ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νίκος Καζαντζάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νίκος Καζαντζάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

Σαν σήμερα το 1883 γεννήθηκε ο Νίκος Καζαντζάκης στο Ηράκλειο της Κρήτης.

 Στρατολογούσα με το νου μου εργάτες, να ζευτούμε, λέει, μαζί σ' ένα έργο, να τρώμε μαζί το ίδιο φαΐ, να φορούμε τα ίδια ρούχα, να μην υπάρχει αφεντικό κι εργάτες, να μην είναι εργάτες, να 'ναι συνεργάτες, με τα ίδια με μένα δικαιώματα.



Σαν σήμερα το 1883 γεννήθηκε ο Νίκος Καζαντζάκης στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Ο Χριστός του ήταν προλετάριος, επαναστάτης και όπως τον χαρακτηρίζει στο "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται", μπολσεβίκος!
''–Σου λείπει τίποτα, Γιαννακό; Ρώτησε ο Μανολιός.
-Και βέβαια μου λείπει.
-Τι;
-Το πετρέλαιο· έδωκα το λόγο μου στο Θεό να κάψω το σπίτι του γερο-Λαδά.
-Είσαι άγριος... άνοιξε τώρα το στόμα του ο Μιχελής.
-Είμαι δίκαιος, αποκρίθηκε ο Γιαννακός· αν ο Χριστός σήμερα κατέβαινε στη γης, σε τέτοια γης, τι θαρρείς πως θα κρατούσε στους ώμους; Σταυρό; Όχι· έναν τενεκέ πετρέλαιο
("Ο Χριστός ξανασταυρώνεται", 1948, Νίκος Καζαντζάκης)

******************

"Μια φορά κι έναν καιρό ήταν οι ιερείς, οι βασιλιάδες, οι αρχόντοι, οι αστοί και δημιουργούσαν πολιτισμούς, λευτέρωναν τη θεότητα. Σήμερα ο Θεός είναι αργάτης, αγριεμένος από τον κάματο, από την οργή κι από την πείνα. 
Μυρίζει καπνό, κρασί κι ίδρωτα. 
Βλαστημάει, πεινάει, γεννάει παιδιά, δεν μπορεί να κοιμηθεί, φωνάζει στ' ανώγια και στα κατώγια της γης και φοβερίζει.
 Ο αγέρας άλλαξε, αναπνέμε μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη σπόρους. Φωνές σηκώνουνται. 
Ποιός φωνάζει; Εμείς φωνάζουμε, οι άνθρωποι. 
Οι ζωντανοί, οι πεθαμένοι κι οι αγέννητοι. Μα κι ευτύς μας πλακώνει ο φόβος και σωπαίνουμε. Ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από αναντρία. 
Μα ξάφνου πάλι η Κραυγή ξεσκίζει σαν αϊτός τα σωθικά μας. Γιατί δεν είναι απόξω, δεν έρχεται από αλάργα για να ξεφύγουμε. 
Μέσα στην καρδιά μας κάθεται η Κραυγή και φωνάζει. 
-"Κάψε το σπίτι σου!" φωνάζει ο Θεός. 
"Έρχουμαι! 
Όποιος έχει σπίτι δεν μπορεί να με δεχτεί. Κάψε τις Ιδέες σου σύντριψε τους συλλογισμούς σου! 
Όποιος έχει βρει τη λύση δεν μπορεί να με βρει. Αγαπώ τους πεινασμένους, τους ανήσυχους, τους αλήτες. Αυτοί αιώνια συλλογιούνται τη πείνα, την ανταρσία, το δρόμο τον ατέλειωτο. Έμενα! Έρχουμαι! 
Παράτα τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου, τις Ιδέες σου κι ακλούθα μου. Είμαι ο μέγας Αλήτης. Ακλούθα! 
Περπατά απάνω από τη χαρά κι από τη θλίψη, από την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την αρετή! 
Εμπρός! Σύντριψε τα είδωλα τούτα, σύντριψε τα, δε χωρώ! Συντρίψου και συ για να περάσω!
" Φωτιά! 
Να το μέγα χρέος μας σήμερα, μέσα σε τόσο ανήθικο κι ανέλπιδο χάος. Πόλεμο στους άπιστους! 
Απιστοι είναι οι ευχαριστημένοι, οι χορτασμένοι, οι στείροι. 
Το μίσος μας είναι χωρίς συβιβασμό, γιατί κατέχει πώς καλύτερα, βαθύτερα από τις ξέπνοες φιλάνθρωπες αγάπες, δουλεύει τον έρωτα. 
Μισούμε, δε βολευόμαστε, είμαστε άδικοι, σκληροί, γιομάτοι ανησυχία και πίστη, ζητούμε το αδύνατο, σαν τους ερωτεμένους. 
Φωτιά, να καθαρίσει η γης! 
Ν' ανοιχτεί άβυσσο φοβερώτερη ακόμα ανάμεσα καλού και κακού, να πληθύνει η αδικία, να κατεβεί η Πείνα και να θερίσει τα σωθικά μας, αλλιώς δε σωζόμαστε. 
Μια κρίσιμη βίαιη στιγμή είναι η ιστορική εποχή μας ετούτη, ένας κόσμος γκρεμίζεται, ένας άλλος δεν έχει ακόμα γεννηθεί. 
Η εποχή μας δεν είναι στιγμή Ισορρόπησης, οπόταν η ευγένεια, ο συβιβασμός, η ειρήνη, η αγάπη θα 'τανε γόνιμες αρετές. 
Ζούμε τη φοβερή έφοδο, δρασκελίζουμε τους οχτρούς, δρασκελίζουμε τους φίλους που παραμονεύουν, κιντυνεύουμε μέσα στο χάος, πνιγόμαστε. 
Δε χωρούμε πια στις παλιές αρετές κι ελπίδες, στις παλιές θεωρίες και πράξες
. Ο άνεμος του ολέθρου φυσάει. αυτή είναι σήμερα η πνοή του Θεού μας. Ας πάμε μαζί του! 
Ο άνεμος του ολέθρου είναι το πρώτο χορευτικό συνέπαρμα της δημιουργικής περιστροφής.
 Φυσάει πάνω από τις κεφαλές κι από τις πολιτείες, γκρεμίζει τις Ιδέες και τα σπίτια, περνάει από τις ερημιές, φωνάζει: 
-"Ετοιμαστείτε! Πόλεμος! Πόλεμος"!
 Τούτη είναι η εποχή μας, καλή ή κακή, ωραία ή άσκημη, πλούσια ή φτωχή, δεν τη διαλέξαμε. 
Τούτη είναι η εποχή μας, ο αγέρας που αναπνέμε, η λάσπη που μας δόθηκε, το ψωμί, η φωτιά, το πνέμα! 
Ας δεχτούμε παλικαρίσια την ανάγκη. Πολεμικός μας έλαχε ο κλήρος, ας ζώσουμε σφιχτά τη μέση μας, ας αρματώσουμε το κορμί, την καρδιά και το μυαλό μας! 
Ας πιάσουμε τη θέση μας στη μάχη! 
Ο πόλεμος είναι ο νόμιμος άρχοντας του καιρού τούτου. 
Σήμερα, άρτιος, ενάρετος άνθρωπος είναι μονάχα ο πολεμιστής. Γιατι μονάχα αυτός, πιστός στη μεγάλη πνοή του καιρού μας, γκρεμίζοντας, μισώντας, επιθυμώντας, ακολουθάει το σύγχρονο πρόσταγμα του Θεού μας. "
(''Ασκητική'', 1927)
*Το πορτρέτο είναι έργο του Βάλια Σεμερτζίδη

και 

Ελενη Μαρκακη:
O Kαζαντζάκης είχε πάντα έναν εντελώς δικό του τρόπο προσέγγισης και κατανόησης των γεγονότων και των πραγμάτων που συνέβαιναν γύρω του. 
Ήταν ο ιδεαλισμός του και οι μεταφυσικές αγωνίες του που δεν τον άφηναν να έχει μια πιο ξεκάθαρη ματιά. Χριστός, Βούδας, Νίτσε, Λένιν... 
Όμως παρ' όλα αυτά ''ο Καζαντζάκης είναι ένας Οδυσσέας που πάλαιψε μέσα στο χώρο και μέσα στο χρόνο που του δόθηκαν. Μια συνεχής μετατόπιση, μια πάλη αδιάκοπη, πάλη τυραννική, χωρίς έλεος'' λέει ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο βιβλίο του ''Νίκος Καζαντζάκης, η αγωνία και το έργο του''...

