ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ:..ΕΒΓΑΛΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΟΥΣ «ΑΤΣΑΛΑΚΩΤΟΥΣ»...!!

Με τις νότες και τους στίχους του, από το «τη Υπερμάχω» ως τα «μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια...» έφτιαξε ανθοδέσμες και τις πρόσφερε στα κορίτσια, με τις νότες και τους στίχους του ένωσε τον κόσμο της δουλειάς γιατί «ξεκλείδωσε» την ψυχή του, «σιδερωμένο» από πάθη και παθήματα, έβγαλε τη γλώσσα στους «ατσαλάκωτους», σαν χορός σε αρχαία τραγωδία υπενθύμισε άγραφους νόμους αξιοπρέπειας, απέναντι στην μικροαστική περιέργεια καθιέρωσε την δική του μυστική «γλώσσα» τις δικές του αυστηρές τελετουργίες, απλόχερο με τους σεμνούς και αγνούς, σκληρό απέναντι στους ασεβείς...

Ένα κείμενο του Γιώργου Μηλιώνη για το Ρεμπέτικο

Με αφορμή την ένταξη του Ρεμπέτικου στον κατάλογο της UNESCO για την Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Ανθρωπότητας

Γεννήθηκε στις πολιτείες της ασφάλτου και στα λασπωμένα σοκάκια των λαϊκών συνοικιών από λείψανα θρύλων, από θραύσματα λέξεων που πλάστηκαν στις αμμουδιές του Ομήρου και σε χιονισμένες βουνοκορφές, ισορρόπησε χωρίς δίχτυ με το στόμα της αβύσσου ανοιχτό κάτωθέ του περπατώντας πάνω στην τρίχα ενός πινέλου που κράτησαν ο Θεόφιλος και ο Εγγονόπουλος, «ιστορήθηκε» ψηλά στον Μυστρά από τον Κόντογλου στα μάτια της στρατιάς των αλαφροΐσκιωτων που ήταν οι τελευταίοι στρατιώτες του Κωνσταντίνου Παλαιολογου, επικεφαλής εκείνης της στρατιάς των ανωνύμων αγίων του λαού που αγιάζουν στα πάθη και στη μάχη...

Κουβαλώντας, χωρίς να το υποψιάζεται καν, την γλωσσική «μνήμη» από τον «χιώτη τον τυφλό τραγουδιστή» ως τις Ωδές του Κάλβου, αποτύπωσε τον κόσμο σχεδόν αποκλειστικά με εικόνες, αγκαλιάζοντας τον όπως είναι και μεταπλάθοντάς τον με τα όνειρα και τις πίκρες του, τις προσδοκίες του και τις διαψεύσεις του...

Έφτασε ως εδώ με την ψυχή στο στόμα, στα μάτια αντιφέγγιζε η φωτιά που έκαψε τα πάντα, πάνω στο στήθος ένα μαντήλι με λίγο χώμα από την Αιολική Γη του Βενέζη για να φυτέψει με το χέρι σημαδεμένο για πάντα με το νούμερο 31328 ένα βασιλικό, ένα γεράνι, λίγη μυρωδιά και λίγο χρώμα σε ένα γκαζοτενεκέ, μην αλλιωτέψει η ψυχή του μέσα στη μαυρίλα...

Με το σαντούρι και το βιολί του έμενε το κερί της ελπίδας αναμμένο και γινόταν τα βράδια καράβι η παράγκα ναυπηγημένο με νότες από τους ευφυείς μάστορες της προσφυγιάς...

Και όταν όλοι οι δρόμοι έκλεισαν έβαλε τα μαύρα στιβάλια τα «βαριά» και τα μαύρα ρούχα του Μάρκου και με το τρίχορδο στο χέρι αντίκριζε κάθε μέρα τον κόσμο των ξεριζωμένων, των κατατρεγμένων, των κολασμένων, των δυνατών, αλλά και των άβουλων και μοιραίων.

Μέσα σε εκείνο το καλούπι πλάστηκε κι όλα ετούτα τα 'κανε τραγούδι, ανάγλυφο μιας τέχνης ταπεινής μέσα στην μεγαλοσύνη της γιατί ήταν όσο ακριβώς χρειαζόταν. Ήταν και οι καιροί που δεν σήκωναν φτιασιδώματα, ούτε και υπεκφυγές, οι άνθρωποι έπρεπε να ζήσουν και για να γίνει αυτό χρειάζονταν και το τραγούδι, το δικό τους τραγούδι...

Με τις νότες και τους στίχους του, από το «τη Υπερμάχω» ως τα «μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια...» έφτιαξε ανθοδέσμες και τις πρόσφερε στα κορίτσια, με τις νότες και τους στίχους του ένωσε τον κόσμο της δουλειάς γιατί «ξεκλείδωσε» την ψυχή του, «σιδερωμένο» από πάθη και παθήματα, έβγαλε τη γλώσσα στους «ατσαλάκωτους», σαν χορός σε αρχαία τραγωδία υπενθύμισε άγραφους νόμους αξιοπρέπειας, απέναντι στην μικροαστική περιέργεια καθιέρωσε την δική του μυστική «γλώσσα» τις δικές του αυστηρές τελετουργίες, απλόχερο με τους σεμνούς και αγνούς, σκληρό απέναντι στους ασεβείς...

Λοιδορήθηκε, περιφρονήθηκε, κυνηγήθηκε, κάηκε στη φωτιά των παθών, αναβάτης που προσπάθησε να καβαλικέψει το αδάμαστο άτι του Ίμερου...

