Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Οι Έλληνες στην Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση:


(Α' μέρος: Προεπαναστατική περίοδος)

,,Ο «ελληνισμός της Ρωσίας», δεν υπήρξε καθόλου ένα ενιαίο και ομοιογενές σύνολο, μια «εθνική κοινότητα» με «κοινά συμφέροντα» στη βάση του τόπου καταγωγής. 
Τουναντίον, χαρακτηριζόταν από έντονες και ασυμφιλίωτες ταξικές διαφορές και αντιθέσεις, από σχέσεις εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου,, 

O Ωρίων Αλεξάκης

Κατά κανόνα, όταν συναντάμε αναφορές για τους Ελληνες της προεπαναστατικής Ρωσίας στην αστική ιστοριογραφία, αυτές περιορίζονται σε μια μειοψηφία εμπόρων, εφοπλιστών, βιομηχάνων και τραπεζιτών, που ανέπτυξαν ιδιαίτερη δυναμική, πλούτο και επιρροή έως και τις αρχές του 20ού αιώνα. 
Στις παραπάνω - ως επί το πλείστον ωραιοποιημένες - αναφορές, βεβαίως, δεν χωρούν οι «αφανείς» άνθρωποι του μόχθου ή οι σκληρές συνθήκες εκμετάλλευσής τους. 
Οι βαθύτατες ταξικές αντιθέσεις μεταξύ αστών και προλετάριων χαρακτήρισαν τις ελληνικές κοινότητες της ρωσικής αυτοκρατορίας.
 Καθώς δε τα γεγονότα εξελίσσονταν προς την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, οι αντιθέσεις αυτές θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο ως προς τη στάση των μεν και των δε απέναντι στην Επανάσταση.


Αστοί και προλετάριοι

«Οι Ελληνες», αναφέρει ο Ε. Παυλίδης (μέλος ενός εκ των μεγαλύτερων εμπορικών οίκων και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας της Οδησσού το 1917), «υπήρξαν μεταξύ των πρώτων βιομηχάνων εν Ρωσία (...) Ελληνες ευρίσκοντο εις την πρώτην γραμμήν της Αρχηγίας του Ρωσικού Στρατού και των Οικονομικών Υπηρεσιών. 
Ελληνες κατείχον το προνόμιον της εκμεταλλεύσεως των περιωνύμων μεταλλείων αργύρου του Καυκάσου μέχρι και της εποχής του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. 
Εις δε την περιφέρειαν Τσιατούρας - Πότι 
Ελληνες ως επί το πλείον κατείχον και εξεμεταλλεύοντο τα μεταλλεία μαγγανίου (...) Μέχρι των αρχών του παρελθόντος αιώνος κανείς δεν ετόλμα να διαμφισβητήση από τους Ελληνας της Νοτίου ιδία Ρωσίας τα πρωτεία εις το εμπόριον και την οικονομικήν κίνησιν».

Αυτοί όμως δεν αποτελούσαν παρά μια χούφτα μεταξύ των Ελλήνων της Ρωσίας. 

Σύμφωνα με τις επίσημες απογραφές του τσαρικού κράτους, οι ελληνικοί πληθυσμοί στα τέλη του 19ου αιώνα ανέρχονταν σε 207.536 (αριθμός που αυξήθηκε την περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, κυρίως λόγω των προσφυγικών ροών από τον Πόντο). 
Οι περισσότεροι εξ αυτών ήταν άνθρωποι του μόχθου, που κατέφυγαν εκεί από ανάγκη, είτε ως πρόσφυγες εθνικών διώξεων και πολέμων 
είτε ως οικονομικοί μετανάστες («με τις αποσκευές τους στη ράχη»).

Ρωσία - Οδησσός: Απεργία φορτοεκφορτωτών, Μάρτης 1905

Οι Ελληνες πύκνωσαν τις γραμμές της νεαρής - αλλά γοργά αναπτυσσόμενης - εργατικής τάξης της ρωσικής αυτοκρατορίας, εργαζόμενοι ως χτίστες, λιμενεργάτες, εργάτες στην κατασκευή δρόμων και σιδηροδρομικών γραμμών, στα μεταλλεία της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου, στα ανθρακωρυχεία της Ουκρανίας, στον επισιτισμό, κ.λπ. 

