Σάββατο 29 Απριλίου 2017

H Zωή της Ελληνίδας στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου:



,,Το λαϊκό μας τραγούδι ξεπήδησε από μια ανάγκη, γι’ αυτό είναι αληθινό, γι’ αυτό εξελίχθηκε. 
Πρέπει όμως ν’ αδειάσεις ψυχή και πνεύμα για να το πιάσεις. 
Πρέπει να ζυμωθείς με το λαό, να ζήσεις τους καημούς του. 
Γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα και ύστερα με τεχνική. 
Κι έτσι μόνο μας αναστατώνει, μας βάζει σε κίνηση, μας προβληματίζει,,

Η γυναίκα που βάλθηκε να σπάσει το ανδρικό κατεστημένο του λαϊκού πάλκου, με την περιπετειώδη ζωή και την απαράμιλλη πένα της, έζησε από πρώτο χέρι τις τραυματικές εμπειρίες του ξεριζωμού από τη Μικρά Ασία και την προσφυγιά.

Αντισυμβατικός και επαναστατικός νους από μικρή, η νεαρή δασκάλα αποφασίζει να γίνει ηθοποιός, κόντρα στα συντηρητικά ήθη της εποχής, γράφοντας ταυτοχρόνως ποιήματα και σκαρώνοντας στίχους, μια ενασχόληση που θα τη μετέτρεπε σύντομα σε μια από τις κορυφαίες στιχουργούς που γνώρισε ποτέ ο τόπος!

Με τον Τσιτσάνη «δάσκαλό της στον στίχο», όπως το έλεγε η ίδια, η Παπαγιαννοπούλου θα μας χαρίσει αλησμόνητες επιτυχίες, όπως «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Είμαι αετός χωρίς φτερά», «Γυάλινος κόσμος», «Είμαστε αλάνια», «Όνειρο απατηλό» και τόσα και τόσα μνημειώδη άσματα του λαϊκού μας πενταγράμμου.

Η μανιώδης χαρτοπαιξία της ωστόσο και η έλλειψη επιμέλειας στη διεκδίκηση της πατρότητας των στίχων της, τους οποίους πουλά με το σωρό για να βγάζει τα προς το ζην, σύντομα θα τη φέρουν σε ρήξη με τους κορυφαίους συνθέτες της εποχής, με τη ζωή να της επιφυλάσσει μεγάλες δοκιμασίες και τραγικά συμβάντα, όπως την απώλεια της κόρης της.

Αυτή ήταν όμως η σπουδαιότερη γυναίκα στιχουργός της Ελλάδας, η Μικρασιάτισσα που πλούτισε την ελληνική μουσική με στίχους αθάνατους, μια προσωπικότητα που δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την αναγνώριση του έργου της και την είσπραξη των οφειλόμενων δικαιωμάτων. 
Παρά την επιτυχία λοιπόν της δουλειάς της, η ίδια θα πεθάνει στην ψάθα και το όνομά της δεν θα φιγουράρει δίπλα στα θρυλικά πνευματικά της παιδιά.
Η λαϊκή μας ιστορία θα αποκαθιστούσε ωστόσο αργότερα τη «γριά που πουλούσε τα τραγούδια της για πενταροδεκάρες» για να ικανοποιεί το χαρτοπαικτικό της πάθος, μια γυναίκα μποέμισσα που έζησε με πάθος και υπηρέτησε με την ίδια δυναμική τη μεγάλη της αγάπη: τους στίχους που έγιναν σουξέ και δόξασαν συνθέτες και τραγουδιστές.

«Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. 
Από κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δεν θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω, υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα», δήλωνε σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1960.

«Μας γέλασες παλιοζωή /
 μας γέμισες ελπίδες / 
μα στις βαθιές ρυτίδες / 
το δάκρυ μας κατρακυλά /
 Νύχτα πέρασε το τραίνο /
 και το χάσαμε /
 κάπου θέλαμε να πάμε /
 μα δε φτάσαμε», 
έγραφε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στο ακυκλοφόρητο «Νύχτα πέρασε το τραίνο» του Μάνου Λοΐζου, σε έναν στίχο που συμπυκνώνει μια ζωή δημιουργίας, πάθους και προσωπικών τραγωδιών…

Πρώτα χρόνια

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου γεννιέται πιθανότατα το 1893 (σύμφωνα με το δελτίο της αστυνομικής της ταυτότητας) στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας ως Ευτυχία Χατζηγεωργίου-Οικονόμου (αργότερα Νικολαΐδου). Για τα παιδικά της χρόνια δεν είναι και πολλά γνωστά, παρά μόνο ότι βίωσε από πρώτο χέρι τη φρίκη της μικρασιατικής καταστροφής και τον ξεριζωμό του ελληνισμού, καταφθάνοντας στην Ελλάδα το 1922 με πτυχίο δασκάλας ανά χείρας.

