ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

ΨΥΧΗ ΑΛΗΤΙΣΣΑ...ΕΚΕΙ ΠΟΥ Ο ΟΙΣΤΡΟΣ ΡΙΧΝΕΙ ΟΛΑ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ...


Κι αρχίζει το πανηγύρι της ζωής μου, εκεί που ο οίστρος ρίχνει όλα τα σύνορα, και τίποτα και κανένας δεν έχει κτήτορα.Και πάνω στα σύνορα τα γκρεμισμένα τού οίστρου, βλέπω πάντα την ίδια εικόνα. Μιά κάμπια που μού κλείνει το μάτι, μού γνέφει "ΖΉΣΕ", φεύγει και επιστρέφει με εκθαμβωτικά φτερά.


Ψυχή αλήτισσα....

Τίς νύχτες γυρίζω μονάχη και τα μαλλιά μου, με αλαφιασμένες γλώσσες σαν φίδια, ψάχνουν να χαθούν στα λαίμαργα στόματα τού αέρα.

 Κι έχει μιά ηδονή τότε ο άνεμος, σαν τον καπνό τού τσιγάρου που φυσάει στο στόμα σου ο παθιασμένος εραστής. 
Και τρέχω,να προλάβω. Τί? Δεν ξέρω, μόνο να προφτάσω!

Κι αρχίζει το πανηγύρι της ζωής μου, εκεί που ο οίστρος ρίχνει όλα τα σύνορα, και τίποτα και κανένας δεν έχει κτήτορα.
Και πάνω στα σύνορα τα γκρεμισμένα τού οίστρου, βλέπω πάντα την ίδια εικόνα. Μιά κάμπια που μού κλείνει το μάτι, μού γνέφει "ΖΉΣΕ", φεύγει και επιστρέφει με εκθαμβωτικά φτερά.
Κι όλη τη νύχτα γδέρνομαι για να βγάλω φτερά. Και μ' αρέσει, και θαρρώ πως βγάζω.

Τίς νύχτες δεν κοιμάμαι..Δένω τα γόνατα μου, κι ύστερα αρχίζω και κλωτσάω, τη μιά αγκαθωτή πλευρά απ' τα τετράγωνα που έφτιαξαν οι " καθώς πρέπει, λογικοί" για να μαντρώσουν τις σκέψεις μου. 
Και γίνονται τα τετράγωνα, τρίγωνα. Και νικάω!!!

Τίς νύχτες μιλάω, και μόνο τότε νοιώθω ότι είμαι ζωντανή. Και οι λέξεις μου γυρνάνε πίσω σαν γαρδένιες στα μπουζούκια. 
Τη μιά με τα πέταλα, και μοσχομυρίζει παντού,
την άλλη με το κοτσάνι και πονάω, αλλά μ' αρέσει

Τίς νύχτες τραγουδάω παράφωνα , αλλά ελεύθερα.
Πηγαινοέρχεται η φωνή μου στο πεντάγραμμο σαν κακοφτιαγμένη, γερασμένη πουτάνα, που αφιονίζεται να βρει πελάτη.
Γελάνε τα φύλλα, γιουχάρουν οι κάδοι, γλιστράνε τα πεζοδρόμια.
Όμως εγώ τραγουδάω. 
Και πότε είμαι σαν στρατηγός πολέμου που μού ξηλώνουν τα παράσημα
Και πότε σαν την Κική που γυρίζει μαστουρωμένη τις νύχτες και ουρλιάζει
Και πότε σαν ένα ματωμένο κοτσύφι.
Όμως ό,τι και να συμβαίνει, σπρώχνω με δύναμη προς τα κάτω όλα τα σύννεφα, τα κάνω στρώμα, ξαπλώνω και ξεκαρδίζομαι στα γέλια.

Τίς νύχτες τρέχω, στροβιλίζομαι, δεν έχω φρένα
Όχι με στρωμένα μαλλιά, σαν νεκρά φύκια στην προκυμαία τής ζωής μου. Ναι, ασφαλώς έχω κι εγώ προκυμαία. Προκυμαία και προοπτική να ταυτιστώ τελείως με το σπέρμα τού πατέρα μου, γιατί ακόμα τον προδίδω, αφού έχω ψήγματα τού " πρέπει".
Ευτυχώς με γκρεμισμένα τετράγωνα - κελιά, και με σκέψεις - δραπέτες.

Τίς νύχτες
στο μυαλό μου τόσοι φάροι αναμμένοι, στα μάτια μου τόσοι επίδοξοι ληστές τής αιωνιότητας, στα χείλη μου τόσα βιολιά, και οι φλέβες μου υπάκουα δοξάρια.
Όμως με μιά καρδιά εύκρατη που είναι αναγκασμένη να ζεί σε τροπικό κλίμα, κι απ' τη ζέστη και την υγρασία χάλασαν οι οπλές της.
Κι αυτή ζουρλαίνεται να χορέψει.
Και ψάχνει έναν καλό τεχνίτη για τίς οπλές της, για να τη βαστούν τα πόδια της.

Γιατί όλα γίνονται.
Γιατί πόδια αχόρευτα, γίνονται.
Ομως καρδιά αχόρευτη είναι τραπέζι που το στρώνεις κάθε μέρα, μιά ολόκληρη ζωή με όλα τα καλά, και δεν έρχεται να τον φιλέψεις κανένας.
Αυτό θαρρώ πως είναι ο θάνατος, η αχόρευτη ψυχή.
Ο άλλος είναι μοναχά ένα φευγιό. Ένα φευγιό τόσο ελαφρύ για τον ταξιδιώτη, αφού δεν παίρνει μαζί του καμιά αποσκευή, και τόσο αβάσταχτα βαρύ για όσους μένουν πίσω.
Έτσι είναι... Τί μεγάλη ειρωνεία, να πασχίζεις να αφαιρεις απ' τούς ανθρώπους, να διαιρείς, να προσθέτεις σύμφωνα με τις ελλείψεις σου, και μόνο όταν φεύγουν να πολλαπλασιάζεις τίς αποσκευές τους, και φυσικά τον πόνο σου...