Ελενη Μαρκακη:
...'' Τί πήγες να κάμεις εκεί πέρα στη Ρουσία; με ρώτησε ο πατέρας μου το πρώτο βράδυ που έφτασα.
Με ταυροκοίταξε, με βίας κρατούσε το θυμό του. Περίμενε, χρόνους τώρα, ν' ανοίξω γραφείο, ν' αρχίσω τις περιοδείες στα χωριά, να κάνω βάφτισες και κουμπαριές, να πληθύνουν οι φίλοι, κι ύστερα να βάλω κάλπη και να βγω βουλευτής· και τώρα μ' έβλεπε να γυρίζω τον κόσμο κι είχε ακουστά πως γράφω, λέει, βιβλία. 
«Τί βιβλία; με ρώτησε την τελευταία φορά που τον είδα· τι παραμύθια, ραβασάκια, αμανέδες; δεν ντρέπεσαι; Μόνο οι μουνούχοι κι οι καλόγεροι γράφουν· συμμαζέψου πια στον τόπο σου, άντρας είσαι, κάνε αντρίκεια δουλειά.»
Και τώρα μου 'ριξε μια λοξή ματιά και τα χείλια του σούριξαν:
— Για μπας και μου γίνηκες και του λόγου σου μπολσεβίκος; Μήτε Θεός, μήτε πατρίδα, μήτε τιμή, έμπατε σκύλοι αλέστε;
Είπα, καλή η στιγμή να του ξηγήσω τι γίνεται στη Ρουσία και τι κόσμος χτίζεται εκεί πέρα καινούριος. 
Άρχισα λοιπόν με λόγια απλά να του στορώ πως εκεί πέρα πια δεν υπάρχουν μήτε πλούσιοι μήτε φτωχοί, όλοι δουλεύουν κι όλοι τρώνε, δεν υπάρχουν πια αφεντικά και δούλοι, όλοι αφέντες· 
καινούρια ανθρωπότητα, ανώτερη ηθική, πιο τίμια τιμή, καινούρια οικογένεια, η Ρουσία πάει μπροστά και δείχνει το δρόμο· 
κι όλος ο κόσμος θα την ακολουθήσει, να βασιλέψει επιτέλους δικαιοσύνη κι ευτυχία στη γης.
Είχα πάρει φόρα, κήρυχνα· κι ο πατέρας με άκουγε, δε μιλούσε, έστριβε ένα τσιγάρο, το χαλνούσε, το ξανάστριβε και δεν έπαιρνε απόφαση να το ανάψει. 
«Δόξα σοι ο Θεός, συλλογίστηκα, κατάλαβε.» 
Άξαφνα άπλωσε νευριασμένος το μπράτσο και σώπασα. Κούνησε το κεφάλι:
— Αυτά που λες, καλά κι άγια· μα αν γίνουν;
Πάει να πει: Λέγε, λέγε, σαν δε βαριέσαι λόγια είναι, αρλούμπες, ζημιά δεν κάνουν μα το νου σου, κακομοίρη, μην πας και τα κάμεις πράξη!
Μακάρι αλήθεια να μπορούσα να κάμω τα λόγια ετούτα πράξη· μα φοβόμουν δε θα μπορούσα· είχε ξεθυμάνει μέσα μου η άγρια δύναμη της γέννας μου, το κουρσάρικο καράβι του πρόπαππου είχε βουλιάξει, η πράξη κατάντησε λόγος, το αίμα μελάνι, κι αντί να κρατώ κοντάρι να πολεμώ, κρατούσα ένα μικρό κοντυλοφοράκι κι έγραφα. 
Η επαφή με τους ανθρώπους μ' ενοχλούσε, ελάττωνε τη δύναμή μου και την αγάπη· μονάχα όταν ήμουν μόνος και συλλογίζουμουν τη μοίρα του ανθρώπου, η καρδιά μου ξεχείλιζε συμπόνια κι ελπίδες.

Όμως τώρα, γυρίζοντας από το κοσμογονικό σοβιέτικο αργαστήρι, πήρα κουράγιο· δεν μπορεί ο άνθρωπος, έλεγα, να νικήσει τις κακομοιριές του και τις ατέλειες; 
μπορεί·
 ντροπή να δέχουμαι παθητικά ότι μου 'δωκε η φύση· θα σηκώσω κεφάλι! 
Κι ίσια ίσια, τη στιγμή που τον είχα ανάγκη, βρέθηκε ένας πλούσιος θείος, μου 'δωκε ένα ποσό να μη γυρίζω πια, λέει, ρέμπελος τον κόσμο, μα να στρωθώ στη δουλειά, ν' ανοίξω δικηγορικό γραφείο, να γίνω βουλευτής, μπορεί κι υπουργός μια μέρα και να δοξάσω τ' όνομα του σογιού μου. 
Ήμουν, μαθές, ο πρώτος γραμματισμένος της γέννας, ο πρώτος που άνοιξε βιβλίο και διάβασε· έχω λοιπόν χρέος.
Το γύριζα, το ξαναγύριζα στο νου μου· 
όχι, δεν μπορώ ακόμα, πλαντώ, να κλειστώ σε γραφείο· θα μπω στην πρακτική ζωή από άλλο δρόμο.
 Ποιόν; δεν κάτεχα.
 Στρατολογούσα με το νου μου εργάτες, να ζευτούμε, λέει, μαζί σ' ένα έργο, να τρώμε μαζί το ίδιο φαΐ, να φορούμε τα ίδια ρούχα, να μην υπάρχει αφεντικό κι εργάτες, να μην είναι εργάτες, να 'ναι συνεργάτες, με τα ίδια με μένα δικαιώματα.
Είχα δα γυρίσει από τη Ρουσία κι ήθελα κι εγώ να κάμω τη μικροσκοπική ετούτη απόπειρα να βγω από το φιλντισένιο πύργο μου και να δουλέψω με ανθρώπους.''...
(Νίκος Καζαντζάκης: ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ)

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Η "ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ" ΤΟΥ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ !!