Το 1922 θα βρει λοιπόν την οικογένεια της Παπαγιαννοπούλου, αυτή, τον σύζυγό της, τις δύο κόρες της αλλά και τη μητέρα της στην Αθήνα, με την ίδια να μην εργάζεται βέβαια ποτέ ως εκπαιδευτικός, καθώς μέχρι τότε την είχε κερδίσει το σανίδι.

Η θεατρίνα δούλεψε με διαλείμματα σε περιπλανώμενα μπουλούκια από το 1926-1942, οργώνοντας την ελληνική επαρχία και φτάνοντας μάλιστα κάποια στιγμή να συνεργαστεί και με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Στην προσωπική της ζωή, ο γάμος με τον πρώτο της σύζυγο διαλύεται αυτή την εποχή, κυρίως λόγω της κοινωνικής κατακραυγής για το επάγγελμά της…

Από θεατρίνα, στιχουργός

Η αγάπη της όμως για τους στίχους και τα ποιήματα έκαναν από νωρίς την εμφάνισή τους. Στην άγνωστη πτυχή της ζωής της, η Παπαγιαννοπούλου εκδίδει την ποιητική συλλογή «Πνοές» το 1931 (εξαντλημένη έκδοση), ενώ λόγος γίνεται και για δεύτερο ποιητικό πόνημα, το «Φλογέρα και άρπα», το οποίο ωστόσο χάθηκε στη λήθη του χρόνου.

Ταυτόχρονα με το ποιητικό έργο, άρχισε να σκαρώνει στιχάκια, τα οποία συνήθιζε μάλιστα να γράφει σε πακέτα τσιγάρων, πριν καθαρογράψει στο χαρτί. Η ενασχόλησή της πάντως με τη στιχουργική σε επαγγελματικό επίπεδο άρχισε σε μεγάλη ηλικία, με την Παπαγιαννοπούλου να εμπιστεύεται σε συνθέτες στίχους για ρεμπέτικα τραγούδια έχοντας πλέον περάσει το 50ό έτος της ηλικίας της.

Αν και η πρώτη της επαφή με το τραγούδι έγινε κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’40, ενώ λίγο αργότερα ήρθε και η δισκογραφία, με τη Μαρίκα Νίνου να μεσολαβεί και να γνωρίζει τη Μικρασιάτισσα στον Τσιτσάνη. 
Τα δυο πρώτα τραγούδια που του έγραψε ήταν τα «Στο παλιόσπιτο ετούτο» και «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι».

Η επιτυχία των στίχων κάνουν τον Τσιτσάνη να αγοράσει κι άλλα τραγούδια της, με το όνομά της να ακούγεται στην αγορά και πολλοί συνθέτες να τη βλέπουν ως φλέβα χρυσού: Μανώλης Χιώτης, Απόστολος Καλδάρας, Στέλιος Χρυσίνης, Κώστας Καπλάνης, Μπάμπης Μπακάλης, Στέλιος Καζαντζίδης κ.ά.
Το όνομά της απουσιάζει όμως συστηματικά από τους δίσκους, ενώ για πνευματικά δικαιώματα ούτε λόγος. Μόνο αργότερα, πολύ αργότερα, 
ο Μάνος Χατζιδάκις θα βάλει για πρώτη ίσως φορά (με εξαίρεση τον Καλδάρα) 
το όνομά της δίπλα από τους στίχους που του εμπιστεύτηκε στο «Είμ’ αϊτός χωρίς φτερά». Ήταν η περίοδος που συνεργάστηκε με τους «έντεχνους» Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, Μούτση κ.ά.