μαρια σαρρη 
Παρουσίαση: Viva.La.Revolucion

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Ένας Γέροντας Μέρμηγκας Αφηγείται την Ζωή του...


Την γειτονιά των μερμηγκιών , ίσως να μην την γνωρίζετε , ίσως πάλι να σας είναι αδιάφορη.
Δεν σας το κρύβω ότι όταν πληροφορήθηκα ότι υπάρχει πήγα και την επισκέφθηκα. Βρισκότανε σε μια ήρεμη περιοχή που το περιβάλλον της μου θύμισε νοσοκομείο και μάλιστα θάλαμο ασθενών την στιγμή που πλησιάζει το τέλος και επικρατεί μια ιδιαίτερη ηρεμία και γαλήνη. 
Η γειτονιά των μερμηγκιών δεν διαθέτει πολίτες αλλά μόνο υπηκόους οι οποίοι εργάζονται νύκτα μέρα χωρίς διακοπή για την συσσώρευση κεφαλαίου και για να έχουν ασφάλεια. 
Επίσης δεν υπάρχει το δικαίωμα της αντίρρησης και οι υπήκοοι δεν δικαιούνται να έχουν άλλη άποψη για τίποτα και όλοι ακολουθούν το ίδιο πρόγραμμα . 
Γενιές και γενιές ακολουθούν το ίδιο πρόγραμμα χωρίς ποτέ να σκεφτούν κάτι διαφορετικό , να διατυπώσουν κάτι το διαφορετικό , να αρνηθούν , να φύγουν , να αλλάξουν τρόπο ζωής . 
Χρόνια τώρα πιστά στρατιωτάκια υπάκουα από την ανατολή του ηλίου μέχρι την δύση του φορτώνονται και κουβαλούν χωρίς σταματημό και συσσωρεύουν για να υπάρχει ασφάλεια . 
Όταν γίνει πόλεμος με σκοπό να τους πάρουν αυτά που συγκεντρώσανε τότε πάνε στον πόλεμο να πολεμήσουν και να πεθάνουν υπερασπιζόμενοι την ασφάλεια και την ακεραιότητα του κεφαλαίου . 
Χάνεται η ζωή τους μέσα από την ομοιομορφία , την επανάληψη και τον πόλεμο και φεύγει για πάντα . 
Καθώς σεργιανούσα στην γειτονιά των μερμηγκιών συνάντησα ένα πολύ τυχερό γέρο μέρμηγκα και τον ρώτησα να μου μιλήσει για την γειτονιά των μερμηγκιών . 
Ο γέρος μέρμηγκας με κοίταξε στα μάτια και κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να μου μιλά
Είμαι από τους λίγους και πολύ τυχερούς που κατάφερα να γεράσω και δεν δουλεύω πιά γιατί έχω χάσει δυο από τα πόδια μου και είμαι άχρηστος πλέον . 
Έφυγε η ζωή μου στο να κουβαλώ , να φορτώνομαι και να κοιμάμαι για να είμαι έτοιμος για την επόμενη μέρα . 
Μια ζωή σπίτι ,δουλειά , σπίτι , ύπνος και πάλι από την αρχή και τα χρόνια περάσανε σαν νερό μέσα από τα χέρια μου . 
Θυμάμαι πριν πολλά χρόνια , ήμουν πολύ νέος τότε που επισκέφθηκε την γειτονιά μας ένας μέρμηγκας ποιητής , μας μίλαγε για την ζωή που μας φεύγει μέσα από τα χέρια μας , μας μίλαγε για διάφορα θέματα της γειτονιάς μας , μας διάβαζε ποιήματα , μας περιέγραφε την ζωή που υπάρχει έξω από την δική μας γειτονιά , για την απομόνωση , για την αλλοτρίωση , μας φώναζε γιατί δεν έχουμε όνειρα , που δεν παλεύουμε για την αλήθεια , δεν ερωτευόμαστε , δεν αγαπάμε, δεν ζούμε . 
Ταραχθήκαμε όλοι και αρχίσαμε να φωνάζουμε , να διαμαρτυρόμαστε , και να κραυγάζουμε « τι είναι αυτά που μας λες ,ανατρέπουν την ήσυχη κοινωνία μας , απειλούν τα παιδιά μας , εισαγάγουν κενά δαιμόνια , καταστρέφουν την ζωή μας» . Ταραχθήκαμε τόσο πολύ που ορμήσαμε επάνω του και τον δαγκώναμε συνέχεια μέχρι που πέθανε . 
Έτσι ήσυχοι , ήρεμοι επιστρέψαμε στην δουλειά μας με ήσυχη την συνείδηση μας ότι κάναμε το καθήκον μας καθαρίσαμε την γειτονιά μας από τα παράσιτα . 
Περάσανε τα χρόνια και μεγάλωσα και κατάλαβα πόσο δίκαιο είχε εκείνος ο μέρμηγκας ποιητής βλέποντας όλα αυτά που μας έλεγε τότε να συμβαίνουν μετα , αλλά να σου πω τίποτα δεν θα αλλάξει και δεν θα αλλάξει γιατί δεν το θέλουν έχουν βολευτεί στην σιγουριά της δυστυχίας τους . 
Για να αλλάξει κάτι πρέπει να το θέλουνε και αυτοί δεν το θέλουν ικανοποιούνται με το επιφανειακό , το ψεύτικο , την εικόνα χωρίς περιεχόμενο , ζουν με την ψευδαίσθηση , την αυταπάτη , το εύπεπτο , τον φόβο και συναινούν στην επικράτηση της δικτατορίας της ασημαντότητας για να νιώθουν ότι το τίποτα τους το έχουν όλοι το ίδιο και είναι όλοι ομοιόμορφοι το ίδιο , ένα τίποτα . 
Ευχαρίστησα τον σοφό γέροντα μέρμηγκα και πήρα τον δρόμο της επιστροφής αφήνοντας την γειτονιά των μερμηγκιών μέσα στον φόβο , την ανασφάλεια , την επιβίωση , και την συνεχή δουλειά . 
Η γειτονιά των μερμηγκιών είναι μια γειτονιά που τώρα ίσως την αναγνωρίζετε , είναι μια γειτονιά σαν όλες τις άλλες γειτονιές της πόλης σας , της πόλης μας

Dionisios Xenos

YOUTUBE.COM
This is the ninth song from Secret Gardens album Songs From a Secret Garden, from 1995. "Adagio was written in Spain while working on a project in 1988. This...



