Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

Ο αγιος Αντώνης,, του Κανάκη☺

,,Διά­βο­λος όμως ο διά­βο­λος, 
του ‘φερε μπρο­στά του γυ­μνές όλες τις καλ­λο­νές της επο­χής. Ντου­βά­ρι ο Αντώ­νης.
 Τις έβαλε να θω­πεύ­ο­νται με­τα­ξύ τους. Άγιος, ο άγιος.,,
Άγιος Αντώ­νιος της ερή­μου
ΑΠΟ HERKO 

Απ’ ό,τι φαί­νε­ται πρό­κει­ται για ιστο­ρι­κό πρό­σω­πο, αλλά μ’ αυ­τούς (τους χρι­στια­νο­συγ­γρα­φείς) δεν βρί­σκεις κι άκρη.
 Κα­τα­γό­ταν από το χωριό Κόμα από πλούσιους, αλλά «χτυ­πη­μέ­νους» γονείς, που δεν τον σπού­δα­σαν για να μην τους χα­λά­σει ως χρι­στια­νός. Έτσι ο Αντώ­νης έμει­νε ξύλο απε­λέ­κη­το. Πράγ­μα που δεν τον ενο­χλού­σε, όπως δεν ενο­χλεί (πέραν ημών) και πολλά εκα­τομ­μύ­ρια που κυ­κλο­φο­ρούν σή­με­ρα.

Ο Αντώ­νης ήταν ζαβός και θε­ό­μουρ­λος (ψυ­χω­τι­κός). 
Όταν πέ­θα­ναν οι γο­νείς του έμει­νε με με­γά­λη πε­ριου­σία και μια αδερ­φή παρ­θέ­να. Πάνω εκεί νό­μι­σε πως του είπε το θε­ό­που­λο (γνω­στός και ως Χρι­στός ή Ιη­σούς) να χα­ρί­σει την πε­ριου­σία του (στην εκ­κλη­σία) και να στρου­γκά­ρει την παρ­θέ­να σε ίδρυ­μα με άλλες παρ­θέ­νες όπου «επε­δί­δο­ντο σε έργα αγά­πης», όπερ και έκανε και τρά­βη­ξε για ένα ερη­μη­τή­ριο. Εκεί βρήκε ένα μουρ­λό­γε­ρο που τον έμαθε να προ­σεύ­χε­ται και να τρώει ξερό ψωμί (ένα κομ­μά­τι κάθε με­ρι­κές μέρες).

Για κά­ποιο λόγο που δεν έχει κα­τα­στεί σαφής ως τις μέρες μας τον έβαλε στο ση­μά­δι ο διά­βο­λος. 
Εν τω με­τα­ξύ ο Αντώ­νης είχε προ­ο­δεύ­σει πολύ στην αγιο­σύ­νη και κα­τά­φε­ρε να μην τρώει ούτε το ξερό κομ­μά­τι ψωμί. Θέ­λεις απ’ την πείνα, την ζουρ­λα­μά­ρα του, ο Διά­βο­λος τον είχε από κοντά. Τι μ@λ@κ@ τον είπε που χά­ρι­σε την πε­ριου­σία του, τι για την αδερ­φή του την παρ­θέ­να, βρά­χος ο Αντώ­νης. Διά­βο­λος όμως ο διά­βο­λος, του ‘φερε μπρο­στά του γυ­μνές όλες τις καλ­λο­νές της επο­χής. Ντου­βά­ρι ο Αντώ­νης. Τις έβαλε να θω­πεύ­ο­νται με­τα­ξύ τους. Άγιος, ο άγιος. Πα­ρα­τά­ει σύ­ξυ­λο τον διά­βο­λο και χώ­νε­ται σ’ έναν ευ­ρύ­χω­ρο… τάφο. Τα «παίρ­νει» ο διά­βο­λος και του στέλ­νει φίδια, σκορ­πιούς, λύ­κους, τί­γρεις, δαί­μο­νες. Τον δα­γκώ­νουν, τον ξε­σκί­ζουν, τί­πο­τα αυτός. Άλλα θηρία, άλλα ερ­πε­τά, άλλα αρ­θρό­πο­δα.

Πάνω που πάει να του δώσει κου­του­λιά αυ­το­προ­σώ­πως ο διά­βο­λος, να σου μια αχτί­δα φωτός (θεϊ­κού) στον τάφο.

-Που ήσου­να γλυ­κύ­τα­τε θεέ μου και μου χει σπά­σει τα… θου κύριε, αυτός εδώ;

-Εδώ ήμουν Αντώ­νιε και σε πα­ρα­κο­λου­θού­σα αο­ρά­τως.

Σας τα γράφω κι ανα­τρι­χιά­ζω. Ο διά­ο­λος να ‘χει σκά­σει στα γέλια.