Η Παπαγιαννοπούλου «εξαναγκάστηκε» σαφώς να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη στιχουργική καθώς το μεγάλο της πάθος, η χαρτοπαιξία, καλούσε σε οικονομική ανακούφιση από τη χασούρα. 
Το ίδιο μάλιστα πάθος θα φέρει αναστάτωση στο σπιτικό που έφτιαξε με τον δεύτερο σύζυγό της, όταν η ίδια το έσκαγε κρυφά τη νύχτα για να τα χάσει όλα στα χαρτιά. 
Άρχισε λοιπόν να «σκοτώνει» τα στιχάκια της για να έχει λεφτά για την «τσόχα», όπως την αποκαλούσε, χωρίς να νοιάζεται ούτε για καριέρα ούτε για υστεροφημία. Για ένα κομμάτι ψωμί προμήθευε αφειδώς τους μεγάλους συνθέτες με αξέχαστους στίχους, τροφοδοτώντας έτσι την ελληνική μουσική με μνημειώδη τραγούδια…

Πάντως, για την ίδια η χαρτοπαιξία ήταν και ένα είδος καταφύγιου μετά τον θάνατο της κόρης της, Μαίρης (1960). Τσακισμένη από την τραγική απώλεια, βρίσκει τη μόνη παρηγοριά στο χαρτί. Δύο χρόνια μάλιστα πρωτύτερα, είχε γράψει το προφητικό -θα έλεγε κανείς- τραγούδι «Δύο πόρτες έχει η ζωή»: 
«Μέσα σε αυτό το τραγούδι, ένιωσα για πρώτη φορά την οδύνη, σαν χάνεις μια αγαπημένη ύπαρξη και ύστερα μένεις μόνη. Σε αυτούς τους στίχους έχω κλεισμένη όλη μου τη ζωή ή μάλλον τη ζωή της ζωής μου, την κόρη μου τη Μαίρη», έλεγε η μεγάλη μαστόρισσα των στίχων.

Για την περίοδο αυτή, παρατηρεί ο μεγάλος Αλέκος Σακελλάριος στη βιογραφία που σκάρωσε στην Παπαγιαννοπούλου: 
«Η Ευτυχία, κεραυνοβολημένη από τον θάνατο της κόρης της, έβαλε το μαύρο φουστάνι και το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι της -που δεν τα έβγαλε ποτέ ως το θάνατο της- κι αφοσιώθηκε στην ανατροφή της μικρής Ρέας».

Η στάση της πάντως αυτή και η συνήθεια των συνθετών να μην αποδίδουν την πατρότητα των στίχων στην Παπαγιαννοπούλου θα καταλήξει σε μόλις 160 τραγούδια να φέρουν την υπογραφή της. 
Πόσα έγραψε συνολικά, κανείς δεν ξέρει, καθώς ο χρόνος και τα κλειστά στόματα έστειλαν το μεγαλύτερο τμήμα του έργου της στη λήθη.
Για την ίδια έφτανε πάντως να καλύπτει τα τρέχοντα βιοποριστικά της έξοδα και τη χαρτοπαικτική της μανία, με τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργημάτων της να μην τα διεκδικεί ποτέ.
 Σε μια δηλωτική της στάσης της περιπέτεια, τα περίφημα «Καβουράκια» έφεραν τη ρήξη στις σχέσεις της με τον Βασίλη Τσιτσάνη: όταν η Παπαγιαννοπούλου αποφάσισε όψιμα να διεκδικήσει την πατρότητα των στίχων, ο κορυφαίος τραγουδοποιός αντέδρασε αναφέροντας ότι η τελική επιτυχημένη μορφή του τραγουδιού οφείλεται στον ίδιο και ότι εκείνη απλώς έδωσε στην αρχή ένα προσχέδιο.

Οι μελοποιημένοι στίχοι της αποτέλεσαν πάντως ακρογωνιαίο λίθο της λαϊκής μουσικής: 
«Αντιλαλούνε τα βουνά», 
«Είμαστε αλάνια», 
«Σε τούτο το παλιόσπιτο», 
«Ηλιοβασιλέματα»,
 «Περασμένες μου αγάπες», 
«Δυο πόρτες έχει η ζωή»,
 «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», 
«Γυάλινος κόσμος», 
«Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά»,
 «Όνειρο απατηλό», 
«Στο τραπέζι που τα πίνω»,
 «Στου Αποστόλη το κουτούκι»,
 «Ρίξτε στο γυαλί φαρμάκι», 
«Μου σπάσανε το μπαγλαμά», 
«Ανεμώνα»,
 «Αργά είναι πια αργά», 
«Λίγο-λίγο θα με συνηθίσεις»,

 «Πήρα από τη νιότη χρώματα»,
«Αν είναι η αγάπη έγκλημα», «Η διπρόσωπη», «Ένας αϊτός γκρεμίστηκε», «Συρματοπλέγματα βαριά», 
«Είμαι αετός χωρίς φτερά», 

