Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

ρε Δήμητρα: Το φαντάζεσαι ένα εκατομμύριο Κνίτες, με τους Γονείς τους..Να πάνε στον αστό και να του πουν: Τέρμα «φίλε», μέχρι εδώ ήτανε...

– γιατί τότε δεν μπο­ρεί, θ’ ακο­λου­θή­σουν και τα ρα­μο­λιά οι γο­νείς- λέμε το κέρ­δος σου να το κά­νου­με σχο­λεία, βι­βλία, νο­σο­κο­μεία, σπί­τια, δρό­μους και πλα­τεί­ες, δου­λειές για όλους και να ‘χουμε και κάτι για τα γε­ρά­μα­τα. 
Να το κά­νου­με και τέχνη, ώστε να μπο­ρεί η Δή­μη­τρα να δη­μιουρ­γεί απρό­σκο­πτα κι όχι εξαρ­τώ­με­νη από κά­ποιον πα­ρα­γω­γό, έστω κι αν είναι “έξυ­πνος”. 
Και το κοινό, εκ­παι­δευ­μέ­νο ως προς το θέ­α­τρο, να ‘χει το αντί­τι­μο να πα­ρα­κο­λου­θή­σει το έργο.
Δεν θα ‘ναι κα­λύ­τε­ρα, ρε Δή­μη­τρα; Και να ‘σαι κι εσύ μαζί μας!
Ξε­φυλ­λί­ζο­ντας” το Google, έπεσα στο Bovary.gr. 
Η Madame Bovary είναι το αρι­στούρ­γη­μα του Gustave Flaubert. Έχου­με και το σύν­δρο­μο Μπο­βα­ρύ, καθώς και τον μπο­βα­ρι­σμό.

Καμία σχέση το σάιτ με τον Φλω­μπέρ. Ομο­λο­γώ πως δεν συ­νέ­λα­βα ακρι­βώς την ταυ­τό­τη­τά του. Λίγο τι προ­στά­ζει ο Dior για τις βλε­φα­ρί­δες, τα φίνα γαλ­λι­κά εσώ­ρου­χα Eres (αυτό να το ψάξω λίγο γιατί χρω­στάω δώρο), άλλα εσώ­ρου­χα της Viktoria’s Secret, κάτι από Τζού­λια Ρό­μπερτς και Όπρα Γουίν­φρεϊ, 5 αντι­φλεγ­μο­νώ­δεις τρο­φές και άλλα τέ­τοια.

Και μια εκτε­τα­μέ­νη συ­νέ­ντευ­ξη της Δή­μη­τρας Πα­πα­δο­πού­λου.
Να ξε­κα­θα­ρί­σω κάτι απ’ την αρχή: Την Κα Πα­πα­δο­πού­λου την “πάω”. 
Μου αρέ­σει ως ηθο­ποιός, ως κει­με­νο­γρά­φος, ως σκη­νο­θέ­της. Έχω πα­ρα­κο­λου­θή­σει σχε­δόν όλες τις δου­λειές της και με τις τρεις ιδιό­τη­τες. 
Ακόμη και σή­με­ρα, αρ­κε­τές φορές, κοι­μά­μαι με επει­σό­δια από το «Σ’ αγα­πώ-μ’ αγα­πάς». Η γραφή της Δή­μη­τρας σε προϊ­δε­ά­ζει, πως λίγο πριν γρά­ψει κάτι, ήταν κρυμ­μέ­νη κάπου στο σπίτι σου κι ανα­δει­κνύ­ει, απο­τυ­πώ­νει και σχο­λιά­ζει έξοχα και με έξυ­πνο χιού­μορ την δική σου κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα.
 Και μιας, καθώς λέει στη συ­νέ­ντευ­ξη, ξε­κί­νη­σε να γρά­φει στο μά­θη­μα με την «Ιθάκη» του Κα­βά­φη, κα­τά­φε­ρε με την πο­λύ­πλευ­ρη δου­λειά της να βρί­σκει «και­νούρ­γιους τό­πους και άλλες θά­λασ­σες». Δεν φο­βή­θη­κε «τους Λαι­στρυ­γό­νας και τους Κύ­κλω­πας», επι­σκέ­φθη­κε «λι­μέ­νας πρω­τοει­δω­μέ­νους» κι «εμπο­ρεία Φοι­νι­κι­κά» κι από­κτη­σε – και πρό­σφε­ρε «καλές πραγ­μά­τειες», «σε­ντέ­φια και κο­ρά­λια, κε­χρι­μπά­ρια κ’ έβε­νους».