Παρουσίαση: Viva.La.Revolucion



Την γειτονιά των μερμηγκιών , ίσως να μην την γνωρίζετε , ίσως πάλι να σας είναι αδιάφορη .Δεν σας το κρύβω ότι όταν πληροφορήθηκα ότι υπάρχει πήγα και την επισκέφθηκα . Βρισκότανε σε μια ήρεμη περιοχή που το περιβάλλον της μου θύμισε νοσοκομείο και μάλιστα θάλαμο ασθενών την στιγμή που πλησιάζει το τέλος και επικρατεί μια ιδιαίτερη ηρεμία και γαλήνη . Η γειτονιά των μερμηγκιών δεν διαθέτει πολίτες αλλά μόνο υπηκόους οι οποίοι εργάζονται νύκτα μέρα χωρίς διακοπή για την συσσώρευση κεφαλαίου και για να έχουν ασφάλεια . Επίσης δεν υπάρχει το δικαίωμα της αντίρρησης και οι υπήκοοι δεν δικαιούνται να έχουν άλλη άποψη για τίποτα και όλοι ακολουθούν το ίδιο πρόγραμμα . Γενιές και γενιές ακολουθούν το ίδιο πρόγραμμα χωρίς ποτέ να σκεφτούν κάτι διαφορετικό , να διατυπώσουν κάτι το διαφορετικό , να αρνηθούν , να φύγουν , να αλλάξουν τρόπο ζωής . Χρόνια τώρα πιστά στρατιωτάκια υπάκουα από την ανατολή του ηλίου μέχρι την δύση του φορτώνονται και κουβαλούν χωρίς σταματημό και συσσωρεύουν για να υπάρχει ασφάλεια . Όταν γίνει πόλεμος με σκοπό να τους πάρουν αυτά που συγκεντρώσανε τότε πάνε στον πόλεμο να πολεμήσουν και να πεθάνουν υπερασπιζόμενοι την ασφάλεια και την ακεραιότητα του κεφαλαίου . Χάνεται η ζωή τους μέσα από την ομοιομορφία , την επανάληψη και τον πόλεμο και φεύγει για πάντα . Καθώς σεργιανούσα στην γειτονιά των μερμηγκιών συνάντησα ένα πολύ τυχερό γέρο μέρμηγκα και τον ρώτησα να μου μιλήσει για την γειτονιά των μερμηγκιών . Ο γέρος μέρμηγκας με κοίταξε στα μάτια και κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να μου μιλά . Είμαι από τους λίγους και πολύ τυχερούς που κατάφερα να γεράσω και δεν δουλεύω πιά γιατί έχω χάσει δυο από τα πόδια μου και είμαι άχρηστος πλέον . Έφυγε η ζωή μου στο να κουβαλώ , να φορτώνομαι και να κοιμάμαι για να είμαι έτοιμος για την επόμενη μέρα . Μια ζωή σπίτι ,δουλειά , σπίτι , ύπνος και πάλι από την αρχή και τα χρόνια περάσανε σαν νερό μέσα από τα χέρια μου . Θυμάμαι πριν πολλά χρόνια , ήμουν πολύ νέος τότε που επισκέφθηκε την γειτονιά μας ένας μέρμηγκας ποιητής , μας μίλαγε για την ζωή που μας φεύγει μέσα από τα χέρια μας , μας μίλαγε για διάφορα θέματα της γειτονιάς μας , μας διάβαζε ποιήματα , μας περιέγραφε την ζωή που υπάρχει έξω από την δική μας γειτονιά , για την απομόνωση , για την αλλοτρίωση , μας φώναζε γιατί δεν έχουμε όνειρα , που δεν παλεύουμε για την αλήθεια , δεν ερωτευόμαστε , δεν αγαπάμε, δεν ζούμε . Ταραχθήκαμε όλοι και αρχίσαμε να φωνάζουμε , να διαμαρτυρόμαστε , και να κραυγάζουμε « τι είναι αυτά που μας λες ,ανατρέπουν την ήσυχη κοινωνία μας , απειλούν τα παιδιά μας , εισαγάγουν κενά δαιμόνια , καταστρέφουν την ζωή μας» . Ταραχθήκαμε τόσο πολύ που ορμήσαμε επάνω του και τον δαγκώναμε συνέχεια μέχρι που πέθανε . Έτσι ήσυχοι , ήρεμοι επιστρέψαμε στην δουλειά μας με ήσυχη την συνείδηση μας ότι κάναμε το καθήκον μας καθαρίσαμε την γειτονιά μας από τα παράσιτα . Περάσανε τα χρόνια και μεγάλωσα και κατάλαβα πόσο δίκαιο είχε εκείνος ο μέρμηγκας ποιητής βλέποντας όλα αυτά που μας έλεγε τότε να συμβαίνουν μετα , αλλά να σου πω τίποτα δεν θα αλλάξει και δεν θα αλλάξει γιατί δεν το θέλουν έχουν βολευτεί στην σιγουριά της δυστυχίας τους . Για να αλλάξει κάτι πρέπει να το θέλουνε και αυτοί δεν το θέλουν ικανοποιούνται με το επιφανειακό , το ψεύτικο , την εικόνα χωρίς περιεχόμενο , ζουν με την ψευδαίσθηση , την αυταπάτη , το εύπεπτο , τον φόβο και συναινούν στην επικράτηση της δικτατορίας της ασημαντότητας για να νιώθουν ότι το τίποτα τους το έχουν όλοι το ίδιο και είναι όλοι ομοιόμορφοι το ίδιο , ένα τίποτα . Ευχαρίστησα τον σοφό γέροντα μέρμηγκα και πήρα τον δρόμο της επιστροφής αφήνοντας την γειτονιά των μερμηγκιών μέσα στον φόβο , την ανασφάλεια , την επιβίωση , και την συνεχή δουλειά . Η γειτονιά των μερμηγκιών είναι μια γειτονιά που τώρα ίσως την αναγνωρίζετε , είναι μια γειτονιά σαν όλες τις άλλες γειτονιές της πόλης σας , της πόλης μας



