τα νιάνιαρα λούσα και μεγαλεία
κι όσο για το λογαριασμό; Τη σύνταξή σου γρία.
Έλα Νιόνιο λεβέντη μου, κατάπιε τη γουλιά σου
και θα σου φέρ’ αντίδωρο να πιεις τα φάρμακά σου.
Δε βλέπεις που η κόμισσα θερμαίνεται ακόμα.
Φώτης
:
Ακόμα λέω δεν έφυγες; Έλα, κοντεύει γιόμα.
Γρία
:
Πάω καλιά μου ογλήγορα, το νου σου εσύ στο γέρο.


( Φεύγει η γρία )
Φώτης
:
Ας είν’ καλά η σύνταξη. Αν δεν είχα συμφέρο.
Ωρέ μανία με δαύτονε είκοσι χρόνια τώρα,
από ‘ντις έπεσε απ’ το ζω, π’ ανάθεμα την ώρα.
Δεν εξηγιέται αυτό αλλιώς τον έχει για να παίζει
παράλυτος, σκέτο φυτό, ίσια που τρώει και χέζει.
Να ‘θενε ξέρω αν σκέφτεται και αν καταλαβαίνει;
Είναι γερή η κράση του, για δαύτο δεν πεθαίνει.
Κυρά!! Που είσαι ωρή κυρά, σήκω κοντεύει γιόμα
για κάμε και καμία δουλειά, ξεκόλλα από το στρώμα.


( Βεβαιώνεται πως είναι μόνος και καλεί από το κινητό )


Έλα, ψιψίνα!! Ο γάτος σου, τι πάει να πει αμπονώρα;
Μα μη μου λες σε ξύπνησα, θα κατεβώ στη χώρα.
Στη μία, όπως είπαμε. Σε θέλω και πεθαίνω,
θα σου τα πω από κοντά. Σε κλειώ θα περιμένω.


( Μπαίνει η γυναίκα του )
Νύφη
:
Παραμιλείς; Τι έπαθες, άκουγα κουβεντούλες.
Φώτης
:
Του γέρου κάτι έλεγα…
Νύφη
:
Άσε τσι αναγούλες.
Χαράματα το έβγαλε το ‘κόνισμα η γρια;
Φώτης
:
Πάλι με νεύρα ξύπνησες; Πήγε στην εκκλησία.
Νύφη
:
Θεομπαιξία!! Τάχατες να σώσει τη ψυχή της.
Φώτης
:
Δείξε κομμάτι σεβασμό, είσαι και ‘σύ παιδί της.
Νύφη
:
Εγώ έχω τη μάνα μου και έχω και πατέρα
που μέσα εδώ με στείλανε να μην ιδώ άσπρη μέρα,
με πήρες κι ήμουνα παιδί κοντεύω να γεράσω
κι ένα καλό δεν έζησα, άσε με μη ξεράσω.
Έχω και τούτο ξόανο όλο να με κοιτάζει
λες κι όλο πάει κάτι να ‘πεί, σα φάντασμα με σκιάζει.
Κοίταξε μέσ’ στα μάτια του, γιομάτα μοχτηρία.
Φώτης
:
Να χύσεις το φαρμάκι σου, μη χάσεις ευκαιρία.
Νύφη
:
Μπαΐλντισα τόση σκλαβιά είκοσι χρόνια τώρα.
-Που πάτε; Μην αργήσετε. Να έρθετ’ αμπονώρα.
Ολημερνίς κι ολονυχτίς κάνω τη νοσοκόμα.
Ετούτη δεν είναι ζωή. Είναι πολύ ακόμα;
Φώτης
:
Μα κάθε πρώτη του μηνός σου λαϊμίζει ο πόνος
στη πόρτα την επιταγή σαν φέρνει ο ταχυδρόμος.
Νύφη
:
Τι, μήπως δεν τον έχουμε μη βρέξει και μη στάξει
εξ’ άλλου αν δεν τον είχαμε. Δεν θα ‘παιρνες τ’ αμάξι;
Λέω, τρόπο θα βρίσκαμε. Θα πούλειαμε τ’ αμπέλι
Έτσι κι αλλιώς ο γείτονας με τη φωτία το θέλει.
Φώτης
:
Γυναίκα για φρενάρισε, μαζέψου λιγουλάκι
Νύφη
:
Παίρνω και ‘γω αυτοκίνητο, τέρμα το μηχανάκι.
Φώτης
:
Είσαι καλά κοπέλα μου, δε βάνω άλλα γραμμάτια.