"Η σχεδόν καθολική έλλειψις κάθε ενδιαφέροντος διά τα κοινά, η σχεδόν αποκλειστική εξυπηρέτησις της αρχούσης τάξεως υπό της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, εις βάρος της μεγίστης πλειονοψηφίας του λαού, καθιστά ανεπαρκή και επιπολαίαν οιανδήποτε αλλαγήν προσώπων ή θεσμού.
Ταύτα πάντα θεωρώ συμπτώματα της παρακμής μιας τάξεως. Η αστική τάξις απέδωκεν - και εις θαυμαστήν ποσότητα και ποιότητα - ό,τι ηδύνατο εις την σκέψιν, εις την τέχνην, εις την επιστήμην, εις την πράξιν. Επάλαισεν εναντίον της προηγούμενης της φεουδαλικής ιδεολογίας, ενίκησεν, εδημιούργησεν, εξετέλεσεν τον προορισμόν της - αρχίζει ν' αποσυντίθεται και να βαίνει εις εξαφάνισιν.
Τοιούτος υπήρξε πάντοτε ο ρυθμός της ιστορίας. Μια τάξις, εκάστοτε εναλλάσσουσα - οι βασιλείς, οι ευγενείς, οι αστοί - γεννάται, παλαίει, νικά, δημιουργεί, και εξαφανίζεται. Και άλλη τάξις την διαδέχεται, διαγράφουσα και αυτή, εις την πάροδον των αιώνων, την ιδίαν μοιραίαν τροχιάν.
Ζώμεν, ακλονήτως πιστεύω, το τέλος μιας κοινωνικής τάξεως, της αστικής.
Ποία τάξις θα την διαδεχθή; 
Η τάξις των εργαζομένων - είτε εργάται είνε ούτοι, είτε αγρόται, είτε πνευματικοί παραγωγοί.
Η τάξις αύτη διήλθε προς ενός ήδη αιώνος, το πρώτον στάδιον της πορείας της, καθ' ό προσεπάθη να εξεγείρη τας τάξεις των αστών το αίσθημα της φιλανθρωπίας και δικαιοσύνης, υπέρ των πεινώντων και αδικουμένων και ικέτευεν εξ ονόματος υψηλών ηθικών αρχών, να βελτιωθούν οι όροι της ζωής.
Ταχέως όμως σαφώς αντελήφθη ότι η πάλη των τάξεων είνε νόμος ιστορικός, αναπόφευκτος και όπως τα άτομα ούτω και οι λαοί, ούτω και αι κοινωνικαί τάξεις, διατρέχουν μοιραίως τα στάδια της γεννήσεως, της ακμής και της φθοράς.
Ουδεμία τάξις έμενε διά παντός εις την εξουσίαν. 
Η αστική τάξις θ' ακολουθήση και αυτή τον απαράγραπτον φυσιολογικόν νόμον και τότε η τάξις των εργαζομένων μοιραίως θα την διαδεχθή".
Απόσπασμα από άρθρο του Νίκου Καζαντζάκη, με τίτλο: " Ομολογία πίστεως" σε εφημερίδα της Κρήτης, δημοσιευμένο το 1925
Απ' την σ. Τατιάνα 

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

ΖΟΡΜΠΑΣ-ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (Mία Ιστορία, όπως Δεν την Ξέρουμε, που Αξίζει να Διαβάσουμε)




_______ΑΛΕΞΗΣ ΖΟΡΜΠΑΣ και ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
(μια ιστορία, όπως δεν την ξέρουμε, που αξίζει να διαβάσουμε)
Πώς ο Γιώργης γίνεται Αλέξης, πώς ο Νίκος γίνεται Μπάζιλ, άγγλος συγγραφέας, πώς ο Ταΰγετος γίνεται Ψηλορείτης, πώς η Καλαμάτα γίνεται Ηράκλειο, πώς η Μάνη γίνεται Κρήτη και πώς ΔΕΝ συνταξίδεψαν ποτέ ο Γιώργης Ζορμπάς και ο Νίκος Καζαντζάκης για την Κρήτη ή την Μάνη! 
Διαβάστε παρακάτω λεπτομέρειες, ενώ συγχρόνως, μπορείτε να ακούτε τη μουσική του Μίκη από την ταινία "Αλέξης Ζορμπάς".

_____________https://youtu.be/QNIl3Jm51Uo
Ο Αλέξης Ζορμπάς (που το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργης), έγινε γνωστός ως ήρωας του μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη ''Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά''.
Γεννήθηκε στο Λιβάδι του Δήμου Κολινδρού (Πιερία) το 1865. Ήταν γιος του Φώτη Ζορμπά, ενός πλούσιου τσέλιγκα και κτηματία, και είχε άλλα τρία αδέλφια (την Κατερίνα, τον Γιάννη και τον Ξενοφώντα). 
Δούλεψε στο Καταφύγι στα κτήματα και στα κοπάδια του, έγινε ξυλοκόπος, και αργότερα έφυγε για τη Χαλκιδική. 
Στο Παλαιοχώρι έζησε τα πιο κρίσιμα χρόνια της ζωής του. Εκεί διέμεινε σε ένα φίλο του και εργάστηκε ως μεταλλωρύχος σε μια Γαλλική εταιρεία εκμετάλλευσης μεταλλείων στο Ίσβορο (Στρατονίκη). 
Γνωρίστηκε με τον αρχιεργάτη του μεταλλείου, Γιάννη Καλκούνη, "έκλεψε" και παντρεύτηκε στο Παλαιοχώρι την κόρη του Ελένη, και έκανε μαζί της οχτώ παιδιά, από τα οποία αγαπούσε ιδιαίτερα την πρωτοθυγατέρα του Ανδρονίκη, αλλά οι πόλεμοι και ο θάνατος της γυναίκας του Ελένης, φέρνουν δυστυχία στην οικογένειά του.
Μετά από όλα αυτά εγκαταλείπει το Παλαιοχώρι και την Χαλκιδική και έρχεται στο Ελευθεροχώρι Πιερίας που απέχει οχτώ χιλιόμετρα από τον Κολινδρό, όπου μένει ο αδελφός του Γιάννης Ζορμπάς, ο γιατρός.
 Το 1915 φεύγει για το Άγιο Όρος με την απόφαση να γίνει καλόγερος.
 Εκεί θα γνωριστεί με τον Καζαντζάκη και μια δυνατή φιλία θα αρχίσει να δένει τους δυο άντρες. 
Κατόπιν πηγαίνουν στη Μάνη όπου εκμεταλλεύονται τα ορυχεία της Πραστοβάς (κοντά στη Στούπα Μεσσηνίας, παραθαλάσσιο χωριό του Δήμου Λεύκτρου στη Μεσσηνιακή Μάνη). 
Ο Νίκος Καζαντζάκης εδώ εμπνεύστηκε και έγραψε το έργο του "Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά".
Το μεταλλείο της Πραστοβάς, γνωστό ως "ανθρακωρυχείο Καρδαμύλης", ήταν δηλωμένο αρκετά χρόνια πριν τον Α΄Παγκόσμιο πόλεμο από τον Π. Πατριαρχέα από την Καρδαμύλη και το στρατηγό Γρηγοράκη από το Γύθειο. 
Αργότερα το πήραν διάφοροι μέτοχοι ανάμεσά τους και ο Ν. Καζαντζάκης, άσημος δικηγόρος τότε.
Οι προετοιμασίες για τη λειτουργία του άρχισαν από το 1916. Από τότε ήταν εγκαταστημένος ο Ζορμπάς στο σπιτάκι της Πραστοβάς. Μάλιστα στις 2 Απριλίου καλαματιανή εφημερίδα ανάγγειλε την έναρξη της λειτουργίας του μεταλλίου.
Ο Καζαντζάκης ΔΕΝ ήταν τότε εκεί αλλά στο Άγιο Όρος και κατά το τέλος του καλοκαιριού αποφασίζει να πάει στο μεταλλείο για δουλειά 
(εδώ να πούμε ότι οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι ο Καζαντζάκης επίτηδες πήγε στο μεταλλείο, για να αποφύγει τη στράτευση έστω και για λίγους μήνες, αφού το επαναστατικό κίνημα του Βενιζέλου έδειχνε πως σύντομα θα έβγαινε και η Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων).
 Ο Ζορμπάς ήταν τότε 50 ως 55 χρονών και ο Καζαντζάκης 32 -33.
Λεγόταν ακόμη από χωρικούς της Στούπας, του διπλανού χωριού, πως το 1917 τα γερμανικά υποβρύχια από αυτά τα μεταλλεία ανεφοδιάζονταν λιγνίτη. 
Αλήθεια ή ψέματα κανείς δεν ξέρει...
Το χωριό της Στούπας το οποίο βεβαίως υπάρχει ακόμα και σήμερα, όπως και η "σπηλιά του Καζαντζάκη" όπου ο συγγραφέας περνούσε τις ώρες του διαβάζοντας ή γράφοντας το "Βούδα" του καθώς και η στοιχειωμένη "συκιά της αρχοντοπούλας" που αναφέρει ο συγγραφέας στο μυθιστόρημά του. 
Υπάρχει επίσης και η εξέδρα πάνω στα κύματα όπου κοιμόταν ο Άγγελος Σικελιανός, εγκάρδιος φίλος του Καζαντζάκη.
Βέβαια στο βιβλίο υπάρχουν αρκετές ανακρίβειες, όχι όμως τυχαίες: 
δεν είναι αλήθεια ότι οι δυο άντρες συνταξίδεψαν από τον Πειραιά στη Μάνη (όπως προείπαμε πρώτα έφτασε ο Ζορμπάς), τη θέση της Μάνης παίρνει η Κρήτη, η Καλαμάτα γίνεται μεγάλο κάστρο -το Ηράκλειο, ο Ταΰγετος, Ψηλορείτης (και όλα αυτά λόγω της αγάπης του συγγραφέα για το νησί που γεννήθηκε).
Το μεταλλείο πάει κατά διαόλου. 
Ζορμπάς και Καζαντζάκης το παρατούν, ο πρώτος φεύγει στη Χαλκιδική και μετά στη Σερβία, ο άλλος στην Ελβετία
Η ταραγμένη ζωή του θα σταματήσει στα Σκόπια, όπου εγκαταστάθηκε, ξαναπαντρεύτηκε, έκανε και άλλα παιδιά και νέα οικογένεια. Ασχολήθηκε με την εξορυκτική δραστηριότητα. 
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η κατάσχεση των ορυχείων από τους Γερμανούς κατακτητές, η πείνα και ναζιστική σκλαβιά τον έστειλαν στον τάφο το (1941). Ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο των Σκοπίων Μπούτελ.