This is the ninth song from Secret Gardens album Songs From a Secret Garden, from 1995. "Adagio was written in Spain while working on a project in 1988. This...

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

"ΝΕΥΡΟΣΠΑΣΤΑ": «Έν Έτος -19ος- Πριν η Απαισία Νόσος Ερημώσει την Κέρκυραν και την Ζάκυνθον»



ΤΑ "ΝΕΥΡΟΣΠΑΣΤΑ" ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΒΟΥ ή ΠΟΤΖΗ

«Στα μέσα του 19ου αιώνα, «έν έτος πριν η απαισία νόσος [η χολέρα] ερημώσει την Κέρκυραν και την Ζάκυνθον, ενέσκηψεν εις τας δύο ταύτας νήσους τυχοδιώκτης ιταλός, όστις έφερεν μεθ’ εαυτού ελεϊνόν θίασον ξυλίνων νευροσπάστων[κουκλοθέατρο] και έδωκε παραστάσεις τινάς»

 [από το Γ. Τσοκόπουλος (1892) , «Ο Φασουλής», περιοδικό Παρνασσός], 
στην Κέρκυρα πρώτα και στην Ζάκυνθο στην συνέχεια, όπως ήταν η λογική πορεία των ερχομένων από την Ιταλία περιπλανώμενων καλλιτεχνών εκείνη την εποχή.Όταν, αφού ολοκλήρωσε τις παραστάσεις στην Κέρκυρα ο θίασος των νευροσπάστων, ταξίδεψε στην Ζάκυνθο, «καίτοι από της πρώτης παραστάσεως πλήθος πολύ συνέρρευσεν εις το πρωτοφανές θέαμα, ο ιταλός τυχοδιώκτης απήλθε της νήσου κατάχρεως και αφήνων οπίσω του τα ολίγα νευρόσπαστα».

Παρόλα αυτά, η καινοτόμα, για την Ελλάδα της εποχής εκείνης, μέθοδος παράστασης, «δεν ήργησε να εύρη μιμιτάς και ολίγα έτη μετά την χολέραν, νέος θίασος νευροσπάστων ήρχισε να δίδη παραστάσεις υπό διευθυντήν κάποιον Ανδρέαν Στραβόν». Το θέατρο των ανδρεικέλων λοιπόν, είναι «φρούτον της Ευρώπης μεταφυτευθέν και εν Ελλάδι».

Για τον Ανδρέα Πόγκη (ή Πότζη) - Στραβό σώζονται ελάχιστες πληροφορίες. 
Ο Λάσκαρης σημειώνει ότι «ο πρώτος τ’ ανδρείκελα εισαγάγων εν Ελλάδι [ήταν ο] Ανδρέας Πόγκης». Και αλλού διηγείται ότι «κατά τας πρώτας παραστάσεις του Νεοελληνικού Θεάτρου, τον ρόλον του orateur[αφηγητή] είχεν αναλάβει άσημος τις ηθοποιός, αλλά την βοήν αγαθός, ο εκ Ζακύνθου Ανδρέας Στραβός, όστις και μεταγενεστέρως, πρώτος αυτός, εισήγαγεν εν Ελλάδι τα νευρόσπαστα», δίνοντας εκ παραλλήλου την πληροφορία ότι ο Πόγκης - Στραβός ήταν άνθρωπος μορφωμένος και μάλιστα «εκ των λογιοτέρων του θιάσου» στον οποίο συμμετείχε, και όχι « ουρανοκατέβατος δια την γλωσσικήν αμάθειαν του», όπως τον χαρακτηρίζει σε σκαλάθυρμα του ο Αμπελάς.
Η οικογένεια Πόγκη ή Πότζη καταγόταν από την Αγκώνα της Ιταλίας και ήταν εγκατεστημένη στην Ζάκυνθο. 
Ο Ανδρέας Πόγκης, έγινε γνωστός ως “Στραβός”, δηλαδή με το παρατσούκλι (παρανόμι) που του “κόλλησαν” οι συντοπίτες του. Διότι, όπως εξηγεί ο Διονύσης Ρώμας, «φύση ευφάνταστη και ποιητική ο Ζακυνθινός δεν μπόρεσε ποτέ του ν’ αρκεστεί στα συμβατικά ονόματα των συνανθρώπων του. Βλέπει το γείτονά του σα μια καρικατούρα και νοιώθει την ανάγκη να του προσθέσει από κάτω την απαραίτητη “λεζάντα”». Ο Ανδρέας Πόγκης, είχε αδύναμη όραση, όπως πολύ αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1881, επιβεβαιώνεται από τον Κλεάνθη Τριαντάφυλλο, ο οποίος στην σατυρική εφημερίδα Ραμπαγάς τον αναφέρει με το «τιμητικό» προσωνύμιο "γυαλάκιας"»
[Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΑΒΟΥΡΗ(1964- ) είναι θεατρολόγος και διευθύνει το Κέντρο Εκπαίδευσης για την Αειφορία (ΚΠΕ) στην Ζάκυνθο.]
[φωτογραφία: ΑΓΑΛΑΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ 1939, ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΤΑ ΝΕΑ»]

