Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Ανθρωπάκο Εσύ Είσαι ;;


Εσύ δεν είσαι για μια συ­γκέ­ντρω­ση. 
Δεν κά­νεις «επα­να­στα­τι­κή γυ­μνα­στι­κή». Έχεις σο­βα­ρά κι εν­δια­φέ­ρο­ντα ν’ ασχο­λη­θείς. 
Δεν σπα­τα­λιέ­σαι σε μο­νο­ή­με­ρη απερ­γία. Γι αυτό και δεν έχεις συμ­με­τά­σχει σε καμία. 
«Να χά­νεις το με­ρο­κά­μα­το για μα­λα­κί­ες»;
 «Δεν γί­νε­ται τί­πο­τα έτσι», «τι φταί­με οι υπό­λοι­ποι που μας ανα­στα­τώ­νουν», «τι κλεί­νουν το μετρό για λίγες ώρες – εμείς την πλη­ρώ­νου­με», «τι θέ­λουν κι οι για­τροί και απερ­γούν», «πρέ­πει να τα κλεί­σου­με όλα», «να βγού­με στους δρό­μους όλοι, να…».
«Οι υδραυ­λι­κοί είναι κλέ­φτες», «οι δι­κη­γό­ροι είναι απα­τε­ώ­νες», «οι μη­χα­νι­κοί είναι… λι­γό­τε­ρο μη­χα­νι­κοί», «οι δη­μό­σιοι υπάλ­λη­λοι είναι τε­μπέ­λη­δες», «να κο­πούν τα δώρα και στους ιδιω­τι­κούς».

Δεν είσαι γι αυτά εσύ. Για τα μικρά και κα­θη­με­ρι­νά. Θέ­λεις κάτι με­γά­λο! Κάτι επα­να­στα­τι­κό! Αλλά σ’ εμπο­δί­ζουν. Θέ­λεις μα… δεν κι­νεί­ται τί­πο­τα, κα­νείς δεν σ’ ακο­λου­θεί, τι να κά­νεις κι εσύ.

Αλλά και στις, σπά­νιες, πο­λυ­ή­με­ρες κι­νη­το­ποι­ή­σεις, πάλι στην απ’ όξω είσαι. Αυτές είναι… κα­θο­δη­γού­με­νες, τις κάνει το… ΚΚΕ, δεν είναι για σένα.

Απερ­γο­σπά­στης από κού­νια. Υπο­σκά­πτεις αλή­τι­κα τους αγώ­νες των συ­να­δέλ­φων σου, στέ­κε­σαι απέ­να­ντί τους, γλεί­φο­ντας τον πι­σι­νό τού αφε­ντι­κού σου και κο­μπορ­ρη­μο­νείς πα­ράλ­λη­λα. 
Αυ­θα­διά­ζεις. Κι αν κάτι κερ­δί­σουν οι άλλοι – μί­ζε­ρο και πε­ριο­ρι­σμέ­νο απ’ την απου­σία σου, το τσε­πώ­νεις ξε­διά­ντρο­πα κι εσύ. Εσύ που στά­θη­κες εμπό­διο στον αγώνα τους. 
Και κο­μπά­ζεις! Αντί να ντρέ­πε­σαι. Ή να φο­βά­σαι.

Και τρέ­χεις έξω απ’ τα μα­γα­ζιά τις Κυ­ρια­κές να χα­ζεύ­εις τις βι­τρί­νες και να τρέ­χουν τα σάλια σου. Γιατί για ν’ αγο­ρά­σεις ούτε λόγος. Ήδη έχεις κάνει το «σκατό σου πα­ξι­μά­δι». Κι όλο κό­βεις, πε­ριο­ρί­ζεις, αφαι­ρείς, στε­ρεί­σαι.

Βρί­ζεις τον για­τρό που στο 36ωρο της εφη­με­ρί­ας του δεν άφησε την ψυχή του – γιατί αυτό του ‘μεινε μόνο, στην μί­ζε­ρη, άθλια, βρο­με­ρή, πά­σχου­σα, ανω­φε­λή βιο­λο­γι­κά κι επι­βλα­βή κοι­νω­νι­κά, ελα­χι­στό­τη­τά σου.

Πε­ρι­φέ­ρεις την δύ­σμοι­ρη και θλι­βε­ρή ύπαρ­ξή σου σερ­νό­με­νος, σκυ­φτός και φο­βι­σμέ­νος. Κι όλο υπο­χω­ρείς. Κρύ­βε­σαι και ντρέ­πε­σαι. 
Ντρέ­πε­σαι για την αθλιό­τη­τά σου και μι­σείς ότι ξε­φεύ­γει απ’ αυτήν. 

Υπάρ­χει και κάτι χει­ρό­τε­ρο κι επι­μέ­νω σ’ αυτό: Άθλια, ως έζη­σες, δια­παι­δα­γώ­γη­σες τα παι­διά σου και τα ‘μαθες να σέρ­νο­νται κι αυτά, να επαι­τούν και να εκλι­πα­ρούν, αδιά­φο­ρα για το κοι­νω­νι­κό γί­γνε­σθαι και το απο­λύ­τως εχθρι­κό πε­ρι­βάλ­λον.
 Λίγο να γλεί­ψεις για να πάει ο μι­κρός φα­ντά­ρος κάπου κοντά, να πιά­σει η μικρή σερ­βι­τό­ρα κι ας της πιά­νει το αφε­ντι­κό τον κώλο, αφού πρώτα την ξε­κω­λώ­νει για 25 ευρώ. Λίγο να συρ­θείς ακόμη για μια τε­τρά­ω­ρη δου­λί­τσα στο παιδί κι όχι αγώ­νες, 
τι αγώ­νες; 
Αυτά είναι για τους βλά­κες.

