Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

1922: To Μίσος των ντόπιων Ελληναράδων εναντίον των Ελλήνων προσφύγων:



1922: To Μίσος των ντόπιων Ελλαδιτών εναντίον των Ελλήνων Προσφύγων της Μ.Ασίας
Μια μερίδα του ελληνικού πληθυσμού πάντοτε μισούσε το διαφορετικό με κίνητρο και το προσωπικό όφελος ανάμεσα στα άλλα.
 Και όχι αγαπητέ αναγνώστη, όχι με μουσουλμάνους, άραβες, άλλες φάτσες-ράτσες και πάει λέγοντας. 
Το χειρότερο μίσος σε αυτό το δύσμοιρο τόπο, παίχτηκε από Έλληνες σε Έλληνες, πριν καν οι δωσίλογοι βρουν τους Γερμανούς για να γίνουν συνεργάτες τους.
Το πρώτο κύμα Προσφύγων
Το 1914, οι Έλληνες του Πόντου εξεγείρονται κατά των Τούρκων και οι Τούρκοι τους τσακίζουν χωρίς πολλά-πολλά.
Από το 1916 αρχίζουν να έρχονται πρόσφυγες, 400.000 περίπου χριστιανοί Έλληνες του Πόντου που ζητάνε τη βοήθεια της μαμάς Πατρίδας. Τι γίνεται λοιπόν με την πάρτη τους; 
Ας δούμε μια ανταπόκριση της εποχής από την εφημερίδα «Εφημερίς των Βαλκανίων»:
«Οι δυστυχείς Καυκάσιοι λιμοκτονούν και πάλιν, παρά τας διαφόρους διαβεβαιώσεις, ότι ελήφθη πάσα φροντίς να μη μένωσι νηστικοί, ότι θα γίνουν πρατήρια, ότι τέλος δεν θ’ αποθάνουν από την πείναν και το κρύο… Μετά φρίκης μανθάνομεν ότι αποθνήσκουν 44 καθ’ εκάστην…. Εμάθομεν ακόμη ότι τα δήθεν Νοσοκομεία των προσφύγων είναι σε αθλία κατάστασιν, υπάρχουν μόνον δύο ιατροί, οι οποίοι μόλις προφταίνουν να πιστοποιούν τους θανάτους, Δεν θέλομεν να είπωμεν περισσότερα, νομίζομεν όμως ότι αν τους παραδίδομεν εις τον Μουσταφά Κεμάλ, θα τους μεταχειρίζετο ίσως καλύτερον…»
Δεν ακούγεται και πολύ πατριωτικό, έτσι;

Η Μικρασιατική Καταστροφή
Το 1922, έχουμε και την πολύ γνωστότερη Καταστροφή της Σμύρνης. Ο Ελληνικός Στρατός που έχει εκστρατεύσει στη Μικρά Ασία τρώει τεράστιο πακέτο από το στρατό του Κεμάλ Ατατούρκ, υποχωρεί άτακτα, χιλιάδες πιάνονται αιχμάλωτοι ενώ οι υπόλοιποι φεύγουν τρέχοντας για να προλάβουν κανένα καράβι για την Ελλάδα. Τι θα γινόταν λοιπόν για τους εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας που θα ξέμεναν χωρίς καμιά προστασία;
Την απάντηση δίνει ένα πολύ ωραίο απόσπασμα που διασώζει ο Γρηγόρης Δαφνής:
Λίγο πριν την αναχώρηση από τη Σμύρνη των ελληνικών υπηρεσιών και ενώ το μέτωπο είχε σπάσει, ο νεαρός πολιτικός Γεώργιος Παπανδρέου ενημερώνεται από τον Στεργιάδη για την επερχόμενη καταστροφή. 
Στην ερώτηση του Παπανδρέου «Γιατί δεν ειδοποιείτε τον κόσμο να φύγει;», ο Στεργιάδης απαντά: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα»
Kι αυτό γιατί στα μάτια της βασιλικής παράταξης στην Ελλάδα όλοι οι Μικρασιάτες ήταν τσιράκια του Βενιζέλου. Άρα, ποινή θανάτου δια της εγκατάλειψης, καθώς ξεμένουν για να διαλέξουν ανάμεσα στην πυρκαγιά, τον πνιγμό ή τους Τούρκους που έρχονται με άγριες διαθέσεις. Τhe end.