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΥΟΦΟΡΗΘΗΚΕ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

«Ό,τι έχει απομείνει από την πάλαι ποτέ εκκλησία του Άγιου Αντωνίου του Ανδρίτση (κάτω από τον λοφίσκο του Προφήτη Ηλιού στα καμίνια:
Τμήμα της σκαλουνάδας του, η Αγία Τράπεζα και τμήμα της κόγχης του ιερού.»
ΜΑΡΙΑ ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΙΤΗ-ΚΟΝΤΟΝΗ (Φωτογραφίες & σχόλιο Μαρία Σιδηροκαστρίτη-Κοντονή )

«Η δεύτερη μελέτη αποτελεί μια προσπάθεια προσέγγισης της πολιτισμικής ατμόσφαιρας στη Ζάκυνθο του 17ου αιώνα, που γέννησε τον ορθόδοξο κύκλο θεατρόφιλων λογίων της αδελφότητας του Άγιου Αντώνιου του Ανδρίτση, στον οποίο συμμετείχαν ο Σαβόγιας Ρουσμέλης, ο Τζανέτος Αβούρης και ο Θεόδωρος Μοντσελέζε και οδήγησε στη συγγραφή πρωτότυπων θεατρικών έργων και την παραγωγή θεατρικών παραστάσεων.
Ως εκ τούτου, συζητά τα έργα που «ετοιμάστηκαν για παράσταση» από τον Αβούρη, παραστάθηκαν στη Ζάκυνθο τον ύστερο 17ου αιώνα και περιέχονται στον κώδικα Marcianus Graecus XI. 19. 
Ο «αντιγραφέας» των έργων που περιέχονται στον Νανιανό κώδικα, Τζανέτος Αβούρης, οικειοποιείται τις ιστορίες που δανείστηκαν οι κρητικοί ποιητές από τη Δύση, επεμβαίνει σ’ αυτές και τις διαφοροποιεί έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις κοινωνικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των ζακυνθινών θεατών του καιρού του.»
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΑΒΟΥΡΗ: «"ΣΤΡΟΥΦΟΥΛΙΔΩΤΑ", ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΖΑΚΥΝΘΙΝΟ ΘΕΑΤΡΟ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ 2019



Αλιεύτηκε από Dionisi Vitso

Αλίευση - Παρουσίαση: Viva.La.Revolucion

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

O ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ Γ. ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟ "ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ" ΤΗΣ ΣΕΜΙΝΑΣ !!


Κίτρινο Υποβρύχιο: Ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης γράφει για το βιβλίο της Σεμίνας Διγενή




«Το βιβλίο είναι και μία εγκυκλοπαίδεια διασήμων, που απαρτίζονται από καλλιτέχνες, πολιτικούς, θεατρικούς συγγραφείς, λαϊκούς ανθρώπους και όποιον μπορεί να φανταστεί κανείς, απροκάλυπτα, χωρίς καμία καθήλωση», γράφει στην κριτική του ο συγγραφέας
Ο πολυδιαβασμένος, πολυμεταφρασμένος και πολυβραβευμένος συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης, διάβασε το βιβλίο της Σεμίνας Διγενή, «Κίτρινο Υποβρύχιο», που έχει γίνει ήδη best seller, από τις εκδόσεις Πατάκη και γράφει:

«Το “Κίτρινο Υποχβρύχιο” είναι ένα πρόσχημα, μια "κάψουλα", για να μπορεί η Σεμίνα να πηγαίνει όπου θέλει μες στον χρόνο, μες στον τόπο. Να συναντάει όποιους θέλει. Ο τίτλος παραπέμπει καταρχάς στο ταξίδι του Οδυσσέα, που είναι ένα προϊόν αρχέτυπο του ταξιδιού του Έλληνα. Θα μπορούσε επίσης να μας θυμίσει τη φράση του Ευαγγελίου, που λέει ότι "το πνεύμα όπου θέλει πνει". Θα μπορούσαμε ακόμα καλύτερα, να το πούμε με ένα στίχο του ρεμπέτικου, που λέει "Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει". Αλλά νομίζω, έχει άλλο ένα στίχο του Τσιτσάνη, που λέει "έχω βάρκα για σεργιάνι, που για ψάρεμα δεν κάνει".

Δηλαδή, το κείμενό της, είναι εκτός χρησιμοθηρίας και είναι μόνο για σεργιάνι, μόνο για ταξίδι, μόνο για απόδραση. Λέω συχνά πυκνά, ότι οι συγγραφείς γράφουν πράγματα που τους ξεπερνούν. Σημειώνουν κάποια φράση και δεν ξέρεις τις παραπομπές που έχει, τις πολλές σημάνσεις και το ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ έχει πολλές σημάνσεις, με την έννοια ότι, κατά κάποιον τρόπο παρεμποδίζει τη γενική όραση, αλλά, υποχρεώνει στην αποσπασματική, όπως θέλει το βιβλίο της Σεμίνας.
Όλες οι ιστορίες της διδάσκουν στη δημοσιογραφία τι σημαίνει ρεπορτάζ, τι σημαίνει συνέντευξη. Κι αυτό το θεωρώ ένα πολύ σημαντικό θέμα. Γράφει η Σεμίνα στο βιβλίο μέσα, τι βλέπει ο άνθρωπος και με τι βλέπει. Προφανώς δε βλέπει με τα μάτια, διότι όπως έλεγαν και οι αρχαίοι Έλληνες "νους ορά και νους ακούει". Το μυαλό βλέπει δια των οφθαλμών, δηλαδή βλέπει το δυνατόν ιδέσθαι, ανάλογα με τις γνώσεις του, την κουλτούρα του, την ευαισθησία του, τη στιγμή, την πρόθεση, το ιδεολόγημα, την εμμονή, τον καταναγκασμό, τη διάθεση.