Πρόλαβε όμως να σπείρει την απέθαντη γενιά του παρότι ήξερε πως θα το «αρωματίσουν», θα το μεταλλάξουν, θα το στύψουν, όπως ήξερε και ότι θα το σεβαστούν. Εξακολουθεί να επιβάλλει και να απαιτεί σεβασμό, όπως του ταιριάζει, γιατί συντρόφεψε ανθρώπους που μόχθησαν, που χόρεψαν, που έκαναν όνειρα.

Κι όχι μόνο. Επιβάλλει και απαιτεί σεβασμό γιατί εξακολουθεί κυρίως να είναι εκείνη η μυστική και μυστηριώδης σπίθα, αυτός ο πειρατής όλων των καιρών, η υπενθύμιση μιας αρχέγονης μνήμης, ο εντός μας ποταμός που αναπάντεχα βγαίνει στην επιφάνεια και ύστερα πάλι χάνεται, για μια στιγμή ίσως, αλλά αρκετή για να μαγέψει έναν Σκαλκώτα, για να το σιγοτραγουδά μια Κάλλας τόσο μόνη μες την φοβερή ερημία του πλήθους που την αποθέωνε...

Είναι αυτό που πάντα θα ξεφεύγει από τα ημερολόγια και τις μελέτες, αυτό που δεν χωράει πουθενά, που δεν αντέχει τις τσιρίδες και τα «σόου», είναι ο μάγκας που απεχθάνεται τη «μαγκιά» το τραγούδι που προτιμά να μην ακούγεται από το να ποδοπατιέται...

Μας βρίσκει εκεί που δεν το περιμένουμε, είναι η σκιά των πριν από μας, η σκιά που αφήνουμε εμείς στο πέρασμά μας και που πάνω της χωρίς να το ξέρουν ακόμα θα ακουμπήσουν οι επόμενοι...

Είναι αυτή η μυστική και μυστηριώδης σπίθα που μπορεί να «πειράξει», να αγγίξει την πιο βαθιά κρυμμένη χορδή της ψυχής, εκείνη την χορδή που ο ήχος της ακούστηκε σαν παράπονο παιδιού από τον Μάρκο: «Δεν εγεννήθηκα κακός...».

Την ήξερε καλά αυτή την χορδή, και ο ίδιος και όλοι εκείνοι οι «παίδες εν καμίνω».

Και σήμερα που θα μάθαιναν ότι αποτελούν τμήμα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας τι θα έκαναν;

Θα έδιναν τον λόγο στον Μάρκο με τα μαύρα ρούχα του, τα μαύρα στιβάλια του και το μπουζούκι του κι ενώ θα κούρδιζαν, εκείνος θα χαιρετούσε την ανθρωπότητα με τρείς λέξεις: «Γεια σας παίδες!». Γι΄ αυτό ήταν πατριάρχης του Ρεμπέτικου...

Γιώργος Μηλιώνης
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ



Το βρήκαμε στο artinews.gr

Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

ΥΠΑΡΧΕΙ και ΑΥΤΟ -Το Τζάντε: ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ!!

Γιάννης Γεωργάνος: Ό,τι κι αν κάνεις, κάνε το έτσι ακριβώς όπως ο Άνθρωπος έχει ανάγκη να σε δει να το κάνεις. 
Ό,τι κι αν είναι αυτό, να το προσφέρεις στο Όλον υπηρετώντας το με σεβασμό και επαγγελματισμό.