Προς μεγάλη δυστυχία των Βασιλικών όμως, κάποιοι από τους φουκαράδες πρόσφυγες τα καταφέρνουν να γλιτώσουν από όλα αυτά και έρχονται στην Ελλάδα πάμφτωχοι και εξαθλιωμένοι έχοντας πουλήσει ό,τι είχαν και δεν είχαν για να μπουν σε ένα καράβι και τα αδέρφια τους στην Ελλάδα θα τους βοηθήσουν όπως μπορούν.
Ή και όχι
όπως θυμάται ο Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του:
«Έμενε ο κόσμος στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε καμιά αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράγματα. Το τι τραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δεν λέγεται. Ατιμαστήκανε. Γίνανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε.
Και κατόπιν εδώ που ήρθανε τα ίδια. Προσπαθήσανε, κάνανε χίλια δυό να βρίσκουνε το ψωμί τους, μέχρι να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε-έξη παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ο ένας από δω, άλλα ο άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου…
Και οι ντόπιοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δυό. Φύγετε από δω ρε! Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήταν εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουνε. Απατεώνες».
Έχει αρχίσει να βρωμάει κάτι, έτσι; Ας δούμε τι γράφει ο τότε εισαγγελέας Βαζούρας:
«Η βρισιά τουρκόσπορος μαζί με σωρό ανάλογες βρισιές, όπως σκατοουγλούδες, παληοαούτηδες κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα…» Το χάσμα ενισχύθηκε και συντηρήθηκε από τον άγριο οικονομικό ανταγωνισμό. τόσο στην ιδιοποίηση της γης, όσο και στις εμπορικές δραστηριότητες.»
Ή ο μετέπειτα πρωθυπουργός, Παναγιώτης Κανελλόπουλος:
«Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, που από το 1915 είχε διχασθεί δεν αντίκρυσε τους πρόσφυγες με συμπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, 
υπήρξε αντιπάθεια.»
Aκόμα πιο γλαφυρά τα καταγράφει ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος:
«Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα όλων αυτών παρά κατάρες στο Βενιζέλο και βλαστήμιες: ‘’Αχ αυτοί οι τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας μας πήραν στο λαιμό τους. Μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους’’…»
Οι Μικρασιάτες τότε απελπισμένοι κατέληξαν σαν πρόσφυγες
μέχρι και στο Χαλέπι της Συρίας (!), απ’ όπου μας έρχονται σήμερα άλλοι απελπισμένοι πρόσφυγες, Σύροι αυτή τη φορά, για να γλιτώσουν από τον πόλεμο 
και διάφοροι Έλληνες να ζητούν να τους στείλουν στον πάτο της θάλασσας.
Όταν άρχισε να μιλάει το χρήμα
Αυτή ήταν μόνο η αρχή των δεινών για τους πρόσφυγες στην Ελλάδα, όπου αρχικά σύμφωνα με τους ντόπιους φταίνε για την ίδια την ήττα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, και προφανώς όχι οι ηλίθιοι που τη διέταξαν.
Οι βρισιές αυτές απευθύνονται σε ένα κόσμο ο οποίος τραβάει απίστευτα ζόρια και πεθαίνει κατά συρροή από τις κακουχίες: με βάση τα στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών, σε πολλές περιοχές της νέας τους εγκατάστασης κατά τα πρώτα χρόνια πέθανε από τις κακουχίες το 20% των προσφύγων, ενώ αντιστοιχούσε 1 γέννηση σε 3 θανάτους. 
Aυτό καθόλου δεν πτόησε τα ντόπια κοράκια, που το μόνο που είδανε ήταν απειλή για τα λεφτά που βγάζανε ή μπορούσαν να βγάλουν.