Κι είναι ήδη νεκρά τα παι­διά σου. Ξο­φλη­μέ­να. Μια γενιά θυ­σια­σμέ­νη στον βωμό του κέρ­δους των αφε­ντι­κών. 
Κι όσο το παιδί σου δεν κοι­νω­νι­κο­ποιεί­ται, δεν συ­νται­ριά­ζει με τα άλλα παι­διά της τάξης του, δεν θυ­μώ­νει, δεν αγα­να­χτεί, δεν εξε­γεί­ρε­ται, δεν ορ­γα­νώ­νε­ται ενα­ντί­ον στο ζο­φε­ρό μέλ­λον που του προ­δια­γρά­φουν, τόσο θα χώ­νε­ται πιο βαθιά στον κοι­νω­νι­κό τάφο πριν τον βιο­λο­γι­κό.

Κι όμως, έχει κι άλλο για τον πάτο. Πει­νάς, διψάς, κρυώ­νεις, στε­ρεί­σαι αυ­το­νό­η­τα δι­καιώ­μα­τα και κα­τα­κτή­σεις της επι­στή­μης, της τε­χνι­κής και του πο­λι­τι­σμού. Έφτα­σες να πλέ­νε­σαι λι­γό­τε­ρο. Να μη μι­λή­σου­με για πε­ρί­θαλ­ψη και προ­λη­πτι­κή ια­τρι­κή. 
Εξευ­τέ­λι­σαν τις συ­ντά­ξεις (που ήταν δικά σου χρή­μα­τα) κι έκο­ψαν ακόμη κι αυτές της χη­ρεί­ας. 
Βάρος και στο θά­να­τό σου σε κα­τά­ντη­σαν άμοι­ρε. Θλι­βε­ρό και σι­χα­μέ­νο απο­κύ­η­μα αν­θρώ­που. Κι άντε να πε­ρά­σεις απα­ρα­τή­ρη­τος, να την βγά­λεις όπως-όπως, τι έμει­νε ακόμη; 
Σε λίγο «φεύ­γεις». Εξα­νε­μί­στη­κε η μία και μο­να­δι­κή ζωή που τους την χά­ρι­σες.

Κιν­δυ­νεύ­εις να σου φέρ­νουν τα παι­διά σου σε φέ­ρε­τρα – θύ­μα­τα κά­ποιας με­γά­λης ιδέας ή ενός εχθρού που θα χουν κα­τα­σκευά­σει τ’ αφε­ντι­κά σου. Έχει γίνει πολ­λές φορές αυτό – μέχρι την επα­να­στα­τι­κή Ρωσία τα έφτα­σαν και στα γύ­ρι­ζαν νεκρά, στα βάθη της Μι­κράς Ασίας αρ­γό­τε­ρα τα πήγαν, στην Κορέα, στην Γιου­γκο­σλα­βία απ’ όπου γύ­ρι­ζαν με καρ­κί­νους από το απε­μπλου­τι­σμέ­νο ου­ρά­νιο. 
Κοντά εί­μα­στε και σή­με­ρα.

Αλλά και οι διά­φο­ροι Πήτερ και Γιό­χαν που έφευ­γαν κά­πο­τε υπε­ρή­φα­νοι κα­λο­ζω­ι­σμέ­νοι και κορ­δω­μέ­νοι, για το τα­ξί­δι ανα­ψυ­χής – έτσι τους είχαν πα­ρα­μυ­θιά­σει, με στόχο την εξα­φά­νι­ση των «υπαν­θρώ­πων Σλά­βων» έσπει­ραν με τα κου­φά­ρια τους την Σο­βιε­τι­κή γη. 
Αφού προη­γού­με­να είχαν φρο­ντί­σει να δο­λο­φο­νή­σουν εκα­τομ­μύ­ρια Σο­βιε­τι­κούς και άλ­λους πο­λί­τες, να κά­ψουν χι­λιά­δες πό­λεις και χωριά να εξα­φα­νί­σουν εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες βιο­μη­χα­νί­ες, σπί­τια, νο­σο­κο­μεία, μου­σεία, όπε­ρες, θέ­α­τρα.
Πρό­σε­χε θλι­βε­ρέ αν­θρω­πά­κο γιατί και όλα αυτά είναι στην πόρτα σου πάλι.

Αλλά εσύ, εί­πα­με, για άλλα είσαι κι όχι γι αυτά. Αλλά το παρόν σου ανύ­παρ­κτο και των παι­διών σου το μέλ­λον ζο­φε­ρό. 
Και το τρα­γι­κό θα είναι που δεν θα ξέ­ρεις από πού και γιατί σου έρ­χε­ται.





Στέ­λιος Κα­νά­κης Δι­δά­σκει στην επαγ­γελ­μα­τι­κή εκ­παί­δευ­ση και πα­ράλ­λη­λα δρα­στη­ριο­ποιεί­ται στο χώρο του βι­βλί­ου. Έχει γρά­ψει, υπό μορφή ημε­ρο­λο­γί­ων τα «Με τη μου­σι­κή του κό­σμου», «Οι μου­σι­κοί του κό­σμου» και «Δώ­δε­κα μήνες συν­θέ­τες». Επί­σης το «Ιερές Βλα­κεί­ες» Εμπει­ρία Εκ­δο­τι­κή 1η και 2η έκ­δο­ση – Εκ­δό­σεις Εντύ­ποις 3η και 4η και το «Η Αγρία Γραφή» Εκ­δό­σεις ΚΨΜ.
stelioskanakis@​yahoo.​gr Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕ­ΛΙΟΣ ΚΑ­ΝΑ­ΚΗΣ