Και την ζωή της κι είναι σπου­δαίο αυτό, δεν την εξευ­τε­λί­ζει «μες στην πολλή συ­νά­φεια του κό­σμου, μες στες πολ­λές κι­νή­σεις κι ομι­λί­ες», δεν την εκ­θέ­τει «στων σχέ­σε­ων και των συ­να­να­στρο­φών την κα­θη­με­ρι­νήν ανοη­σία, ως που να γίνει σα μιά ξένη φορ­τι­κή».

Δια­βά­ζο­ντας από­λαυ­σα, λοι­πόν, την συ­νέ­ντευ­ξη (την οποία και συ­νι­στώ), από όπου ανα­δει­κνύ­ε­ται ένας σο­βα­ρός, ικα­νός, έξυ­πνος και με χιού­μορ, αντι­συμ­βα­τι­κός άν­θρω­πος. Ωστό­σο είχα απο­ρί­ες σε τρία ση­μεία:

«Θυ­μά­μαι, όταν είχε βρει ένα πάκο Κα­θο­δη­γη­τές της ΚΝΕ στο δω­μά­τιό μου, τους οποί­ους έπρε­πε να που­λή­σω – αλλά ντρε­πό­μουν να βαράω τις πόρ­τες και να λέω πάρτε, με ρώ­τη­σε τι κάνω, τι ψάχνω. Και του είπα ότι θέλω να αλ­λά­ξω τον κόσμο».

Για να λέμε την αλή­θεια, εδώ μπερ­δεύ­τη­κα πλή­ρως. Τι κά­να­νε ένας πάκος κα­θο­δη­γη­τές στο δω­μά­τιο της Δή­μη­τρας; Πάκος με κα­θο­δη­γη­τές; 
Τέ­τοια μο­νά­δα μέ­τρη­σης… κα­θο­δη­γη­τών, δεν την είχα υπ’ όψιν μου. 
Η αλή­θεια είναι πως συ­να­ντά κα­νείς στη ζωή του αρ­κε­τούς κα­θο­δη­γη­τές. Χρεια­ζού­με­νους και αχρεί­α­στους. 
Πολ­λοί από δαύ­τους προ­σο­μοιά­ζουν, στην προ­σκόλ­λη­ση και στην επι­μο­νή, με… ασφα­λι­στές. 
Σε κάθε εκ­δή­λω­ση και βήμα στη ζωή σου. Φύ­ο­νται πα­ντού. «Κάνε αυτό, αλλά όχι το άλλο», «Κάνε το έτσι κι όχι αλ­λιώς», «αυτό μην το κά­νεις κα­θό­λου, το άλλο κάνε το λίγο και το τρίτο από­φυ­γέ το». 
Απα­ντώ­νται σε οποια­δή­πο­τε πτυχή της κοι­νω­νί­ας. Και συ­νή­θως είναι πα­ντα­χού πα­ρό­ντες. Ανά ένας, αλλά και πε­ρισ­σό­τε­ροι. Κα­θο­δη­γη­τές αυ­τό­κλη­τοι συ­νή­θως αλλά και εντελ­λό­με­νοι. Περί πα­ντός επι­στη­τού. Κα­θο­δη­γη­τές για σο­βα­ρά ζη­τή­μα­τα, αλλά και για ψύλ­λου πή­δη­μα. 
Σο­βα­ροί, αλλά και «χέσε ψηλά κι αγνά­ντευε». Κα­θο­δη­γη­τές για την επα­νά­στα­ση (που σε τε­λευ­ταία ανά­λυ­ση είναι ανα­γκαί­οι) αλλά και άλλοι για να μην την κά­νεις. Χώρια που κα­θο­δη­γη­τής είναι μια τέχνη. Πρέ­πει να γνω­ρί­ζει, να έχει να πει, αυτό που θα πει να είναι ου­σιώ­δες, να κα­τέ­χει την τέχνη του πως να το πει και πάνω απ’ όλα να πεί­θει. Τέλος πά­ντων.