Το παλαίμαχο στέλεχος του Κόμματος των Μπολσεβίκων Α. Μικογιάν θα γράψει για την «ανεξάλειπτη εντύπωση» που του έκαναν οι άθλιοι όροι εργασίας και ζωής των εργατών στο χημικό εργοστάσιο χαλκού Αλαβέρντ (Αρμενία), όπου «εργάτες ορυχείου ήταν κατά κανόνα Ελληνες».

Η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη μεταξύ των αγροτών και εργατών γης (που αποτελούσαν και την πλειοψηφία των Ελλήνων της Ρωσίας). 
Εργαζόμενοι συχνά «σε συνθήκες δουλοπαροικίας» από την ανατολή έως τη δύση του ήλιου, από παιδιά ακόμη (7 - 8 χρόνων ή και μικρότερα), οι Ελληνες αγρότες και εργάτες γης υπόκειντο στην πιο άγρια εκμετάλλευση των Ρώσων - αλλά και ομοεθνών τους - μεγάλων γαιοκτημόνων.

«Πριν από την Επανάσταση», έγραφαν οι Ελληνες αγρότες του χωριού Δροσιά, «δεν είχαμε δική μας γη. Την περισσότερη γη του χωριού μας, 500 εκτάρια (5.000 στρέμματα), την είχε ο τσιφλικάς Μπαγαρτσούκωφ. 
Σ' αυτόν πληρώναμε για νοίκι της γης 25 ρούβλια το εκτάριο, δηλαδή τα 50% σχεδόν του εισοδήματός μας. Η ζωή μας ήταν άθλια». «Τα σπίτια μας», έγραφαν οι Ελληνες αγρότες του χωριού Μερτσάν, «ήταν φτιαγμένα από καλάμια. Αντί παπούτσια, φορούσαμε γουρουνοτσάρουχα. Τρεφόμασταν με ψωμί και νερό».

Ο «ελληνισμός της Ρωσίας», λοιπόν, δεν υπήρξε καθόλου ένα ενιαίο και ομοιογενές σύνολο, μια «εθνική κοινότητα» με «κοινά συμφέροντα» στη βάση του τόπου καταγωγής. Τουναντίον, χαρακτηριζόταν από έντονες και ασυμφιλίωτες ταξικές διαφορές και αντιθέσεις, από σχέσεις εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου. 
«Ο "ελληνισμός της Ρωσίας", σαν αναπόσπαστο κομμάτι μέσα στο καθεστώς των Ρώσων γαιοκτημόνων και καπιταλιστών, ζούσε τη ζωή του καθεστώτος αυτουνού, ακολουθούσε τις βαθιές ταξικές διαφορές
 και έλαβε μέρος τόσο στην προεπαναστατική ταξική πάλη, όσο και στην Επανάσταση την ίδια και στον μετεπαναστατικό αδιάκοπο ταξικό αγώνα. 
Μέσα στην αυλή ακόμα του τσάρου υπήρχαν ελληνικά φεουδαρχικά στοιχεία, στο τσαρικό στρατό Ελληνες αξιωματικοί και στρατηγοί και μέσα στην καπιταλιστική τάξη σημαντικοί Ελληνες κεφαλαιοκράτες (...) που έφταναν να παίζουν σοβαρό ρόλο. 
Τα στοιχεία αυτά εκμεταλλεύονταν φυσικά όλους τους εργαζόμενους που έπεφταν στα χέρια τους, χωρίς να ενδιαφέρονται για την εθνικότητά τους, αλλά με ιδιαίτερη προτίμηση τους ίδιους τους Ελληνες εργάτες και υπαλλήλους».

Και βεβαίως είχαν ιδιαίτερη προτίμηση στους ομοεθνείς τους εργαζόμενους γιατί κατάφερναν καλύτερα να «μεταμφιέζουν» την ταξική τους εκμετάλλευση πίσω από την «κοινότητα του έθνους» (που δήθεν συνεπαγόταν «κοινά συμφέροντα» και «κοινό πεπρωμένο»). 