ΠΛΑΝΗ ΤΗΣ ΓΗΣ – 
-Συνέντευξη
Γιάννης Γεωργάνος: «”Τερατόμορφοι” είναι όσοι ζουν εγκλωβισμένοι στην πλάνη και την προσκόλληση στην ύλη»
…………………………………….
Στις 17 Μαρτίου, κυκλοφόρησε από το label PMProom (και κάτω από την ετικέτα του sub-label PMP-roots, εξειδικευμένου σε πιο «αλλόμορφα» ελληνόφωνα εγχειρήματα), ο δίσκος «Τερατόμορφοι».
Μια παράξενη δουλειά, όσο, όμως, και οικεία στο άκουσμα.
Ένας δίσκος με πάμπολλα στοιχεία από μουσικές όπως αυτές της νησιώτικης παράδοσης, ή των ηπειρώτικων «δρόμων», αλλά και με αστικές αναφορές, όπως και rock βάση.
Συντελεστές του δίσκου «Τερατόμορφοι» είναι οι εξής: Γιάννης Γεωργάνος (ερμηνείες-φωνή-κιθάρες), Σπύρος Μαμφρέδας (μουσική) και Καστρινος καστρινος (στίχοι).
Ο Telis Kafkas έκανε την ενορχήστρωση (και παίζει τα μπάσα) και μαζί με τον Πάνος Πιλάτος - music projects συνυπογράφουν την παραγωγή του album, του οποίου οι ηχογραφήσεις, οι μίξεις και το mastering έγιναν στο άντρο του Τέλη Καυκά, το Te.K Cabin Studio του PMProom.
Τέλος, ο Πάνος Πιλάτος έγινε ο… νονός του εν λόγω project, βαφτίζοντάς το ΠΛΑΝΗ ΤΗΣ ΓΗΣ, ενώ δημιούργησε μαζί με τον Theo Laios το artwork του CD, που κυκλοφόρησε σε φυσικό jewel case format, με 6σέλιδο booklet.
Το AkRa magazine προσέγγισε τον main man του όλου project, τον Giannis Georganos Veandok, για μια μικρή αλλά νομίζω διαφωτιστική συζήτηση για το εγχείρημα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΕΩΡΓΑΝΟΣ – Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
akRa:
Αντί να χρησιμοποιήσετε το όνομά σου, επιλέξατε ένα λογοπαίγνιο ως ονομασία του project. Γιατί έγινε αυτό; Και πως εξέλαβες τη σκέψη του Πάνου Πιλάτου να ονομαστεί, εν τέλει, ΠΛΑΝΗ ΤΗΣ ΓΗΣ το όλο project;
Γιάννης Γεωργάνος:
Ουσιαστικά σκοπός μου ήταν να τονίσω το project, καθώς και τα όσα αυτό πρεσβεύει, θέλοντας απο την πρώτη επαφή του ο ακροατής να δώσει έμφαση στη μουσική και τους στίχους. Ο Πάνος πολύ όμορφα πήρε τη σκέψη μου αυτή και την μετουσίωσε στον τίτλο του project και νομίζω σε μεγάλο ποσοστό εκφράζει πολλά από τα μηνύματα που αυτό το album θέλει να περάσει στον μέσο ακροατή.
akRa:
Πως ήταν η συνεργασία σου με αυτούς τους δύο; Τον Τέλη Καυκά και τον Πάνο Πιλάτο, εννοώ. Έχουν 25 χρόνια μαζί κι έχουν γράψει χιλιόμετρα στο studio παρέα. Ένιωσες καλά; Ελεύθερος; Τι εισέπραξες; Πως το βίωσες;
Γιάννης Γεωργάνος:
Η συνεργασία μου με τα παιδιά ήταν εξαιρετική! Με τον Τέλη περάσαμε πολλές ώρες στο studio και περνούσε τόσο όμορφα και δημιουργικά ο χρόνος που πριν καν το αντιληφθούμε είχαν περάσει 8-10 ώρες ηχογραφήσεων. Σεβάστηκαν απόλυτα τόσο τις δικές μου επιθυμίες, όσο και των δημιουργών, ενώ ταυτόχρονα παρείχαν την έμπειρη καθοδήγησή τους για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Τόσο εγώ όσο και οι δημιουργοί, είμαστε απόλυτα ευχαριστημένοι με το αποτέλεσμα του album, κάτι που φαίνεται στο χρόνο που χρειάστηκε η όλη παραγωγή του, καθώς και στην απήχηση που είχε από τον κόσμο μέχρι στιγμής.
akRa:
Σύμφωνα με το Δελτίο Τύπου της εταιρείας σου, ο δίσκος περιέχει «ένα κύκλο δέκα τραγουδιών που ακροβατούν σε μια κόψη ηλεκτρικών εξάρσεων και ακουστικών ατμοσφαιρών». Εσύ σήμερα, λίγο μόλις καιρό έπειτα από την κυκλοφορία του album, πως θα χαρακτήριζες το περιεχόμενό του;
Γιάννης Γεωργάνος:
Το περιεχόμενο του album, αποτελείται από τραγούδια βγαλμένα απο τη ζωή των δημιουργών τους, τα οποία προϋπήρχαν, των παρεμβάσεών μας. Μιλούν για αναμνήσεις και βιώματα ετών κι εγώ απλώς τα προσέγγισα με σεβασμό και μέσα απο τη δική μου οπτική γωνία. Οι επιρροές ποικίλουν, καθώς στον κύκλο των 10 αυτών τραγουδιών θα συναντήσετε πολλούς ρυθμούς και αρμονίες, από την Ήπειρο ως τα Επτάνησα. Μην θέλοντας κάτι τόσο όμορφο να το περιορίσω σε πλαίσια και ταμπέλες, ώστε να ωθήσω κάποιον στην προκατάληψη απέναντι στο album, θα πω απλά πως τα πάντα είναι μουσική και η μουσική εάν τη διαχειριστείς σωστά μπορεί να είναι ο τρόπος που θα εκφράσεις τον εσωτερικό κόσμο ενός ή και παραπάνω ανθρώπων.
akRa:
Τη μουσική του δίσκου, λοιπόν, υπογράφει ο Σπύρος Μαμφρέδας και τους στίχους ο Καστρινός, ο οποίος είναι και πατέρας σου! Πως προέκυψε η σκέψη και η ανάγκη να δισκογραφηθούν αυτά τα κομμάτια; Πως ήταν η σχέση σου και η συνεργασία σου με τους εν λόγω δημιουργούς με τους οποίους έχεις και πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας;
Γιάννης Γεωργάνος:
Θα μπορούσα να πω πως είναι η πρώτη φορά που δισκογραφείται μια δουλεία του Καστρινού, καθώς ο τελευταίος γράφει 10 χρόνια στίχους και λιμπρέτα για μουσικοθεατρικές παραστάσεις με αυτό το ψευδώνυμο. Αυτό σημαίνει πως έχω ερμηνεύσει πολλές φορές στίχους του Καστρινού, που έχουν μελοποιηθεί απο διάφορους δημιουργούς. Ο Σπύρος έδωσε έναν πιο σύγχρονο χαρακτήρα στις μελοποιήσεις του και μέσα σε αυτό είδα μια συμβατότητα, που με έκανε να σκεφτώ ότι θα μπορούσε να γίνει ένα ωραίο album όλο αυτό. Όσον αφορά στη διαφορά ηλικίας, η μέχρι τώρα εμπειρία μου με έχει διδάξει πως όταν υπάρξει η συμβατότητα, τότε η ηλικία σίγουρα παίζει ένα μικρό ρόλο στη δημιουργική διαδικασία και αυτό μόνο και μόνο εάν υπάρξει φανερά το χάσμα του τρόπου σκέψης. Ευτυχώς, στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε εμπιστοσύνη από τους δημιουργούς σε εμένα και αυτό διευκόλυνε πολύ τα πράγματα.
akRa:
Προσωπικά έχω ξεχωρίσει τα εξής κομμάτια: «Όταν Ακούω Τη Βροχή», «Τερατόμορφοι», «Τρένο» και «Ποιος Είμαι». Θα ήθελα να μου πεις δυο λόγια για το κάθε ένα από αυτά, αλλά και να μου επισημάνεις δύο τραγούδια του δίσκου που είτε σημαίνουν πολλά για σένα, είτε για το όλο project…
Γιάννης Γεωργάνος:
Το κάθε κομμάτι έχει το δικό του ξεχωριστό παλμό. Οι δημιουργοί προφανώς έχουν στο μυαλό τους κάποιο βίωμα, ξεκινώντας από τον Καστρινό που έγραψε τους στίχους. Έπειτα ο Σπύρος εμπνεύστηκε τη μουσική γιατί σε κάποιο σημείο ταυτίστηκε με τους στίχους. Έτσι λοιπόν εγώ αυτό που μπορώ να πω είναι πως ακούγοντας τα τραγούδια αυτά, τα επέλεξα γιατί αφυπνίζουν μέσα μου μνήμες και βιώματα που σίγουρα έχουν να κάνουν με το περιεχόμενο των στίχων, αλλά πολλές φορές και σε ένα πιο μεταφορικό επίπεδο, ή από μια δική μου οπτική γωνία. Εάν ξεχώριζα δυο τραγούδια από το δίσκο (κάτι που θα ήταν καθαρά γι’ αυτή την περίοδο της ζωής μου), θα έλεγα «Τερατόμορφοι» και «Όταν Ακούω Τη Βροχή». Επίσης η μέχρι στιγμής απήχηση συμφωνεί μαζί μου και νομίζω πως σε ένα πιο εσωτερικό επίπεδο επιβεβαιώνει την απάντησή μου. Είναι αυτά τα κομμάτια που βιώνω πιο έντονα αυτή την περίοδο και μπόρεσα να το κάνω πιο εμφανές.
akRa:
Ποιοι είναι οι τερατόμορφοι που εσύ έχεις αντιμετωπίσει ως τώρα στη ζωή σου, Γιάννη;
Γιάννης Γεωργάνος:
Οι «Τερατόμορφοι» σαν τραγούδι, καθαρά στιχουργικά, έχουν τελείως άλλο νόημα από αυτό που εγώ δίνω στην ερμηνεία μου. Για μένα οι «Τερατόμορφοι» είναι οι εσωτερικές καταστάσεις του ανθρώπου, οι οποίες τον καθιστούν άπληστο, αγενή και διαχωρισμένο από την Ολότητα Άνθρωπος. Διαχωρισμένο από την αγάπη και την προσφορά. Από τη συγχώρεση, την κατανόηση και την ανάληψη ευθύνης για τα όσα συμβαίνουν γύρω του. Οι «Τερατόμορφοι» είναι όλοι όσοι έχουν χάσει την πίστη τους στην αγάπη για το Όλον. Όλοι όσοι ζουν εγκλωβισμένοι μέσα στην πλάνη και την προσκόλληση στην ύλη. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι «Τερατόμορφοι» είναι παντού γύρω μας και στα πλαίσια της ενότητας του Όλου, όσο υπάρχουν, είμαι κι εγώ «τερατόμορφος».
akRa:
Το 2016 συμμετείχες με το προσωπικό σου σχήμα, τους Veandok, στη συλλογή «Rockorama Ultimate 2» και έκανες μαζί τους μια εκπληκτική εμφάνιση στο Rockorama Festival 2, στην Death Disco. Λίγο μετά, ανακοινώθηκε ότι υπέγραψες συνεργασία με το PMProom για την κυκλοφορία του δίσκου των Veandok. Σε τι φάση βρίσκεται αυτό;
Γιάννης Γεωργάνος:
Το album αυτό, το οποίο θα φέρει τον τίτλο «Tales Of The Night», είναι σχεδόν έτοιμο από άποψη υλικού, αλλά ακόμα δεν υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος και το δυναμικό, διαθέσιμα ώστε να ξεκινήσει η παραγωγή του. Ευελπιστώ σύντομα να έχω νεότερα σε βαθμό που θα μπορώ να πω περισσότερα για αυτό.
akRa:
Συμμετέχεις, επίσης, στο συγκρότημα Flying Dutchman. Ποια είναι τα σχέδιά σας με το συγκεκριμένο group;
Γιάννης Γεωργάνος:
Με τους Flying Dutchman βρισκόμαστε στο στούντιο αυτή την περίοδο ετοιμάζοντας το πρώτο album μας με τίτλο «Long Live Piracy», το οποίο σχεδιάζουμε να κυκλοφορήσουμε την καλοκαιρινή περίοδο. Πριν από αυτό ωστόσο, θα εμφανιστούμε στη σκηνή του Αn Club, στις 20 του Μάη.
akRa:
Τέλος, είσαι μέλος μιας υπερβατικής ακουστικής κολεκτίβας, και αναφέρομαι στους ΩΔΗπόροι - Παράλληλος Κύκλος. Απ’ ό,τι μου έχει αναφέρει και ο Πάνος, υπάρχουν σχέδια και γι’ αυτό το project. Πάνω απ’ όλα όμως είναι μια live εκτόνωση και πειραματισμός; Πως βιώνεις αυτό το project;
Γιάννης Γεωργάνος:
Με τους ΩΔΗπόρους έχουμε κάνει ως τώρα τρείς εμφανίσεις με μεγάλη απήχηση και εκτόνωση όπως προανέφερες. Είναι κάτι δημιουργικό και φυσικά μια επικοινωνία μουσικών που μπορεί να δώσει πολλά και σε πολλά επίπεδα. Το project αυτό είναι περισσότερο μια παρέα που παίζει μουσική για να διασκεδάσει, και μαζί μας να διασκεδάσει και ο ακροατής.
akRa:
Μουσική… Την υπηρετείς, πηγάζει από μέσα σου ή και τα δύο;
Και πότε, αλήθεια, σε ποια ηλικία και με ποια αφορμή ή αιτία ένιωσες την πρωταρχική σου έλξη προς αυτή;
Γιάννης Γεωργάνος:
Θα μπορούσα να πω σε αυτό το σημείο, πως η μουσική είναι κομμάτι της ίδιας μου της ύπαρξης και την υπηρετώ με όλο μου το είναι. Η μουσική υπήρχε πάντοτε μέσα μου και με κινητοποιούσε, με διαπερνούσε και μου έδινε αυτό ακριβώς που ήθελα να βιώσω ανάλογα με την περίσταση. Όταν αυτό το κάτι ωρίμασε αρκετά, τότε ήταν πηγαία ανάγκη να εκδηλωθεί μέσα από μένα. Αυτό συνέβη στην ηλικία των 16, όταν σε μια σχολική γιορτή είδα μια μαθητική ροκ μπάντα και τότε συνειδητοποίησα πως έχω πρόσβαση στον ηλεκτρικό ήχο. Μέσα σε μόλις λίγους μήνες και έπειτα απο πολλή μελέτη και ξενύχτι είχα ξεκινήσει τις πρώτες μου αμοιβές ως guest σε μουσικά events.
akRa:
Ο έρωτας τι είναι για σένα; Μπορεί να γίνει έμπνευση ή τροχοπέδη για τον ψυχισμό σου;
Γιάννης Γεωργάνος:
Ο έρωτας μέσα από τα δικά μου μάτια, είναι μια τεράστια κινητήριος δύναμη, η οποία μπορεί να μεγαλουργήσει εάν γειωθεί στο φυσικό επίπεδο μέσω της μουσικής. Σίγουρα επηρεάζει σε τεράστιο ποσοστό τη δημιουργικότητά μου, το performance μου και τη συνολικότερη απόδοση μου στη δουλειά μου, με μεγαλύτερη εράστρια την ίδια τη μουσική.
akRa:
Κάπου εδώ θα ήθελα να μου πεις οτιδήποτε επιθυμούσες να μοιραστείς μαζί μας αλλά με το ερωτηματολόγιό μου δεν στο… επέτρεψα.
Γιάννης Γεωργάνος:
Θα ξεκινήσω με ένα ευχαριστώ σε σένα και το label, σε όλους τους παράγοντες του album και, τέλος, θα πω σε όλους όσους διαβάζουν αυτή τη στιγμή τις γραμμές αυτές…: Ό,τι κι αν κάνεις, κάνε το έτσι ακριβώς όπως ο Άνθρωπος έχει ανάγκη να σε δει να το κάνεις. Ό,τι κι αν είναι αυτό, να το προσφέρεις στο Όλον υπηρετώντας το με σεβασμό και επαγγελματισμό.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Το album «Τερατόμορφοι» μπορείς να το αποκτήσεις ζητώντας το από τους δημιουργούς του ή από το label PMProom, ενώ την αποκλειστική του διάθεση από τις 3 Απριλίου θα έχει το label-δισκοπωλείο Imantas(Σαρρή 46, Ψυρρή, 200m από ΗΣΑΠ Θησείου), όπου ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΤΟ ΑΠΟΚΤΗΣΕΤΕ σε συμβολική τιμή στήριξης.
Φωτογραφίες: Mairy Missas & Κατερίνα Καραδήμα
***********************************
Απ' το ΙΟΝΙΑΝ TV