Ξέρω κά­ποιον που έχει από τους κα­λούς, τους χρεια­ζού­με­νους 5! 
Τα δύο του παι­διά που όντας στρα­τευ­μέ­να στον τα­ξι­κό αγώνα τον ενη­με­ρώ­νουν, του δί­νουν κου­πό­νια και προ­σκλή­σεις για διά­φο­ρες συ­γκε­ντρώ­σεις κι εκ­δη­λώ­σεις και θε­ω­ρούν, εν γένει, πως χρή­ζει επι­στα­μέ­νης κα­θο­δή­γη­σης, ίσως και πε­ρί­θαλ­ψης. Έχει και τον κα­θο­δη­γη­τή της απο­γευ­μα­τι­νής δου­λειάς του. Και τον άλλο της πρω­ι­νής. Κι έναν πέμ­πτο της συ­νοι­κί­ας του. Παίρ­νει κου­πό­νια απ’ όλους, πλη­ρο­φο­ρεί­ται πε­ντά­κις καθ’ εκά­στην και τρέ­χει σε πέντε ανα­λύ­σεις. Βάλτε τώρα πως, έτσι κι αλ­λιώς, γνω­ρί­ζο­ντας καλή ανά­γνω­ση ενη­με­ρώ­νε­ται κι από μόνος του, κα­τα­φέρ­νει να απο­στη­θί­ζει κάθε θέμα. 
Το εκνευ­ρι­στι­κό, απ’ ότι μου εξο­μο­λο­γεί­ται, είναι όταν παίρ­νουν, εν σειρά, τη­λέ­φω­νο για κά­ποια συ­γκέ­ντρω­ση. Ει­δο­ποιεί­ται από πέντε κι άντε να μην πάει. Έλα όμως που κα­λεί­ται να πα­ρευ­ρε­θεί σε πέντε δια­φο­ρε­τι­κές προ­συ­γκε­ντρώ­σεις ταυ­το­χρό­νως! Τε­λευ­ταία έχει βρει κόλπο να τους αντα­πο­δί­δει το βα­σα­νι­στή­ριο. Μόλις μα­θαί­νει για κάτι ή προ­λα­βαί­νει ο γρη­γο­ρό­τε­ρος κα­θο­δη­γη­τής, παίρ­νει τους υπό­λοι­πους αυτός και τους… ει­δο­ποιεί.

Για να επα­νέλ­θω όμως, σε δω­μά­τιο και μά­λι­στα ένα πάκο από κα­θο­δη­γη­τές, δεν είχα ακού­σει ποτέ. Όσο με­γά­λο και να ‘ναι το δω­μά­τιο, πόσοι να μα­ζευ­τούν; Και γιατί; Και σε… πάκο, τι θα πει;
Άρα, κάτι άλλο συ­νέ­βαι­νε. Μετά από πο­λύ­ω­ρη σκέψη κα­τέ­λη­ξα πως η Δή­μη­τρα, ορθώς, ανα­φέρ­θη­κε σε πάκο από «Οδη­γη­τές» αλλά η συ­νε­ντευ­ξιά­ζου­σα αγνο­ώ­ντας εξ ολο­κλή­ρου τον έναν αλλά και τους πε­ρισ­σό­τε­ρους Οδη­γη­τές, κάτι έπια­σε σε …δη­γη­τές, ΚΝΕ είναι θα σκέ­φτη­κε, κό­τσα­ρε το «κα­θο­δη­γη­τές», που προ­φα­νώς τους φα­ντά­ζε­ται ως κάτι που πα­κε­τά­ρε­ται κι ησύ­χα­σε.