Νύφη
:
Εμείς στη φτώχεια λάμνουμε και άλλοι στα παλάτια
μεσ’ στη μιζέρια μια ζωή, στο φόβο, δίχως θάρρος.
Δεν ζείς αν δε ρεκουτουράς, δε βλέπεις ο κουμπάρος.
Σπίτια, λεφτά, αυτοκίνητα, πισίνα, κρουαζιέρες
εμείς στη φτώχεια συνεχώς και ούλες μας τσι ‘μέρες.
Φώτης
:
Κάμε κανένα θέλημα κι άσ’ τη πολυλογία.
Νύφη
:
Δεν τα ‘καμε η μανούλα σου…
Φώτης
:
Ξύπνησε τα παιδία.
Νύφη
:
Ξεχνάς πως είναι Κυριακή, άφηστα τα καημένα
Φώτης
:
Αμή από ‘κείνο το σχολειό έρχουνται λιγωμένα.
Είδες του γιού σου τσου βαθμούς; Ετήραξες καζάντια.
Κάτου απ’ τη βάση σ’ ούλα του. Ευτό είναι κατάντια.
Νύφη
:
Δε πάει κι οπίσω η μικρή, γι’ αυτό Φώτη σου λέω
ν’ αρχίσουν φροντιστήριο. Πάλι εγώ θα φταίω;
Φώτης
:
Αμή σου περισσεύουνε, δε βλέπεις τι χαλάμε.
Νόβα, φουσέκια, φάρμακα, ουλούθενε χρωστάμε.
Νύφη
:
Γι’ αυτό σου λέω Φώτη μου άκουσε το κουμπάρο
νοικιάζει τη πισίνα του, άσε με να τη πάρω.
Εγώ τη ξέρω τη δουλειά, θα ‘ρθουν και τα παιδία…
ούλοι έτσι ξεκινήσανε. Σου λέω ‘ναι ευκαιρία.
Φώτης
:
Να κλείσουμε το σπίτι μας τσι παραλίες να πάμε…
Νύφη
:
Ε!! τότες κάτσε εδωπά τσου άλλους να κοιτάμε.
Το βράδυ αν το ξέχασες τον έχω καλεσμένο
Λέω να φτιάσω το λαγό που του ‘χουμε ταμένο.
Φώτης
:
Θα χαραμίσω το λαγό για ευτούνο το μπουχέσα;
Νύφη
:
Ξεχνάς πώς μ’ έχει εμένανε εις τη δουλειά του μέσα;
Είν’ ευκαιρία να του πεις τώρα για τη πισίνα.
Γιατί θα φύγει σ’ έκθεσες, θα λείψει κάνα μήνα.
Φώτης
:
Καλά-καλά θα το σκεφτώ μα επέρασε η ώρα
Και θέλω και να πεταχτώ για μια δουλειά στη χώρα.
Νύφη
:
Στη χώρα Κυριακάτικα κι η γρία έχει φύγει;
Φώτης
:
Θα πάω να κανονίσουμε κάτι για το κυνήγι.
Νύφη
:
Πάλι θα λείψεις δηλαδή;
Φώτης
:
Έ!! Για καμιά βδομάδα.
Νύφη
:
Μα θα σκοτώσεις τα πουλιά σε ούλη την Ελλάδα;
Φώτης
:
Άλλη κουβέντα μην ειπείς, είναι κανονισμένο
Για δαύτο αγόρασα το τζίπ, δεν το ‘χουμε ειπωμένο.
Άσε που οι γειτόνοι μας σκάνε από τη ζήλια.
Πρέπει να ιδείς στη εθνική, πάει μωρέ με χίλια.
Νύφη
:
Και οι ελιές αμάζωχτες; Θα αγοράσεις λάδι;

Φώτης
:
Τώρα περνάνε τα πουλιά. Για κοίτα που σκοντάβει.
Κανόνισα το Πάγκαλη και τσι ‘δωσα σεμπρία
Ας φέρω εγώ εκατό πουλιά και ας μη μείνει μία.



Νύφη
:
Όπως νομίζεις Φώτη μου μα ο χρόνος με πιέζει
Και μη ξεχνάς ότι είπαμε! το βράδυ στο τραπέζι!!


( Φεύγει η νύφη, μπαίνει η γρια )
Γρία
:
Βοήθειά σου Φώτη μου…
Φώτης
:
Και τσ’ αφεντιά σου μάνα.
Γρία
:
Ίσια-ίσια επρόλαβα τη δεύτερη καμπάνα.
Γέρο, σου ‘φερα αντίδωρο, μάσησε λιγουλάκι,
Επήγα να λειτρουγηθώ και γίνηκα φαρμάκι.
Του Κωσταντή η τράπεζα του παίρνει λέει το σπίτι
γιατί εκειά τα τέκνα του τον σέρνουν απ’ τη μύτη.
Δέ ‘θέλαν να δουλεύουνε λιοστάσια και σταφίδες
και βάρκες αγοράσανε να κουβαλούνε αγγλίδες.
Ωρέ καλά κάνω εγώ και λέω δεν υπογράφω
άσε με έστω όσο ζω την κάμερά μου να ‘χω.








Γράφτηκε το Δεκέμβρη του 2009.

Παίχτηκε από την Ομάδα
Λαϊκού Θεάτρου Λιθακιάς
το Σάββατο τσι Τυρινής 13-02-2010
Διδασκαλία: Κώστας Σούλης –Σκαντάλης
Αντιγραφή : Γιώργης Αλιάζης – Σάκας

***η φωτο από ομιλία με τον "ταρτάγια"