Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

ΜΕΡΕΣ ΣΑΝ ΚΑΙ ΤΟΥΤΕΣ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ -ΘΟΡΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΩΤΙΣΜΕΝΟ ΜΑΝΤΑΡΙΝΙ

Όλα τα φώτα μ' αρέσανε στις σκοτεινιές του χειμώνα, μα υπήρχε ένα φως που με μάγευε, κι απόμενα να το θωρώ τόσο εκστασιασμένος, όσο και οι νυχτοπεταλούδες που δεν ελέγανε ν' αλαργιέψουνε από το τσιτσιριστό φωτοστέφανο του λύχνου, μα πομένανε σιμά του κι ας εκατέχανε πως μπορούσανε και να καούνε.
Ήτανε το φως που εστόλιζε τη νοικιασμένη κάμαρα μας, στα Καμίνια του Μεγάλου Κάστρου, μέρες σαν και τούτες που ζούμε, μέρες καταχειμωνιάτικες που εκοιλιοπονούσε η Παναγία και 'τοιμαζότανε να γεννήσει τον Χριστό.
Μέσα από 'να μανταρίνι ξεχυνότανε εκείνο το μοναδικό, μυστηριακό και υπερκόσμιο φως που με συνέπαιρνε και με ανέβαζε στα επουράνια.
Η κακομοίρα η μάνα μου έτσι εστόλιζε την κάμαρα μας, μιας και δεν είχαμε μήτε δέντρο, μήτε πράμα άλλο μπιχλιμπίδι χριστουγεννιάτικο να τη στολίσουμε.
Έκοβε ένα μανταρίνι στη μέση, έβγαζε τη σάρκα του καρατώντας αμάλαγο το φλούδι με το λίκι, έβανε μια ολιά λάδι μέσα, άναβε με τον πυρόβολο το λαδωμένο λίκι, εκαπάκωνε το φλούδι του μισού μανταρινιού με το άλλο μισό κι αυτό ήταν όλο.
Μια φωτίτσα άναβε μέσα στο μανταρίνι, μα έφτανε και περίσσευε για να 'χω εγώ μπροστά στα μάθια μου κάτι μαγικότερο από το άστρο της Βηθλεέμ που εθωρούσανε οι τρεις μάγοι με τα δώρα.
Εκείνο το φωτισμένο μανταρίνι των παιδικάτων μου, μ' έκανε ν' αγαπώ τα Χριστούγεννα και κυρίως να τα ζω, ακόμη και όταν σωνότανε το λαδάκι στο μανταρίνι κι έσβηνε η φωθιά και το φως.
Επερίμενα εψές τη γυναίκα μου να κατεβεί στη Χώρα για ψώνια, για να μη με κοροϊδέψει, κι έπιασα κι έκοψα στη μέση ένα μανταρίνι.
Εκατάφερα να το κάμω χριστουγεννιάτικο καντυλάκι.
Μα δεν εκατάφερα να κρατήξω στεγνά τα μάθια μου.
Μιχάλης Στρατάκης