Και όταν μιλάμε για λεφτά, το πρώτο ζήτημα που μπαίνει στο τραπέζι είναι τα κτήματα των Μουσουλμάνων που έφυγαν από την Ελλάδα μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών με την Τουρκία, τα λεγόμενα «ανταλλάξιμα».
Όταν πάει η συζήτηση στην περιουσία, οι ντόπιοι αποφασίζουν ότι οι πρόσφυγες που τα δικαιούνται είναι όντως ανεπιθύμητοι καθώς θέλουν να τους τα φάνε. 
Όπως πχ, στο χωριό Ροδολείβος της Δράμας, όπου οι ντόπιοι καταγράφονται στην εφημερίδα Παμπροσφυγική να λένε ότι:
«(…) θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαίρων, και ροπάλων»
O ρατσισμός άρα των ντόπιων Ελλήνων προς τους πρόσφυγες Έλληνες, υπάρχει για βασικούς λόγους όπως τα κτήματα. Όταν πχ σκοτώνεται ένας πρόσφυγας από ένα ντόπιο στη Νιγρίτα Σερρών, η ίδια εφημερίδα θα γράψει:
«Τα πραγματικά ελατήρια του φόνου δεν είναι, ως ταύτα μας παρουσιάζονται, η κλοπή ή η ανεύρεσις ενός απωλεσθέντος σχοινίου. Είναι το μίσος, τα πάθη τα οποία εδημιουργήθησαν μεταξύ των εντοπίων και των προσφύγων δια την κατάληψιν των υπό των Οθωμανών καταληφθέντων κτημάτων και γαιών».

Τελικά οι ντόπιοι Έλληνες επιτέθηκαν στους πρόσφυγες Έλληνες για να τους φάνε τα χωράφια, οπότε το ρεπορτάζ της Παμπροσφυγικής θα γράψει:
«ετραυμάτισαν 17 πρόσφυγας, το πλείστον γυναίκας, πυρπολήσαντες τας σκηνάς, τους σταύλους, τους αχυρώνας, λεηλατήσαντες τας αποσκευάς…»
Στις πόλεις που δεν υπάρχουν κτήματα, το παραμύθι ήταν ότι οι πρόσφυγες έχουν καταλάβει την πόλη, όπως καλή ώρα λέγεται σήμερα όταν κλαίγεται η Κική Δημουλά ότι της πήραν οι μετανάστες το παγκάκι της. 
Το σημειώνει 
ο εκπαιδευτικός Αντώνης Τραυλαντώνης στο βιβλίο του, όπου ο αφηγητής αναζητά κάποιον παλιό γνωστό του στη Νεάπολη (Εξαρχείων):
«Το σπίτι ήταν ξεκαινουργωμένο αλλά ευκολογνώριστο, στην πινακίδα όμως εδιάβασα κάποιο άγνωστό μου όνομα, κάτι …όγλου. Και στη θέση του καπνοπωλείου, αλλά με έκταση μεγαλύτερη, βρίσκονταν ένα ζαχαροπλαστείο, όπου μου φάνηκε ότι άκουσα όλες τις γλώσσες του κόσμου εκτός από τα ρωμέικα. Κατάλαβα ότι και ο διευθυντής και η πελατεία ήταν πρόσφυγες, που είχαν αρχίσει από τότε να νοικοκυρεύονται.»
«Τα πλατειά ρολά και οι πλούσιες βιτρίνες ήταν εκεί, εκεί ψηλά ήταν και η μεγάλη πινακίδα, πουθενά όμως ο Αλέξανδρος και η Αννα Κομπολογά, στη θέση τους ο “Ζαχαρίας…όγλου”. 
Αυτή η ογλοκρατία (με συγχωρείτε για την κρυάδα) που έμελλε σε λίγο να κυριαρχήσει στην Αθήνα μας, είχε αρχίσει από τότε, καθώς φαίνεται.»
«Τουρκόσποροι»
Το παραμύθι της ογλοκρατίας, θα καταλήξει ένα χρόνο μετά την Καταστροφή στο να ζητούνται πογκρόμ για να καθαρίσει η Αθήνα από τους Τουρκόσπορους, όπως λέγανε τους πρόσφυγες οι μοναρχικοί. 