Σάββατο 29 Απριλίου 2017

H Zωή της Ελληνίδας στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου:



,,Το λαϊκό μας τραγούδι ξεπήδησε από μια ανάγκη, γι’ αυτό είναι αληθινό, γι’ αυτό εξελίχθηκε. 
Πρέπει όμως ν’ αδειάσεις ψυχή και πνεύμα για να το πιάσεις. 
Πρέπει να ζυμωθείς με το λαό, να ζήσεις τους καημούς του. 
Γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα και ύστερα με τεχνική. 
Κι έτσι μόνο μας αναστατώνει, μας βάζει σε κίνηση, μας προβληματίζει,,

Η γυναίκα που βάλθηκε να σπάσει το ανδρικό κατεστημένο του λαϊκού πάλκου, με την περιπετειώδη ζωή και την απαράμιλλη πένα της, έζησε από πρώτο χέρι τις τραυματικές εμπειρίες του ξεριζωμού από τη Μικρά Ασία και την προσφυγιά.

Αντισυμβατικός και επαναστατικός νους από μικρή, η νεαρή δασκάλα αποφασίζει να γίνει ηθοποιός, κόντρα στα συντηρητικά ήθη της εποχής, γράφοντας ταυτοχρόνως ποιήματα και σκαρώνοντας στίχους, μια ενασχόληση που θα τη μετέτρεπε σύντομα σε μια από τις κορυφαίες στιχουργούς που γνώρισε ποτέ ο τόπος!