Στο βιβλίο της περιλαμβάνει άπειρα ταξίδια, εσωτερικά και εξωτερικά, είναι ακόμα μία συναγωγή από συναντήσεις, συνεντεύξεις, κουβέντες, συναναστροφές, έρωτες, πάθη, οικογενειακές ιστορίες, που ξεκινούν από το 1975, από τη δημοσιογραφική της γέννηση, από την τηλεοπτική της αναγέννηση και μετά την Ανάσταση, το έπειτα από την τηλεόραση.

Η Σεμίνα, σαν τον Μίδα, μαζεύει τις μνήμες από αυτήν την τεράστια, πολύπλοκη, δύσκολη, οδυνηρή και ταυτόχρονα δοξασμένη διαδρομή της, στις εφημερίδες των Αθηνών, όπου γνωρίζει όλους τους μεγάλους ανθρώπους της δημοσιογραφίας, τις φυσιογνωμίες και μη, τις δόξες των ημερών, τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τότε και τα προβλήματα, τις δικές της τολμηρές και ριψοκίνδυνες προσπάθειες να καταξιωθεί, να κερδίσει μία θέση στον ήλιο, να κάνει συνεντεύξεις που δεν έκαναν άλλοι, να μιλήσει για θέματα που δεν άνοιξαν έτεροι, να βρει πράγματα που δε σκέφτηκε κανείς, κι έτσι σιγά σιγά μπόρεσε και εδραιώθηκε και κέρδισε την αποδοχή, μέσα στο δημοσιογραφικό χώρο, λίαν συντόμως.

To "Κίτρινο Υποβρύχιο" της δημοσιογράφου Σεμίνας Διγενή που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη έχει ήδη γίνει best seller
Όπως ξέρετε όμως, η δημοσιογραφία δεν κερδίζεται εφάπαξ. Κάθε μέρα χάνεται και ξανακερδίζεται το πρωί.
Στη συνέχεια, μπήκε στην αρένα της τηλεόρασης, σε ένα χώρο πιο δύσκολο, πιο αιματηρό και σπαρακτικό, απολύτως ανελέητο, γιατί εκεί μπλέκεις με τον πρωταθλητισμό. Όλα αυτά είναι σημαντικά γιατί είναι μία πορεία, μια διαδρομή, με κατακτήσεις άεναες.

Είναι μία διαρκής έφοδος η Σεμίνα. Είναι οι άπειρες συνεντεύξεις που έχει κάνει, με άπειρα σπουδαία πρόσωπα. Το βιβλίο είναι και μία εγκυκλοπαίδεια διασήμων, που απαρτίζονται από καλλιτέχνες, πολιτικούς, θεατρικούς συγγραφείς, λαϊκούς ανθρώπους και όποιον μπορεί να φανταστεί κανείς, απροκάλυπτα, χωρίς καμία καθήλωση, προσέγγιζε τους πάντες, μιλούσε με τους πάντες και όλα αυτά αντανακλώνται στο βιβλίο.

Πέρα από όλα αυτά, υπάρχουν και κείμενα, τα οποία είναι πιο εσωτερικά και συναισθηματικά, πιο εξομολογητικά και ζεστά, πιο υποκειμενικά. Αυτά αφορούν στην προσωπική της ζωή, τους έρωτες, τις μοναξιές της, τις φοβίες, τις απειλές, τις φιλίες και τις προδοσίες, όλα αυτά τα οποία παρεισάγονται ενδιαμέσως στις αφηγήσεις και στα πρόσωπα, από τα οποία δε λείπουν πρόσωπα της οικογενειακής της ζωής.

Το «Κίτρινο Υποβρύχιο» της Σεμίνας Διγενή είναι ένα πολλαπλό ταξίδι στην πραγματικότητα, δια μέσου του χρόνου, είναι ένα εσωτερικό ταξίδι μνήμης είναι μία οικογενειακή διαδρομή και είναι και μία φανταστική περιήγηση με την έννοια ότι επινοεί πράγματα τα οποία δεν έχει ζήσει και τα καταγράφει, σαν να ήταν όντως υπαρκτά
Το βιβλίο αυτό, είναι ένα πολλαπλό ταξίδι στην πραγματικότητα, δια μέσου του χρόνου, είναι ένα εσωτερικό ταξίδι μνήμης, είναι μία οικογενειακή διαδρομή και είναι και μία φανταστική περιήγηση με την έννοια ότι επινοεί πράγματα τα οποία δεν έχει ζήσει και τα καταγράφει, σαν να ήταν όντως υπαρκτά. Όλα αυτά σε μία δομή βιβλίου, που δεν είναι ευθύγραμμη και παρατακτική, αλλά είναι απολύτως άναρχη, με την οποία εκπλήττει. Είναι το αναπάντεχο, το απροσδόκητο, το οποίο δίνει μία λάμψη και μια έκπληξη στον αναγνώστη. Είναι ένα βιβλίο πολυεδρικό, που δε σ' αφήνει να κουραστείς και να πλήξεις, διότι το ένα διαδέχεται συνεχώς το άλλο και σε κρατάει σε μία κατάσταση πυρετού, όταν το διαβάζεις.
Μαζί του ταξιδεύετε στα θολά νερά της μεταπολίτευσης και μέσα από τα φινιστρίνια του, βλέπετε τους ποικίλους ιχθύες της εποχής: καρχαρίες, μέδουσες, χρυσόψαρα... Να χαρείτε αυτή τη διαδρομή, η οποία είναι ένα ταξίδι πρωτότυπο και πραγματικά απολαυστικό».
Γιώργος Σκαμπαρδώνης 16/01/2020

Το Απαλλοτριώσαμε από Εδώ 

Παρουσίαση Viva.La.Revolucion 

Μαμά Θα Πετάξω..Στην Ελλάδα Εκεί που οι Σοφοί Δίδαξαν την Αγάπη!!!

