-Μα κοίτα τώρα! ειναι ωραίο πράμα τοση βρωμιά και τέτοια κουρελαρία μέσα στο Πανεπιστήμιο? πως καταντήσαμ’ετσι?
Τινάχτηκα!
-Ποια? κουρελαρία? ειπες τη λέξη κουρέλι?
τη ρώτησα..
-Ε ναι δε βλέπεις …δε λέω ανθρωποι ειναι αλλά μπορουμε να φιλοξενήσουμε τόσους πολλους παιδί μου?
-Πόσους πολλούς?…την ρώτησα
Το κουρελάκι
….ηρθαμε μονάχα με τα ρούχα της στιγμής, ενα λερωμένο καλοκαιρινό φουστανάκι, ηταν Αυγουστος βλέπεις,κάτι μουσκεμένα καλτσάκια κάτω απο δετά καλοκαιρινά πέδιλα και ενα παράταιρο μεγάλο μουσαμά ναυτικο που μου πέταξε ενας ναύτης που με λυπηθηκε το βράδυ που τουρτούριζα στο κατάστρωμα. Ο μεγάλος μου αδελφός βρήκε λιγο στουπί και κοβοντας με το σουγιά του ενα κομμάτι καραβόπανο που περίσσευε απο το κάλυμα μιας βάρκας ταδωσε στη μάνα μας.
-Βρες ραφτικά.. τουπε εκείνη
Μετά απο λίγο μούχαν φτιάξει μια κουκλα. Με αυτή αποκοιμήθηκα αγκαλια, με αυτήν έπαιζα μέχρι που φτάσαμε Καβάλα. Μας μετέφεραν στη Δράμα μετά 2 εβδομάδες στην Προσoτσάνη, μας εβαλαν σε τέντες και εφευγε η μάνα να δουλεύει σε καπνομάγαζο γιατι ετσι τους ειχανε παραγγείλει «Φερτε γυναικόπαιδα χωρίς άντρες στα καπνά εχουμε ανάγκη φτηνά χέρια» Η μάνα ηταν εξυπνη και δυναμικη, βρήκε ενα νομο του Βενιζέλου πουδινε αφορολόγητο για ραπτομηχανές Σίνγκερ απο Γερμανία.
Μετα απο 2 χρόνια σκληρή δουλειά και στερήσεις και αφου ειχαμ’αφήσει τη τέντα και νοικιάζαμε ενα υγρο μισοφτιαγμένο δωμάτιο δίπλα σ’εναν αχυρώνα στην άκρη του χωριου προς Σιταγρούς και με τη βοήθεια ενος γέρου Αρμένη πουξερε τον πατέρα μου απο παλιές δουλιές στη Σμύρνη με μπαχάρια παράγγειλε μια Σινγκερ. Με το που εφτασε η μηχανή την κράτησαν οι τελώνες και ζητάγανε σταλίες (φόρο). Η μάνα εκατσε κι έγραψε γράμμα στον Βενιζέλο που τον ξεμπρόστιαζε «Αν εγω χήρα με 2 παιδιά και πρόσφυγας δεν δικαιούμαι της ευεργεσίας του νόμου που τοσο πολύ διαφημίσατε πείτε μου ποιός δικαιούτε να τον γνωρίσω να τον εσυγχαρώ».
Βλέπετε οι τελώνες της ειχαν δώσει και ερμηνεία του νόμου….δεν ισχύει για γυναίκες χωρίς ταίρι..χήρες χωρισμένες κλπ..επρεπε νάχει άντρα το σπίτι!..εγω επαιζα ολο αυτο το καιρό με το κουρελάκι μου και μάθαινα κάποια γράμματα που μας έκαναν χώρια απο τα άλλα παιδιά κάποιοι δικοί μας δάσκαλοι απ’τα μέρη μας
Δεν θέλανε οι γονιοί των παιδιων στη Προσοτσάνη ναμαστε στις ιδιες αιθουσες γιατι ημασταν προσφυγοπουλα με ψείρες με κοριούς και βρωμικα ποδαράκια γιατι η φτωχια μεγάλη και τα παπούτσια πολυτέλεια.
Μετά απο έξι μήνες ηρθε απεσταλμένος απο Αθήνα λουσάτος λιμοκοντόρος αλλά με μπόλικη εξουσία στα χέρια του και ζήτησε να δει τη Τιμοθέα τη μάνα μας…
Ειχε χαρτι, εντολη στους τελώνες να αφήσουν τη μηχανή…ετσι ξεκινησε η μάνα να ράβει και σε τρια χρόνια ειχε ολοκληρη βιοτεχνία με 18 γυναίκες να τη βοηθάνε και να μοιράζονται ολες μαζι τα μεροκάματα…εγω μες τη χαρά..ειχαμε λιγα χρήματα περίσεμα κάθε μέρα..ειχαμε και νερο και πλενόμασταν τακτικά..πήγαμε και σε γιατρους..βάλαμε ρουχα της προκοπης αλλά το κουρελάκι ..κουρελάκι.