«Τι έχει και κλαίει το παιδί», «Η Μαλάμω», «Πετραδάκι, πετραδάκι», «Του ντερβίση το πιοτό», «Τι να σου κάνει μια καρδιά» και τόσοι και τόσοι ακόμα αξιοσημείωτοι σταθμοί του λαϊκού πενταγράμμου…

Τελευταίες στροφές

Η Παπαγιαννοπούλου, μια μορφωμένη γυναίκα της εποχής, συνδύασε ερωτικό στίχο και κοινωνικό προβληματισμό, δημιουργώντας σχολή στην ελληνική στιχουργική, έτσι όπως απαθανάτισε τον καημό του Έλληνα:
 «Βλέπετε τον Έλληνα και μερακλώνεται και σηκώνεται και χορεύει ζεϊμπέκικο. Δεν λέω τον σνομπ, αλλά τον άλλο, που παθιάζεται και στριφογυρίζει, ζώντας εκείνη τη στιγμή τους πόθους του και τα όνειρά του. 
Τραγουδά και χορεύει τις λύπες του και τις χαρές του, βαλσαμώνει τον πόνο του, μεταμορφώνει σε ήχους τους χτύπους της καρδιάς του. 
Το λαϊκό μας τραγούδι ξεπήδησε από μια ανάγκη, γι’ αυτό είναι αληθινό, γι’ αυτό εξελίχθηκε. 
Πρέπει όμως ν’ αδειάσεις ψυχή και πνεύμα για να το πιάσεις. Πρέπει να ζυμωθείς με το λαό, να ζήσεις τους καημούς του. Γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα και ύστερα με τεχνική. Κι έτσι μόνο μας αναστατώνει, μας βάζει σε κίνηση, μας προβληματίζει», έλεγε η Παπαγιαννοπούλου σχετικά.


Τα τραγούδια της αποτελούν μνημεία του λαϊκού μας πολιτισμού και πάγιες αξίες στην καρδιά του Έλληνα. Αξίζει να ακούσουμε εδώ και πάλι τον Σακελλάριο στη χιουμοριστική ιστορία της ζωής της: 
«Αυτά τα λίγα λεφτουδάκια, που χρειαζότανε για την ψυχαγωγία της, τα έβγαζε μόνη της. Έπαιρνε συχνά μέρος σε κάτι αρπαχτές παραστάσεις σε μακρινές αθηναϊκές συνοικίες και έγραφε πάντα τραγούδια, που τα πουλούσε σε λαϊκούς συνθέτες για ένα πενηντάρι ή για ένα κατοστάρικο. Το κακό είναι ότι πουλούσε τραγούδια και σε άθλιους στιχουργούς που είχαν μια οικονομική επιφάνεια και καμώνονταν τους σπουδαίους… 
Κατόρθωσε το τρελό: να συνδυάσει ερωτικό και κοινωνικό τραγούδι σε τρία τετράστιχα. Ίσως αυτό ήταν και η αποθέωσή της και ίσως το μυστικό της επιτυχίας της, κάτι που πολύ αργότερα το “δανείστηκαν” αρκετοί.
 Τραγούδια που αφήσανε στους αγοραστές περιουσίες ολόκληρες, είχανε πουληθεί από την Ευτυχία για τέσσερα-πέντε δεκάρικα. Η καημένη, όμως η Ευτυχία, ποτέ δεν βαρυγκώμησε: “Με γεια τους με χαρά τους”, έλεγε. 
Κι όταν είχε πάλι αδεκαρίες -και πότε δεν είχε;- έγραφε μερικά τραγούδια και πήγαινε και τα μοίραζε δεξιά κι αριστερά. 
Η ζωή της όλη, όπως σας είπα και παραπάνω, ήτανε μια ζωή γεμάτη μιζέρια και φτώχεια. Η Ευτυχία, όμως, ποτέ δεν έχασε το κέφι της. Σατίριζε όλους και όλα. Και πρώτα-πρώτα τον ίδιο της τον εαυτό»…
Αυτή ήταν η ζωή της μυθικής πια Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, μιας γυναίκας που αγάπησε, που έζησε με πάθος και μετέφερε λίγο από αυτό στο χαρτί, γεννώντας αξέχαστες επιτυχίες του λαϊκού πενταγράμμου.

Η «Γριά» έκλεισε τα μάτια της σε ηλικία 79 ετών, στις 7 Ιανουαρίου 1972, έχοντας στο πλευρό της την άλλη της κόρη, Ρέα, που τη φρόντισε ως τα γεράματά της. Τελευταία της επιθυμία ήταν να της τραγουδήσουν το «Άμαξα μεσ’ τη βροχή»…