............ ΤΟ ΣΧΟΛΕΊΟ.............


Μάνα, εγώ πρέπει να φύγω, πρέπει να βιαστώ... Ανοίγουν τα σχολεία, μάνα..
Και πού θα πάς, και πώς θα πάς, καμάρι μου?
Μάνα θα κολυμπήσω... Θυμάσαι εκείνο το μπουκάλι,που ταξίδεψε χρόνια στη θάλασσα,κι όταν το άνοιξες, σού έγραφε ο πατέρας," περίμενέ με,σ' αγαπώ"??Σε ένα μπουκάλι θα μπώ μάνα, και θα φτάσω στην Ελλάδα....
Και πού την ξέρεις την Ελλάδα, και γιατί στην Ελλάδα?
Γιατί μαμά, εκεί δίδαξαν οι σοφοί την αγάπη,κι όλοι οι άνθρωποι αγαπούν , όπως εσύ!
Δεν έχω παιδί μου , καπάκι μεγάλο...Με το μεγαλύτερο που είχαμε στο κελάρι, σκέπασα τον πατέρα σου...... Τότε... Θυμάσαι...Θα πνιγείς, μάτια μου......
Μάνα πρέπει να φύγω, μάνα ανοίγουν τα σχολεία....Θα πετάξω μαμά!!!
Μα τα φτερά σου είναι βαριά απ' το μολύβι, δεν μπορείς...
Μπορώ μάνα! Ακουσα ότι θα κάνει συμφωνία ο ουρανός με τη γή, και θ' ανταλλάξουνε κεραυνούς, με κόκκινα κουβάρια από γερό σχοινί...Θα κρατηθώ, θα γατζωθώ, θα τυλιχτώ, θα φτάσω!!!
Στάσου.. Σού είπα ότι τα φτερά σου είναι μολυβένια, βαριά... Δεν θ' αντέξεις...
Περίμενε..... Κοίτα το δέρμα μου... Δέρμα που δεν αγκαλιάζει, δεν έχει κανέναν προορισμό... Αυτό θα πάρεις...Μ' αυτό θα σού ράψω φτερά.. 
Μία, όταν σε γέννησα, και μια τώρα που πρέπει να σε ξαναγεννήσω..
Γι' αυτό φτιάχτηκαν οι μανάδες, για να ξαναγεννούν το ίδιο παιδί, όσες φορές χρειαστεί....

Και δεν θα πονάς? Και πότε μάνα θα στο δώσω πίσω???
Μη στεναχωριέσαι γιε μου...Το ένα κομμάτι σιγά σιγά θα το υφαίνει η λύτρωση, ότι είσαι καλά..... Αυτό είναι το εύκολο κομμάτι...
Το άλλο,το άλλο που είναι στις παλάμες μου που σ' αγκάλιαζαν,στα μάτια μου που καθρεφτίζεται η φλογισμένη σου ψυχή ,στο στόμα μου που σε νανούριζε,στα στήθη μου που βύζαινες , μέχρι να μπορέσεις να φάς σκληρό ψωμί.... Αυτό είναι το δύσκολο...

Και πώς θα γίνει αυτό μάνα μου?
Εσύ δεν μού είπες, ότι θα πάς στη χώρα που οι σοφοί δίδαξαν αγάπη, κι όλοι οι άνθρωποι θα σ'αγαπούν?
Η αγάπη τους θα το υφάνει, γιέ μου..
Ποτέ άνθρωποι που διδάχτηκαν την αγάπη, δεν θα αφήσουν μια μάνα γδαρμένη, πληγιασμένη....
Πήγαινε εσύ στο καλό, και μη νοιάζεσαι...
Όλοι θα σ' αγαπήσουν, και πιο πολύ οι μανάδες σαν εμένα...
Βγες τώρα έξω.... Εγώ θα τραγουδώ και θα ετοιμάζω τα φτερά σου...
Κι αν ακούσεις κανένα " αχ" μην έρθεις...Θα είναι γιατί ο άνθρωπος θα νικάει τη μάνα...Για λίγο όμως... Για πολύ λίγο...
Εσύ να' χεις το μυαλό και την καρδιά σου, έτοιμα μόνο για το ταξίδι...
Καλό πέταγμα μονάκριβε μου...
Σ' αγαπώ.......
Από


μαρια σαρρη
11 Σεπτεμβρίου 2019

Παρουσίαση Τίτλου-Κειμένου: Viva.La.Revolucion 

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

AΣΕ ΜΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΘΡΩΠΕ...ΜΗ ΜΑΣ ..ΣΤΡΟΓΓΥΛΕΥΕΙΣ !!


"............. ΕΜΕΊΣ ΤΑ ΛΌΓΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΓΩΝΊΕΣ....."

Μή μάς στρογγυλεύεις , άνθρωπε.
Δεν είναι η μοίρα μας να τρυπώνουμε.
Στην αλάνα γεννηθήκαμε, και στην αλάνα πεθαίνουμε.
Την απλωσιά ερωτευτήκαμε,μ' εκείνη πλαγιάσαμε.
Κι αν εσύ μάς βλέπεις για γύπες, εμείς σπουργίτια μόνο είμαστε, γι' αυτό και δεν βλέπεις κανένα παιδί μας φυλακισμένο.

Να μάς αγαπάς ,κι ας είμαστε τρομακτικοί σεισμοί.
Να ξέρεις ότι αφήνουμε όρθιο μόνο ό,τι φτιάχτηκε από καθαρά υλικά.
Κοίτα μέσα σου, και αποφάσισε αν πρέπει να μάς φοβάσαι.