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

--Ο προφητάναξ του ΕΑΜ--


Από το περιοδικό ''Ελληνική δημιουργία'' του ακαδημαικου διανοούμενου(?) Σπύρου Μελά, Αθήνα 1 Ιανουαρίου 1951
''Σαν να μην φτάνανε τα μαϊμουδίσματα των ξένων μορφών στοχασμού και τέχνης, που μας σερβίρουν οι φραγκολεβαντίνοι της λογοτεχνίας μας, ο πολύς Καζαντζάκης, από τους αρχηγούς της ξενομανίας, άρχισε τώρα να παρουσιάζει τα έργα του στη… Σουηδική.
Πάνω σ’ αυτό η «Εστία» δημοσίευσε αυτό το ειρωνικό σχόλιο, που το παίρνουμε αυτούσιο:
Ο προφητάναξ του ΕΑΜ συναγωνιστής Καζαν
τζάκης, αφού δεν επέτυχεν ως…Ρώσσος συγγραφεύς Νικολάϊ Καζάν έγινε τώρα …Σουηδός!
Το εν μετά το άλλο μεταφράζει και παρουσιάζει κατ’ ευθείαν εις την Σουηδικήν τα έργα του: «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», « ο Καπετάν Μιχάλης» και το ετοιμαζόμενον νέον δράμα του «ο τελευταίος πειρασμός»!
Αυτάς τουλάχιστον τας πληροφορίας μας παρέχει η λογοτεχνική στήλη μιας συναδέλφου, που παρακολουθεί τον διαπρεπή εαμίτην
Οι συγγραφείς φιλοδοξούν συνήθως να μεταφρασθούν εις γλώσσας μεγάλων χωρών, δια να έχουν μεγαλειτέραν απήχησιν και καθιέρωσιν και κέρδη.
Η Σουηδία όμως έχει μικρότερον πληθυσμόν από την Ελλάδα και θα ήτο ακατανόητος η… Σουηδική αυτή δραστηριότης του προφητάνακτος.
Αλλά την εξηγεί επαρκώς η εν Στοκχόλμη απονομή του βραβείου Νόμπελ.
Αυτό φαίνεται ότι είναι ο «τελευταίος πειρασμός» του Νικολάου Καζαντζάκη-συγνώμην-του Κλάας Κάζανσεν, όπως μεταφράζεται Σουηδιστί!
Δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτα.
»
(Ο Σπύρος Μελάς, θερμός οπαδός του Μεταξα και που οταν στις 27-4-1941 φτάνουν οι Γερμανοί στην Αθήνα γράφει το διθυραμβικό χρονογράφημα του για τον Τσολάκογλου, με τίτλο "Ο Στρατηγός''. Απο 1935, είχε γίνει ακαδημαϊκός. Το 1951 πηγε στην Σουηδία εμφανιζόμενος σαν εκπρόσωπος της Ακαδημίας και των Ελλήνων συγγραφέων και σε συνεργασία με τον πρέσβη της Ελλάδας επισκέφτηκε τα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας και ενήργησε ώστε να μην απονεμηθεί το Νόμπελ στον Νίκο Καζαντζάκη χαρακτηρίζοντας τον κομμουνιστή!
Το 1959 ο Σ. Μελας γίνεται πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1959 ο Σ. Μελας γίνεται πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών.)
***
 ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ -γεννήθηκε σα σήμερα το 1883
11 Ιανουαρίου 1928. Η ομιλία, που Ν. Καζάντζακη, στο θέατρο ''Αλάμπρα'' της Αθήνας που προκάλεσε τη σύλληψη και δίωξή του.
''ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ''
...΄΄Ο,τι σήμερα βλέπουμε, είναι αληθινά ένα θάμα. Μέσα σ’ ελάχιστο καιρό, μέσα σε έξι χρόνια, η Ρωσία κατόρθωσε ν’ ανασηκωθεί. Η βιομηχανία και η γεωργία έφτασαν, και σε πολλούς κλάδους φέτος πέρασαν την προπολεμική παραγωγή. Νέοι τρόποι, πρωτόφαντοι στην ιστορία, δοκιμάζονται να ρυθμιστεί η κοινωνική και πολιτική ζωή. Στο επίπεδο του πολιτισμού η Ρωσία, η πιο καθυστερημένη χώρα, δε συγκρίνεται με την προπολεμική Ρωσία. Σε πολλά σημεία - απολεφτέρωση της γυναίκας, προστασία της μάνας και του παιδιού, εξασφάλιση του εργαζόμενου, φωτισμός των μαζών - είναι σήμερα η Ρωσία πολύ πιο προχωρημένη από την Ευρώπη.