Πρέ­πει να έγινε, πε­ρί­που, όπως με τον κα­πε­τά­νιο και το κουφό τζίνι: 
Απε­λευ­θέ­ρω­σε το τζίνι ο κα­πε­τά­νιος κι αυτό του ζή­τη­σε να του πραγ­μα­το­ποι­ή­σει μιαν ευχή. Είπε την ευχή ο κα­πε­τά­νιος, αλλά κουφό το τζίνι – πα­ρά­κου­σε κι έτσι βρέ­θη­κε με… μού­τσο 50 εκα­το­στά.

Όσο για το ότι ντρε­πό­ταν, το έχω ζήσει κι εγώ. Την πρώτη φορά που βγήκα για Οδη­γη­τή στον Ταύρο – ήταν ’75, είχα τόσο τρακ και συ­στο­λή που δεν άκου­γα τη φωνή μου. Την όλη κα­τά­στα­σή μου επι­βά­ρυ­νε το ότι, στη γει­το­νιά που μου έλαχε, θα χτυ­πού­σα και στην Αρ­γυ­ρού­λα, που ‘ταν ο με­γά­λος μου αλλά – φευ ανι­κα­νο­ποί­η­τος έρω­τας, από την εποχή του… κα­τη­χη­τι­κού. Όχι πως ήμουν χρι­στια­νός, αλλά μια που πή­γαι­νε αυτή ακο­λού­θη­σα κι εγώ – μα­ταί­ως όμως.

Δυ­στυ­χώς, καθώς ετοι­μα­ζό­μουν να μπω στην εί­σο­δο της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας της Αρ­γυ­ρού­λας φορ­τω­μέ­νος με τους Οδη­γη­τές, τα άγχη μου και τις συ­στο­λές μου, με στα­μά­τη­σε εκεί­νος ο… συ­μπα­θής κύ­ριος που με πα­ρα­κο­λου­θού­σε από ώρα κι έφαγα ένα τρί­ω­ρο στην Ασφά­λεια. Από τότε θύ­μω­σα και δεν ξα­να­ντρά­πη­κα. Μπορώ να πω μά­λι­στα, πως η νε­ο­λαι­ί­στι­κη εφη­με­ρί­δα, στά­θη­κε πραγ­μα­τι­κός οδη­γη­τής στο δρόμο μου. Αλλά με ξα­νά­πια­σαν Την επό­με­νη βδο­μά­δα βγή­κα­με για αφι­σο­κόλ­λη­ση κι εγώ φύ­λα­γα τσί­λιες. Αφαι­ρέ­θη­κα όμως, χα­ζεύ­ο­ντας κάπου κι όταν μας την έπεσε το πε­ρι­πο­λι­κό, δεν σφύ­ρι­ξα ως όφει­λα. Πάλι μέσα και μετά οι σύ­ντρο­φοι με απέ­φευ­γαν ως «γκα­ντέ­μη».

«Αν αλ­λά­ξου­με εμείς θα ‘χει και μια ελ­πί­δα ο κό­σμος. Κι αν το κάνει αυτό ο κα­θέ­νας μας και επα­να­στα­τή­σει απέ­να­ντι στην κα­θε­στη­κυία τάξη, που μας κρα­τά­ει κάτω, θα μι­λού­σα­με για έναν άλλον κόσμο».