«Μέσω των διαφόρων "παροικιών" και των "ορθόδοξων ελληνικών κοινοτήτων", που κρατούσαν πάντα τα κεφαλαιοκρατικά στοιχεία στα χέρια τους (...) μέσω των ελληνικών εκκλησιών, που υπήρχαν παντού, των πατριωτικών βιβλιοθηκών, σχολείων και θεατρικών παραστάσεων, κατόρθωναν να κρατούν κάτω από την ιδεολογική τους επιρροή την πλειοψηφία των εργαζομένων».
 Ετσι, προσπαθούσαν να μετατρέψουν τη φτωχολογιά σε «ένα υποτακτικό κοπάδι για άρμεγμα, κατά πρώτο λόγο» από τους ίδιους, δηλαδή «από τους "ομογενείς"» αστούς.

«Πολλοί», μάλιστα, «απ' αυτούς τους "ομογενείς" βιομήχανους, εμπόρους, ναυτικούς, πράκτορες και ειδών ειδών επιχειρηματίες 
έφερναν από την Ελλάδα ή την Τουρκία δικούς τους "πατριώτες" (μέσα στους οποίους ήταν σκορπισμένοι επίτηδες και δικοί τους συγγενείς), αγράμματους και χαμένους μέσα στην ξένη χώρα, αν άφηναν τον "ευεργέτη" τους. 
Ετσι, οι "πατριωτικές" αυτές επιχειρήσεις, στηριζόμενες στην πιο άγρια εκμετάλλευση, εξελίσσονταν στους μεγάλους καπιταλιστικούς οργανισμούς των Ελλήνων της Ρωσίας».

Το «εθνικό», ως μέσο «θόλωσης» των διαμετρικά αντίθετων ταξικών συμφερόντων και επιδιώξεων των Ελλήνων εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων, επιστρατεύτηκε με ιδιαίτερη ένταση σε περιόδους όξυνσης της ταξικής πάλης ως «αντίδοτο» στον μπολσεβικισμό - ειδικά την περίοδο της Επανάστασης και του ταξικού εμφύλιου πολέμου.

Οι Ελληνες στους ταξικούς αγώνες πριν από την Επανάσταση

Οπως, όμως, «οι Ελληνες εκμεταλλευτές στρογγυλοκαθισμένοι μέσα στο τσαρικό κράτος, που ήταν και κράτος τους, έκαναν τη δουλειά τους», έτσι «και οι Ελληνες εργαζόμενοι έκαναν τη δική τους. Οι εργάτες, αρκετά χρόνια ακόμα πριν από την Επανάσταση, πήραν δραστήριο μέρος σε απεργίες και σε μαζικές εκδηλώσεις στο πλευρό των Ρώσων συντρόφων τους».

Ο Ιωάννης Χιώτης (εργάτης από το Νοβοροσίσκ) ήρθε σε επαφή με την παράνομη οργάνωση του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος της Ρωσίας στο Βατούμ το 1903 και το επόμενο έτος εντάχθηκε στις γραμμές του. 
Κατόπιν εστάλη με κομματική αποστολή στο Σοχούμ προκειμένου να συνδράμει την ανάπτυξη εκεί του επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης.

Λίγο αργότερα εντάχθηκε στο επαναστατικό κίνημα και ο Ηρακλής Μεταξάς (από το Βατούμ). 
Η συμμετοχή του στις μαθητικές κινητοποιήσεις την περίοδο της Επανάστασης του 1905 - 1907 τον έβαλε στο στόχαστρο της αστυνομίας, αναγκάζοντάς τον να διαφύγει στην Οδησσό. 
Το 1908 έγινε μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων, αναλαμβάνοντας μια σειρά από αποστολές, «οργώνοντας» την αχανή χώρα για την υπόθεση του σοσιαλισμού: 
Από τη Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν έως τα Ουράλια (Τιφλίδα, Γιαντζέ, Νοβοροσίσκ, Αντλερ, Τουαψέ, Πιατιγόρσκ, Εσεντουκί, Ούφα, κ.ά.). Αρχές του 1913, ο Η. Μεταξάς μετέβη στο Μπακού και εντάχθηκε στην τοπική οργάνωση του Κόμματος των Μπολσεβίκων, αναπτύσσοντας δράση σε όλη την περιοχή του Καυκάσου.