Ολη τούτη η καταπληκτική ανόρθωση του πιο εξαντλημένου, του πιο καθυστερημένου λαού, δεν έγινε σε δύο τρεις γενεές. Εγινε μόνο σε έξι χρόνια, χωρίς καμιά εξωτερική βοήθεια, το εναντίο, παρ’ όλη την αντίδραση, τις δολοπλοκίες και το μίσος όλων των κρατών της γης ''...

Στις 11 Ιανουαρίου 1928, ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος», ο φορέας των προοδευτικών διανοουμένων, οργανώνει στο θέατρο «Αλάμπρα» εκδήλωση για τις εμπειρίες από τη χωρα των Σοβιετ, με ομιλητές τον Ιστράτι, τον Καζαντζάκη και τον Δημήτρη Γληνό.
Στην ομιλία, που προκάλεσε τη σύλληψη και δίωξή του, ο Καζαντζάκης αναφέρθηκε στις εμπειρίες του και τα συμπεράσματά του από τη διχρονη παραμονη του στη Σοβιετική Ρωσία.
Στην εκδήλωση μιλησε πρώτος ο Γληνός, μετά ο Καζαντζάκης και στο τέλος ο Ιστράτι, που ξεσηκωσε τα πλήθη καθώς ο λόγος του ηταν χαρισματικός.
Μετά το τέλος των ομιλιών, η εκδήλωση μετατραπηκε σε μια μεγάλη διαδήλωση στους δρόμους της Αθήνας!
Τα δημοσιεύματα των εφημερίδων την επόμενη ημέρα ανεφεραν ότι έγινε μια… αντεθνική εκδήλωση και οι λόγοι των τριών ήταν αντίστοιχα κατά της Ελλάδας. Παρενεβη ο εισαγγελέας που διαταξε την αστυνομία να διενεργήσει έρευνα. Το αποτέλεσμα ηταν να διωχθούν, μέσα σε αντιδράσεις των προοδευτικών διανοουμένων και οι τρεις.
Ο Ιστράτι απελαθη, ενώ οι Καζαντζάκης και Γληνός οδηγηθηκαν σε δίκη αλλά αθωώθηκαν. Η δίκη εγινε στις 3 Απριλη, χωρίς την παρουσία του Καζαντζάκη, ο οποίος βρισκόταν στο Κίεβο.

«Υπό την σκέπην του Εκπαιδευτικού Ομίλου ο Π. Ιστράτι ύμνησε τον κομμουνισμόν και καθύβρισε τους διανoούμενους πλέξας το εγκώμιον της Τσέκας. Το χθεσινόν αίσχος», έγραφε στην πρώτη σελίδα του το «Εμπρός» παρουσιάζοντας το ρεπορτάζ της εκδήλωσης. Πρωτοσέλιδο παρουσίασε και άρθρο για το ίδιο θέμα υπό τον τίτλο «Υπό την σημαίαν της ανταρσίας». «Ό,τι ήρχισεν προ ετών πολλών εις τον Βόλον με τον Δελμούζον κηρύσσοντα την αθεΐαν, συνεπληρώθη χθες εις την Αλάμπραν με τον Γληνόν και τον Καζαντζάκην ψάλλοντας την τρίτην Διεθνή ομού μετά του Γαλλορουμάνου αλήτου, του τολμήσαντος εις στιγμήν κραιπαλώδους ενθουσιασμού δια τους βρυχηθμούς των μαινομένων “συντρόφων” ν’ αποκαλέση “πουλημένα τομάρια” τους Έλληνας διανοουμένους οίτινες δεν ηθέλησαν να χειροκροτήσουν τας σφαγάς τας διαπραχθείσας εις την Ρωσίαν εν ονόματι δήθεν των ελευθεριών του ανθρώπου», ανέφερε στο άρθρο η εφημερίδα. Την επομένη το «Εμπρός» επέμενε στο θέμα και στο κεντρικό πρωτοσέλιδο εμφάνιζε τον Καζαντζάκη και τον Ιστράτι να συμμετέχουν σε μια δήθεν σχεδιαζόμενη από τη Σοβιετική Ρωσία κινηματογραφική ταινία η οποία θα διακωμωδούσε την επανάσταση του 1821! Τίτλος του θέματος αυτού, «Η ελληνική Επανάστασις διακωμωδουμένη από τα Σοβιέτ. Το έργον ανέλαβον οι κ.κ. Καζαντζάκης και Ιστράτι;» στην πρώτη σελίδα είχε και άλλα σχετικά με την εκδήλωση ρεπορτάζ. Με αφορμή τη συμπαράσταση πολλών διανοουμένων στον Ιστράτι και στους δύο Έλληνες στοχαστές για τις επιθέσεις που τους έγιναν από πολλές εφημερίδες, το «Εμπρός» συνέχιζε να τους καταγγέλλει για αντεθνικό κήρυγμα, και να σημειώνει: «Το κήρυγμα του Παναΐτ Ιστράτι και η εχθρότης κατά των διανοουμένων. Ο μπολσεβικισμός γενική κατάπνιξις της σκέψεως». Το «Σκριπ» στις 14 Ιανουαρίου 1928 χαρακτήριζε τον Καζαντζακη κομμουνιστή, γράφοντας «Διετάχθη η δίωξις του Παναΐτ Ιστράτι και των κομμουνιστών». Φυσικά δεν ήταν όλες οι εφημερίδες κατά των τριών ομιλητών. Τους στήριξαν, μεταξύ άλλων, ο «Ριζοσπάστης», η «Πρωία» αλλά και άλλες εφημερίδες της εποχής. Μάλιστα η «Πρωία», μέρες πριν την οργάνωση της εκδήλωσης, δημοσίευε στην πρώτη σελίδα σειρά άρθρων του Νίκου Καζαντζάκη με τον γενικό τίτλο «Εντυπώσεις από τη Σοβιετική Ρωσία», που στην ουσία ήταν όσα είπε εκείνη την ημέρα στο «Αλάμπρα» ο μεγάλος Κρητικός, γραμμένα φυσικά περισσότερο αναλυτικά και εκτεταμένα.http://www.candianews.gr/.../i-di
Και το πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη:

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΡΟΥΣΙΑ, ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΑ “ΓΚΟΥΛΑΓΚ”

Γελούσε ο φίλος μου σαρκαστικά και με κοίταζε με τα παμπόνηρα ματάκια. 
Με διαπέρασε αλαφριά ανατριχίλα. 

Όλα τα ξέρουν οι φίνοι τούτοι άπιστοι· μονάχα τούτο ξεχνούν: πως μονάχα επιθυμώντας, απατώμενος κι απατώντας –δηλαδή πιστεύοντας- ο άνθρωπος μπορεί ν’ αλλάξει το πρόσωπο της γης.

Οι ερυθρές φυλακές” – Ο Νίκος Καζαντζάκης για το σοβιετικό σωφρονιστικό σύστημα

Σαν σήμερα,26-10- το 1957, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Κρητικός λογοτέχνης, Νίκος Καζαντζάκης, σε ηλικία 74 ετών. 
Μπορεί ο Καζαντζάκης πολιτικά να είχε διάφορες διακυμάνσεις, αλλά οι ταξιδιωτικές σημειώσεις του για τη Σοβιετική Ένωση είναι τόσο πλούσιες κι εύστοχες, που βάζουν τα γυαλιά σε πολλούς σοβιετολόγους του συρμού, που δε διαθέτουν ούτε το ταλέντο του, ούτε την εντιμότητα και τη διεισδυτικότητά του.
 Ακολουθεί το κεφάλαιο για το σοβιετικό σωφρονιστικό σύστημα από το βιβλίο “Ταξιδεύοντας – Ρουσία”, όπου προχωράει φυσικά πέρα από τις στερεοτυπικές τοποθετήσεις που ξεκινούν κι εξαντλούνται στη λέξη “γκούλαγκ”, δίνοντας τις βασικές αρχές του και κάποιες σημαντικές πληροφορίες.