Με τον Τσιτσάνη «δάσκαλό της στον στίχο», όπως το έλεγε η ίδια, η Παπαγιαννοπούλου θα μας χαρίσει αλησμόνητες επιτυχίες, όπως «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Είμαι αετός χωρίς φτερά», «Γυάλινος κόσμος», «Είμαστε αλάνια», «Όνειρο απατηλό» και τόσα και τόσα μνημειώδη άσματα του λαϊκού μας πενταγράμμου.

Η μανιώδης χαρτοπαιξία της ωστόσο και η έλλειψη επιμέλειας στη διεκδίκηση της πατρότητας των στίχων της, τους οποίους πουλά με το σωρό για να βγάζει τα προς το ζην, σύντομα θα τη φέρουν σε ρήξη με τους κορυφαίους συνθέτες της εποχής, με τη ζωή να της επιφυλάσσει μεγάλες δοκιμασίες και τραγικά συμβάντα, όπως την απώλεια της κόρης της.

Αυτή ήταν όμως η σπουδαιότερη γυναίκα στιχουργός της Ελλάδας, η Μικρασιάτισσα που πλούτισε την ελληνική μουσική με στίχους αθάνατους, μια προσωπικότητα που δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την αναγνώριση του έργου της και την είσπραξη των οφειλόμενων δικαιωμάτων. 
Παρά την επιτυχία λοιπόν της δουλειάς της, η ίδια θα πεθάνει στην ψάθα και το όνομά της δεν θα φιγουράρει δίπλα στα θρυλικά πνευματικά της παιδιά.
Η λαϊκή μας ιστορία θα αποκαθιστούσε ωστόσο αργότερα τη «γριά που πουλούσε τα τραγούδια της για πενταροδεκάρες» για να ικανοποιεί το χαρτοπαικτικό της πάθος, μια γυναίκα μποέμισσα που έζησε με πάθος και υπηρέτησε με την ίδια δυναμική τη μεγάλη της αγάπη: τους στίχους που έγιναν σουξέ και δόξασαν συνθέτες και τραγουδιστές.

«Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. 
Από κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δεν θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω, υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα», δήλωνε σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1960.

«Μας γέλασες παλιοζωή /
 μας γέμισες ελπίδες / 
μα στις βαθιές ρυτίδες / 
το δάκρυ μας κατρακυλά /
 Νύχτα πέρασε το τραίνο /
 και το χάσαμε /
 κάπου θέλαμε να πάμε /
 μα δε φτάσαμε», 
έγραφε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στο ακυκλοφόρητο «Νύχτα πέρασε το τραίνο» του Μάνου Λοΐζου, σε έναν στίχο που συμπυκνώνει μια ζωή δημιουργίας, πάθους και προσωπικών τραγωδιών…

Πρώτα χρόνια

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου γεννιέται πιθανότατα το 1893 (σύμφωνα με το δελτίο της αστυνομικής της ταυτότητας) στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας ως Ευτυχία Χατζηγεωργίου-Οικονόμου (αργότερα Νικολαΐδου). Για τα παιδικά της χρόνια δεν είναι και πολλά γνωστά, παρά μόνο ότι βίωσε από πρώτο χέρι τη φρίκη της μικρασιατικής καταστροφής και τον ξεριζωμό του ελληνισμού, καταφθάνοντας στην Ελλάδα το 1922 με πτυχίο δασκάλας ανά χείρας.

Το 1922 θα βρει λοιπόν την οικογένεια της Παπαγιαννοπούλου, αυτή, τον σύζυγό της, τις δύο κόρες της αλλά και τη μητέρα της στην Αθήνα, με την ίδια να μην εργάζεται βέβαια ποτέ ως εκπαιδευτικός, καθώς μέχρι τότε την είχε κερδίσει το σανίδι.

Η θεατρίνα δούλεψε με διαλείμματα σε περιπλανώμενα μπουλούκια από το 1926-1942, οργώνοντας την ελληνική επαρχία και φτάνοντας μάλιστα κάποια στιγμή να συνεργαστεί και με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Στην προσωπική της ζωή, ο γάμος με τον πρώτο της σύζυγο διαλύεται αυτή την εποχή, κυρίως λόγω της κοινωνικής κατακραυγής για το επάγγελμά της…

Από θεατρίνα, στιχουργός

Η αγάπη της όμως για τους στίχους και τα ποιήματα έκαναν από νωρίς την εμφάνισή τους. Στην άγνωστη πτυχή της ζωής της, η Παπαγιαννοπούλου εκδίδει την ποιητική συλλογή «Πνοές» το 1931 (εξαντλημένη έκδοση), ενώ λόγος γίνεται και για δεύτερο ποιητικό πόνημα, το «Φλογέρα και άρπα», το οποίο ωστόσο χάθηκε στη λήθη του χρόνου.

Ταυτόχρονα με το ποιητικό έργο, άρχισε να σκαρώνει στιχάκια, τα οποία συνήθιζε μάλιστα να γράφει σε πακέτα τσιγάρων, πριν καθαρογράψει στο χαρτί. Η ενασχόλησή της πάντως με τη στιχουργική σε επαγγελματικό επίπεδο άρχισε σε μεγάλη ηλικία, με την Παπαγιαννοπούλου να εμπιστεύεται σε συνθέτες στίχους για ρεμπέτικα τραγούδια έχοντας πλέον περάσει το 50ό έτος της ηλικίας της.