Καλά κάνω και τη συ­μπα­θώ. Αλ­λα­γή, επα­νά­στα­ση και μά­λι­στα απέ­να­ντι στην κα­θε­στη­κυία τάξη. «Το ‘χει»! Αλλά κατά μόνας! 
Πώς μπο­ρεί να γίνει αυτό; Θα πη­γαί­νου­με με τη σειρά σε κάθε εκ­πρό­σω­πο της αστι­κής τάξης και θα επα­να­στα­τού­με… αρ­κού­ντως.
 Και ποιος θα κα­θο­ρί­ζει τη σειρά; Και με τι σειρά προ­τε­ραιό­τη­τας; 
Αν πάμε αλ­φα­βη­τι­κά άντε να ‘ρθει το «Κ». 
Μπα! Κα­λύ­τε­ρα θα ‘ναι να επι­λε­γού­με με μέ­τρη­ση του τα­ξι­κού μας μέ­νους. Τότε μάλ­λον θα προη­γη­θώ κατά με­ρι­κές χι­λιά­δες. Αλλά και ποιος και πώς θα το με­τρή­σει; 
Και πώς θ’ αλ­λά­ξου­με εμείς αν δεν αλ­λά­ξει αυτό που μας έφτια­ξε τέ­τοιους, για να μην πω και χει­ρό­τε­ρους; Να θυ­μη­θώ άμα την γνω­ρί­σω, να την ρω­τή­σω.

«Από την ΚΝΕ έφυγα άρον-άρον. Στα 22 μου ήξερα ότι δεν πάει από εκεί ο δρό­μος και δεν ξα­να­πή­γα σε νε­ο­λαί­ες».

Εγώ πάλι, έμει­να. Πέ­ρα­σαν τα χρό­νια και σή­με­ρα – έξι χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος από την Δή­μη­τρα (δη­λα­δή, πάντα ήμουν έξι χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρός της), 
θεωρώ πως αν δεν είχε υπάρ­ξει η ΚΝΕ θα έπρε­πε να την ανα­κα­λύ­ψου­με
Να φα­ντα­στεί­τε, πως θα ‘πρεπε όλα τα παι­διά να φοι­τούν σώ­κλει­στα για ένα διά­στη­μα σ’ αυτήν. 
Βέ­βαια μπο­ρεί κά­ποια να έβγαι­ναν… Λο­βέρ­δοι και Κα­τρού­γκα­λοι, αλλά τα πολλά θα σω­θούν και που ξέ­ρεις; 
Μπο­ρεί αρ­γό­τε­ρα να σώ­σουν και τους υπό­λοι­πους. 

Το φα­ντά­ζε­στε ένα εκα­τομ­μύ­ριο Κνί­τες 
(καλά λέμε και καμιά μ@λ@κί@) 
με τους γο­νείς τους – γιατί τότε δεν μπο­ρεί, θ’ ακο­λου­θή­σουν και τα ρα­μο­λιά οι γο­νείς, να πάνε στον αστό και να του πουν: Τέρμα «φίλε», μέχρι εδώ ήτανε, λέμε το κέρ­δος σου να το κά­νου­με σχο­λεία, βι­βλία, νο­σο­κο­μεία, σπί­τια, δρό­μους και πλα­τεί­ες, δου­λειές για όλους και να ‘χουμε και κάτι για τα γε­ρά­μα­τα. 
Να το κά­νου­με και τέχνη, ώστε να μπο­ρεί η Δή­μη­τρα να δη­μιουρ­γεί απρό­σκο­πτα κι όχι εξαρ­τώ­με­νη από κά­ποιον πα­ρα­γω­γό, έστω κι αν είναι “έξυ­πνος”. 
Και το κοινό, εκ­παι­δευ­μέ­νο ως προς το θέ­α­τρο, να ‘χει το αντί­τι­μο να πα­ρα­κο­λου­θή­σει το έργο.
Δεν θα ‘ναι κα­λύ­τε­ρα, ρε Δή­μη­τρα; Και να ‘σαι κι εσύ μαζί μας!