Ο Παναγής Σκουριώτης της Σοβιετικής Ρουσίας είναι, όπως κι ο δικός μας, ένας ισχυρός οργανισμός, όλος φλόγα, αφιερωμένος με φανατισμό στο σκοπό που έθεσε στη ζωή του: ν’ αναμορφώσει τις φυλακές. Ξανθός, γαλάζια μάτια, ξεχειλισμένος από χαρά, σαν τους ανθρώπους που, κυριεμένοι από ένα μεγάλο πάθος, το ικανοποιούν και χαίρουνται. Χαρούμενος, γοργοκίνητος, με άρπαξε στο αυτοκίνητό του και μ’ έφερε στις μεγάλες φυλακές έξω από τη Μόσχα.

Μέσα στην πυκνήν ομίχλη, το πρωί εκείνο, τα σπίτια κι οι εκκλησιές γυάλιζαν αχνά, εξαϋλωμένα, σα χτίρια ξωτικά καμωμένα από καπνούς κι υγρασία. Τα ηλεχτρικά ήταν αναμμένα κι έφεγγαν θαμπά τους δρόμους και τις παγωμένες βιτρίνες. Κοράκια περνούσαν σιωπηλά και κάθιζαν στα κρυσταλλωμένα δέντρα, τα σπίτια όλο και λιγόστευαν, είχαμε πια βγει στο μοσχοβίτικο κάμπο, φτάναμε στις φυλακές.

Σε όλο το δρόμο ο νέος σύντροφός μου μου ξηγούσε ότι η Σοβιετική Ρουσία αντικρίζει και το δύσκολο πρόβλημα φυλακών και φυλακισμένων:


-Δύο είναι οι βασικές αρχές μας: α) η μόρφωση του κατάδικου β) η εργασία
α) Κάθε φυλακή έχει:
 το σκολειό της για τους αναλφάβητους· όλοι, όταν θα βγουν από τη φυλακή, πρέπει να ξέρουν ανάγνωση και γραφή· έχει τη λέσχη της, το θέατρό της, τον κινηματογράφο της, τη βιβλιοθήκη της· στη λέσχη συζητούν, γίνουνται ομιλίες, θεατρικές παραστάσεις, διαβάζουν και μορφώνουνται. 
Κάθε φυλακή έχει τη δική της «εφημερίδα του τοίχου», όπου οι ίδιοι οι φυλακισμένοι γράφουν με απόλυτη ελευτερία για όλα τα θέματα που αφορούν την υλική ή πνευματική ζωή τους. Οι φυλακισμένοι διαιρούνται σε διάφορες ομάδες και καθεμιά αναλαβαίνει ορισμένο κλάδο: υπάρχουν ομάδες για τη μόρφωση, για την πολιτική, τα οικονομικά, την υγιεινή, άλλες αναλαβαίνουν τη φιλολογία, τη μουσική, τις γιορτές. 
Όλες οι ομάδες αποτελούνται από φυλακισμένους και μονάχα ο πρόεδρός τους είναι κρατικός υπάλληλος. 
Μεγάλη προσοχή συνάμα δίνουμε στο κορμί: καθαριότητα, ηλιοθεραπεία, αεροθεραπεία, γυμναστική, εκδρομές.

β) Σύμφωνα με τη δεύτερή μας αρχή, όσοι κατάδικοι μπορούν, πρέπει να εργάζουνται. 
Η εργασία δεν έχει σκοπό την τιμωρία του φυλακισμένου, παρά την ανθρωπιστική κι επαγγελματική του μόρφωση· γι’ αυτό η εργασία πρέπει να ‘ναι ανάλογη με την κλίση και τις ικανότητες του κάθε ατόμου. 
Σωματική ή ψυχική ποινή απαγορεύεται, όχι μονάχα γιατί αντιστρατεύεται στις σοβιετικές μας αρχές παρά και γιατί εξαγριώνει τον άνθρωπο και του γεννάει μίσος για την κοινωνία. 
Η πείρα μας απόδειξε πως τίποτα δεν επιδράει τόσο ευεργετικά στο φυλακισμένο, όσο ο σεβασμός στην ατομικότητά του.

Ευτύς ως ο κατάδικος μπει στη φυλακή,
 πάνε και τον βλέπουν ο διευθυντής κι οι προϊστάμενοι στο μορφωτικό ή εργατικό τμήμα. Κουβεντιάζουν μαζί του, μελετούν το χαραχτήρα και τη μόρφωσή του, τις επαγγελματικές του ικανότητες. 
Την άλλη μέρα του δίνουνε το βιβλιάριο, όπου αναγράφουνται τα δικαιώματα και τα χρέη του.


Οι φυλακισμένοι διαιρούνται σε τρεις τάξες: Κατώτατη, μέση κι ανώτατη. Κάθε φυλακισμένος παραμένει υποχρεωτικά ορισμένο χρονικό διάστημα στην τάξη όπου κατατάχτηκε, ωσότου η διεύθυνση του επιτρέψει να μετατοπιστεί στην αμέσως ανώτερη. 
Η παραμονή του στην ίδια τάξη ή η μετάθεση σε άλλη εξαρτάται από την πρόοδο του φυλακισμένου στην εργασία του και στη συμπεριφορά του, και γενικά από την επίδραση που είχε απάνω του το σωφρονιστικό σύστημα.

Η προαγωγή σε ανώτερη τάξη συνεπάγεται ορισμένα προνόμια: 
Αλαφρώνουν οι όροι του κανονισμού, μπορεί ν’ απολυθεί ο κατάδικος προτού λήξει ο χρόνος της ποινής κτλ. 
Όσοι ανήκουν στην κατώτατη τάξη δικαιούνται να δέχουνται επίσκεψες και να ‘χουν αλληλογραφία κάθε 15 μέρες· όσοι στην ανώτατη, κάθε μέρα. 
Όσο ανεβαίνουν σε ανώτερη τάξη αποχτούν και μεγαλύτερη ελευτερία να διαχειρίζουνται τα χρηματικά ποσά που κερδίζουν και ν’ αγοράζουν τρόφιμα, φορέματα, βιβλία. 
Όσοι ανήκουν στη μεσαία τάξη δικαιούνται εφτά μέρες άδεια το χρόνο· όσοι στην ανώτατη δεκατέσσερεις.
 Επίσης μπορεί να χορηγηθεί στους αγρότες που έδειξαν καλή διαγωγή άδεια απουσίας τρεις τέσσερεις μήνες, να πάνε στα χωριά τους και να βοηθήσουν στο θερισμό. Οι μήνες αυτοί υπολογίζουνται ως φυλακή.

Έχουμε διάφορους τύπους φυλακές, ανάλογα με τα διάφορα μέτρα της κοινωνικής προστασίας:


α) Σωφρονιστικές· αυτές υποδιαιρούνται: σε οίκους φυλακής· σωφρονιστικούς οίκους προστασίας· παροικίες αγροτικές, επαγγελματικές, βιομηχανικές· ειδικά απομονωτήρια· μεταβατικούς, σωφρονιστικούς οίκους.
β) Γιατροπαιδαγωγικές· υποδιαιρούνται σε οίκους εργασίας για ανηλίκους· σε οίκους εργασίας για εγκληματίες προερχόμενους από αγροτοεργατική νεολαία.
γ) θεραπευτικές· υποδιαιρούνται: σε ιδρύματα για ψυχικά ανισόρροπους και σωματικά άρρωστους· σε ινστιτούτα ψυχιατρικής θεραπείας, νοσοκομεία κτλ.