Μιά μέρα η καθηγήτρια γιατι ημουνα πια γυμνάσιο ηρθε για να πάρει ενα φουστάνι και να πιει κι ενα καφεδάκι ..ειδε το κουρελάκι και μουπε..»Παρε καμμια κουκλα της προκοπης πούχεις αυτο το παλιοκαιρισμένο κουρέλι απο στουπί..»
και της ειπα «Θα πάρω, θα πάρω για τη κόρη μου οταν με το καλο ερθει αλλά μέχρι τότε θα το κρατώ σαν φυλακτό γιατι με κράτησε παρηγόρια στη φτώχεια μας και γιατι τοφτιαξε η μάνα κι ο αδελφός μου απ’το τίποτα και μ’αυτο το τίποτα πορευτήκαμε κι ηρθαμ’ως εδώ»
Αυτή την ιστορια μου την έχει διηγηθεί 5-6 φορές η μάνα μου απο μικρό παιδι ως τώρα πουμαι 50 και αυτή κοντεύει 80.
Την προγιαγιά την γνώρισα, η γιαγια εκανε 3 κορίτσια και γέμισε το σπίτι κουκλες οχι απο κουρέλια, τις κανονικές, αλλά δεν ηταν τυχερή, στη μεγάλη πείνα της κατοχής προσβλήθηκε απο κίρρωση του ηπατος και εφυγε στα 34 της χρόνια και δεν την γνώρισα ποτέ αλλά εχω μια φωτογραφία της ασπρόμαυρη, ομορφη πανέμορφη γυναίκα μελαχρινη μικρασιάτισσα με εντονα ονειροπόλα μάτια και ενα γλυκύτατο χαμόγελο.
Πες επειδη μοιάζει με σταρ του βωβου πες γιατι εχει πολυ φυσικη πόζα πες το οτι ειναι γιαγια με ιστορία την βρήκα πολυ καλτ την φωτογραφία και την ζήτησα απ’τη μάνα μου να τη βάλω στη βιβλιοθήκη να την χαζεύω..και ταιριάζει γιατι ειναι ασπρόμαυρη..
Βλέπαμε τηλεόραση το βράδυ που αποκλεισαν τα ΜΑΤ την Νομική, εγω ετοιμαζόμουνα να φύγω γιατι ειχαμε εκτακτη συνέλευση στο ΕΚΘ και ακούω τη μάνα μου να λέει στην αδελφή της
-Μα κοίτα τώρα! ειναι ωραίο πράμα τοση βρωμιά και τέτοια κουρελαρία μέσα στο Πανεπιστήμιο? πως καταντήσαμ’ετσι?
Τινάχτηκα!
-Ποια? κουρελαρία? ειπες τη λέξη κουρέλι?
τη ρώτησα..
-Ε ναι δε βλέπεις …δε λέω ανθρωποι ειναι αλλά μπορουμε να φιλοξενήσουμε τόσους πολλους παιδί μου?
-Πόσους πολλούς?…την ρώτησα
-Ε να λένε οτι ειναι 2 εκατομμύρια…
-Δυο εκατομμύρια, επανέλαβα, οσοι ηταν κι οι πρόσφυγες απο τη Μ.Ασία…η γιαγια η προγιαγια?
-Ε αυτο ειναι αλλο…εμεις ειμασταν Ελληνες
-Σας φέρθηκαν σαν Ελληνες?
ή σας πέταγαν σε παράγκες και τέντες και σας εκαιγαν οι ντοπιοι? (και της θυμησα τα περιστατικά Βόλου και Πάτρας)
και αυτο με τα κουρέλια μου το λες εσυ? εσυ που η αγαπημένη σου ιστορία ηταν το κουρελάκι κουκλα της γιαγιάς?
-Αλλο ειναι αυτο μη τα μπερδεύεις τα πράγματα…
Οχι…δεν ειναι αλλο αυτο…αλλη εγινες εσυ…με τα χρόνια με την προπαγάνδα..με την μικροαστικη η μεσοαστικη ευημερία…
αλλα δεν της τόπα….εσκυψα το κεφάλι σιωπηλά χαιρέτησα μ’ενα νεύμα εκλεισα πίσω μου τη πόρτα..αναψα ενα στριφτο και κατευθύνθηκα στη συνέλευση των αλληλέγγυων στους 300 απεργους πείνας μετανάστες στο Εργατικο Κέντρο Θεσσαλονίκης…κι ενοιωθα μέσα μου κουρέλι..
Το κείμενο εγραψε ο Marx factor
Διαδώστε το
Το βρήκαμε στο τοίχο της Μαριας Χατζηπαναγιωτη