Αν και η πρώτη της επαφή με το τραγούδι έγινε κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’40, ενώ λίγο αργότερα ήρθε και η δισκογραφία, με τη Μαρίκα Νίνου να μεσολαβεί και να γνωρίζει τη Μικρασιάτισσα στον Τσιτσάνη. 
Τα δυο πρώτα τραγούδια που του έγραψε ήταν τα «Στο παλιόσπιτο ετούτο» και «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι».

Η επιτυχία των στίχων κάνουν τον Τσιτσάνη να αγοράσει κι άλλα τραγούδια της, με το όνομά της να ακούγεται στην αγορά και πολλοί συνθέτες να τη βλέπουν ως φλέβα χρυσού: Μανώλης Χιώτης, Απόστολος Καλδάρας, Στέλιος Χρυσίνης, Κώστας Καπλάνης, Μπάμπης Μπακάλης, Στέλιος Καζαντζίδης κ.ά.
Το όνομά της απουσιάζει όμως συστηματικά από τους δίσκους, ενώ για πνευματικά δικαιώματα ούτε λόγος. Μόνο αργότερα, πολύ αργότερα, 
ο Μάνος Χατζιδάκις θα βάλει για πρώτη ίσως φορά (με εξαίρεση τον Καλδάρα) 
το όνομά της δίπλα από τους στίχους που του εμπιστεύτηκε στο «Είμ’ αϊτός χωρίς φτερά». Ήταν η περίοδος που συνεργάστηκε με τους «έντεχνους» Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, Μούτση κ.ά.

Η Παπαγιαννοπούλου «εξαναγκάστηκε» σαφώς να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη στιχουργική καθώς το μεγάλο της πάθος, η χαρτοπαιξία, καλούσε σε οικονομική ανακούφιση από τη χασούρα. 
Το ίδιο μάλιστα πάθος θα φέρει αναστάτωση στο σπιτικό που έφτιαξε με τον δεύτερο σύζυγό της, όταν η ίδια το έσκαγε κρυφά τη νύχτα για να τα χάσει όλα στα χαρτιά. 
Άρχισε λοιπόν να «σκοτώνει» τα στιχάκια της για να έχει λεφτά για την «τσόχα», όπως την αποκαλούσε, χωρίς να νοιάζεται ούτε για καριέρα ούτε για υστεροφημία. Για ένα κομμάτι ψωμί προμήθευε αφειδώς τους μεγάλους συνθέτες με αξέχαστους στίχους, τροφοδοτώντας έτσι την ελληνική μουσική με μνημειώδη τραγούδια…

Πάντως, για την ίδια η χαρτοπαιξία ήταν και ένα είδος καταφύγιου μετά τον θάνατο της κόρης της, Μαίρης (1960). Τσακισμένη από την τραγική απώλεια, βρίσκει τη μόνη παρηγοριά στο χαρτί. Δύο χρόνια μάλιστα πρωτύτερα, είχε γράψει το προφητικό -θα έλεγε κανείς- τραγούδι «Δύο πόρτες έχει η ζωή»: 
«Μέσα σε αυτό το τραγούδι, ένιωσα για πρώτη φορά την οδύνη, σαν χάνεις μια αγαπημένη ύπαρξη και ύστερα μένεις μόνη. Σε αυτούς τους στίχους έχω κλεισμένη όλη μου τη ζωή ή μάλλον τη ζωή της ζωής μου, την κόρη μου τη Μαίρη», έλεγε η μεγάλη μαστόρισσα των στίχων.

Για την περίοδο αυτή, παρατηρεί ο μεγάλος Αλέκος Σακελλάριος στη βιογραφία που σκάρωσε στην Παπαγιαννοπούλου: 
«Η Ευτυχία, κεραυνοβολημένη από τον θάνατο της κόρης της, έβαλε το μαύρο φουστάνι και το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι της -που δεν τα έβγαλε ποτέ ως το θάνατο της- κι αφοσιώθηκε στην ανατροφή της μικρής Ρέας».

Η στάση της πάντως αυτή και η συνήθεια των συνθετών να μην αποδίδουν την πατρότητα των στίχων στην Παπαγιαννοπούλου θα καταλήξει σε μόλις 160 τραγούδια να φέρουν την υπογραφή της. 
Πόσα έγραψε συνολικά, κανείς δεν ξέρει, καθώς ο χρόνος και τα κλειστά στόματα έστειλαν το μεγαλύτερο τμήμα του έργου της στη λήθη.
Για την ίδια έφτανε πάντως να καλύπτει τα τρέχοντα βιοποριστικά της έξοδα και τη χαρτοπαικτική της μανία, με τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργημάτων της να μην τα διεκδικεί ποτέ.
 Σε μια δηλωτική της στάσης της περιπέτεια, τα περίφημα «Καβουράκια» έφεραν τη ρήξη στις σχέσεις της με τον Βασίλη Τσιτσάνη: όταν η Παπαγιαννοπούλου αποφάσισε όψιμα να διεκδικήσει την πατρότητα των στίχων, ο κορυφαίος τραγουδοποιός αντέδρασε αναφέροντας ότι η τελική επιτυχημένη μορφή του τραγουδιού οφείλεται στον ίδιο και ότι εκείνη απλώς έδωσε στην αρχή ένα προσχέδιο.