Ο Ωρίων Αλεξάκης (από την Μπαλακλάβα της Σεβαστούπολης) ήρθε σε επαφή με τη μαρξιστική φιλολογία σε ηλικία 14 ετών μετέχοντας σε κύκλους μαθητών, εργατών και ναυτών. Στις αρχές του 1917 πρωτοστάτησε στην οργάνωση των μαθητών σε επαναστατική κατεύθυνση, ενώ αμέσως μετά τη δημοσίευση των «Θέσεων του Απρίλη» του Λένιν έγινε μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων, δίνοντας αγώνα για τη σύνδεση της πάλης της νεολαίας με τον επαναστατικό αγώνα της εργατιάς. 
«Απευθυνόμαστε σε σένα, εργατική νεολαία», έγραφε μέσα από τις στήλες της «Ιζβέστια» του Σοβιέτ της Σεβαστούπολης, «και σε καλούμε να ενωθείς. Εσένα καλούμε πρώτα πρώτα να προσχωρήσεις στη σοσιαλιστική ένωση της νεολαίας. Χρέος σου είναι να την υποστηρίξεις, γιατί σκοπός της είναι η ανάπτυξη της ταξικής αυτοσυνείδησης και της προλεταριακής αλληλεγγύης, των απαραίτητων αυτών όρων για την επιτυχή πάλη του προλεταριάτου κατά της αστικής τάξης, για την πραγμάτωση των ιδεών του σοσιαλισμού...». 
Η επαναστατική οργάνωση της νεολαίας (που ιδρύθηκε τον Ιούλη του 1917) ξεπέρασε γρήγορα τα 300 μέλη.

Και άλλοι Ελληνες διέγραψαν τα πρώτα τους βήματα στην επαναστατική πάλη μέσα από τις γραμμές του μαθητικού κινήματος. 
Οπως ο Κωνσταντίνος Σεμερτζίεφ (από το Βατούμ), που εντάχθηκε στην παράνομη κομμουνιστική δουλειά ως μαθητής (έγινε μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων λίγο πριν από τον πόλεμο). 
ή ο Ανδρέας Φιοντόροφ (από τη Μαριούπολη), ο οποίος αποβλήθηκε από το Γυμνάσιο για συμμετοχή σε απεργία των μαθητών κατά την Επανάσταση του 1905 - 1907 (έγινε μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων το 1920).

Αλλοι, όπως ο Παρασκευάς Αϊντίνοφ (εργάτης γης από τα 12 του χρόνια στην Τσάλκα της Γεωργίας), ήρθαν σε επαφή με τις επαναστατικές ιδέες και το πρόγραμμα των Μπολσεβίκων όντας στρατιώτες στα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου.

Πρωτοπόροι στην ανάπτυξη της επαναστατικής πάλης, βεβαίως, υπήρξαν οι Ελληνες εργάτες. 
Από Ελληνες κομμουνιστές συγκροτήθηκε π.χ., το Μάη του 1917, στο Βατούμ, 
το Τμήμα Ελλήνων Εργατών και Υπαλλήλων, με Γραμματέα τον Νίκο Αναστασιάδη (από την Τραπεζούντα, κατόπιν Γραμματέα του τοπικού Ελληνικού Τμήματος του Κομμουνιστικού Κόμματος) και όργανο τη «Χαραυγή», την πρώτη ελληνόγλωσση κομμουνιστική εφημερίδα της Ρωσίας. 
Στο Σοβιέτ των Εργατών Αντιπροσώπων της Οδησσού εκλέχθηκαν παραμονές της Επανάστασης (Σεπτέμβρης 1917) 5 Ελληνες.

Μεταξύ των Ελλήνων κομμουνιστών εργατών που διώχθηκαν για τη δράση τους ήταν και ο Βλαδίμηρος Παπαδόπουλος, που φυλακίστηκε 3 χρόνια για τη συνδικαλιστική του δράση (1914 - 1917).

Στις σκληρές ταξικές μάχες που προηγήθηκαν της Οκτωβριανής Επανάστασης μετείχαν, τέλος, και πολλές Ελληνίδες, 
όπως η Παρασκευή Γεωργάζη (που έλαβε ενεργό μέρος στην Επανάσταση του 1905) και η δασκάλα Μαρία Βαλλιανού (μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων από το 1914).

Ολοι αυτοί - και άλλοι πολλοί - αποτέλεσαν μέρος της επαναστατικής μαγιάς, 
που τον Οκτώβρη του 1917 έκανε πράξη την «έφοδο στον ουρανό», διεκδικώντας - και κατακτώντας - μαζί με τους Ρώσους εργάτες και αγρότες τη δική τους εξουσία.