Το σοβιετικό σωφρονιστικό σύστημα θέσπισε ακόμα μια σημαντική καινοτομία: 
Ως σήμερα, επικρατούσε η Ιδέα πως το δικαστήριο είναι ο μόνος ρυθμιστής της ποινής· 
σ’ εμάς όμως η δικαστική κι η σωφρονιστική εξουσία είναι δυο ισότιμοι παράγοντες της ενιαίας ποινικής πολιτικής του Κράτους. Το έργο της σωφρονιστικής εξουσίας δεν έχει σε μας μηχανικό χαραχτήρα· έγινε καθαρά δημιουργικό.
Από τη στιγμή που, ευτύς μετά τη δίκη, το κέντρο του βάρους μεταφέρεται στη σωφρονιστική εξουσία, τα εχτελεστικά σωφρονιστικά όργανα επιδίδουνται στη μελέτη –ψυχική, σωματική, πνευματική- των καταδίκων. Τους ταξινομούν, ορίζουν ειδικούς κανονισμούς, χρησιμοποιούν διάφορα, ανάλογα με την κάθε κατηγορία, μέσα σωφρονισμού και μόρφωσης.
Και το σπουδαιότερο: 
μπορούν όχι μονάχα ν’ αλλάξουν τους όρους της εχτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων, παρά και να συντομέψουν το χρόνο της ποινής που όρισε το δικαστήριο και να μεταβάλουν ριζικά τα μέτρα της κοινωνικής προστασίας. 
Η Σοβιετική Ρουσία κλόνισε την αρχή πως οι δικαστικές ετυμηγορίες είναι απαραβίαστες· τα εχτελεστικά όργανα μπορούν, ανάλογα με τη διαγωγή του κατάδικου, να τροποποιήσουν ριζικά την ποινή.
Με τα μέσα αυτά προσπαθούμε όχι να τιμωρήσουμε τον κατάδικο παρά να τον κάμουμε ικανό να συνεργαστεί κι αυτός μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία:
 του μαθαίνουμε γράμματα, του θεραπεύουμε την ψυχή και το σώμα, του διδάσκουμε μιαν τέχνη για να μπορεί να ζήσει και να φανεί χρήσιμος στο σύνολο.


Κάνουμε ό,τι μπορούμε να νικήσουμε το σκοτάδι του μυαλού και της ψυχής του ανθρώπου.

Μέσα από την πυκνήν ομίχλη έβλεπα τα υπερβόρεια μάτια του συντρόφου μου να λάμπουν σα δυο φλόγες. 
Μπαίναμε στη μεγάλη αυλή της φυλακής.

Το χτίριο είναι παλιό, απέραντο και ξεμοναχεμένο στην πεδιάδα.
 Κάμποσοι φυλακισμένοι έκοβαν ξύλα, άλλοι κουβαλούσαν κάρβουνα· 
ο διευθυντής χαιρέτησε τους «συντρόφους φυλακισμένους» μ’ εγκαρδιότητα. 
Μπήκαμε σ’ ένα μακρύ, φωτισμένο διάδρομο· 
ευτύς εξαρχής σου γεννιέται η εντύπωση πως δε βρίσκεσαι σε φυλακή παρά σε σιωπηλό, πειθαρχημένο εργοστάσιο.

Ανοίγαμε τις πόρτες κατά σειρά και βρισκόμασταν πάντα μπροστά σ’ ένα καινούρια αργαστήρι: 
Εδώ το τυπογραφείο που αναλαβαίνει, με τη φίρμα της φυλακής, να εκδίδει βιβλία, παραπέρα το βιβλιοδετείο, έπειτα το ξυλουργείο, το παπουτσίδικο, το σιδεράδικο, το ψωμάδικο. 
Οι ίδιοι οι φυλακισμένοι ζυμώνουν, φουρνίζουν, μαγερεύουν, πλένουν. 
Παντού μας υποδέχουνται χαρούμενα κι εγκάρδια· 
πουθενά δεν είδα φύλακες με στολή ή με όπλα· 
ελάχιστοι οι φύλακες και ντυμένοι πολιτικά. Οι κατάδικοι πάλι φορούν ό,τι ρούχα τους αρέσουν, τίποτα δε σου θυμίζει πως βρίσκεσαι σε φυλακή.

Πολλοί μαθαίνοντας πως είμαι ξένος, με ζυγώνουν με περιέργεια και σφοδρό ανθρώπινο ενδιαφέρον και με ρωτούν για την πατρίδα μου: 
«Τι γίνεται εκεί κάτω, υπάρχουν άνθρωποι να εκμεταλλεύουνται ανθρώπους, υπάρχουν σύντροφοι που να υποφέρουν; 
Τι ενέργεια κάνετε να φωτιστεί, να λευτερωθεί ο λαός;» 
Ρωτούσαν, μ’ έπιαναν από τα χέρια, με κοίταζαν, περίμεναν κι εγώ απαντούσα με αοριστία.

Στο σιδεράδικο ένα φυλακισμένος στέκουνταν σε μια γωνιά με σταυρωμένα χέρια:

-Αυτός δε θέλει να δουλέψει, μου ξήγησε ο διευθυντής χαμογελώντας· μα σε λίγες μέρες θα βαρεθεί, θα ντραπεί, θα ζουλέψει και θα πιάσει κι αυτός δουλειά. Όταν ένας κατάδικος έρθει, τον ρωτούμε αν θέλει να δουλέψει και πού· μερικοί αποκρίνουνται πως καμιά διάθεση δεν έχουν για δουλειά κι εμείς τότε τους αφήνουμε· καθένας είναι λεύτερος. Όμως φροντίζουμε να παραστέκουν άνεργοι μαζί μ’ εκείνους που δουλεύουν και πάντα, ύστερα από λίγες μέρες, έρχουνται μόνοι τους και μας παρακαλούν να τους δώσουμε εργασία.
Πήγαμε στη λέσχη. 
Ήταν άλλοτε εκκλησία και σώζουνται ακόμα μερικές αγιογραφικές τοιχογραφίες απάνω από το ιερό· 
τώρα είναι καταστόλιστη με κόκκινες σημαίες και κόκκινα ρητά·
 και στο βάθος, όπου μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Αγία Τράπεζα, είναι τώρα η μαρμαρένια προτομή του Λένιν δεξιά του, το ξύλινο αντίγραφο του Μνημείου του στην Κόκκινη Πλατεία· 
κι αριστερά, το αποτύπωμα της φτωχικιάς ίσμπας που είχε καταφύγει ο Λένιν όταν τον κυνηγούσαν τα όρνια του Τσάρου.

Ως μπήκαμε, μια ορχήστρα από φυλακισμένους έπαιξε τη Διεθνή, η αυλαία άνοιξε και φάνηκαν στη σκηνή μια τριανταριά μεσόγυμνοι αθλητές κι άρχισαν να εχτελούν διάφορα δύσκολα γυμνάσματα.