Στο συλλαλητήριο των μοναρχικών στις στήλες του Ολυμπίου Διός το 1923 λοιπόν, ακούγεται το μάλλον προβλέψιμο «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες». 
Αυτή τη στάση δεν την κράταγαν μόνο οι αμόρφωτοι οπαδοί του Βασιλιά, αλλά και ο εκδότης της γνωστής μας Καθημερινής, Γεώργιος Βλάχος, ο οποίος ακόμα και το 1928, κάποια χρόνια πριν καλωσορίσει τους Γερμανούς στην Αθήνα χαρακτήριζε τους πρόσφυγες «προσφυγική αγέλη». 
Σύμφωνα με τα λεγόμενα μιας κυρίας
 «στην Τουρκία μας ονομάζανε Έλληνες και στην Ελλάδα Τούρκους»
Διαχρονικά τιμημένη Καθημερινή

Ο βουλευτής Σπετσών Περικής Μπουρμπούλης θα πει το 1934 στους πρόσφυγες βουλευτές ότι «οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης είναι πιο Ρωμιοί από σας», 
ενώ ο Νίκος Κρανιωτάκης, μοναρχικός εκδότης του «Πρωινού Τύπου», θα απαιτήσει το 1933, στην εφημερίδα του, να φορέσουν οι πρόσφυγες κίτρινα περιβραχιόνια για να τους ξεχωρίζουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες.
Να, ας πούμε όπως οι Ναζί έβαλαν τους Γερμανοεβραίους να φοράνε κίτρινα περιβραχιόνια για να τους ξεχωρίζουν και να τους αποφεύγουν οι Γερμανοί.
Ακόμα ένα πράγμα που σκέφτηκαν πρώτοι οι Έλληνες
Οι πρόσφυγες θα συνεχίσουν για χρόνια να αντιμετωπίζουν τη βία των μοναρχικών ντόπιων, ως πραγματικοί ή υποτιθέμενοι βενιζελικοί. Ο εμπρησμός του προσφυγικού οικισμού του Βόλου μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα των βενιζελικών του 1935 περιγράφεται ως εξής από το Σπύρο Λιναρδάτο:
«Αντιβενιζελικοί μπράβοι βάζουν φωτιά στα προσφυγικά παραπήγματα και γίνεται στάχτη μαζί με την περιουσία των προσφύγων κι ένας νεαρός πρόσφυγας που δεν πρόλαβε να φύγει…»
Τότε και τώρα και πάντα
Πολύ ίδια αντιμετώπιση, φυσικά, πολλά χρόνια μετά το 1922, είχαν από τους συντηρητικούς ντόπιους οι Έλληνες πρόσφυγες που ήρθαν από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης μετά την κατάρρευση το 1991.
Να δύο αποσπάσματα από το βιβλίο «Η μυστική ιστορία της Θεσσαλονίκης», του συγγραφέα Μάριου Μαρίνου Χαραλάμπους:
«Ενώ προτιμούμε να φέρνουμε όλους τους άχρηστους όχλους από τον Καύκασο, τη Γεωργία και τα Βαλκάνια ελεώντας τους με ελληνοποιήσεις και βαπτίσματα και καταστρέφοντας έτσι με τη φτώχεια τους ήδη φτωχούς Έλληνες και στερώντας τη νεολαία μας από την εύρεση εργασίας….»
«με τους Ποντίους που ήλθαν εδώ από τις ασιατικές ακτές αγράμματοι και χωρίς γνώση ξένων γλωσσών… Με τους Ασιάτες ορθόδοξους χωρικούς που έφεραν το 1922 και αυτούς που συνεχώς φέρνουν από τα ανθρώπινα απορρίματα του Καυκάσου…»
Eίναι φανερό, πως πάντα κάποιοι ήταν ρατσιστές, ακόμα κι όταν είχαν να κάνουν με Έλληνες πρόσφυγες.
Απλώς κάποιοι Έλληνες δεν ήταν ρατσιστές και κάναν τη διαφορά.

(Πηγές: εδώ, εδώ, εδώ κι εδώ)
του: felix
Για τους πρόσφυγες δες και εδώ