Οι μελοποιημένοι στίχοι της αποτέλεσαν πάντως ακρογωνιαίο λίθο της λαϊκής μουσικής: 
«Αντιλαλούνε τα βουνά», 
«Είμαστε αλάνια», 
«Σε τούτο το παλιόσπιτο», 
«Ηλιοβασιλέματα»,
 «Περασμένες μου αγάπες», 
«Δυο πόρτες έχει η ζωή»,
 «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», 
«Γυάλινος κόσμος», 
«Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά»,
 «Όνειρο απατηλό», 
«Στο τραπέζι που τα πίνω»,
 «Στου Αποστόλη το κουτούκι»,
 «Ρίξτε στο γυαλί φαρμάκι», 
«Μου σπάσανε το μπαγλαμά», 
«Ανεμώνα»,
 «Αργά είναι πια αργά», 
«Λίγο-λίγο θα με συνηθίσεις»,

 «Πήρα από τη νιότη χρώματα»,
«Αν είναι η αγάπη έγκλημα», «Η διπρόσωπη», «Ένας αϊτός γκρεμίστηκε», «Συρματοπλέγματα βαριά», 
«Είμαι αετός χωρίς φτερά», 

«Τι έχει και κλαίει το παιδί», «Η Μαλάμω», «Πετραδάκι, πετραδάκι», «Του ντερβίση το πιοτό», «Τι να σου κάνει μια καρδιά» και τόσοι και τόσοι ακόμα αξιοσημείωτοι σταθμοί του λαϊκού πενταγράμμου…

Τελευταίες στροφές

Η Παπαγιαννοπούλου, μια μορφωμένη γυναίκα της εποχής, συνδύασε ερωτικό στίχο και κοινωνικό προβληματισμό, δημιουργώντας σχολή στην ελληνική στιχουργική, έτσι όπως απαθανάτισε τον καημό του Έλληνα:
 «Βλέπετε τον Έλληνα και μερακλώνεται και σηκώνεται και χορεύει ζεϊμπέκικο. Δεν λέω τον σνομπ, αλλά τον άλλο, που παθιάζεται και στριφογυρίζει, ζώντας εκείνη τη στιγμή τους πόθους του και τα όνειρά του. 
Τραγουδά και χορεύει τις λύπες του και τις χαρές του, βαλσαμώνει τον πόνο του, μεταμορφώνει σε ήχους τους χτύπους της καρδιάς του. 
Το λαϊκό μας τραγούδι ξεπήδησε από μια ανάγκη, γι’ αυτό είναι αληθινό, γι’ αυτό εξελίχθηκε. 
Πρέπει όμως ν’ αδειάσεις ψυχή και πνεύμα για να το πιάσεις. Πρέπει να ζυμωθείς με το λαό, να ζήσεις τους καημούς του. Γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα και ύστερα με τεχνική. Κι έτσι μόνο μας αναστατώνει, μας βάζει σε κίνηση, μας προβληματίζει», έλεγε η Παπαγιαννοπούλου σχετικά.


Τα τραγούδια της αποτελούν μνημεία του λαϊκού μας πολιτισμού και πάγιες αξίες στην καρδιά του Έλληνα. Αξίζει να ακούσουμε εδώ και πάλι τον Σακελλάριο στη χιουμοριστική ιστορία της ζωής της: 
«Αυτά τα λίγα λεφτουδάκια, που χρειαζότανε για την ψυχαγωγία της, τα έβγαζε μόνη της. Έπαιρνε συχνά μέρος σε κάτι αρπαχτές παραστάσεις σε μακρινές αθηναϊκές συνοικίες και έγραφε πάντα τραγούδια, που τα πουλούσε σε λαϊκούς συνθέτες για ένα πενηντάρι ή για ένα κατοστάρικο. Το κακό είναι ότι πουλούσε τραγούδια και σε άθλιους στιχουργούς που είχαν μια οικονομική επιφάνεια και καμώνονταν τους σπουδαίους… 
Κατόρθωσε το τρελό: να συνδυάσει ερωτικό και κοινωνικό τραγούδι σε τρία τετράστιχα. Ίσως αυτό ήταν και η αποθέωσή της και ίσως το μυστικό της επιτυχίας της, κάτι που πολύ αργότερα το “δανείστηκαν” αρκετοί.
 Τραγούδια που αφήσανε στους αγοραστές περιουσίες ολόκληρες, είχανε πουληθεί από την Ευτυχία για τέσσερα-πέντε δεκάρικα. Η καημένη, όμως η Ευτυχία, ποτέ δεν βαρυγκώμησε: “Με γεια τους με χαρά τους”, έλεγε. 
Κι όταν είχε πάλι αδεκαρίες -και πότε δεν είχε;- έγραφε μερικά τραγούδια και πήγαινε και τα μοίραζε δεξιά κι αριστερά. 
Η ζωή της όλη, όπως σας είπα και παραπάνω, ήτανε μια ζωή γεμάτη μιζέρια και φτώχεια. Η Ευτυχία, όμως, ποτέ δεν έχασε το κέφι της. Σατίριζε όλους και όλα. Και πρώτα-πρώτα τον ίδιο της τον εαυτό»…
Αυτή ήταν η ζωή της μυθικής πια Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, μιας γυναίκας που αγάπησε, που έζησε με πάθος και μετέφερε λίγο από αυτό στο χαρτί, γεννώντας αξέχαστες επιτυχίες του λαϊκού πενταγράμμου.

Η «Γριά» έκλεισε τα μάτια της σε ηλικία 79 ετών, στις 7 Ιανουαρίου 1972, έχοντας στο πλευρό της την άλλη της κόρη, Ρέα, που τη φρόντισε ως τα γεράματά της. Τελευταία της επιθυμία ήταν να της τραγουδήσουν το «Άμαξα μεσ’ τη βροχή»…