Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

O ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΑΠΑΝΤΑ ΣΤΟ «ΑΝ» ΤΟΥ Rudyard KIPLING !!



      Rudyard Kipling               -            Κώστας Βάρναλης




Στις 18 Γε­νά­ρη 1936 πέ­θα­νε ο Τζό­ζεφ Ρά­ντ­γιαρντ Κί­πλινγκ, Αγ­γλος συγ­γρα­φέ­ας και ποι­η­τής, υμνη­τής του αγ­γλι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού. Γεν­νή­θη­κε στις 30 Δε­κεμ­βρί­ου 1865 στη Βομ­βάη της Βρε­τα­νι­κής Ιν­δί­ας. Εζησε στην Ινδία, στη Βρε­τα­νία και στην Αμε­ρι­κή, τα­ξί­δε­ψε πολύ σε όλον τον κόσμο και απέ­κτη­σε γρή­γο­ρα φήμη σπου­δαί­ου συγ­γρα­φέα και ποι­η­τή.

Το 1907 τι­μή­θη­κε με Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνί­ας σε ηλι­κία 42 ετών και μέχρι σή­με­ρα πα­ρα­μέ­νει ο νε­ό­τε­ρος κά­το­χος του βρα­βεί­ου. Τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα δη­μο­σί­ευ­σε το ποί­η­μα του «Αν», με τις πα­ραι­νέ­σεις ενός πα­τέ­ρα προς τον γιο του, που απο­τε­λεί μέχρι σή­με­ρα το σήμα κα­τα­τε­θέν της ποί­η­σής του και το πιο διά­ση­μο ποί­η­μα.

Στο ελ­λη­νι­κό κοινό είναι γνω­στός κυ­ρί­ως για το πα­ραι­νε­τι­κό ποί­η­μά του «Αν» («If-») και τη συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των «Το Βι­βλίο της Ζού­γκλας» με ήρωα τον Μόγλη.

Πε­τυ­χη­μέ­νη είναι η πα­ρω­δία του ποι­ή­μα­τος «Αν» από τον Κώστα Βάρ­να­λη. Ο Ρ. Κί­πλινκ, την εποχή της αποι­κιο­κρα­τί­ας, δίνει ευ­γε­νι­κές συμ­βου­λές για το πώς θα γίνει καλός χρι­στια­νός, πο­λι­τι­σμέ­νος και Καλός πο­λί­της ο Άγ­γλος συ­μπα­τριώ­της του. Αυτός που κατά τη θέ­λη­ση του Εγ­γλέ­ζου πλου­το­κρά­τη και για την εξυ­πη­ρέ­τη­ση των ιμπε­ρια­λι­στι­κών του επι­διώ­ξε­ων, σκο­τώ­νει, βα­σα­νί­ζει, λε­η­λα­τεί, μα ταυ­τό­χρο­να είναι θρή­σκος. Για άφεση αμαρ­τιών, με τη Γραφή στο χέρι, πη­γαί­νει κάθε Κυ­ρια­κή στην εκ­κλη­σία όπου συμ­με­τέ­χει «ψυχή τε και σώ­μα­τι». Ο Βάρ­να­λης, αντί­θε­τα, στην πα­ρω­δία του «Το ‘’Αν’’ του Κί­πλιγκ», με τις συμ­βου­λές του δεί­χνει το κυ­νι­κό πρό­σω­πο της τα­ξι­κής κοι­νω­νί­ας, που αλ­λο­τριώ­νει τον άν­θρω­πο από κάθε ηθική και κοι­νω­νι­κή αξία.

Κώστα Βάρ­να­λη
Το «ΑΝ» του Κί­πλιννγκ
(Πα­ρω­δία)


Αν ημπο­ρείς την πα­λα­βή να κά­νεις, όταν οι άλλοι
σου κά­νου­νε το γνω­στι­κό κι όλοι σε λένε φταί­χτη·
αν δεν πι­στεύ­εις τί­πο­τα κι άλλοι δε σε πι­στεύ­ουν·
αν σχωρ­νάς όλα τα δικά σου, τί­πο­τα των άλλων·

κι αν το κακό, που πας να κά­νεις, δεν το ανα­βάλ­λεις
κι αν σ’ όσα ψέ­μα­τα σου λεν με πιό­τε­ρ’ απα­νταί­νεις·
κι αν να μι­σείς ευ­φραί­νε­σαι κι όσους δε σε μι­σού­νε
κι αν πάντα τον πο­λύ­ξε­ρο και τον κα­λό­νε κά­νεις.
Αν περ­πα­τάς με την κοι­λιά κι ονεί­ρα­τα δεν κά­νεις

κι αν να στο­χά­ζε­σαι μπο­ρείς μο­νά­χα το ιντε­ρέ­σο·
το νι­κη­μέ­νο αν πα­ρα­τάς και πάντα δι­πλα­ρώ­νεις
το νι­κη­τή, μα και τους δυο ξε­τσί­πω­τα προ­δί­νεις·
αν, ό,τι γρά­φεις κι ό,τι λες, το ξα­να­λέν κι οι άλλοι
γι’ αλη­θι­νό — να πα­γι­δεύ­ουν τον κουτό κο­σμά­κη·

αν, λόγια κι έργα σου κα­πνόν ο δυ­να­τός αέρας
τα δια­βο­λο­σκορ­πά, και συ ξα­να­μο­λάς και­νού­ριον.
Αν όσα κέρ­δι­σες μπο­ρείς να τα πλη­θαί­νεις πάντα
και την πα­τρί­δα σου κο­ρό­να γράμ­μα­τα να παί­ζεις·
κι αν να πλε­ρώ­νεις την πε­ντά­ρα, που χρω­στάς, αρ­νιέ­σαι

και μόνο να πλη­ρώ­νε­σαι σωστό και δίκιο το ’χεις·
αν η καρ­διά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρ­τί­αις
γε­ρά­σα­νε κι όμως εσύ τα στύ­βεις ν’ απο­δί­δουν·
αν στέ­κεις πάντα δί­βου­λος και πάντα σου σκυμ­μέ­νος
κι όταν φω­νά­ζουν οι άλλοι «εμπρός»! εσύ φω­νά­ζεις «πίσω»!