Εν τω με­τα­ξύ, ο Αντώ­νης πιά­στη­κε απ’ την υγρα­σία του τάφου και τρά­βη­ξε για την έρημο.
 Στο δρόμο ο διά­βο­λος του έριξε έναν αση­μέ­νιο δίσκο. Γάτα ο Αντώ­νης, το πιασε το υπο­νο­ού­με­νο (τι στο διά­ο­λο ήθελε ο δί­σκος στην έρημη έρημο;) και ανα­φώ­νη­σε:
-Πό­θεν δί­σκος εν τη ερήμω;

-Βρε αϊ στο διά­ο­λο, ακού­στη­κε ο Διά­βο­λος και του ρί­χνει μπρο­στά του άφθο­νο χρυ­σά­φι.
Εδώ υπάρ­χει και η άποψη πως το χρυ­σά­φι το ‘ριξε ο Γιαχ­βέ για να κάνει ρε­λάνς στο διά­βο­λο.

Με τα πολλά έμει­νε εί­κο­σι χρό­νια στην έρημο ο Αντώ­νης. 
Τον επι­σκέ­πτο­νταν διά­φο­ροι, άκου­γαν τις φωνές των δαι­μό­νων καθώς μαλ­λιο­τρα­βιό­ταν μαζί τους και τα χρειά­ζο­νταν.

Μετά από ένα μικρό διά­λει­μmα στην Αλε­ξάν­δρεια, ξανά στην έρημο ο άγιος. 
Πήρε και δυο καρ­βέ­λια ψωμί (ξερό). Το πήραν μυ­ρω­διά όμως οι πε­ρί­ερ­γοι κι έτρε­χαν στην έρημο. Του κου­βα­λού­σαν και καμιά φραν­τζό­λα που απ’ τον δρόμο είχε ξε­ρα­θεί. Είδε κι απο­εί­δε ο Αντώ­νης κι είπε να μην τους τα­λαι­πω­ρεί κι άρ­χι­σε να καλ­λιερ­γεί. Πήραν χα­μπά­ρι τα άγρια ζώα (της ερή­μου) το μπο­στά­νι κι ερ­χό­ντου­σαν για το σα­λα­τι­κό τους. Κάτι τους είπε για τον θεό του ο άγιος κι εκεί­να εξα­φα­νί­στη­καν.

Ένα βράδυ του έστει­λε ο διά­βο­λος όλα τα λιο­ντά­ρια της ερή­μου, αλλά ο Αντώ­νης τα κα­τα­τρό­πω­σε κι από τότε η έρη­μος δεν έχει λιο­ντά­ρια.

Τον κα­λού­σαν σε διά­φο­ρα μέρη να δίνει δια­λέ­ξεις υπέρ θεού. 
Συ­γκε­κρι­μέ­να τους έλεγε:
«Φυ­λάτ­τε­σθε, ἔλεγε, ἀπό ρυ­πα­ρούς λο­γι­σμούς καί σαρ­κικᾶς ἠδονᾶς. Μή ἀπα­τά­σθε χορ­τα­σία κοι­λί­ας, φεύ­γε­τε τήν κε­νο­δο­ξί­αν καί συνεχῶς προ­σεύ­χε­σθε».

Τι ήταν να το λέει; 
Μο­νο­μιάς πί­στευαν οι άπι­στοι κι ανα­τρί­χια­ζαν οι πι­στοί. Σε μια πε­ριο­δεία βρήκε και την αδερ­φή του, γραία πια και ηγου­μέ­νη σε μο­να­στή­ρι, αλλά εξ ίσου παρ­θέ­να.

Το 338 μ.X. τον κα­λούν ως τρα­μπού­κο στην Αλε­ξάν­δρεια ενα­ντί­ον των Αρεια­νών. 
Αφού κα­θά­ρι­σαν με τους Αρεια­νούς κα­θα­ρί­ζο­ντάς τους, έσωσε τον έναν από δύο μο­να­χούς που είχαν κο­ρα­κιά­σει με­ρι­κά χι­λιό­με­τρα μα­κριά του, στέλ­νο­ντας κά­ποιους να τους ξε­δι­ψά­σουν.
 Έπει­τα έβαλε μυαλό στον Ευ­λό­γιο που είχε πάρει σπίτι του έναν λεπρό και τον πε­ριέ­θαλ­πε, αλλά του είχε μπει ο διά­βο­λος του λε­πρού κι έβρι­ζε τον Ευ­λό­γιο. 
Αυτό κρά­τη­σε δέκα επτά χρό­νια και παρά λίγο να χ@σει την αγιο­σύ­νη του ο Ευ­λό­γιος και να πνί­ξει τον λεπρό αλλά του ‘πε μια με­γά­λη κου­βέ­ντα ο Αντώ­νης, συ­γκε­κρι­μέ­να:
«Ευ­λό­γιε, τι θέ­λεις εδώ εσύ; Τρέξε γρή­γο­ρα στην δου­λειά σου, για να μην χάσης τον μισθό δε­κα­ε­φτά ετών».
 Κι ο Ευ­λό­γιος γύ­ρι­σε πίσω και κα­λό­πια­νε τον λεπρό για να συ­νε­χί­σει να τον βρί­ζει. Σε τρεις μέρες πέ­θα­νε ο λε­πρός και σε σα­ρά­ντα ο Ευ­λό­γιος.

