Ο ΚΟΚΚΟΡΑΣ.
Είμαι που να μην ήμουνα, σας λέω για ούλα κάνω,
από μικρό η μάνα μου, μ΄έλεγε καυλαράνο.
Μ΄έλεγε καυλοράπανο, μ΄έλεγε ατακτούλη,
μετά απο χρόνια το άλλαξε, μ΄έλεγε πηδηχτούλη.
Γοφούς να βλέπω μ΄άρεσε, καθότι παιχνιδιάρης,
μια μέρα.. το΄χα μέσα μου, να γίνω καβαλάρης.
Εζήλευα τον κόκκορα, και την περιβολή του,
είχε να κάμει πράματα, με ούλες στην αυλή του.
Είχε κοτέτσι κι έτρεχε, από τη μια στην άλλη,
ο κόκκορας κατάφερε, ιδέες να μου βάλει.
Ήθελα αξιώματα, θεσήτης να διατάζω,
και με κοκκόρου διάθεση, ότι έχω να μοιράζω.
Αλήθεια νιώθω κόκκορας, μετά από τόσα χρόνια,
μα θέλω περιφέρειες, και ανάλογα πεπόνια.
Θέλω να το΄χω μπόλικο, το ξύγκι να χορτάσω,
το πιάτο μεσ΄τα μούτρα μου, εκεί μέχρι να σκάσω.
Μα ξάπλα διπλασιάζεται, φοβάμαι που να πάρει,
για δεν δουλεύεται εύκολα το κάθε μπουτουνάρι.
Όμως υπάρχει η δύναμη, κι όλα τα καταφέρνω,
για να΄μαι ακαταμάχητος, όλο και κάτι παίρνω.
Έχω πολλά αποθέματα, και βαρβατίλα βγάζω,
δεν λείπει από το σπίτι μου.. για αυτό και το μοιράζω.
Το ξέρω με ζηλεύουνε, να βλέπουν δεν αντέχουν,
για αυτό βγαίνει η κακία τσους, που έχω ότι δεν έχουν.
Εδώ μιλάει η στρατηγική, κι εγώ την εκατέχω,
δεν θέλω και αμφισβήτηση, μέχρι παράσημα έχω.
Δεν λέω.. έχω απώλειες, γκρίνιες και φαγωμάρες,
μα ούλα εφτούνα ένα πουλί, τα βλέπει σαχλαμάρες.
Ο κόκκορας δεν κρύβεται, λαλεί φοράει και μπότα,
στην εξουσία αφήνεται.. φωλιάζει η κάθε κότα.
Και εγώ είμαι ένας κόκκορας, και που δεν χαμπαριάζω,
έχω δικό μου πρόσταγμα, και όπου θέλω αδειάζω.
Όταν πλησιάζει θηλυκό, αισθάνομαι μια μέθη,
γιατί ο καλός ο μύλος μου, παιδιά ούλα τα αλέθει.