Αν στην πλε­μπά­για να μι­λά­ει αρ­νιέ­ται η αρετή σου
κι όταν ζυ­γώ­νεις δυ­να­τούς, στα δυο λυγάς στη μέση·
κι αν μήτε φί­λους μήτ’ εχτρούς ποτέ σου λο­γα­ριά­ζεις
και κά­νεις πως τους αγα­πάς, αλλά ποτέ κα­νέ­ναν·
αν δεν αφή­νεις ευ­και­ρία κάπου να κα­κο­βά­νεις

και μόνο αν κά­νεις το κακό, η ψυχή σου γα­λη­νεύ­ει,
δικιά σου θα ’ναι τούτ’ η Γης μ’ όλα τα κάλλη που ’χει
κι έξο­χος θα ’σαι Κύ­ριος, αλλ’ Άν­θρω­πος δε θα ’σαι

Ρά­ντ­γιαρντ Κί­πλινγκ
ΑΝ ΜΠΟ­ΡΕΙΣ…


Αν μπο­ρείς να κρα­τάς το κε­φά­λι ψηλά όταν γύρω σου όλοι
τον εαυτό τους εχά­σαν δειλά, και για τούτο μαζί σου τα βά­ζουν,
στον εαυτό σου αν μπο­ρείς να ‘χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμ­φι­βάλ­λουν
μα κι αδιά­φο­ρος να ‘σαι κι ορθός στις δικές τους μπρο­στά αμ­φι­βο­λί­ες,
αν μπο­ρείς να υπο­μέ­νεις χωρίς ν’ απο­στά­σεις ποτέ καρ­τε­ρώ­ντας,
ή μπλεγ­μέ­νος με ψεύ­τες, μα­κριά να στα­θείς, αν μπο­ρείς απ’ το ψέμα
κι αν γε­νείς μι­ση­τός, να μη δεί­ξεις στρα­τί στο δικό σου το μίσος,
κι ούτε τόσο καλός να φα­νείς κι ούτε τόσο σοφά να μι­λή­σεις,

αν μπο­ρείς να ονει­ρεύ­ε­σαι δίχως να γί­νεις του ονεί­ρου σου σκλά­βος,
αν μπο­ρείς να στο­χά­ζε­σαι δίχως τη σκέψη να κά­νεις σκοπό σου,
αν μπο­ρείς την λα­μπρήν αντα­μώ­νο­ντας Νίκη ή τη μαύρη φουρ­τού­να,
να φερ­θείς με τον ίδιο τον τρόπο στους δυο κα­τερ­γά­ρη­δες τού­τους,
αν μπο­ρείς να υπο­φέ­ρεις ν’ ακούς την αλή­θεια που ο ίδιος σου είπες,
στρε­βλω­μέ­νη από αχρεί­ους, να γενεί μια πα­γί­δα για ηλί­θιους αν­θρώ­πους,
ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει αντι­κρί­σεις συ­ντρίμ­μια μπρο­στά σου,
κι αφού σκύ­ψεις, ν’ αρ­χί­σεις ξανά να τα χτί­ζεις με σκάρ­τα ερ­γα­λεία,

αν μπο­ρείς να σω­ριά­σεις μαζί τ’ αγαθά και τα κέρδη σου όλα,
κι αν τολ­μή­σεις με μια σου ζαριά όλα για όλα να παί­ξεις
και να χά­σεις τα πάντα και πάλι απ’ την πρώτη σου αρχή να κι­νή­σεις,
και να μην ψι­θυ­ρί­σεις ποτές ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπο­ρείς ν’ ανα­γκά­σεις με βία, την καρ­διά σου, τα νεύρα, το νου σου,
να δου­λέ­ψουν για σέναν ακόμα κι αφού τσα­κι­στού­νε στο μόχθο,
και ν’ αντέ­ξεις σ’ αυτό στα­θε­ρά όταν τί­πο­τε εντός σου δεν θα ‘χεις
άλλο εξόν απ’ τη θέ­λη­ση που όρθια θα κρά­ζει σε τούτα «Κρα­τά­τε»,

αν μπο­ρείς να μιλάς με τα πλήθη κι ακέ­ριος στο ήθος να μέ­νεις,
ή αν βρε­θείς με ρη­γά­δες χωρίς τα μυαλά σου να πά­ρουν αέρα,
κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί να σε κά­νουν μπο­ρούν να πο­νέ­σεις,
τον κα­θέ­να αν ζυ­γιά­ζεις σωστά και κα­νέ­ναν πιο πρό­σβα­ρα απ’ άλλον,
αν μπο­ρείς να γε­μί­ζεις το αμεί­λι­χτο ένα λεφτό της κάθε ώρας
στην αξία των εξή­ντα μοι­ραί­ων δευ­τε­ρό­λε­φτων της δια­δρο­μής του,
τότε θα ‘ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως και κάθε που υπάρ­χει σε τούτη,
και —πε­ρισ­σό­τε­ρο ακόμα— θε να ‘σαι ένας άν­θρω­πος πλέ­ριος, παιδί μου.