Άσε μας να έχουμε γωνίες.
Μπορεί να πέφτουμε με δύναμη σαν μεστά ρόδια γύρω και απέναντι, όμως να ξέρεις κάποιες φορές τραυματίζουμε πρώτα τη μήτρα και τον κόλπο που μάς φέρνουν στον κόσμο σου.
Ναι, βουτάμε με ορμή πάνω στις μάσκες, και ξεσκεπάζουμε τα μεθυσμένα σαϊνια που έχουν ρουφήξει κάβες στην υγειά τού κάθε φορά " τυχερού" κορόϊδου.

Άσε μας ελεύθερα, άνθρωπε..
Ρόδια είμαστε, κιόταν σπάμε,οι σπόροι μας κοκκινίζουν τα ψέματα και ανασταίνουν όλες τις σταυρωμένες αλήθειες.
Αν στρογγυλέψουμε εμείς, στρογγυλεύει και στάζει σάλιο και η γλώσσα.
Και γυρίζει σαν μίξερ με μεγάλη ένταση στη λακούβα κάθε αφαλού που συναντά.
Έτσι ξιπάζεται στον κόσμο μας ο κάθε αφαλός και νιώθει " ομφαλός της γης
".
Μη μάς στρογγυλεύεις, άνθρωπε.
Μόνο εμείς καθαρίζουμε σκουριές, και δίνουμε πέταγμα σε κέρινα φτερά, λυγισμένα γόνατα, και ξεψυχισμένα " μπορώ".

Άσε μας να είμαστε πατινέρ και να μπαίνουμε στο παγοδρόμιο, χωρίς δοκιμές. Να τρώμε τα μούτρα μας. Ασε μας να μάθουμε από διαστρέμματα και κατάγματα
Εσύ τυλίχτηκες με γύψο και νάρθηκες,πριν ακόμη ανέβεις στην πίστα τής ζωής.

Και τα περιστέρια τής ειρήνης που πετάς απ' το στόμα σου γύψινα είναι , μήπως και γρατζουνίσεις την παγωμένη λίμνη τού απέναντι, και δεν έχεις πια την εύνοια του.

Γι' αυτό έχεις πάντα πόλεμο, εσύ που ωρύεσαι ότι μισείς τον πόλεμο.

Άσε μας να έχουμε γωνίες , άνθρωπε....Για τίς αράχνες...Για να τρώνε τα ζωύφια.

Γιατί αυτά που δεν τα πιάνει το μάτι σου κάνουν τη μεγάλη ζημιά.
Και ξέφτισαν τα στάχυα σου, και τρύπησε η αγκαλιά σου, και λιγόστεψε το λάδι τής αντοχής σου, και στο τέλος δεν θα μείνει τσιγάρο ...
 Και πώς θα ξεσυνηθίσεις τον καπνό, και πώς θ' αντέξεις τούς μαύρους καπνούς που έρχονται;
Η μαρια σαρρη νιώθει άνθρωπος με το χρήστη Kostis Armpouzis.

Αντιγραφή-Παρουσίαση: Viva.La.Revolucion 

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

,,ΚΑΤΑΠΙΑΜΕ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ,,


Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κοψ’ τη φωνή σου, σώπασε
κι επιτέλους
αν ο λόγος είναι άργυρος
η σιωπή είναι χρυσός.

Τα πρώτα λόγια, οι πρώτες λέξεις
που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα
μου έλεγαν: «Σώπα».


Στο σχολείο μου έκρυψαν την αλήθεια τη μισή
και μου έλεγαν: «Εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο αγόρι
που ερωτεύτηκα και μου έλεγε:
«Κοίτα, μην πεις τίποτα, και σώπα!».

Κοψ’ τη φωνή σου, μη μιλάς, σώπαινε.
Κι αυτό βάστηξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού.


Έβλεπα αίματα στα πεζοδρόμια
«Τι σε νοιάζει, μου έλεγαν,
θα βρεις το μπελά σου, τσιμουδιά, σώπα».
Αργότερα φώναζαν οι προϊστάμενοι:
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις και σώπα».

Παντρεύτηκα κι έκανα παιδιά και τα έμαθα να σωπαίνουν.
Ο άντρας μου ήταν τίμιος κι εργατικός
κι ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή που του έλεγε «σώπα».
Στα χρόνια τα δίσεχτα οι γείτονες με συμβούλευαν:
«Μην ανακατεύεσαι, πες πως δεν είδες τίποτα και σώπα».
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή
μας ένωνε όμως το «σώπα».


Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος, σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι κι οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «σώπα»,
και μαζευτήκαμε πολλοί,
μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη
αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά και φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε και παράσημα
κι όλα πολύ εύκολα, μόνο με το «σώπα».
Μεγάλη τέχνη αυτό το «σώπα».
Μάθε το στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου και στην πεθερά σου
κι αν νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις, ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και καν’ την να σωπάσει.
Κοψ’ τη σύρριζα.
Πέταξε την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο απ’ τη στιγμή
που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δεν θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου
και θα γλιτώσεις απ’ το βραχνά
να μιλάς χωρίς να μιλάς
να λες «έχετε δίκιο, είμαι με σας».

Αχ, πόσο θα ήθελα να μιλήσω ο κερατάς
και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσα σου, κοψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις
κόψε τη γλώσσα σου.


Για να είσαι τουλάχιστον σωστός
στα σχέδια και τα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς
κρατώ τη γλώσσα μου
γιατί νομίζω πως θα έρθει η στιγμή
που δε θ’ αντέξω
και θα ξεσπάσω
και δε θα φοβηθώ
και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω
μ’ έναν φθόγγο
μ’ ένα τραύλισμα
με μια κραυγή
που θα μου λέει:

ΜΙΛΑ !

Απαγγέλει η Μαριέτα Ριάλδη: