Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

TA ΑΠΡΟΣΜΕΝΑ "ΒΟΛΙΑ"



*,,Σύμφωνα με την επικούρεια αντίληψη, την οποία είχα κληρονομήσει από τον πατέρα μου, για το πως η δημιουργία πρέπει να αποβλέπει στο καλό των ανθρώπων, είχα στρατεύσει τις όποιες εικαστικές επιδόσεις μου στο χώρο του ιδεολογικού μου πιστεύω. 
Δουλεύοντας στους γερμανικούς φούρνους έκανα γελοιογραφίες, σατιρίζοντας τους υπερφίαλους κατακτητές. Πολεμώντας στο αντάρτικο θα απεικονίσω τα συμβάντα τής εκεί ζωής μας σε σκίτσα και στο Σύρμα της Μακρονήσου τα βασανιστήρια και τους βασανιστές, μα πάντα με την πρόθεση να καταγγείλω και να πληροφορήσω. 
Στη δεκαετία του ’50, στο στρατόπεδο του Αη Στράτη, θα μάθω πως, τον καιρό του Ομήρου, το καλό και το ωφέλιμο ήταν ταυτόσημα του ωραίου και ότι ο ανώνυμος τοιχογράφος της Αλταμίρα, όταν ζωγράφιζε τα ανεπανάληπτα σε ομορφιά και κίνηση ζώα, δεν αποσκοπούσε παρά να μεταδώσει την πείρα του κυνηγού στους νεότερους. 
Διάβασα ότι ο Αϊζενστάιν, την εποχή που κινηματογραφούσε το «Αλέξανδρος Νέφσκι», παραμερίζοντας αισθητικούς πειρασμούς, δάγκωνε τις γροθιές του που δεν ήταν έτοιμη η ταινία για να την «πετάξει σαν χειροβομβίδα ενάντια στον εχθρό».

         Και εμείς, δουλεύοντας σε συνθήκες αντίξοες τα σκηνικά του στρατοπεδικού μας θεάτρου, αντλούσαμε κουράγιο από την αίσθηση των στιγμών της χαράς που θα δίναμε στους ταλαιπωρημένους από την πολύχρονη κράτηση συνεξόριστούς μας. 
Ζωγραφίζαμε, χαράζαμε, τυπώναμε κάρτες στον Αη Στράτη και, επί χούντας αργότερα, στη Γυάρο και στη Λέρο. Να μάθουν οι έξω ότι ζούμε και κρατάμε άπαρτο το αγωνιστικό μας χαράκωμα. Πρότυπά μας οι μεγάλοι ρεαλιστές που είχαν θέσει την τέχνη τους στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων. 
Θαυμάζαμε τον Μαγιακόφσκι που είχε στρατεύσει την ποίησή του στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, τους Ριβιέρα και Σικουέιρος που ζωγράφιζαν σκυμμένες πλάτες και γερμένα κεφάλια αγροτών, Αμερικάνους ληστές πετρελαίων, τραπεζίτες με τη Βίβλο και πόρνες της υψηλής κοινωνίας. 
Αλλά και την απελευθερωμένη γη, με τους γεωπόνους, τα τρακτέρ και τα λαϊκά πανηγύρια.
 Χαιρόμασταν την καυστική ειρωνεία του Πικάσο για τους αρνητές του κοινωνικού περιεχομένου στην τέχνη και τη δήλωσή του στους βολεμένους αστούς ότι τα έργα του «είναι βόλια που στοχεύουν πάνω τους».

Μετά τη διάλυση των στρατοπέδων, ζώντας την κοινωνία της «ελεύθερης αγοράς», πιστοποιούσα όλο και περισσότερο ότι η τέχνη που δεν ξανοίγει προοπτικές ενός κόσμου καλύτερου, που προβάλλει σαν αυτοσκοπό τη βία και την απληστία του κέρδους, η τέχνη που της είναι αδιάφορος ο ανθρώπινος πόνος, που πολεμά τις χαρές της ζωής, την ομορφιά, τη φύση, τον έρωτα, δεν είναι παρά τέχνη σύμφωνη με τις επιταγές των προνομιούχων της Νέας Τάξης Πραγμάτων.

*Από την ομιλία μου στο αμφιθέατρο τον Πανεπιστημίου Αθήνας, με θέμα «Η τέχνη στα στρατόπεδα εξόριστων».

***
**Τα απρόσμενα της τελευταίας σελίδας
Ο σύντροφός μου Ηλίας, καρδιολόγος και φίλος, τρεις φορές (για τρία χρόνια την κάθε φορά) μου είχε δώσει παρατάσεις ζωής! Να γράψω, όπως και το έκανα, τρία βιβλία.

Όμως με τα χρόνια που πέρασαν (δεκαοχτώ ως τα σήμερα), αποθρασύνθηκα κι έχω γράψει πολύ περισσότερα. Το τελευταίο βιβλίο-λεύκωμα που κρατάτε στα χέρια σας, κάτι σαν απάνθισμα μιας ζωής, μιας πορείας προς την Ιθάκη. Και όπως ένα βιβλίο, έτσι και το κάθε ταξίδι ζωής έχει το τέλος του. Καλοδεχούμενο. Κι όταν είναι στην ώρα του, να το δεχτείς «…σαν έτοιμος από καιρό…».

Εκεί λοιπόν, στα σύνορα της ανυπαρξίας, έτοιμος να ξανασμίξω με τη Μάνα μας Φύση, ανοίγω τα μάτια μου και τα τρίβω, να καλοειδώ και να τα πιστέψω… Κι είναι μπροστά καθισμένος ο Χριστός, προφανώς έτοιμος να με δικάσει για τις αμέτρητες αμαρτίες μου. Ένας ξανθούλης, γαλανομάτης, καλοσυνάτος Χριστός όπως τον θέλουν οι προνομιούχοι-αρχιαπάνω της αρείας φυλής. Μόλις συνήρθα από το ξάφνισμα, βιάστηκα να ζητήσω συγνώμη που είχα νομίσει πως δεν υπήρχε. Όμως την «αγάπη για τον πλησίον που δίδαξες», τόλμησα και του είπα, «την έχω πληρώσει πολύ ακριβά. 
Κι όταν στο Μακρονήσι το άκουσαν οι αλφαμίτες, αγρίευαν: «Ώστε έτσι, ρε πούστη, τη θέλεις και πανανθρώπινη», και δώσ’ του να με χτυπούν πάνω στα τραύματα ώσπου μου ξανασπάσαν τα χέρια.

Όταν είχες κηρύξει, Χριστέ μου, την επανάσταση λέγοντας «Φωτιά ήρθα να βάλω στη γη… και ο μη έχων πωλησάτω το ιμάτιο αυτού και αγορασάτω μάχαιραν» δεν βρήκα μάχαιρα κι είχα στεριώσει με σύρμα την κάννη στο σαραβαλάκι το όπλο μου και με έξι σφαίρες εφόδιο κινήσαμε, άγουροι, νηστικοί και μισοξυπόλυτοι, να πολεμήσουμε τους σιδερόφρακτους Γερμανούς. Και πόσο χαρήκαμε όταν μάθαμε ότι κλοτσηδόν είχες πετάξει απ’ το Ναό σου την Τρόικα και τους κάθε λογής διαπλεκόμενους, τραπεζίτες και «προμηθευτές οπλικών συστημάτων».
 Μα όπως γίνεται πάντα και μας το λέει κι ο μπαρμπα-Κώστας:
     … Ως ο ήλιος να πέσει και νάρθει το δείλι, τον σταυρό σου σκαρώσαν οι εχθροί σου κι οι «φίλοι».

Στο Μακρονήσι, αργότερα, το θυμάσαι; 
είχαμε βαδίσει τον Γολγοθά μας για τη Χαράδρα των μαρτυρίων. Μοναχά που για μας, που ματώναμε πλάι Σου για έναν κόσμο καλύτερο, σύντροφέ μας Χριστούλη, για μας δεν υπήρξε Ανάσταση…

Και αποτόμως με ξύπνησαν!

«Και τι θα κάνεις, παππούλη;» με είχε ρωτήσει η κοπελίτσα «αν επιμένει να μη σ’ αγαπάει ο Θεούλης και δεν βιάζεται να σε πάρει κοντά του;» Και δυσκολεύτηκα ν’ απαντήσω όπως δυσκολεύομαι πάντα όταν με ρωτάνε παιδιά.

Από το βιβλίο-λεύκωμα του σ. αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Γιώργου Φαρσακίδη, «Αναζητώντας την Ιθάκη…Πορεία ζωής…»

* **-Αλιεύτηκαν  απ΄το αφιέρωμα της κατιούσα με τίτλο: 

Το αυτοκόλλητο-φωτο απ' την σελίδα του σ. στο f/b