Μια από τις μεγαλύτερες φροντίδες μας είναι και τούτη, μου κάνει ο διευθυντής: μαθαίνουμε τους συντρόφους φυλακισμένους ν’ αναπνέουν, να γυμνάζουν το σώμα τους, να το διατηρούν γερό και καθαρό· να ζουν όσο το δυνατό περισσότερο στο ύπαιθρο. Γι’ αυτό τους βλέπετε τόσο ζωηρούς και ροδοκόκκινους.

Ήταν πια μεσημέρι. Καθίσαμε και φάγαμε όλοι μαζί στους μεγάλους ξύλινους πάγκους: σούπα, κρέας με πατάτες, τσάι. 
Οι φυλακισμένοι έρχουνταν από τ’ αργαστήρια τους, πλένουνταν και κάθιζαν κεφάτοι κι έτρωγαν.

Έλεγα στο διευθνυτή:


–Κι εμείς στην Ελλάδα προσπαθούμε κάποτε με την εργασία να καλυτερέψουμε την ψυχή και το σώμα των φυλακισμένων κι εμείς ξέρουμε τις θεωρητικές αρχές που εφαρμόζετε και προσπαθούμε να τις πραγματοποιήσουμε. Έχω ένα φίλο που ‘χει αφιερώσει τη ζωή του για τη μεγάλη τούτη αποστολή. Τον λένε Παναγή Σκουριώτη.

Ο διευθυντής κούνησε το κεφάλι του:

–Σε όλο τον κόσμο, αποκρίθηκε, υπάρχει η προσπάθεια που λέτε· 
όλες οι θεωρίες είναι γνωστές και κυκλοφορούνε στον αγέρα της εποχής μας· παντού κάποιος αγνός και φλογερός ιδεολόγος θα βρεθεί, που θα θυσιάσει τη ζωή του για να τις εφαρμόσει· όμως, θαρρώ, του κάκου. 
Καμιά γενναία ριζική μεταβολή δεν μπορούν να πετύχουν και στο ζήτημα αυτό οι αστικές χώρες· είναι κι οι φυλακές μέρος ενός συνόλου και καμιά ριζική αναμόρφωση δεν μπορεί ποτέ να γίνει ξεκάρφωτη.
Στις αστικές χώρες, οι χαραχτηριζόμενες αξιόποινες πράξες αιτία έχουν συχνότατα όχι την ατομική διάθεση του φταίχτη παρά το σύνολο των κοινωνικών συνθηκών. 
Συχνότατα, στις αστικές κοινωνίες, ο εγκληματίας σπρώχνεται απ’ όλη την κοινωνία στο έγκλημα. Κι όταν τον κλείνουν στη φυλακή, έχει βαθιά του την πεποίθηση πως δεν είναι αυτός ο κακούργος παρά ολάκερη η κοινωνία· αυτός είναι το θύμα.
 Κι η πεποίθησή του αυτή τον γιομώνει πίκρα και μίσος. Με τέτοια ψυχολογία είναι φυσικό ν’ αντιδράει σε κάθε προσπάθεια που κάνει μια τέτοια κοινωνία για να τον καλυτερέψει.
Η αστική προσπάθεια για αναμόρφωση δεν μπορεί να ‘ναι ούτε ολοκληρωτική ούτε συνεχής. 
Είναι στη φύση του αστικού Κράτους να μη θέλει ποτέ –γιατί δεν το συφέρει- να ξυπνήσει εντελώς την ψυχή του λαού. 
Δε συφέρει να δει ο λαός πόσο κι από ποιους αδικιέται, ούτε να νιώσει πως έχει στα χέρια του όλη τη δύναμη. Γι’ αυτό, αν σε οποιοδήποτε κλάδο κρατικής ή κοινωνικής ενέργειας ξεπεταχτεί μια στιγμή μια αγνή προσπάθεια, η προσπάθεια αυτή είναι, αναγκαστικά, ξεμοναχιασμένη και μισερή, οφείλεται σε κανένα απροσάρμοστο στη γύρα του σαπίλα ιδεολόγο, βρίσκει οργανωμένη λυσσαλέα αντίδραση, φανερή ή κρυφή και γρήγορα ξεθυμαίνει.

Την άλλη μέρα, κάποιος γνώριμός μου Πολωνοεβραίος, παμπόνηρος κι αντιδραστικός, που του διηγήθηκα την επίσκεψή μου στις σοβιετικές φυλακές, καθώς κι όλα τα θαμαστά που ‘βλεπα κάθε μέρα, μου αποκρίθηκε σατανικά χαμογελώντας:
–Ο Ποτιέμκιν, όταν έβγαζε σε περιοδεία την αυτοκρατορικιά μετρέσα του, τη Μεγάλη Αικατερίνη, έστελνε μπροστά έτοιμα χωριά από καρτόνι και τα στερέωνε κοντά στα μέρη απ’ όπου θα περνούσαν. Χωριάτες και χωριάτισσες, ντυμένοι λαμπερά κοστούμια, γλεντούσαν ευτυχισμένοι κάτω από τα δέντρα, έπαιζαν μπαλαλάικα, πηδοκοπούσαν και ζητωκραύγαζαν την αυτοκρατόρισσα. Δεν ήταν χωριάτες και χωριάτισσες· ήταν ηθοποιοί που τους είχε νοικιάσει ο Ποτιέμκιν· κι η ερωτευμένη χοντρο-Κατερίνα δάκρυζε από κατάνυξη κι ευτυχία.
Όμοια κι οι μπολσεβίκοι σας περιοδεύουν στη Μόσχα –στη μεγάλη από καρτόνι, από ηθοποιούς και μπαλαλάικες βιτρίνα της Ρουσίας –και σας δείχνουν (οι Ρούσοι είναι, κατά παράδοση, περίφημοι σκηνοθέτες) μερικά καλοβαλμένα, πιτήδεια τρουκαρισμένα θεάματα: σκολειά, σανατόρια, φυλακές, δικαστήρια, οι σειρήνες των εργοστασίων όταν περνάτε σφυρίζουν, τάχατε πως δουλεύουν ακατάπαυτα, οι ίδιες πάντα γεωργικές μηχανές περνούν από τους δρόμους που είναι για να περάσετε, τάχατε έτσι, κατά τύχη… Και σεις χάσκετε, οι κουτόφραγκοι, και πέφτετε στην παγίδα Ποτιέμκιν νεότατου συστήματος –στην παγίδα «Καρλ Μαρξ».
Γελούσε ο φίλος μου σαρκαστικά και με κοίταζε με τα παμπόνηρα ματάκια. 
Με διαπέρασε αλαφριά ανατριχίλα. 
Ανάμεσα στους φλογερούς στενοκέφαλους πιστούς που δουλεύουν με αγάπη και πείσμα, υπάρχουν οι πολύ μορφωμένοι, χαριτωμένοι και χαιρέκακοι άπιστοι. 
Τούτοι όλα τα ξέρουν, τίποτα δεν μπορεί να τους ξεγελάσει, πολύ έξυπνα αποσυνθέτουν και καταγγέλνουν τον «ιερό δόλο», που χωρίς αυτόν ποτέ δεν μπόρεσε να θεμελιωθεί μια νέα θρησκεία.
Όλα τα ξέρουν οι φίνοι τούτοι άπιστοι· 
μονάχα τούτο ξεχνούν: 
πως μονάχα επιθυμώντας, απατώμενος κι απατώντας –δηλαδή πιστεύοντας- 
ο άνθρωπος μπορεί ν’ αλλάξει το πρόσωπο της γης.
Νίκος Καζαντζάκης Σοβιετική Ένωση Σωφρονιστικό σύστημα