Ένα βράδυ που ο Αντώ­νης κα­θό­ταν στο βουνό και συ­ζη­τού­σε με τους μα­θη­τές του 
(κάτι σας θυ­μί­ζει;)
 είδε να γί­νε­ται με­γά­λη χαρά στον ου­ρα­νό, να πα­νη­γυ­ρί­ζουν οι άγ­γε­λοι και μια ολό­λευ­κη ψυχή να ανα­βαί­νει πε­ρι­χα­ρής που τα κα­κά­ρω­σε. Όλα αυτά τα ‘βλεπε μόνο ο άγιος κι οι μα­θη­τές τα χρειά­στη­καν. Για να τους ηρε­μή­σει τους είπε ότι μόλις είδε την ψυχή του Αμ­μούν να πη­γαί­νει προς… θεού της. Οι μα­θη­τές όμως που ‘ναι μεν χρι­στια­νοί αλλά όχι κι εντε­λώς κο­ρόι­δα, ανα­τρί­χια­σαν, κρά­τη­σαν σε χαρ­τά­κι τη μέρα και την ώρα που συ­νέ­βη το γε­γο­νός και μετά από τριά­ντα μέρες το επα­λή­θευ­σαν. Τότε πί­στε­ψαν ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο.

Σ’ ένα πλοιά­ριο που μπήκε κά­πο­τε του μύ­ρι­σε μια βρώμα ανή­κου­στη και βρήκε έναν φου­κα­ρά στο αμπά­ρι που τον είχαν κα­τα­λά­βει τα δαι­μό­νια και εξέ­πε­μπε αυτή τη βρώμα, 
που σή­με­ρα είναι γνω­στή ως
 πα­σο­κο­συ­ρι­ζί­λα. 
Έδιω­ξε τα δαι­μό­νια και για πολλά χρό­νια εξα­λεί­φθη­κε κι η βρώμα. 
Μετά έδιω­ξε τα ίδια δαι­μό­νια από κά­ποιον που έτρω­γε τις σάρ­κες του και στα­μά­τη­σε να τις τρώει.

Όταν τον ρω­τού­σαν πώς μπο­ρεί να ζει, χωρίς να δια­βά­ζει βι­βλία, τους απα­ντού­σε 
και τόσα δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια δεν δια­βά­ζουν, εγώ σας πεί­ρα­ξα;
Άλ­λω­στε επει­δή δεν δια­βά­ζου­με, έχου­με τον θεό μας. Και τους απο­στό­μω­νε.
Με τα πολλά απο­φά­σι­σε να πε­θά­νει 105 χρο­νών.
 Χά­ρι­σε τον μαν­δύα του στον Αθα­νά­σιο (είναι …άγιος που θα μας απα­σχο­λή­σει αύριο, μαζί με τον κολ­λη­τό του και δο­λο­φό­νο Κύ­ριλ­λο) και ζή­τη­σε να τον θά­ψουν κάπου κρυφά κι έτσι σή­με­ρα δεν έχου­με κό­κα­λα και πε­τσά­κια του να προ­σκυ­νά­με. Μετά πέ­θα­νε.

Απο­λυ­τί­κιον:
«Ο κυρ Αντώ­νης πάει και­ρός που ζούσε στην αυλή, με ένα κα­νά­τι κι ένα κρε­βά­τι και με κρασί πολύ…»


_______________________________­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­__

Στέ­λιος Κα­νά­κης Δι­δά­σκει στην επαγ­γελ­μα­τι­κή εκ­παί­δευ­ση και πα­ράλ­λη­λα δρα­στη­ριο­ποιεί­ται στο χώρο του βι­βλί­ου. Έχει γρά­ψει, υπό μορφή ημε­ρο­λο­γί­ων τα «Με τη μου­σι­κή του κό­σμου», «Οι μου­σι­κοί του κό­σμου» και «Δώ­δε­κα μήνες συν­θέ­τες». Επί­σης το «Ιερές Βλα­κεί­ες» Εμπει­ρία Εκ­δο­τι­κή 1η και 2η έκ­δο­ση – Εκ­δό­σεις Εντύ­ποις 3η και 4η και το «Η Αγρία Γραφή» Εκ­δό­σεις ΚΨΜ.
stelioskanakis@​yahoo.​gr Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕ­ΛΙΟΣ ΚΑ­ΝΑ­ΚΗΣ